Βωλ-εν-Βελάν, 6 Οκτωβρίου 1990. Ο Τομά Κλαουντιό, 21 ετών, οδηγεί τη μοτοσυκλέτα του όταν τον χτυπά ένα περιπολικό της αστυνομίας. Πεθαίνει ακαριαία. Επί τέσσερις ημέρες, η πόλη φλέγεται. Καταστήματα λεηλατούνται, αυτοκίνητα πυρπολούνται, σχολεία καταστρέφονται, πυροσβέστες τραυματίζονται και δημοσιογράφοι ξυλοκοπούνται. «Η ανεργία και η έλλειψη κατάρτισης των νέων είναι υπαίτιες για τα γεγονότα αυτά», δήλωνε τότε ένας αντιδήμαρχος της Δεξιάς, ο Νικολά Σαρκοζί (1).
Κλισύ-σου-Μπουά, 27 Οκτωβρίου 2005. Κυνηγημένοι από την αστυνομία, δύο έφηβοι, ο Ζαΐέντ Μπενά και ο Μπουνά Τραορέ, καταφεύγουν σε έναν μετασχηματιστή του δικτύου ηλεκτροδότησης και πεθαίνουν από ηλεκτροπληξία. Συγκρούσεις ξεσπούν στο Σεν-Σαν-Ντενί και σύντομα εξαπλώνονται σε όλη τη χώρα. Μετά από τρεις εβδομάδες εξέγερσης, ο πρόεδρος Ζακ Σιράκ εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι «ορισμένες περιοχές έχουν πάρα πολλά μειονεκτήματα, πάρα πολλές δυσκολίες» και ζητά να ληφθούν μέτρα για την καταπολέμηση «των διακρίσεων, οι οποίες αποτελούν δηλητήριο για την κοινωνία». Επικρίνει επίσης «την παράτυπη μετανάστευση και το εμπόριο ανθρώπων που δημιουργεί» και «τις οικογένειες που αρνούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους».
Ναντέρ, 27 Ιουνίου 2023. Ο Ναέλ Μερτζούκ, 17 ετών, πυροβολείται στο στήθος κατά τη διάρκεια οδικού ελέγχου. Οι ταραχές εξαπλώνονται σαν πυρκαγιά σε όλη τη χώρα. Το επεισόδιο είναι σύντομο (πέντε ημέρες), αλλά έντονο: 23.878 φωτιές σε δημόσιες οδούς, 5.892 πυρπολήσεις οχημάτων, 3.486 προσαγωγές, 1.105 επιθέσεις σε κτίρια, 269 επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα, 243 βανδαλισμοί σε σχολεία. «Τα γεγονότα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με μια κοινωνική κρίση», αλλά έχουν να κάνουν με την «αποσύνθεση του κράτους και του έθνους», σύμφωνα με τον Λωράν Βωκιέζ (2), τον πιθανότερο υποψήφιο της Δεξιάς (Les Républicains) στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Και αλίμονο σε όποιον ισχυρίζεται το αντίθετο: κατηγορείται αμέσως ότι δικαιολογεί τη βία, ότι τροφοδοτεί την κουλτούρα των προφάσεων ή ακόμη και ότι είναι «ταραξίας» και «κίνδυνος για τη Δημοκρατία» (3).
Μέσα από τις αντιδράσεις που προκαλούν, οι επαναλαμβανόμενες ταραχές στις πόλεις αντανακλούν την εξέλιξη του γαλλικού πολιτικού τοπίου, από το οποίο έχει περάσει ο οδοστρωτήρας των αντιλήψεων περί ασφάλειας και εθνικής ταυτότητας. Η εξήγηση με βάση τα κοινωνικά προβλήματα, που κάποτε θεωρούνταν δεδομένη, έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα –για την ακρίβεια βρίσκεται πλέον στα όρια της απαγόρευσης. Στο παρελθόν, κάθε κυβέρνηση που αντιμετώπιζε ένα τέτοιο γεγονός ανακοίνωνε την εφαρμογή ενός σχεδίου για τα υποβαθμισμένα προάστια προκειμένου να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές ανισότητες που πλήττουν αυτές τις περιοχές. Μόλις μειωνόταν η προσοχή, τα μέτρα που λαμβάνονταν δεν ήταν πολύ φιλόδοξα –μερικές επιδοτούμενες θέσεις εργασίας, επιχορηγήσεις σε συλλόγους, κονδύλια για την ανακαίνιση κτιρίων κ.λπ. Τα περιορισμένα αυτά σχέδια, καμιά δεκαριά από τη δεκαετία του 1980, προφανώς δεν επέλυσαν τίποτα, ούτε την ανεργία, ούτε τις διακρίσεις, ούτε βεβαίως τις εντάσεις μεταξύ των νέων και της αστυνομίας. Όμως, η συσσώρευσή τους οδήγησε στη δημιουργία της εντύπωσης ότι το κράτος έχει ήδη κάνει πάρα πολλά για τα προάστια και ότι είναι καιρός να επικεντρωθούμε εκ νέου στα «πραγματικά προβλήματα»: τη μετανάστευση, το Ισλάμ, την παραίτηση των γονέων, την ανεκτικότητα της Δικαιοσύνης, τα βιντεοπαιχνίδια, τα κοινωνικά δίκτυα... Μια ρητορική κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μιας τεχνητής αντιπαράθεσης μεταξύ προαστίων και υπαίθρου, αυτών των εγκαταλελειμμένων τόπων όπου ζουν οι λαϊκές τάξεις.