Μήπως έχει αρχίσει να μπλοκάρει η μηχανή της κινεζικής οικονομίας; Αυτό αφήνει να εννοηθεί ένα διαρκές κύμα απαισιόδοξων –έως και κινδυνολογικών– αναλύσεων και σχολίων που δημοσιεύτηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023. Για τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, η κινεζική οικονομία μοιάζει με «ωρολογιακή βόμβα» (1). Λιγότερο ακραίος, ο «Economist» αρκέστηκε, στο εξώφυλλό του της 13ης Μαΐου, να θέσει το ερώτημα «Peak China?» (Έχει φτάσει η Κίνα στο απόγειό της;). Η ίδια έκφραση είχε χρησιμοποιηθεί και το 2022, αλλά χωρίς το ερωτηματικό, σε ένα βιβλίο των πολιτικών επιστημόνων Χαλ Μπραντς και Μάικλ Μπέκλεϋ, το οποίο προκάλεσε αίσθηση στην Ουάσιγκτον (2). Κατά τη γνώμη τους, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ, PRC) έχει μετατραπεί σε μια υπερδύναμη «παρακμάζουσα αλλά απρόθυμη να συμμορφωθεί», με διαψευσθείσες φιλοδοξίες που τα επόμενα χρόνια θα τροφοδοτήσουν την επιθετικότητά της.
Μια τόσο απαισιόδοξη περιγραφή της κατάστασης δεν μπορεί παρά να εκπλήσσει, πόσο μάλλον τη στιγμή που η κινεζική οικονομία έχει καταγράψει μια μεγέθυνση του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος της κατά 4% την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2023 (δηλαδή περισσότερο από 5% σε ετήσια βάση). Οι απαισιόδοξες προβλέψεις για την Κίνα επανέρχονται τακτικά –και χωρίς ιδιαίτερη τεκμηρίωση– στη ρητορική των δυτικών μέσων ενημέρωσης. Τη δεκαετία του 2000, η κινεζική οικονομία απειλούνταν με «υπερθέρμανση», την περίοδο 2009-2010 από τις συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης και της συρρίκνωσης του διεθνούς εμπορίου, ενώ την περίοδο 2015-2016 από την υπερχρέωση και τη φυγή κεφαλαίων. Το 2012, η «Le Monde» χρησιμοποιούσε τον τίτλο «Κίνα: Ρωγμές στον κρατικό καπιταλισμό» (3). Ωστόσο, ο δημόσιος τομέας της χώρας δεν διέθετε ποτέ άλλοτε τόσο μεγάλη αφθονία πλούτου: στα τέλη του 2021, τα περιουσιακά στοιχεία των μη χρηματοπιστωτικών κρατικών επιχειρήσεων ανέρχονταν σε 308,3 τρισ. γιουάν (περίπου 40 τρισ. ευρώ), δηλαδή σχεδόν τριπλάσια του κινεζικού ΑΕΠ (4) και υπερδεκαπενταπλάσια του γαλλικού ΑΕΠ. Ο όγκος της οικονομίας υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ 2010 και 2022, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα (5).
Όσο κι αν δεν είναι πάντα αξιόπιστες αυτές οι διαγνώσεις περί κρίσης και στασιμότητας, έχουν το αναμφισβήτητο πλεονέκτημα ότι καθησυχάζουν τις δυτικές ελίτ που τις διατυπώνουν και τις διαβάζουν. Μήπως άλλωστε δεν ελπίζουν ότι στην περίπτωση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας θα ξαναπαιχτεί το ιαπωνικό σενάριο της δεκαετίας του 1990; Πράγματι, τη δεκαετία του 1990, πολλοί ήταν εκείνοι που φαντάζονταν ότι η βιομηχανική και η χρηματοπιστωτική ισχύς της Ιαπωνίας θα ξεπερνούσε εκείνη των ΗΠΑ –Japan as Number One («Η Ιαπωνία στην πρώτη θέση») τιτλοφορούνταν ένα βιβλίο που τότε είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία στην Αμερική (6)– για να αποδειχθεί στη συνέχεια ότι αυτές οι προβλέψεις ακυρώθηκαν από τις συνέπειες της ανόδου του γιεν (ενορχηστρωμένης από την Ουάσιγκτον), το σπάσιμο της φούσκας των ακινήτων και τον πολυετή αποπληθωρισμό.
Όσο κι αν αποτελεί ψυχρολουσία για ορισμένες ελπίδες των φιλοδυτικών, είναι μάλλον απίθανο να επαληθευθεί αυτός ο ιστορικός παραλληλισμός. Η Κίνα έχει ενδεκαπλάσιο πληθυσμό από τη γειτονική της χώρα και απέχει ακόμη πολύ από το να φτάσει το επίπεδο της ιαπωνικής ανάπτυξης εκείνης της εποχής. Επιπλέον, τα γεωπολιτικά χαρακτηριστικά της Κίνας είναι εντελώς διαφορετικά από εκείνα της Ιαπωνίας: από τη μια, ένα κομμουνιστικό καθεστώς που αρνείται κάθετα να ευθυγραμμιστεί με τους Δυτικούς και, από την άλλη, ένας πιστός σύμμαχος του δυτικού μπλοκ. Φυσικά, δεν τίθεται θέμα να αποσιωπηθούν οι σοβαρές αδυναμίες και τα ευάλωτα σημεία της Κίνας, τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μακροπρόθεσμο επίπεδο. Όμως, όλα αυτά θα πρέπει να εξεταστούν μέσα στο δικό τους, ιδιαίτερο πλαίσιο.
«Το μάζεμα του σχοινόπρασου»
Στην Κίνα, η οικονομία συνδυάζει, σε εξαιρετικά προωθημένο βαθμό, την εμπορευματοποίηση και τον κρατισμό –γεγονός που ανατρέπει το κλισέ ότι υπάρχει εγγενής αντίφαση ανάμεσα στην επιδίωξη για περισσότερη αγορά και στην επιδίωξη για περισσότερο κράτος. Η μεγάλη πλειονότητα των αγαθών και των υπηρεσιών πωλούνται και αγοράζονται ελεύθερα, ακόμα και η εργατική δύναμη (με ένα εργατικό δίκαιο πολύ λιγότερο προστατευτικό από εκείνο της Ευρώπης) και ορισμένες δημόσιες υπηρεσίες (όπως η υγεία). Η φορολογία των ιδιωτών είναι χαμηλή, η αναδιανομή του πλούτου περιορισμένη και οι εισοδηματικές ανισότητες σημαντικές. Αυτά τα λιγοστά στοιχεία αρκούν για να αποδειχθεί ότι υπάρχει τεράστια απόσταση από το κοινωνικό κράτος ή από το κράτος πρόνοιας.
Ταυτόχρονα, η δημόσια εξουσία διαπλέκεται στην οικονομική ζωή με τρόπο αδιανόητο για τον σύγχρονο δυτικό καπιταλισμό –μάλλον θα ήταν πιο εύστοχη η παρομοίωση με τη γαλλική οικονομία κεντρικού σχεδιασμού της μεταπολεμικής «χρυσής τριακονταετίας». Το σύνολο των αγροτικών γαιών και των αστικών οικοπέδων βρίσκονται υπό την κυριότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης, που παραχωρεί το δικαίωμα χρήσης τους στους αγρότες και στους εργολάβους. Το 2021, περισσότερες από 323.000 επιχειρήσεις (μητρικές και θυγατρικές) ελεγχόμενες από το κράτος δραστηριοποιούνταν σε όλα τα επίπεδα της οικονομίας, κυρίως στις υποδομές, την ενέργεια, τη βαριά βιομηχανία και τα χρηματοπιστωτικά (7). Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν ξεφεύγουν από τον περιρρέοντα κρατισμό, από τον οποίο επωφελούνται (υπό τη μορφή συμβάσεων, επιδοτήσεων ή δημόσιων πιστώσεων), αλλά μπορεί και να τους δημιουργήσει προσκόμματα ή να τους επιβάλει αντίποινα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στον Τζακ Μα και στον Alibaba, τον όμιλο επιχειρήσεων που είχε δημιουργήσει (8).
Θα πρέπει να έχουμε κατά νου αυτή την ιδιαίτερη διάρθρωση της κινεζικής οικονομίας προκειμένου να εντοπίσουμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα, αλλά και για να μάθουμε πώς να διακρίνουμε τις βραχυπρόθεσμες πιέσεις, πυροδοτημένες από τα προγνωστικά της κρίσης, από ορισμένες πιο επίμονες δυσκολίες, όπου εμπλέκονται τα διακυβεύματα της δημογραφίας, της απασχόλησης και της καινοτομίας.
Οι κακές οικονομικές επιδόσεις του 2022 και των αρχών του 2023 εξηγούνται από δύο παράγοντες: τις επιπτώσεις της πανδημίας Covid-19 και την κρίση των ακινήτων. Στην πρώτη περίπτωση, τα περιοριστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν στην Κίνα μέχρι τον Δεκέμβριο του 2022 προκάλεσαν αυτόματα μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ έμειναν στάσιμες οι εξαγωγές αγαθών, που είχαν σπάσει κάθε ρεκόρ όταν οι δυτικοί καταναλωτές είχαν υποχρεωθεί από την πανδημία να κλειστούν στα σπίτια τους. Στη δεύτερη περίπτωση, η πτώση των ακινήτων έγινε ακόμα πιο αισθητή διότι αυτός ο τομέας εδώ και δύο δεκαετίες αντιπροσωπεύει σημαντικό μέρος της οικονομικής ζωής: σχεδόν 30% του ΑΕΠ κατά τη δεκαετία του 2010, εάν συμπεριλάβουμε και όλους τους κλάδους στους οποίους στηρίζεται (χάλυβας, τσιμέντο) και όλους εκείνους που έπονται (πωλήσεις, διαχείριση, συντήρηση κ.ο.κ.) και φυσικά τον ίδιο τον κατασκευαστικό τομέα (9) –έναντι 15-20% στην Ευρώπη. Οι τοπικές αρχές, οι εργολάβοι, οι δημόσιες τράπεζες και οι ιδιώτες πόνταραν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε αυτή τη δραστηριότητα, με τίμημα ένα –συχνά ανεξέλεγκτο– χρέος.
Έτσι, τον Αύγουστο του 2020, η κεντρική κυβέρνηση πήρε την πρωτοβουλία να τιθασεύσει το φαινόμενο, κόβοντας την πρόσβαση σε πιστώσεις στους πλέον υπερχρεωμένους ομίλους, κατά κύριο λόγο στον Evergrande, ο οποίος δεν κατόρθωσε να αποπληρώσει ένα μέρος των δανείων του την επόμενη χρονιά (10). Εδώ και τρία χρόνια, ως αντίδραση σε αυτή την άσκηση «διόρθωσης», αρκετά χαρακτηριστική για κάποιον κλάδο που έχει βρεθεί στο στόχαστρο των αρχών, οι συναλλαγές και οι επενδύσεις έχουν γνωρίσει έντονη κάμψη, με συνέπεια μια σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης. Δεν γνωρίζουμε ακόμα μέχρι πού είναι διατεθειμένη να προχωρήσει η κυβέρνηση τα επόμενα χρόνια προκειμένου να μειώσει την υπερχρέωση του κατασκευαστικού τομέα και να περιορίσει το οικονομικό αποτύπωμά του.
Πέρα από αυτό, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας βρίσκεται αντιμέτωπη με πιο δομικές προκλήσεις, που δημιουργούν ερωτηματικά για την ικανότητά της να καλύψει εντελώς τη διαφορά στο επίπεδο πλούτου που την χωρίζει από τις δυτικές και τις προηγμένες ασιατικές χώρες. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ πέρασε, από 10% κατά μέσο όρο τη δεκαετία του 1990 και του 2000, σε ένα επίπεδο της τάξης του 7 έως 8% τη δεκαετία του 2010 και κατόπιν σε περίπου 5% στην παρούσα φάση. Τέτοιες επιδόσεις μπορεί να φαίνονται από αξιοπρεπέστατες έως και αξιοζήλευτες, ανάλογα με την οπτική γωνία του παρατηρητή. Ωστόσο, θα πρέπει να κατανοήσουμε τα ακριβή αίτια αυτής της πτώσης που δείχνει να έχει μόνιμο χαρακτήρα.
Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, οι δύο κυριότεροι κινητήρες των κινεζικών οικονομικών επιδόσεων ήταν η μετάβαση του εργατικού δυναμικού της γεωργίας σε θέσεις εργασίας στη βιομηχανία, καθώς και η μείωση της υστέρησης στην παραγωγικότητα: η αναδυόμενη οικονομία της αγοράς επέβαλλε –συχνά κάτω από επώδυνες συνθήκες– νέους κανόνες στην οργάνωση της παραγωγής. Όμως, στη δεκαετία του 2000, αυτοί οι δύο καταλύτες πέρασαν σε δεύτερο πλάνο, καθώς η εσωτερική μετανάστευση από την ύπαιθρο στις πόλεις είχε ήδη προχωρήσει αρκετά, ενώ γινόταν ολοένα δυσκολότερη η άνοδος της παραγωγικότητας, καθώς αυξανόταν το επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνίας.
Έτσι, εδώ και περίπου είκοσι χρόνια, η οικονομική μεγέθυνση της χώρας στηρίχθηκε σε έναν τρίτο παράγοντα: την άνευ προηγουμένη επέκταση του αποθέματος υλικού κεφαλαίου (κτίρια, εγκαταστάσεις, εξοπλισμός). Αυτή η τάση εκφράζεται με έναν δείκτη επενδύσεων ανώτερο του 40% μετά το 2003 (έναντι 15-25% για τις δυτικές οικονομίες), εις βάρος της κατανάλωσης των νοικοκυριών. Αυτός ο όγκος επενδύσεων χρηματοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από τον δανεισμό, χωρίς να είναι πάντοτε σωστά προσανατολισμένος: οι παρεκτροπές του κατασκευαστικού τομέα αρκούν για να το αποδείξουν.
Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί το δημογραφικό ζήτημα. Θεωρείται ήδη δεδομένο ότι η χαμηλή γεννητικότητα της Κίνας –με ποσοστό γονιμότητας 1,1 παιδί ανά γυναίκα το 2022, παρ’ όλη την κατάργηση της πολιτικής του ενός παιδιού– θα εντείνει τη μείωση του ενεργού πληθυσμού, που έκανε την εμφάνισή της μετά το 2016, αλλά και του συνολικού πληθυσμού, που καταγράφηκε το 2022. Κανονικά, αυτή η μείωση των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας θα μπορούσε να επιταχύνει τη μετακίνηση από την ύπαιθρο στις πόλεις και να ευνοήσει τους νέους που αναζητούν εργασία, καθώς οι επιχειρήσεις του δευτερογενούς και του τριτογενούς τομέα εξακολουθούν να αναζητούν εργατικό δυναμικό.
Ωστόσο, παρατηρείται η εντελώς αντίθετη τάση, με μια καθίζηση της αύξησης του αριθμού των εσωτερικών μεταναστών από την ύπαιθρο (των μινγκόνγκ) και την ανεργία των νέων ηλικίας 16-24 ετών να επιδεινώνεται στις αστικές περιοχές, περνώντας από το 10% στις αρχές του 2019 στο 21% τον Ιούνιο του 2023 (πρόκειται για την τελευταία γνωστή στατιστική, καθώς η κεντρική εξουσία ανέστειλε τη δημοσίευσή τους). Στα κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης οι νέες γενιές δείχνουν όλο και πιο αποκαρδιωμένες. Στο Διαδίκτυο, ο υπέρμετρος ανταγωνισμός συχνά χαρακτηρίζεται «εξέλιξη προς τα πίσω» (nèijuăn): ένας όρος της μόδας για την καταγγελία των κοινωνικά καταστροφικών συνεπειών του άγριου ανταγωνισμού όλων εναντίον όλων. Συχνά μιλούν και για το «μάζεμα του σχοινόπρασου» (gē jiŭcài), μια αναφορά σε ένα εδώδιμο χορταρικό της Κίνας που, μόλις κοπεί, ξαναφυτρώνει μόνο του –μια έκφραση που χρησιμοποιείται για να καταδείξει πόσο αναλώσιμη είναι η χαμηλής εξειδίκευσης εργατική δύναμη.
Ουσιαστικά, η οικονομία μοιάζει όλο και λιγότερο ικανή να απορροφά τους νεοαφιχθέντες στην αγορά εργασίας. Στη βιομηχανία, αυτό εξηγείται εν μέρει λόγω της αυτοματοποίησης και της τρέχουσας μετάβασης από δραστηριότητες που απαιτούν πληθώρα χαμηλόμισθου εργατικού δυναμικού (παιχνίδια, υφαντουργία, συναρμολόγηση ηλεκτρονικών ειδών) σε παραγωγή με μεγαλύτερη ένταση κεφαλαίου και μικρότερες απαιτήσεις χειρωνακτικής εργασίας (για παράδειγμα οι μπαταρίες και οι ημιαγωγοί). Έτσι, το τίμημα της τεχνολογικής προόδου ενδεχομένως να είναι η στασιμότητα, ακόμη και η ελάττωση, των θέσεων εργασίας στη βιομηχανία. Ταυτόχρονα, οι νέες γενιές, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου, είναι ολοένα λιγότερο διατεθειμένες να δεχτούν αδιαμαρτύρητα τη ζωή στο εργοστάσιο και τη στρατιωτικού τύπου καθημερινότητα (ομαδικοί κοιτώνες, φαγητό στο εστιατόριο του τόπου εργασίας, ξεχειλωμένα ωράρια).
Από την πλευρά του, ο τριτογενής τομέας προσφέρει είτε εξειδικευμένες θέσεις εργασίας, ανεπαρκείς ωστόσο για την απορρόφηση των ολοένα πολυπληθέστερων αποφοίτων της ανώτατης εκπαίδευσης (11,6 εκατομμύρια πτυχιούχοι το 2023), είτε υποδεέστερες απασχολήσεις, απευθυνόμενες σε ένα προλεταριάτο των υπηρεσιών που υφίσταται υπερεκμετάλλευση. Συμβολική φιγούρα της κατηγορίας αυτής είναι ο κούριερ με τα εξαντλητικά ωράρια, γαντζωμένος στο μηχανάκι του ή λαχανιασμένος στις σκάλες.
«Και όμως αναπτύσσεται»
Συνεπώς, παρά τον κουρνιαχτό των μέσων ενημέρωσης, ίσως οι πραγματικές προκλήσεις να μην είναι εκείνες που πιστεύουμε. Υπάρχουν λιγοστές πιθανότητες να συμβεί το χρηματοπιστωτικό κραχ που άπειρες φορές έχουν προφητεύσει τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, καθώς ο κύριος όγκος των πιστωτών και σημαντικό μέρος των δανειοληπτών είναι δημόσιοι φορείς (εθνικοί, επαρχιακοί, ακόμη και δημοτικοί), που μπορούν να συντονιστούν, εάν υπάρξει ανάγκη, από τις αρχές (11). Εξίσου ελάχιστα πειστική φαίνεται και η άποψη του συρμού στην Ουάσιγκτον, σύμφωνα με την οποία η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι πλέον μια υπερδύναμη στο στάδιο της παρακμής. Παρ’ όλες τις αρνητικές εξελίξεις στο πεδίο της δημογραφίας και τους αντίθετους γεωπολιτικούς ανέμους (αμερικανικές τεχνολογικές κυρώσεις, άνοδος των προστατευτισμών), η κινεζική οικονομία συνεχίζει την επέκτασή της –με ένα ρυθμό χαμηλότερο συγκριτικά με το παρελθόν, ανώτερο όμως εκείνου που καταγράφουν οι δυτικές οικονομίες. Η τρέχουσα «διόρθωση» στον κατασκευαστικό τομέα, με την προϋπόθεση ότι θα ολοκληρωθεί, προοιωνίζει μια ποιοτικά καλύτερη οικονομική ανάπτυξη, που θα καθοδηγείται περισσότερο από την κάλυψη της τεχνολογικής υστέρησης και τις καινοτομίες και λιγότερο από τις μπουλντόζες και τους εκσκαφείς. Έτσι λοιπόν, οι δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης αντιστοιχούν πλέον στο 2,6% του κινεζικού ΑΕΠ (επίπεδο υψηλότερο εκείνου της Γαλλίας), έναντι 0,9% το 2000.
«Και όμως αναπτύσσεται», θα μπορούσαμε να απαντήσουμε σε όλους όσους αρνούνται να αναγνωρίσουν τις κινητήριες δυνάμεις μιας οικονομίας που παράγει όση προστιθέμενη βιομηχανική αξία παράγουν η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ μαζί (12). Είτε πρόκειται για τη νέα πράσινη οικονομία (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μπαταρίες) είτε για τις ήδη καθιερωμένες βιομηχανικές δραστηριότητες (κεφαλαιουχικά αγαθά, ηλεκτρονικά), η κινεζική παραγωγική ικανότητα κάθε άλλο παρά υποχωρεί. Το εμπορικό έλλειμμα-ρεκόρ της Ευρώπης απέναντι στην Κίνα (396 δισ. ευρώ το 2022) είναι εκεί για να μας το υπενθυμίζει.
Τα προβλήματα του αναπτυξιακού μοντέλου μάλλον βρίσκονται αλλού: κυρίως στην ανικανότητα μιας οικονομικής δομής υπό μετασχηματισμό να δημιουργήσει αρκετές ποιοτικές θέσεις εργασίας προκειμένου να ικανοποιήσει τις προσδοκίες των νέων γενεών. Οι τελευταίες, αν και διαθέτουν περισσότερα πτυχία και εξειδίκευση σε σχέση με τους γονείς και τους παππούδες τους, δεν καταφέρνουν παρ’ όλα αυτά να ξεφύγουν από την ανεργία, την εργασιακή επισφάλεια και τη διάψευση των ελπίδων. Όμως, αυτά τα διακυβεύματα, συνυφασμένα με τα ζητήματα της μόρφωσης, της απασχόλησης και του τρόπου ζωής, δεν αφορούν μονάχα την Κίνα.