Ο νόμος περί κατανομής των εισοδημάτων
Ο Ιταλός οικονομολόγος Βιλφρέντο Παρέτο (1848-1923) είναι γνωστός για έναν νόμο περί κατανομής των εισοδημάτων, σύμφωνα με τον οποίο το 20% των πλουσιότερων κατέχει το 80% του πλούτου (1). Στην πραγματικότητα, τα εμπειρικά δεδομένα του Παρέτο δεν του επέτρεπαν να καταλήξει στην ιδέα ότι η κατανομή των εισοδημάτων έπρεπε σώνει και καλά να τείνει προς έναν λίγο-πολύ αμετάβλητο στατιστικό διαμοιρασμό. Αυτός ο «νόμος του Παρέτο» δέχθηκε σφοδρή κριτική από τον Τομά Πικετί. «Ακόμα και σήμερα ορισμένοι, ακολουθώντας τη σκέψη του Παρέτο, σε ορισμένες περιπτώσεις φαντάζονται ότι η κατανομή του πλούτου χαρακτηρίζεται από μια αμείλικτη σταθερότητα, συνεπεία ενός σχεδόν θεϊκού νόμου. Στην πραγματικότητα, τίποτε δεν είναι πιο ψευδές», γράφει (2).
Όμως, αυτό το αβάσιμο συμπέρασμα χρησίμευε στον Παρέτο για να καταδεικνύει την αναποτελεσματικότητα κάθε αναδιανεμητικής πολιτικής. Έγραφε για παράδειγμα ότι «εάν μειώναμε τα υψηλότερα εισοδήματα στα 4.800 μάρκα και μοιράζαμε τη διαφορά στα άτομα που έχουν εισόδημα μικρότερο των 4.800 μάρκων, καθένα τους θα ελάμβανε περίπου εκατό μάρκα και μόνο. (…) Συνεπώς, βλέπουμε ότι, ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση, το όφελος που μπορούν να αποκομίσουν οι φτωχοί είναι εντελώς αμελητέο». Όσο για τον «κρατικό σοσιαλισμό (…), οι οικονομικές επιπτώσεις του καταλήγουν σε σπατάλη πλούτου και, συνεπώς, επιδεινώνει τις συνθήκες ζωής του λαού αντί να τις βελτιώνει». Παρακάτω στο ίδιο έργο, ακολουθώντας τη μεγάλη παράδοση του στιγματισμού των φτωχών, ισχυρίζεται ότι «ο φόρος εισοδήματος [υπέρ] των φτωχών είναι ένας ιδιαίτερα κακός φόρος, καθώς επιβαρύνει τον εργαζόμενο για να ωφελήσει τις περισσότερες φορές τον τεμπέλη» (3).
Αυτό το συντηρητικό όραμα ταιριάζει πολύ καλά στην αντιδραστική κοινωνιολογία του Παρέτο, η οποία άλλωστε θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τους ιδεολόγους του φασισμού. Ο Παρέτο βασικά πιστεύει ότι «η ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών είναι, σε μεγάλο βαθμό, η ιστορία της αλληλοδιαδοχής των αριστοκρατιών». Και η επιλογή είναι εκείνη που καθιστά εφικτή αυτήν την αλληλοδιαδοχή: χωρίς την παρέμβασή της, «όλες οι φυλές των έμβιων όντων θα βυθίζονταν στην παρακμή: η ανθρώπινη φυλή δεν ξεφεύγει από αυτόν τον νόμο. (…) Σε κάθε φυλή γεννιούνται στοιχεία απόβλητα, τα οποία και θα πρέπει να εξουδετερωθούν μέσω της επιλογής. Η οδύνη που δημιουργείται από αυτόν τον αφανισμό είναι το τίμημα με το οποίο εξαγοράζεται η τελειοποίηση της φυλής. Πρόκειται για μία από τις πολλές περιπτώσεις όπου το καλό του ατόμου έρχεται σε αντίθεση με το καλό του είδους».
Τέλος, ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη το γενικότερο αρνητικό πνεύμα της εποχής του απέναντι στη χειραφέτηση των γυναικών, ο Παρέτο διακατέχεται από ένα ιδιαίτερο μίσος απέναντί της, που φτάνει σε επίπεδο παροξυσμού. Πάντα στα Μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας του, γράφει για παράδειγμα: «Ο φεμινισμός είναι μια ασθένεια που μπορεί να πλήξει μονάχα έναν πλούσιο λαό ή το πλούσιο τμήμα ενός φτωχού λαού. Με την αύξηση του πλούτου στην Αρχαία Ρώμη, αυξήθηκε η ακολασία στη ζωή των γυναικών. Εάν ορισμένες σύγχρονες γυναίκες δεν είχαν τα απαραίτητα χρήματα για να περιφέρουν την απραξία και τη λαγνεία τους, οι γυναικολόγοι θα είχαν λιγότερη δουλειά».
Κληρονομικότητα και ευφυΐα
Η επινόηση νέων στατιστικών μεθόδων θα προσδώσει επιστημονική κάλυψη στη μέτρηση της ευφυΐας. Ο Βρετανός Τσαρλς Σπίαρμαν (1863-1945) ανέπτυξε την παραγοντική ανάλυση. Η μέθοδος συνίσταται στην εξαγωγή, από ένα σύνολο δεδομένων, των καθοριστικών παραγόντων που «εξηγούν» τη συγκρότησή του. Ο Σπίαρμαν δημοσίευσε ένα άρθρο όπου χρησιμοποιούσε την μέθοδό του για να καταδείξει την ύπαρξη ενός μοναδικού παράγοντα, του «παράγοντα g» (g εκ του general, «γενικός»), ο οποίος μετράει τη γενική ευφυΐα με τη βοήθεια ενός μονοδιάστατου συνθετικού μεγέθους (4). Αυτός ο δείκτης προκύπτει από τον βέλτιστο συνδυασμό των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τεστ σε διαφορετικές κατηγορίες.
Οι εργασίες του Σπίαρμαν αντλούσαν την έμπνευσή τους από ορισμένες διαισθητικές παρατηρήσεις του Φράνσις Γκάλτον (1822-1911), μερικές φορές εκφρασμένες με αρκετά χοντροκομμένο τρόπο, λόγου χάρη όταν διαπίστωνε ότι, γενικά, τα άτομα που έχουν μακριά μπράτσα έχουν επίσης και μακριές γάμπες. Σε μια ανακοίνωσή του στη Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου, ο Γκάλτον εξηγούσε ότι «είναι εύκολο να κατανοήσουμε ότι η συσχέτιση πρέπει να είναι η συνέπεια του γεγονότος ότι οι διαφοροποιήσεις στο μήκος των δύο οργάνων [του μπράτσου και της γάμπας] οφείλονται εν μέρει σε κοινά αίτια» (5). Ήταν συνεπώς μεγάλος ο πειρασμός να επεκτείνει αυτήν την ιδέα των «κοινών αιτίων» στην ιδέα ότι θα μπορούσε να υπάρχει και ένα «κοινό αίτιο» για τις διαφορετικές μορφές ευφυΐας.
Ωστόσο, ο Σπίαρμαν δεν πίστευε ότι ο παράγων g μπορούσε να καταστήσει εφικτή τη διαφοροποίηση των φυλών: «Οι διαφορές μεταξύ των φυλών, ακόμα κι αν υπάρχουν πραγματικά, είναι αδιαμφισβήτητα πολύ μικρές συγκριτικά με εκείνες που υφίστανται μεταξύ των ατόμων που ανήκουν στην ίδια φυλή. Η απόδειξη της επιρροής της κληρονομικότητας στην πρώτη περίπτωση μπορεί, παρ’ όλα αυτά, να μας βοηθήσει σε μικρό βαθμό (a small way) να εκτιμήσουμε την έκτασή της στη δεύτερη». Ο Σπίαρμαν ήταν επίσης πολύ επιφυλακτικός απέναντι στην κληρονομικότητα των δεξιοτήτων και η θεώρησή του είναι, για να πούμε την αλήθεια, αρκετά σαθρή. Από τη μια, δηλώνει ότι «τα διαθέσιμα εμπειρικά τεκμήρια κάθε άλλο παρά ικανοποιητικά είναι: αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση ο διαχωρισμός των επιπτώσεων της κληρονομικότητας από εκείνες του περιβάλλοντος». Αλλά προσθέτει: «Εξ όσων μπορούμε να κρίνουμε, οι επιπτώσεις της κληρονομικότητας στο g [τη γενική ευφυΐα] είναι σίγουρα ιδιαίτερα σημαντικές» (6).
Στατιστική και φασισμός
Ο συντελεστής ή δείκτης Gini, για να το θέσουμε απλά, συνίσταται στον υπολογισμό της μέσης απόστασης μεταξύ του εισοδήματος των ατόμων και του μέσου εισοδήματος. Πρόκειται συνεπώς για μια συνθετική μονάδα μέτρησης που κυμαίνεται μεταξύ του 0 (όλα τα άτομα έχουν το ίδιο εισόδημα) και του 1 (ένα και μόνο άτομο συγκεντρώνει το σύνολο των εισοδημάτων). Το πλεονέκτημα ότι διαθέτουμε μία και μόνη μονάδα μέτρησης αντισταθμίζεται ωστόσο από το μειονέκτημα ότι μπορεί να αντιστοιχεί σε διαφορετικές καταστάσεις: ο δείκτης Gini δεν διακρίνει εάν οι ανισότητες αφορούν τα χαμηλά ή τα υψηλά εισοδήματα. Ο Πικετί, στο έργο του Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα, εξηγεί ότι αυτός ο δείκτης είναι «τόσο συνθετικός ώστε καταλήγει να δίνει μια εικόνα κάπως υπερβολικά τεχνική και καθησυχαστική –και κυρίως ελάχιστα ξεκάθαρη– όσον αφορά τις ανισότητες».
Ο Κοράντο Τζίνι, που έδωσε το όνομά του σε αυτόν τον δείκτη, τυγχάνει να διατηρούσε πολύ στενές σχέσεις με το ιταλικό φασιστικό καθεστώς. Το 1925 συγκαταλεγόταν στους υπογράφοντες το «Μανιφέστο των φασιστών διανοούμενων». Ιδού ένα δείγμα όσων ενέκρινε όταν δήλωνε πίστη στη «νέα τάξη»: «Ο φασισμός είναι ένα πνεύμα προόδου, δυναμικής προώθησης όλων των εθνικών δυνάμεων. Εκείνο που επιδιώκει είναι να τσακίσει το παραλυτικό καβούκι που στραγγάλιζε την πραγματική και την ατομική δραστηριότητα του πολίτη, κατασκευασμένο από την παλαιά πολιτική τάξη και καλυμμένο με την παραπλανητική εικόνα του απαρχαιωμένου φιλελευθερισμού».
Η στράτευση του Τζίνι επιβεβαιώνεται από τη συμμετοχή του στην επιτροπή των 18 «σοφών», επιφορτισμένη με τη σύνταξη του φασιστικού Συντάγματος, η οποία παρέδωσε την έκθεσή της τον Ιανουάριο του 1925. Ο Τζίνι ανέλαβε όλες αυτές τις ευθύνες διότι έβρισκε στον φασισμό την υλοποίηση των θεωριών του οι οποίες, κατά κάποιο τρόπο, αποτελούν και την επιστημονική θεμελίωση του φασισμού. Αυτός είναι εξάλλου και ο τίτλος ενός άρθρου που δημοσίευσε το 1927 (7).
Η υποστήριξη του Τζίνι στο φασιστικό καθεστώς δεν οφειλόταν σε κάποιου είδους καιροσκοπισμό, αλλά βασιζόταν σε μια βαθιά πνευματική ένταξη, εναρμονισμένη με τη δική του κριτική προς την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Υπογραμμίζει την αντίθεση «ανάμεσα στην ψυχολογία των διάφορων φυλών, όπως για παράδειγμα ανάμεσα στη φιλοδοξία, την αγάπη για την εξουσία και το περιπετειώδες πνεύμα των λευκών και την οκνηρία, την ασυνέπεια, την έλλειψη αυτοσυγκράτησης, όπως και, συχνά, την έλλειψη επαρκούς ευφυΐας πολλών εγχρώμων» (8). Γι’ αυτό και η πολιτική αποικιακού επεκτατισμού του φασιστικού καθεστώτος είναι κατά τη γνώμη του νομιμοποιημένη.
Το 1919, ο Τζίνι συμμετέχει στην ίδρυση της Ιταλικής Εταιρείας Γενετικής και Ευγονικής, της οποίας γίνεται πρόεδρος το 1924. Μία από τις πρώτες πρωτοβουλίες του είναι η αποστολή μιας επιστολής στον οικονομολόγο και ευγονιστή Λέοναρντ Ντάρβιν (γιο του Κάρολου Δαρβίνου), με την οποία του ζητάει να υποβάλει στην Αγγλική Εταιρεία Ευγονικής Εκπαίδευσης ένα ψήφισμα για την εισαγωγή νομοθεσίας που θα απαγορεύει τους γάμους με τις «αφρικανικές φυλές» σε ολόκληρη την Ευρώπη: «Μετά το νικηφόρο τέλος του παγκοσμίου πολέμου», γράφει, «οι συμμαχικές δυνάμεις βρίσκονται σε αυξημένη επαφή με τον αφρικανικό κόσμο. Θα ήταν λοιπόν χρήσιμο οι διάφορες εταιρείες ευγονικής να αναζητήσουν τρόπους για να επιτύχουν από τις κυβερνήσεις των διάφορων εθνών τη θέσπιση μιας νομοθεσίας η οποία θα απαγόρευε τους γάμους μεταξύ Ευρωπαίων και αφρικανικών φυλών, επιτρέποντας μόνο γάμους με Μεσογειακούς (Βέρβερους, Αιγυπτίους) και με μη έγχρωμους [sic] Άραβες. Αυτές οι απαγορεύσεις πρέπει να επεκταθούν στους γάμους με όλους τους πληθυσμούς με αναμεμειγμένο αίμα που είναι διασκορπισμένοι στην αφρικανική ήπειρο. Ο στόχος αυτής της πρότασης είναι η παρεμπόδιση της αύξησης ενός πληθυσμού ευρωαφρικανών μιγάδων, η οποία δεν είναι επιθυμητή από διάφορες απόψεις» (9).
Στην απάντησή του της 7ης Μαΐου 1920, ο Λέοναρντ Ντάρβιν εξηγεί στον Τζίνι ότι η πρότασή του θεωρήθηκε «μη πολιτική». To περιεχόμενο αυτής της επιστολής συνοψίζεται ως εξής από την Μαρία Σοφία Κουάιν: «Ένα τόσο ακραίο μέτρο θα είχε λιγοστές πιθανότητες επιτυχίας δεδομένων των δημοκρατικών συνθηκών που ισχύουν στη χώρα. Ο πρόεδρος της Αγγλικής Εταιρείας εκτίμησε ότι οι ευγονιστές θα πρέπει να υιοθετήσουν μια σταδιακή προσέγγιση για την ευαισθητοποίηση του κοινού σχετικά με τα ζητήματα της φυλετικής επιβίωσης» (10).
Ωστόσο, η ευγονική του Τζίνι είναι αντίθετη με την αγγλοσαξονική εκδοχή, λόγω της δικής του θεώρησης περί ενός κύκλου πληθυσμών βασισμένου στις διαφορές γονιμότητας μεταξύ κοινωνικών ομάδων. Έτσι, εκτός από την κληρονομικότητα, θα πρέπει να αναγνωριστεί ένας ρόλος «στην κοινότητα του περιβάλλοντος κατά την κύηση ή και πριν, κατά τη φάση της ανάπτυξης των ωαρίων» (11). Είναι συνεπώς οπαδός μιας «αναγεννητικής» ευγονικής, όπου οι μεταναστεύσεις και οι αναμείξεις αποτελούν ένα μέσο για την ανανέωση της «γενετικής κληρονομιάς», με τη ρητή εξαίρεση των «αφρικανικών φυλών». Η γονιμότητα αποτελεί επίσης παράγοντα «αναγέννησης» και γι’ αυτόν τον λόγο τάσσεται υπέρ της ναταλιστικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος (δηλαδή την προώθηση της υψηλής γεννητικότητας): στον λόγο του την ημέρα της Αναλήψεως, τον Μάιο του 1927, ο Μπενίτο Μουσολίνι ζητούσε από την Ιταλία να αυξήσει τον πληθυσμό της από 40 σε 60 εκατομμύρια κατοίκους μέσα στην επόμενη εικοσιπενταετία, προκειμένου να αυξήσει το ειδικό βάρος της στην Ευρώπη. Μπορούμε λοιπόν να μιλάμε, ακολουθώντας τον Φρανσέσκο Κασάτα, για ένα «δίδυμο ναταλισμού-ευγονικής».
Το 1926, ο Μουσολίνι δημιούργησε το Κεντρικό Ινστιτούτο Στατιστικής (ISTAT) και ανέθεσε τη διεύθυνσή του στον Τζίνι. Στον λόγο του κατά τη διάρκεια των εγκαινίων, ο τελευταίος αναφέρθηκε στις απειλές που βάζουν σε κίνδυνο την ηγεμονία της λευκής φυλής. Δεν θα μπορούσε να παρουσιαστεί καλύτερα ο οργανικός δεσμός μεταξύ στατιστικής και ευγονικής. Ας το επαναλάβουμε όμως για ακόμα μία φορά: αυτή η ιστορική διαπίστωση δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η επιστήμη της στατιστικής είναι από τη φύση της αντιδραστική. Χρησιμοποιήθηκε όμως για να προσδώσει ένα ψευδοεπιστημονικό υπόβαθρο στην ευγονική.
* Ο Michel Husson απεβίωσε τον Ιούλιο του 2021. Οικονομολόγος και στατιστικολόγος, συγγραφέας πολλών έργων, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την κατάδειξη των αδιεξόδων και των τεχνασμάτων των κυρίαρχων θεωριών και πολιτικών, κυρίως στα ζητήματα της καταπολέμησης της ανεργίας και των ανισοτήτων. Εργαζόταν για την συγγραφή ενός έργου το οποίο ολοκλήρωσαν δύο από τους στενούς του συνεργάτες, η Οντίλ Σανύ και ο Νορμπέρ Ολκμπλά.