el | fr | en | +
Accéder au menu

EDITORIAL

Κυνισμός στην Λαμπεντούζα

Όταν οι μετανάστες ναυαγούν στη Μεσόγειο, η συζήτηση στρέφεται στη μεταναστευτική κρίση. Όμως, στο παρασκήνιο, η Ευρώπη προσκαλεί επιλεκτικά τους Αφρικανούς που χρειάζεται.

Οι μετανάστες συρρέουν στις πύλες της Γηραιάς Ηπείρου, οι υπηρεσίες υποδοχής είναι υπερφορτωμένες, η Δεξιά φωνάζει για εισβολή, η Αριστερά διχάζεται, οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αποποιούνται την ευθύνη –και μετά όλοι ασχολούνται με κάτι άλλο, μέχρι την επόμενη «κρίση». Από τη σκοπιά της Ευρώπης, το σενάριο είναι οικείο. Αλλά τι γίνεται από τη σκοπιά της Αφρικής;

Όταν οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί καταδέχονται να αναφερθούν στις χώρες προέλευσης, το κάνουν μόνο για να ξεχωρίσουν τους «πρόσφυγες», που εγκατέλειψαν μια χώρα σε πόλεμο και αξίζουν κάποιας προσοχής, από τους «μετανάστες», των οποίων τα οικονομικά κίνητρα δεν δικαιολογούν την παροχή φιλοξενίας. «Εάν τα άτομα δεν δικαιούνται άσυλο, πράγμα που ισχύει για τις εθνικότητες που βλέπουμε αυτή τη στιγμή, υπηκόους της Ακτής Ελεφαντοστού, της Γκάμπια, της Σενεγάλης, της Τυνησίας, (...) προφανώς πρέπει να τα στείλουμε πίσω στις χώρες τους», εξηγούσε ο Γάλλος υπουργός Εσωτερικών Ζεράρ Νταρμανάν μετά την αποβίβαση οκτώ χιλιάδων εξόριστων στη Λαμπεντούζα (κανάλι TF1, 19 Σεπτεμβρίου).

Οι λόγοι για τους οποίους οι Σενεγαλέζοι εγκαταλείπουν τη χώρα τους συνήθως διατυπώνονται από τα μέσα ενημέρωσης με όρους τόσο ασαφείς που χάνουν κάθε νόημα: «ξεφεύγουν από τη μιζέρια», «αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον». Στη Σενεγάλη, αυτές οι λέξεις παραπέμπουν σε μια απτή πραγματικότητα. Την πραγματικότητα των αλιευτικών συμφωνιών που επιτρέπουν στους Ευρωπαίους και τους Κινέζους να σαρώνουν τους ωκεανούς με τις μηχανότρατές τους, οι οποίες σε ένα ταξίδι μπορούν να ψαρέψουν όσα ένα τοπικό σκάφος σε έναν χρόνο. Την πραγματικότητα της αρπαγής της γης, με τα πλήθη των ξένων επενδυτών που εκδιώκουν τους αγρότες για να προωθήσουν τα προσοδοφόρα προϊόντα εις βάρος των απαραίτητων για τη διατροφή καλλιεργειών, την αραχίδα αντί για το σόργο ή το κεχρί. Την πραγματικότητα της υπερθέρμανσης του πλανήτη, η οποία επηρεάζει τις σοδειές, με συντομότερες υγρές εποχές, με συχνότερες πλημμύρες και ξηρασίες, με την έρημο να επεκτείνεται, με τη στάθμη της θάλασσας να ανεβαίνει, διαβρώνοντας τις ακτές και προκαλώντας αλάτωση στα εδάφη. Την πραγματικότητα της πολιτικής καταστολής, ενορχηστρωμένης από έναν πρόεδρο, τον Μακί Σαλ, φίλο του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών.

Από τη σκοπιά της Αφρικής, οι ευρωπαϊκές πολιτικές διακρίνονται για την υποκρισία τους. Παράλληλα με τα επιθετικά κηρύγματα, οι συμφωνίες, οι συμβάσεις και τα γραφεία πληροφοριών οργανώνουν τη μετανάστευση των εργαζομένων για να καλύψουν τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού και τη γήρανση του πληθυσμού στην Ευρώπη. Η Γαλλία φέρνει γιατρούς από τη Σενεγάλη, η Ιταλία ζητά οικοδόμους από την Αλγερία και την Ακτή Ελεφαντοστού, η Ισπανία καταφεύγει σε Μαροκινούς εποχικούς εργάτες στη γεωργία και τον τουρισμό. Όσο για τη Γερμανία, ανακοίνωσε πρόσφατα το άνοιγμα πέντε κέντρων πρόσληψης για εργαζόμενους με υψηλά προσόντα στη Γκάνα, το Μαρόκο, την Τυνησία, την Αίγυπτο και τη Νιγηρία. Έτσι, όπως αναλύει ο κοινωνιολόγος Αλύ Ταντιάν, οι χώρες προέλευσης λειτουργούν ως «θερμοκοιτίδες όπου οι ειδικοί γεννιούνται, εκπαιδεύονται και καταρτίζονται πριν φύγουν για άλλους προορισμούς» (1).

Οι Ευρωπαίοι «ψωνίζουν» πτυχιούχους και συνεργούν σε διάφορες συμφορές. Υποφέροντας από αυτές τις καταστροφές, και αφού έχουν δοκιμάσει πολλές άλλες λύσεις, οι νέοι καταλήγουν στην απόφαση να κατευθυνθούν προς τη Γηραιά Ήπειρο. Όταν φτάνουν στη Λαμπεντούζα, βρίσκουν την πόρτα κλειστή. Την ίδια στιγμή, στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο της Σενεγάλης, η ιταλική περιφέρεια του Πεδεμοντίου μεταδίδει ένα τραγούδι στα wolof, τη γλώσσα της χώρας: «Η επιθυμία για μια καλή ζωή δεν πρέπει να σε σπρώχνει να θυσιαστείς. Η ζωή είναι πολύτιμη, η θάλασσα είναι επικίνδυνη» (2). Θανατηφόρος είναι και ο ευρωπαϊκός κυνισμός.

Benoît Bréville

Διευθυντής της «Le Monde diplomatique»
μετάφραση: Βάλια Καϊμάκη

(1Αναφέρεται στο The Conversation, 28 Φεβρουαρίου 2023.

(2«Il Fatto quotidiano», Ρώμη, 22 Σεπτεμβρίου 2023.

Μοιραστείτε το άρθρο