Ένα σκάφος διασχίζει τον ποταμόκολπο του ποταμού Λίγηρα. Στην πλώρη του στέκεται ο πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στις 22 Σεπτεμβρίου 2022, στα ανοιχτά του Σεν-Ναζαίρ, ο Εμμανουέλ Μακρόν εγκαινιάζει το πρώτο γαλλικό θαλάσσιο αιολικό πάρκο. Μπροστά στις κάμερες, δηλώνει υπερήφανος για το πρόγραμμα που «ενσαρκώνει τη φιλοδοξία της Γαλλίας» να αποκτήσει την «οικολογική εθνική κυριαρχία». Όμως, πίσω του, τυλιγμένες στην ομίχλη, διακρίνουμε σιλουέτες καμινάδων. Κατά μήκος του ποταμού είναι παραταγμένα, το διυλιστήριο της Total, ο τερματικός σταθμός εκφόρτωσης μεθανίου Elengy, ο θερμοηλεκτρικός σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (με πρώτη ύλη το κάρβουνο) του Κορντεναί, καθώς και τα εργοστάσια του Habas Protec, του κατασκευαστή υλικών επίστρωσης για τον κλάδο της αεροναυπηγικής, οι εγκαταστάσεις της Cargill, του γίγαντα εμπορίας αγροτικών προϊόντων, καθώς και της Yara, του παγκόσμιου ηγέτη της αγοράς λιπασμάτων. Στον νομό του Λουάρ-Ατλαντίκ, περισσότερες από 260 βιομηχανικές εγκαταστάσεις εγκυμονούν ένα κίνδυνο ρύπανσης ή ατυχήματος. Εννέα από αυτές τις «Εγκαταστάσεις χαρακτηρισμένες ως χρήζουσες παρακολούθησης για την προστασία του περιβάλλοντος» (ICPE) ανήκουν στην κατηγορία Σεβέζο (κίνδυνος σοβαρότατου βιομηχανικού ατυχήματος) (1).
Ανάμεσά τους, το εργοστάσιο της Yara. Κάθε χρόνο, από τις εγκαταστάσεις του βγαίνουν 600.000 τόνοι συνθετικών λιπασμάτων με βάση το νιτρικό οξύ και το νιτρικό αμμώνιο - την ουσία που ευθύνεται για την πολύνεκρη έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού τον Αύγουστο του 2020. Το Υπουργείο Οικολογικής Μετάβασης έχει εντάξει την μονάδα του Μοντουάρ-ντε-Μπρετάν στον κατάλογο των 13 βιομηχανικών μονάδων που έχουν τεθεί υπό καθεστώς «ενισχυμένης επαγρύπνησης».
Σύμφωνα με τη Περιφερειακή Διεύθυνση Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Κατοικίας (Dreal) της περιφέρειας Πεϋ ντε λα Λουάρ, τo 2022, η συγκεκριμένη μονάδα απέρριψε 60 τόνους αζώτου και φωσφόρου στον ποταμό Λίγηρα, και περισσότερους από 200 τόνους τοξικής σκόνης στον αέρα. Από το 2020, οι κρατικές υπηρεσίες έχουν απευθύνει στη Yara έντεκα διαταγές να περιορίσει τις ρυπογόνες εκπομπές της. Χωρίς αποτέλεσμα.
Έτσι, τον Ιανουάριο του 2023, ο νομάρχης του Λουάρ-Ατλαντίκ έλαβε μια νέα απόφαση, μετά από πρωτοβουλία του Υπουργού Οικολογικής Μετάβασης Κριστόφ Μπεσύ: επιβολή προστίμου 300 ευρώ για κάθε ημέρα κατά την οποία η επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με τις ισχύουσες προδιαγραφές (2). Πρόκειται για ένα γελοίο ποσό όταν η εταιρία έχει πραγματοποιήσει το 2022 κέρδη υψηλότερα των 2,7 δισ. ευρώ σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Μαρί-Αλίν Λε Κλερ και ο Μισέλ Λε Κλερ, μέλη της ADZRP (Οργάνωση της Ντονζ για τις επικίνδυνες ζώνες και τα Σχέδια Πρόληψης Τεχνολογικών Κινδύνων), εκφράζουν τη λύπη τους για το γεγονός ότι «η απόφαση της νομαρχίας δίνει νέες προθεσμίες στον βιομήχανο». Τονίζουν το γεγονός της «απουσίας αποφάσεων επείγοντος χαρακτήρα απέναντι σε ένα βιομήχανο που θέτει σε κίνδυνο τους εργαζόμενούς του, τους πληθυσμούς των περιχώρων και το περιβάλλον». Μάλιστα, ο εν λόγω βιομήχανος θεωρεί ότι δικαιούται να εκφράζει τις ενστάσεις του στις προσφυγές που άσκησε ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου της Ναντ κατά της απόφασης των αρχών, για «δυσανάλογες με την πραγματικότητα εντολές της δημόσιας διοίκησης» και για «στοχοποίηση και εμμονή των διοικητικών αρχών κατά της εταιρίας».
Χαλαρότεροι έλεγχοι, υπερβολικά χαμηλές κυρώσεις
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, το κράτος ήταν εκείνο που ασκούσε την διοίκηση των βιομηχανιών με στρατηγικό χαρακτήρα για την οικονομία (3). Όμως, μετά το 1986, όταν η δεξιά επέστρεψε στην εξουσία, προκάλεσε ένα άνευ προηγουμένου κύμα ιδιωτικοποιήσεων, από την βιομηχανία δομικών υλικών Saint-Gobain έως τον δημόσιο πετροχημικό κλάδο. Καθώς οι δημόσιες αρχές αποσύρθηκαν από το κεφάλαιο των επιχειρήσεων, παραιτήθηκαν και από τις προνομιακές δυνατότητες ελέγχου που τους πρόσφερε η συμμετοχή τους σε αυτό. Όπως εξηγούν οι ερευνητές Ρενό Μπεκό, Μαρί Ζι Μαλφιλάτρ και Αν Μαρσάν, με αυτόν τον τρόπο ευνοήθηκε η υπεργολαβία και η εργασιακή επισφάλεια οι οποίες συμβάλλουν στο να «καθίστανται αόρατοι οι κίνδυνοι στον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής, τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για το περιβάλλον». Προσθέτουν δε ότι οι ιδιωτικοποιήσεις συνοδεύτηκαν από την επίθεση της εργοδοσίας εναντίον των συνδικαλιστικών επιτροπών υγιεινής και ασφάλειας, οι οποίες μέχρι τότε «διαδραμάτιζαν καθοριστικό ρόλο στην κυκλοφορία των γνώσεων και στην ανάπτυξη κρίσιμων μηχανισμών για την οργάνωση της παραγωγής» (4). Ένα από τα διατάγματα του 2017 που αποκλήθηκαν «διατάγματα Μακρόν» κατάργησε εντελώς τις επιτροπές.
Την ίδια περίοδο, οι βιομηχανικές επιχειρήσεις εξάγουν το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων περιβαλλοντικού κινδύνου προς χώρες με λιγότερο αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο και ελκυστικότερη φορολογία. Για παράδειγμα στη Βραζιλία και στη Σαουδική Αραβία όσον αφορά τις πετροχημικές δραστηριότητες της Total. Με αποτέλεσμα την απώλεια ενός εκατομμυρίου θέσεων εργασίας την περίοδο 2000-2016 (5). Κι αν η ανάγκη να αντιστραφεί αυτή η αρνητική εξέλιξη δικαιολογεί τις αστρονομικές ενισχύσεις που χορηγούνται σήμερα σε ιδιωτικούς ομίλους προκειμένου να επαναπατρίσουν την παραγωγική τους δραστηριότητα ή να την διατηρήσουν στην επικράτεια της χώρας –το πρόγραμμα επενδύσεων France 2030 προβλέπει ενισχύσεις 54 δισ. ευρώ σε βάθος πενταετίας- προϋποθέτει επίσης έμμεσα ότι θα πολλαπλασιαστούν οι προσπάθειες προκειμένου το γαλλικό δίκαιο ή η εφαρμογή του με ιδιαίτερα μεγάλο ζήλο να μην αποθαρρύνουν τη δραστηριοποίηση των βιομηχάνων στη Γαλλία.
Στις 11 Μαΐου, ο Μακρόν απηύθυνε έκκληση να υπάρξει μια «παύση» στη θέσπιση ευρωπαϊκών νομοθετικών ρυθμίσεων στον τομέα του περιβάλλοντος προκειμένου να διατηρηθεί η δραστηριότητα των επιχειρήσεων στη Γηραιά Ήπειρο. Η ομιλία του πυροδότησε πλήθος αντιδράσεων, όμως, όπως υποστηρίζει ο ιστορικός Τομά Λε Ρου, «εδώ και 20 χρόνια, το κράτος δίνει μεγαλύτερη προτεραιότητα στα συμφέροντα των βιομηχάνων απ’ ό,τι στη δημόσια υγεία και στο περιβάλλον». Παρατηρεί δε ότι, κάτω από τις πιέσεις της εργοδοσίας, οι διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν εργαστεί για την προώθηση της «διοικητικής απλοποίησης». Καταρχάς, καθιέρωση το 2009 μιας διαδικασίας καταχώρησης στο μητρώο ICPE - ένα ενδιάμεσο καθεστώς μεταξύ αδειοδότησης και απλής δήλωσης- το οποίο μειώνει κατά το ένα τρίτο τον αριθμό των εργοστασίων τα οποία οφείλουν να υποβληθούν στη διαδικασία της αδειοδότησης. Επιπλέον, μειώθηκε η προθεσμία για προσφυγή τρίτων προσώπων ή περιβαλλοντικών οργανώσεων, από τέσσερα έτη, σε τέσσερις μήνες. Ακολούθησε το 2016 ο περιορισμός της περιβαλλοντικής αξιολόγησης σε ορισμένες μονάχα εγκαταστάσεις, η απλοποίηση των διαδικασιών για τον εντοπισμό παραβάσεων το 2018 (6)…
Στην πράξη, η «βιομηχανική ατιμωρησία» στην οποία αναφέρεται ο Τομά Λε Ρου, προκύπτει επίσης από τις πρακτικές των δημόσιων υπηρεσιών. Όταν οι υπεύθυνοι μιας εγκατάστασης διαπράττουν μια παράβαση της νομοθεσίας, οι επιθεωρητές της Dreal (περιφερειακή διεύθυνση περιβάλλοντος, πολεοδομίας και στέγασης) μπορούν να συστήσουν την επιβολή διοικητικής ποινής προς τον νομάρχη ή να προσφύγουν στην Εισαγγελία ζητώντας την επιβολή ποινικών κυρώσεων. Όμως, στα δικαστήρια επικρατεί συμφόρηση και ο υπέρμετρος ζήλος των ελεγκτών δεν τυγχάνει ιδιαίτερης εκτίμησης. Οι ιδιαίτερα επίμονοι ελεγκτές είναι εκτεθειμένοι στις επιπλήξεις της ιεραρχίας τους, η οποία ενδιαφέρεται περισσότερο για την απασχόληση απ’ ό,τι για την δημόσια υγεία ή για το περιβάλλον. Ένας επιθεωρητής της Dreal που επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμος εκφράζει τη θλίψη του γι’ αυτήν την κατάσταση: «Όλοι μας επιθυμούμε και προσπαθούμε να κάνουμε καλά τη δουλειά μας. Ωστόσο, όσο κι αν εμείς κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, εάν ο νομάρχης δεν ακολουθήσει τις προτάσεις μας, το έργο μας πάει χαμένο. Όταν υπάρχουν δεσμοί μεταξύ πολιτικών και βιομηχάνων, είναι αδύνατον να κάνουμε τη δουλειά μας».
Το Εθνικό Συνδικάτο Μηχανικών Βιομηχανίας και Ορυχείων (SNIIM) υπογραμμίζει την αναγκαιότητα του να ανατεθεί ο έλεγχος της βιομηχανίας σε μια ανεξάρτητη αρχή, ενώ ορισμένα από τα μέλη του καταγγέλλουν τις πιέσεις που ασκούν στους ελεγκτές οι νομάρχες, μέσα σε μια συγκυρία οικονομικής ανάκαμψης. Ο Ματιά Ταβέλ, βουλευτής της Ανυπότακτης Γαλλίας στην 8η εκλογική περιφέρεια του Λουάρ Ατλαντίκ επιβεβαιώνει ότι «υπάρχει μια προφανής συνενοχή μεταξύ του κράτους και των βιομηχάνων. Το οικονομικό συμφέρον υπερισχύει της δημόσιας υγείας. Ο κίνδυνος είναι ότι δεν υπάρχει πλέον κανένας για να επιβλέπει την βιομηχανία. Όμως, την χρειαζόμαστε την βιομηχανία, όπως επίσης και την επιστροφή της παραγωγικής δραστηριότητας στη χώρα όπου βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης. Ωστόσο, θα πρέπει να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής και οι συνθήκες υπό τις οποίες επιχειρείται η εγκατάσταση των βιομηχανιών. Η περιοχή μας διαθέτει τα μέσα για να γίνει ένα υπόδειγμα οικολογικής μετάβασης».
Όπως μας αναφέρει το στέλεχος της Dreal, μέχρι σήμερα, τα κυβερνητικά σχέδια για ανάκαμψη της οικονομίας είχαν ως κύριο αποτέλεσμα την «αύξηση της πίεσης που ασκείται στη δημόσια διοίκηση για την ταχύτερη εξέταση των υποθέσεων, καθώς και την πίεση που ασκούν οι βιομήχανοι για να εξασφαλίσουν την αδειοδότησή τους». Βέβαια, τα ατυχήματα -όπως εκείνο που συνέβη το 2001 στην Τουλούζη όταν εξερράγη το εργοστάσιο λιπασμάτων AZF- μπορεί να οδηγήσουν σε μια αύξηση της συχνότητας των επιθεωρήσεων. Όμως κατόπιν, είτε έχει την τάση να μειώνεται (το SNIIM κατέγραψε κατέγραψε 28.500 επιθεωρήσεις το 2007 και 18.200 το 2018), είτε, ελλείψει πρόσθετων πόρων, ο στόχος της αύξησης του αριθμού των επιθεωρήσεων (το Υπουργείο Οικολογικής Μετάβασης αποφάσισε την αύξησή τους κατά 50% μετά την έκρηξη στο εργοστάσιο της Lubrizol στη Ρουέν το 2019) μεταφράζεται σε μείωση της διάρκειας του ελέγχου.
Μονάχα λίγοι παραπάνω από 1.600 επιθεωρητές οφείλουν να επιτηρούν 500.000 «Εγκαταστάσεις χαρακτηρισμένες ως χρήζουσες παρακολούθησης για την προστασία του περιβάλλοντος» (ICPE). Όπως εξηγεί μια πρώην επιθεωρήτρια, «παρακολουθούμε τις πολύ μεγάλες μονάδες της κατηγορίας Σεβέζο κι αφήνουμε ανέλεγκτες τις μεσαίες επιχειρήσεις, κυρίως εκείνες που υπόκεινται στο καθεστώς της δήλωσης, όπως για παράδειγμα τα βενζινάδικα». Όπως εξηγεί, ουσιαστικά ο έλεγχος του εξοπλισμού που υπόκειται στο καθεστώς της δήλωσης αφήνεται σε υπεργολαβικούς οργανισμούς ή και στις ίδιες τις επιχειρήσεις. Όμως, «η αρχή του αυτοελέγχου δεν έχει νόημα. Εάν δεν δηλώσουν οι ίδιοι τις παρατυπίες τους, είναι αδύνατον να πιαστούν. Εμείς τις εντοπίζουμε μόνο σε περίπτωση ατυχήματος». Ο επιθεωρητής της Dreal συμφωνεί: «Τις μονάδες που έχουν περάσει στο καθεστώς της απλής δήλωσης, δεν τις πιάνουν τα ραντάρ μας. Ωστόσο, αυτές ευθύνονται για τις μεγαλύτερες περιπτώσεις μόνιμης ρύπανσης. Αυτές είναι που θα έχουν τις σοβαρότερες συνέπειες όσον αφορά τη δημόσια υγεία. Το διακύβευμα συνίσταται στην εξισορρόπηση της πρόληψης του κινδύνου ατυχήματος και του χρόνιου κινδύνου που προκύπτει από την συνεχή ρύπανση. Αυτό προϋποθέτει ότι θα έχουμε τη δυνατότητα να επιβάλλουμε αυστηρές τιμωρίες στις μονάδες που δεν σέβονται τη νομοθεσία. Αλλά οι ποινές που επιβάλλουμε είναι υπερβολικά χαμηλές. Πρόκειται για μια υπόθεση που θα έπρεπε να έχει την πολιτική προτεραιότητα. Υπουργείο Περιβάλλοντος είμαστε…».
Υψηλότερη θνησιμότητα από τον εθνικό μέσο όρο
Ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της δημόσιας διοίκησης προσθέτει: «Υπάρχει μια πραγματική δυσκολία αυτή τη στιγμή. Παρατηρούμε πολλές παραβιάσεις του περιβαλλοντικού δικαίου, ωστόσο, όταν οι βιομήχανοι δεν συμμορφώνονται με το ρυθμιστικό πλαίσιο, οι υπουργοί δεν κάνουν τίποτα, λόγω κυβερνητικής πειθαρχίας». Η κατηγορηματική παρέμβαση του Κριστόφ Μπεσύ τον περασμένο Ιανουάριο στην περίπτωση της Yara θα μπορούσε να αφήσει να εννοηθεί ότι υπάρχει η βούληση για να γίνει αισθητή η παρουσία του κράτους. Όμως, οι πολυετείς στρατηγικοί προσανατολισμοί για τις επιθεωρήσεις -κατά τη διάρκεια της περιόδου 2023-2027- των εγκαταστάσεων που έχουν χαρακτηριστεί ως επικίνδυνες, οι οποίοι δόθηκαν στη δημοσιότητα από το υπουργείο του, απαλλάσσουν ένα μέρος των βιομήχανων από την υποχρέωση της ανάληψης της οικονομικής ευθύνης που τους αναλογεί. Το κυβερνητικό έγγραφο απαλλάσσει ορισμένους από αυτούς από την υποχρέωση της συγκρότησης ειδικού αποθεματικού (προβλέψεων) αντιμετώπισης περιβαλλοντικών κινδύνων στην εάν, λόγω χρεοκοπίας ή σοβαρών οικονομικών δυσκολιών, αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Όσο κι αν αυτό το μέτρο προβλέπεται από τον Περιβαλλοντικό Κώδικα (άρθρο R 6-1), θεωρείται «υπερβολικά δαπανηρό για τους επιχειρηματίες» και ότι «αυξάνει σημαντικά τον φόρτο εργασίας των διοικητικών αρχών που προβαίνουν στην επιθεώρηση των εγκαταστάσεων που έχουν χαρακτηριστεί ως επικίνδυνες» (7).
Μετά από μια πυρκαγιά μεγάλης έκτασης, το 70% των επιχειρήσεων δεν επιβιώνει (8). Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς την έκταση του κόστους που εγκυμονούν για το κοινωνικό σύνολο τα ρίσκα που αναλαμβάνουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Για το 2021, η Aria, η δημόσια βάση δεδομένων για τα βιομηχανικά επεισόδια, έχει καταγράψει 1.571 «συμβάντα» σε εγκαταστάσεις τύπου ICPE. Τα ατυχήματα, τα συμβάντα ή οι καταστάσεις υποβάθμισης του περιβάλλοντος προκαλούν κάθε χρόνο αρκετούς νεκρούς και πλήθος τραυματιών. Όμως κυρίως, ο αριθμός των νέων κρουσμάτων καρκίνου κάθε χρόνο στη Γαλλία πέρασε, από τα 170.000 το 1980 στα 382.000 το 2018 (9), ενώ ο αριθμός των ουσιών που αποτελούν αντικείμενο ελέγχου ενδέχεται να αποτελεί μικρό ποσοστό του συνόλου των ουσιών που απορρίπτουν οι βιομηχανίες στο περιβάλλον.
Τον Σεπτέμβριο του 2019, μια έκθεση, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα από το Περιφερειακό Παρατηρητήριο Υγείας του Πεϋ ντε λα Λουάρ, διαπίστωσε στη λεκάνη του Σεν-Ναζαίρ θνησιμότητα κατά 28% υψηλότερη από τον εθνικό μέσο όρο για την κατηγορία των ατόμων ηλικίας μικρότερης των 65 ετών, η οποία οφειλόταν κατά κύριο λόγο σε καρκίνους και σε ασθένειες του αναπνευστικού (10). Η αυξημένη αυτή θνησιμότητα φτάνει το 38% στους άντρες, σε μια περιοχή όπου τα δύο τρίτα του ενεργού πληθυσμού είναι εργάτες και η οποία έχει ήδη πληρώσει βαρύτατο φόρο αίματος εξαιτίας του αμιάντου. Ο Μισέλ Μπεργκ, εκείνη την εποχή αντινομάρχης της περιοχής, επιχείρησε αμέσως να υποβαθμίσει τα αποτελέσματα της έρευνας, υποστηρίζοντας ότι οι χαμηλών εισοδημάτων πληθυσμοί του Σεν-Ναζαίρ ακολουθούν έναν διόλου υγιεινό τρόπο ζωής: «Οι καρκίνοι δεν οφείλονται στη βιομηχανική ρύπανση. Το κάπνισμα και το αλκοόλ φταίνε» (11). «Η έκθεση αποκαλύπτει επίσης ότι το 30% των παιδιών έχουν προσβληθεί από αναπνευστικές λοιμώξεις. Άραγε καπνίζουν και πίνουν κι αυτά;», αναρωτιέται ο Γιανίκ Βογκρενάρ, σοσιαλιστής γερουσιαστής του Λουάρ-Ατλαντίκ.
Η επιμονή των τοπικών ακτιβιστών, οι οποίοι υποστηρίχθηκαν από αρκετούς αιρετούς της τοπικής αυτοδιοίκησης, οδήγησε τρία χρόνια αργότερα στην εκπόνηση μιας μελέτης ζώνης, η οποία αποτελεί προαπαιτούμενο για την εκπόνηση μιας επιδημιολογικής έρευνας, παρόλη την αντίθεση του αντινομάρχη. Στις 16 Δεκεμβρίου του 2022, κατά την έναρξη της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης επιτέθηκε με σφοδρότητα στις περιβαλλοντικές οργανώσεις, κατηγορώντας τες ότι έχουν πλημμυρίσει την υπηρεσία του με διαβήματα και ότι εμποδίζουν την άσκηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων αρνούμενες τη συμμετοχή των εκπροσώπων της Yara στη συνεδρίαση. «Στο Σεν Ναζαίρ, ο κοινωνικός ιστός είναι πολύ διεκδικητικός. Κάνουν σημαντική δουλειά όταν πρέπει να σημάνουν συναγερμό», σχολιάζει ο Βογκρενάρ. «Κι αυτό εκνευρίζει τους εκπροσώπους του κράτους που δεν έχουν συνηθίσει να τίθενται υπό αμφισβήτηση.» Ήδη από τις 14 Οκτωβρίου του 2022, μπροστά στην αντινομαρχία του Σεν-Ναζαίρ, οι ακτιβιστές είχαν κρεμάσει ένα πανό που έγραφε: «Η Yara το βάζει στα πόδια, το κράτος το βάζει στα πόδια, εμείς μένουμε». Εκείνη ακριβώς την ημέρα, ο Υπουργός Οικολογικής Μετάβασης εγκαινίαζε την ημερίδα «Όλοι ανθεκτικοί απέναντι στον κίνδυνο». «Η ανθεκτικότητα μεταφέρει την ευθύνη του κινδύνου στους πολίτες και απαλλάσσει τις επιχειρήσεις από τις υποχρεώσεις τους», σχολιάζει η Μαρί-Αλίν Λε Κλερ. «Οφείλουμε να προστατευθούμε από κινδύνους για τους οποίους εμείς δεν είμαστε οι υπεύθυνοι» (12).