Ο δικηγόρος ξεκινά: «Είναι φοιτητής μηχανικής, σε δέκα ημέρες θα δώσει εξετάσεις. Δεν έχει καταδικαστεί ποτέ, είναι έτοιμος να βάλει ηλεκτρονικό βραχιόλι και να δεχθεί οποιαδήποτε συνθήκη φτάνει να μπορέσει να δώσει εξετάσεις». Κατόπιν, ένας συνάδελφός του λαμβάνει τον λόγο όταν το δικαστήριο καλεί την επόμενη υπόθεση: «Ο πελάτης μου, μαζί με τους φίλους του, θέλησε να δει τι είχε απογίνει το κατάστημα, ήθελε να κάνει έρευνα, όπως οι δημοσιογράφοι». Από το θεωρείο του Τύπου ακούγονται γέλια. «Ντρέπεται. Θέλει να επανορθώσει το κακό που έγινε δουλεύοντας για να βοηθήσει την κοινότητα. Εργάζεται σε ένα μεγάλο κατάστημα, βρίσκεται στο δεύτερο έτος του στο πανεπιστήμιο, θέλει να συνεχίσει τις σπουδές του». Ο δικαστής ωστόσο απορρίπτει τα αιτήματα αυτά. Οι νεαροί προφυλακίζονται. Ο ένας από τους δύο άνδρες σκύβει το κεφάλι του, το βλέμμα του είναι κενό. Η μητέρα του φέρνει τα χέρια στο πρόσωπό της για να μην κλάψει. «Θέλουν να τους κάνουν παράδειγμα, κατηγορούν τους πάντες πολύ σκληρά», αντιδρά αγανακτισμένος ο πατέρας του άλλου.
Θα μπορούσε κάποιος να πιστέψει πως η σκηνή αυτή εκτυλίχθηκε σε κάποιο γαλλικό δικαστήριο. Ότι πρόκειται για μια εμφάνιση υπόδικων εξεγερμένων στις αρχές αυτού του καλοκαιριού. Κι όμως συνέβη στο Ηνωμένο Βασίλειο, περισσότερα από δέκα χρόνια νωρίτερα, το 2011, κατά τη διάρκεια των δικών που οργανώθηκαν με τη διαδικασία του επείγοντος λόγω «διατάραξης της δημόσιας τάξης» –σύμφωνα με την έκφραση που χρησιμοποίησε το υπουργείο. Στις 4 Αυγούστου, ο Μαρκ Ντάγκαν, 29 ετών, σκοτώθηκε από έναν αστυνομικό με μια σφαίρα στο στήθος ύστερα από την ακινητοποίηση του ταξί με το οποίο κυκλοφορούσε στο Τότεναμ, στο βόρειο Λονδίνο. Οι αρχές τον παρακολουθούσαν. Φέρεται να είχε όπλο τη στιγμή του θανάτου του. Τη μεθεπόμενη ημέρα, κοντινοί του άνθρωποι πραγματοποίησαν πορεία έως το κεντρικό αστυνομικό τμήμα της συνοικίας. Στην αρχή της βραδιάς, αστυνομικοί χτύπησαν με ρόπαλα ένα κορίτσι 16 ετών για το οποίο ειπώθηκε πως είχε πετάξει ένα χαλίκι. Η κατάσταση ξέφυγε. Δύο αυτοκίνητα της αστυνομίας κάηκαν προτού τα βίαια επεισόδια εξαπλωθούν στη συνοικία και κατόπιν, τις επόμενες ημέρες, στα περίχωρα της πρωτεύουσας και των μεγάλων αγγλικών πόλεων, του Μπέρμιγχαμ, του Λίβερπουλ και του Μάντσεστερ…
«Πρόκειται για απληστία και εγκληματικότητα»
Ηνωμένο Βασίλειο 2011, Γαλλία 2023: οι ομοιότητες δεν λείπουν. Όταν ο Γάλλος πρόεδρος κατήγγειλε στις 30 του περασμένου Ιουνίου την «εργαλειοποίηση του θανάτου ενός εφήβου (…) στην προσπάθεια να δημιουργηθεί αταξία και να γίνει επίθεση στους θεσμούς μας» και κάλεσε τους γονείς να επιδείξουν «υπευθυνότητα», και όταν ο υπουργός Εσωτερικών Ζεράλντ Νταρμανάν ανέφερε στις 3 Ιουλίου ότι «πρέπει να είμαστε αυστηροί απέναντι στους κακοποιούς και να μη βλέπουμε κοινωνικές δικαιολογίες εκεί όπου δεν υπάρχουν», τα λόγια τους απηχούσαν εκείνα που είχαν ειπωθεί δώδεκα χρόνια νωρίτερα από τον τότε Βρετανό πρωθυπουργό. Στις 15 Αυγούστου του 2011, ο Συντηρητικός Ντέιβιντ Κάμερον είχε εκφράσει τη λύπη του για μια «ηθική κατάρρευση» που –όπως είπε– οδήγησε «στην ανευθυνότητα, στον εγωισμό, στην ασυνέπεια, σε παιδιά χωρίς πατέρα, σε σχολεία χωρίς πειθαρχία, σε ανταμοιβές χωρίς προσπάθεια, σε έγκλημα χωρίς τιμωρία, σε δικαιώματα χωρίς ευθύνες, σε κοινότητες όπου δεν υπάρχει έλεγχος».
Στις αρχές Οκτωβρίου, η υπουργός Εσωτερικών και κατοπινή πρωθυπουργός Τερέζα Μέι είχε ξεκαθαρίσει το θέμα: «Οι ταραχές αυτού του καλοκαιριού δεν συνδέονταν με τη φτώχεια ή με την πολιτική. Επρόκειτο για απληστία και εγκληματικότητα, τροφοδοτούμενων από μια νοοτροπία ανευθυνότητας και επανάπαυσης σε επιδόματα». Προκειμένου να βάλει ένα τέλος σε όλο αυτό, ο φιλελεύθερος δημοκρατικός αναπληρωτής πρωθυπουργός Νίκολας Κλεγκ, σήμερα υπερλομπίστας της μητρικής εταιρείας του Facebook, είχε προτείνει οι καταδικασθέντες να εκτελούν τις κοινωνικές εργασίες τους φορώντας πορτοκαλί στολή, με σκοπό, προφανώς, να στιγματιστούν για πάντα ως μιάσματα ακόμα και στις ίδιες τους τις γειτονιές. Ένα επιπλέον βήμα στην ταπείνωση στην οποία οδηγεί η πρωτοβουλία που λήφθηκε πρόσφατα στο Μπλαν-Μενίλ (Σεν-Σεν-Ντενί). «Αυτά τα πιτσιρίκια δεν έχουν μυαλό, θα πληρώσουν, οι οικογένειες θα πρέπει να πληρώσουν», είχε ισχυριστεί αρχικά ο δήμαρχος της μικρής πόλης, προτού ζητήσει να τοποθετηθεί κίτρινη ταινία επάνω σε όλες τις αφίσες που υπήρχαν στην πόλη και διαφήμιζαν την προσωρινή παραλία Beach Mesnil: «Ακυρώνεται – Τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν θα επιτρέψουν να επισκευαστούν οι ζημιές που προκλήθηκαν από τους ταραχοποιούς».
«Είναι άδικο, δεν είναι αυτοί που πηγαίνουν τα παιδιά τους στο πάρκο εκείνοι που έκαψαν τα πάντα, όλος ο κόσμος την πληρώνει για μερικούς ενόχους», είπαν αντιδρώντας κάτοικοι που ήταν θυμωμένοι τόσο με τον δήμαρχο όσο και με τους ταραχοποιούς (1). Με την πάροδο του χρόνου, αυτές οι συγκρούσεις μεταξύ νέων και δυνάμεων της τάξης, και η ρητορική την οποία εμπνέουν, συμβάλλουν στο να αλλάξει η άποψη για τις λαϊκές τάξεις, ακόμα και εντός των ιδίων. Επί πολλά χρόνια, η Britain Thinks δημοσιεύει μελέτες σχετικές με την ταύτιση με τις κοινωνικές τάξεις στο Ηνωμένο Βασίλειο. Από το 2011 ήδη, η Ντέμπορα Μάτινσον, υπεύθυνη για τις έρευνες εντός αυτής της εταιρείας παροχής συμβουλών, είχε παρατηρήσει το εξής: «Θέτω το ίδιο ερώτημα, σχετικά με την κοινωνική ταυτότητα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Εντούτοις, εδώ και λίγο καιρό, η ταξινόμηση σε “κοινωνικές τάξεις” φαίνεται πως αποτελεί προσβολή» (2). Και, μέσα σε δέκα χρόνια, η τάση αυτή αυξήθηκε σημαντικά. Σύμφωνα με την έκδοση της έρευνας το 2021, το 54% των ερωτηθέντων θεωρούσε πως ανήκε στις λαϊκές τάξεις (working class), δηλαδή οκτώ μονάδες λιγότερες από το 2011.
Φτωχοί εναντίον άλλων φτωχών: τα σχόλια των αρχών ή των εμπειρογνωμόνων σχετικά με την ανάφλεξη στις υποβαθμισμένες γειτονιές ενθαρρύνουν την ανάγνωση αυτή. «Η συνήθης πολιτική απάντηση στις ταραχές είναι η προσπάθεια να ταυτοποιηθούν τα εμπλεκόμενα άτομα ως “άλλοι”, τρόπον τινά», εξηγούσαν οι ερευνητές το 2018. «Οι συγκεντρώσεις εξεγερμένων παρουσιάζονται ως συναθροίσεις από παράλογα πλήθη ή απλώς ως ομάδες που δεν έχουν τίποτα άλλο πέρα από εγκληματικές προθέσεις» (3). Στη Γαλλία, τους εξοβέλισαν ως ξενικής καταγωγής αφού πρώτα τους είχαν «αποκαλύψει». Τον περασμένο Ιούλιο, ακολουθώντας τα βήματα του Φρανσουά-Ζαβιέ Μπελαμί (επικεφαλής των ευρωβουλευτών του Συντηρητικού Κόμματος Les Républicains) ή του Ερίκ Ζεμούρ (αντιπροέδρου του ακροδεξιού κόμματος Reconquête), μέσα ενημέρωσης όπως το BFM TV ή η εφημερίδα «L’Opinion» δημοσίευσαν καταλόγους ή λίστες με τα ονόματα που εμφανίζονταν συχνότερα μεταξύ των συλληφθέντων: κατά σειρά, Μοχάμεντ, Γιάνις, Ένζο, Μαξίμ (4)…
Πολύ γρήγορα, ωστόσο, αναλύσεις με αποκλίνοντα συμπεράσματα αναφάνηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, ακόμα και σε συντηρητικά έντυπα όπως η «Daily Telegraph». Από τις 12 Αυγούστου 2011 κιόλας, ο συντάκτης του κύριου άρθρου της Πίτερ Όμπορν εκτιμούσε ότι οι ταραχοποιοί ακολουθούσαν «απλούστατα, το παράδειγμα γηραιότερων και πιο σεβαστών προσώπων της κοινωνίας». Ο δημοσιογράφος κατηγορούσε την «τρομακτική παρακμή της βρετανικής κυβερνώσας ελίτ, στους κόλπους της οποίας έχει καταστεί αποδεκτό το ψέμα και το βρόμικο παιχνίδι» (5). Όντως, το 2009, το «σκάνδαλο των βουλευτικών δαπανών», που είχε φέρει στο φως την υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος από τους βουλευτές, είχε οδηγήσει μόνο σε τρεις καταδίκες σε φυλάκιση. Ο βουλευτής του Εργατικού Κόμματος Τζέραλντ Κάουφμαν, φερ’ ειπείν, υποχρεώθηκε απλώς να πληρώσει την τηλεόραση μάρκας Bang & Olufsen που είχε αποκτήσει με έξοδα των φορολογουμένων (8.750 λίρες στερλίνες, περίπου 10.000 ευρώ). Όμως, το 2011, ο Νίκολας Ρόμπινσον, ένας 23χρονος άντρας χωρίς ποινικό μητρώο θα περάσει, έξι μήνες στη φυλακή επειδή μάζεψε από κάτω ένα μπουκάλι μεταλλικού νερού αξίας 3,50 λιρών μερικές ώρες ύστερα από τη λεηλασία ενός καταστήματος.
Από πλευράς τους, η εφημερίδα «The Guardian» και το London School of Economics πραγματοποίησαν μια μελέτη βασισμένη σε 270 συζητήσεις με εξεγερμένους (6). Η αναφορά που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2011 έδινε έμφαση στον «εκτεταμένο θυμό απέναντι στην αστυνομία και στην απογοήτευση που προκλήθηκε από την καθημερινή συμπεριφορά των αστυνομικών προς εκείνους». Το 73% των ερωτηθέντων είχε υποστεί σωματική έρευνα κατά τη διάρκεια των δώδεκα προηγούμενων μηνών. Μόνο το 7% εκτιμούσε ότι η αστυνομία είχε κάνει «καλή» ή «πολύ καλή» δουλειά, έναντι του 56% του συνόλου του βρετανικού πληθυσμού. Η κοινωνική κατάσταση αποδεικνυόταν εξίσου καθοριστική: το 51% των συμμετεχόντων θεωρούσε πως ήταν ενσωματωμένο στην κοινωνία, έναντι του 92% του συνόλου. Και, ενώ ο Ντέιβιντ Κάμερον είχε υποδείξει σε μια ομιλία του στις 11 Αυγούστου ότι οι συμμορίες βρίσκονταν «στην καρδιά της βίας» και είχαν «συντονίσει τις επιθέσεις ενάντια στην αστυνομία και τις επακόλουθες λεηλασίες», οι δημοσιογραφικές και επιστημονικές έρευνες έδειχναν ότι οι συμμορίες είχαν διαδραματίσει μηδαμινό ρόλο.
Μια άλλη ανάλυση που συντάχθηκε τον Οκτώβριο του 2011 για το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Έρευνας, ένα ανεξάρτητο κέντρο προβληματισμού, διαπίστωνε ότι σε αυτές τις εξεγέρσεις, οι συμμετέχοντες διέκριναν ότι «θα έκαναν κάτι συναρπαστικό», τη «δυνατότητα να αποκτήσουν δωρεάν πράγματα» και την «ευκαιρία να εκδικηθούν την αστυνομία» (7). Σύμφωνα με μια έκθεση του Μαρτίου του 2012 από την ομάδα συζήτησης για τις ταραχές, τις κοινότητες ανθρώπων και τα θύματα, που συστάθηκε από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, «η μεγάλη πλειονότητα των νέων αυτών δεν παρουσίαζε κίνδυνο παραβατικότητας. Αυτό δείχνει πως πολλοί από αυτούς πήραν λανθασμένες αποφάσεις αφού αφέθηκαν να παρασυρθούν» (8). Το ίδιο θα μπορούσε να υποτεθεί και στη Γαλλία. Στις 5 του περασμένου Ιουλίου, ενώπιον της Νομικής Επιτροπής της Γερουσίας, ο Νταρμανάν υπέδειξε ότι το 60% των συλληφθέντων κατά τις νύχτες των επεισοδίων δεν είχε ποινικό μητρώο.
Στα μέσα Ιουλίου, η δικηγόρος Ελζά Μαρσέλ, μέλος της Συλλογικότητας Νομικής Δράσης, εξέφρασε τον φόβο της για μια δεύτερη φάση συλλήψεων στη Γαλλία, παρόμοια με την προηγούμενη, με την εκμετάλλευση όχι μόνο της βιντεο-παρακολούθησης αλλά και των δημοσιεύσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αναφέρει ότι στο Σαρσέλ ή στο Σεν-Ντενί τέτοια στοιχεία που επιστρατεύθηκαν συνδυαστικά προκειμένου να χρησιμοποιηθούν εναντίων πολύ νεαρών ατόμων δικαιολογούσαν τις έρευνες τα χαράματα στα σπίτια των οικογενειών τους. Μια στρατηγική του φόβου, σε συνέχεια των κατηγορητηρίων και των ποινών που έχουν ήδη επιβληθεί ύστερα από άμεσες δίκες, ιδιαίτερα ταπεινωτικές για τους κατηγορούμενους. «Πιστεύετε ότι οι γονείς σας είναι υπερήφανοι για εσάς; Μήπως ντρέπονται;», τους ρώτησαν οι δικαστές του δικαστηρίου του Μπομπινύ, «αφού ζούμε σε μια κοινωνία όπου μπορούμε να ζητήσουμε να μας έρθουν τα πάντα με ντελίβερι, γιατί βγήκατε έξω να φάτε κεμπάπ ενώ γίνονταν βίαια επεισόδια στην πόλη;», «η διανοητική αδυναμία σας καθιστά αναγκαία μια αυστηρή ποινή» κ.λπ. Στη Λυών, σε τέσσερις νέους 18 με 19 ετών επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έως τέσσερις μήνες για την κλοπή ζαχαρωτών, φρουτοχυμών και δημητριακών. Στη Ναντέρ, ο Ιλιές, 20 ετών, καταδικάστηκε σε δωδεκάμηνη φυλάκιση με αναστολή υπό όρους επειδή είπε, σε ζωντανή μετάδοση στο TikTok, για τις δυνάμεις της τάξης: «Θα τις σβήσουμε, θα τις φάμε σαν μααφέ (9), θα τις πιούμε σαν μπισάπ (10)» (11).
Και στο Ηνωμένο Βασίλειο επίσης, μια δίκη με συνοπτικές διαδικασίες κατέληξε σε ποινές αυστηρότητας που αποσκοπούσε να είναι υποδειγματική. «Το Δικαστήριο του Στέμματος –που την εποχή εκείνη διοικείτο από τον τωρινό αρχηγό του Εργατικού Κόμματος, Κιρ Στάρμερ– χαμήλωσε αμέσως το κατώτατο όριο που χρησίμευε στο να αποφασιστεί εάν υπήρχε ανάγκη να ασκηθούν διώξεις ή όχι», υπενθυμίζει ο Ματέο Τιρατέλι, λέκτορας κοινωνιολογίας στο University College του Λονδίνου. «Η σύσταση σύμφωνα με την οποία οι ύποπτοι ηλικίας μικρότερης των 18 ετών δεν θα έπρεπε να δικάζονται για εγκλήματα ήσσονος σημασίας καταργήθηκε. Πράξεις που κανονικά θεωρούνταν κλοπές αντιμετωπίστηκαν ως διαρρήξεις προκειμένου να διασφαλιστεί μέγιστη ποινή φυλάκισης.» Οι επίσημες στατιστικές το πιστοποιούν: το 86% των καταδικασθέντων για διάρρηξη κατά την περίοδο των ταραχών φυλακίστηκε αμέσως, έναντι του 68% των καταδικασθέντων για τον ίδιο λόγο καθ’ όλο το 2010. Το ίδιο συνέβη στο 86% των καταδικασθέντων για κλοπή, σε σύγκριση με το 41% το 2010. Συνολικά, χίλια οκτακόσια χρόνια φυλάκισης επιδικάστηκαν με έναν μέσο όρο ποινής δεκαεπτά μηνών, συνοψίζει ο Ντάνι Ντόρλινγκ, γεωγράφος στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Και, τον Φεβρουάριο του 2015, 1.593 από τα 3.914 άτομα που κατηγορήθηκαν ή προειδοποιήθηκαν από τη Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου ύστερα από τις ταραχές του Αυγούστου του 2011 καταδικάστηκαν εκ νέου (12) –επιβεβαιώνοντας την καλά εδραιωμένη αρχή σύμφωνα με την οποία η φυλακή συμβάλλει στην παραγωγή παραβατών. Αυτό το ποσοστό υποτροπής θα έπρεπε να κάνει τις γαλλικές αρχές να σκεφτούν το είδος καταστολής που επιλέγουν να εφαρμόσουν.