el | fr | en | +
Accéder au menu

EDITORIAL

Η ιστορία ως πολεμικό όπλο

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς δυτικούς σχολιαστές να κάνουν ιστορικούς παραλληλισμούς –κυρίως με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν όμως προτιμάμε την ιστορική ακρίβεια από την προπαγάνδα, λίγα είναι τα κοινά σημεία μεταξύ της αιματηρότερης σύγκρουσης του 20ού αιώνα και του σημερινού πολέμου.

Είναι σαν το παιχνίδι «βρείτε τις διαφορές», αλλά αντίστροφα. Αντί να ψάχνουμε για διαφορές σε δύο σχεδόν όμοια σκίτσα, πρέπει να εντοπίσουμε κοινά σημεία σε διαφορετικές εικόνες, οι οποίες όμως περιέχουν τόσες λεπτομέρειες ώστε πάντα μπορούμε να βρούμε κάποιες αντιστοιχίες μεταξύ τους. Οι καιροί πολέμου προσφέρονται ιδιαίτερα για αυτή την άσκηση. Έτσι, σχολιαστές και πολιτικοί ιθύνοντες σκαλίζουν το παρελθόν αναζητώντας κάθε γεγονός που θα μπορούσε, με οποιονδήποτε τρόπο, να έχει σχέση με τη σημερινή κατάσταση.

Τα δύο τελευταία χρόνια, ο πόλεμος στην Ουκρανία θεωρήθηκε ότι μπορούσε να συγκριθεί με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (με τη δικαιολογία ότι και εκείνος διεξαγόταν μέσα σε λασπωμένα χαρακώματα), με την κρίση των πυραύλων της Κούβας τον Οκτώβριο του 1962 (που επίσης απειλούσε την ανθρωπότητα με πυρηνικό ολοκαύτωμα), με όλες τις επεμβάσεις της ΕΣΣΔ στο εξωτερικό (Βερολίνο το 1953, Βουδαπέστη το 1956, Πράγα το 1968, Καμπούλ το 1979), με τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ μεταξύ δύο γειτονικών κρατών (1980-1988) ή με εκείνον του Κοσόβου (που προσπαθούσε να αποδεσμευτεί από την κυριαρχία της Σερβίας). Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, μαζί με τους επικοινωνιολόγους του, διαπρέπει σε αυτό το παιχνιδάκι. Ο λιμός του 1933, ο Μεγάλος Τρόμος του Στάλιν, οι συγκρούσεις στο Αφγανιστάν, στην Τσετσενία ή στη Συρία, ακόμα και το δυστύχημα στο Τσερνόμπιλ: κάθε ιστορική τραγωδία είναι μια ευκαιρία να κάνει τον παραλληλισμό με την εισβολή στη χώρα του. Ο Ουκρανός πρόεδρος έχει μάλιστα την ικανότητα να προσαρμόζει τις αναφορές ανάλογα με το ακροατήριό του. Ενώπιον του αμερικανικού Κογκρέσου, κάνει μνεία στις επιθέσεις του Περλ Χάρμπορ ή της 11ης Σεπτεμβρίου. Μπροστά στους Βέλγους βουλευτές, αναφέρει τη μάχη της Υπρ. Στη Μαδρίτη, μιλά για τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και τη σφαγή της Γκερνίκα. Και στην Τσεχία, για την «Άνοιξη της Πράγας» (1).

Όσο πιο δραματικό είναι το γεγονός τόσο πιο αποτελεσματική είναι η αναλογία, ικανή να προκαλέσει τη συμπάθεια και κατά συνέπεια τη μεγαλύτερη υποστήριξη. Λογικό είναι λοιπόν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος να βρίσκεται στην κορυφή των αναφορών. Το μόνο στο οποίο ομνύει ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι ο «μεγάλος πατριωτικός πόλεμος», ενώ όλοι οι εχθροί του είναι «ναζί». Όμως, κι ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος συγκρίνεται με τον Αδόλφο Χίτλερ, η Μαριούπολη με το Στάλινγκραντ, η προσάρτηση της Κριμαίας με εκείνη της Σουδητίας… Με αδιάκοπη αναφορά στη Συμφωνία του Μονάχου του Σεπτεμβρίου του 1938, όταν η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο συμφώνησαν με τη ναζιστική Γερμανία να παραδοθεί στο Γ’ Ράιχ αυτή η περιοχή της Τσεχοσλοβακίας, με την ελπίδα να χαλιναγωγήσουν τις επεκτατικές ορέξεις του. Από τότε, αυτό το γεγονός, που έγινε συνώνυμο της δειλίας και της προδοσίας, χρησιμοποιείται με στόχο να αποκηρυχθούν οι υπέρμαχοι του «κατευνασμού», του παραμικρού συμβιβασμού απέναντι στην πολεμική κλιμάκωση –λόγου χάρη εκείνοι που αντιτάσσονταν στη γαλλο-βρετανική επέμβαση στο Σουέζ το 1956, στον πόλεμο του Βιετνάμ τη δεκαετία του 1960, στον πόλεμο του Κόλπου το 1990-1991… Ακόμα και ο στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ χαρακτηρίστηκε «άνθρωπος του Μονάχου» (2) επειδή υπέγραψε τις Συμφωνίες του Εβιάν, που έθεσαν τέρμα στις μάχες στην Αλγερία.

Αυτή η χιονοστιβάδα αναλογιών δεν έχει μόνο ρητορική επίδραση. Η επιλογή των συγκρίσεων ορισμένες φορές επηρεάζει τις ίδιες τις στρατηγικές αποφάσεις. Έτσι, ο πολιτικός επιστήμονας Γιουέν Φουνγκ Κονγκ έδειξε σε ποιον βαθμό η ανάμνηση του Μονάχου είχε διαποτίσει τη σκέψη των Αμερικανών πολιτικών ηγετών κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ: όχι μόνο τις ομιλίες τους, αλλά και τους συλλογισμούς και τις συζητήσεις τους, οδηγώντας τους στο σημείο να θεωρούν δικαιολογημένη την αναγκαιότητα μιας στρατιωτικής επέμβασης. Εάν είχαν αναλογιστεί την εμπειρία των Γάλλων στην Ινδοκίνα τη δεκαετία του 1950 και την ήττα στο Ντιεν Μπιεν Φου, παρατηρεί ο ερευνητής, ίσως να είχαν θεωρήσει ότι η χώρα ήταν απόρθητη, κάτι που θα τους είχε οδηγήσει να είναι πιο συνετοί. Όμως, «οι πολιτικοί ηγέτες είναι πολύ κακοί ιστορικοί», γράφει. «(…) Το ρεπερτόριό τους σε ιστορικούς παραλληλισμούς είναι περιορισμένο και έτσι επιλέγουν και εφαρμόζουν τις κακές αναλογίες» (3).

Η αναφορά στο Μόναχο έχει μια ουσιαστική σημασία, αντιστρόφως ανάλογη με την πανταχού παρουσία της στη δημόσια συζήτηση. Ειδικά όσον αφορά την Ουκρανία. Σίγουρα, η Ευρώπη πλήττεται και πάλι από έναν πόλεμο εισβολής. Πέρα όμως από αυτό το κοινό χαρακτηριστικό, τα πάντα διαφέρουν. Καταρχάς, οι στρατιωτικές δυνάμεις που αντιπαρατίθενται: η ναζιστική Γερμανία διέθετε μια στρατιωτική ισχύ πολύ πιο απειλητική από αυτή της σύγχρονης Ρωσίας, ικανή να καταλάβει μέσα σε μερικούς μήνες την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία, την Ολλανδία, το Βέλγιο και τη Γαλλία (μεταξύ άλλων). Από την πλευρά τους, τα στρατεύματα του Πούτιν, ύστερα από δύο χρόνια μαχών, δεν έχουν καταφέρει να κυριεύσουν το Κίεβο και δεν φαίνεται πώς θα μπορούσαν να ανοίξουν περισσότερα μέτωπα και να επιτεθούν στο ΝΑΤΟ. Κατόπιν, οι στρατηγικοί στόχοι: ο Χίτλερ, που είχε θεωρητικοποιήσει την έλλειψη εδαφών της ναζιστικής Γερμανίας, δεν μπορούσε να ισχυριστεί σοβαρά ότι απειλείτο από μια εχθρική στρατιωτική συμμαχία, σε αντίθεση με τον Πούτιν. Τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τις επεκτατικές επιθυμίες του Γερμανού καγκελάριου –και ο Εντουάρ Νταλαντιέ το είχε πλήρως αντιληφθεί: υπογράφοντας τις συμφωνίες του 1938, ο Γάλλος πρωθυπουργός προσπαθούσε κυρίως να κερδίσει χρόνο ώστε να προετοιμάσει τον στρατό του για την αναπόφευκτη σύγκρουση. Μια στρατηγική που τότε είχε λάβει την έγκριση σχεδόν ολόκληρου του πολιτικού κόσμου –με εξαίρεση τους κομμουνιστές βουλευτές, έναν σοσιαλιστή, τον Ζαν Μπουέ, και έναν βουλευτή της Δεξιάς, τον Ανρί ντε Κεριγί. Τέλος, η διεθνής συγκυρία, σε έναν κόσμο με μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση, όπου η ισορροπία των δυνάμεων έχει ανατραπεί από την πυρηνική απειλή.

Κλιμάκωση με μοιρασμένες ευθύνες

Με δεδομένες όλες αυτές τις αποκλίσεις, φαντάζει παράλογο να αναζητούμε έμπνευση από το Μόναχο για να αποσαφηνίσουμε την τωρινή κατάσταση. Όμως, σε θέματα ιστορικής σύγκρισης, οι ανομοιότητες συχνά αποσιωπούνται. Και ωστόσο, «η αντίληψη των διαφορών είναι ίσως το πιο σημαντικό αντικείμενο –αν και πάρα πολύ συχνά εκείνο που ερευνάται λιγότερο– της συγκριτικής μεθόδου», έγραφε ο Μαρκ Μπλοκ. «Καθώς, μέσω αυτής, μετράμε την πρωτοτυπία των κοινωνικών συστημάτων, μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάποια μέρα θα τα ταξινομήσουμε και θα εισδύσουμε στο βάθος της φύσης τους» (4). Με αυτόν τον τρόπο είναι που μπορεί να αποδώσει καρπούς μια αναλογία: επιτρέποντάς μας να ξεφύγουμε από τις ιδιαιτερότητες προκειμένου να εξαγάγουμε γενικούς κανόνες. Όμως, η μέθοδος απαιτεί ακρίβεια και σχολαστικότητα, δύο αρετές που καλύτερο είναι να μην αναζητήσουμε στους σχολιαστές, καθώς είναι υπερδραστήριοι στα μέσα ενημέρωσης, αλλά οκνηροί ως προς την ιστορία.

Ωστόσο, υιοθετώντας αυτή την προοπτική, εξετάζοντας τις συγκρούσεις μέσα από την πολυμορφία τους, αρχίζει να διαφαίνεται ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο –και τότε ορισμένα φαινόμενα ξεχωρίζουν μέσα από τη σταθερή επανεμφάνισή τους: ο αποκλεισμός των διαφωνούντων (τους οποίους συχνά δικαιώνει η ιστορία), η τάση να παρουσιάζεται κάθε κρίση ως «απειλή για την ύπαρξη», η δαιμονοποίηση του εχθρού, η αναποτελεσματικότητα της πολιτικής κυρώσεων κ.λπ. Με αυτή την οπτική, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος εμφανίζεται όχι ως ο κανόνας, αλλά ως η εξαίρεση, παρότι αποτελεί ένα σχεδόν υποχρεωτικό σημείο αναφοράς κάθε διεθνούς κρίσης. Σπάνιες είναι οι συγκρούσεις κατά τις οποίες το άδικο βάρυνε σε τόσο μεγάλο βαθμό τη μία μόνο πλευρά, όπου το ένα από τα στρατόπεδα, απολύτως δαιμονικό και κακόβουλο, διέθετε ένα σχέδιο παγκόσμιας κυριαρχίας και όπου η έκβαση ήταν τόσο ξεκάθαρη, με την ολοκληρωτική συντριβή των ηττημένων και την αυτοκτονία ή την εκτέλεση των κυρίων ενόχων. Αυτός ο καρικατουρίστικος μανιχαϊσμός τον καθιστά μεν ένα εξαιρετικό όπλο για όσους θέλουν να δικαιολογήσουν μια στρατιωτική επέμβαση, αλλά και ένα διαβλητό σημείο σύγκρισης.

Πολύ συχνά, οι πόλεμοι είναι αποτέλεσμα μιας κλιμάκωσης για την οποία οι ευθύνες είναι μοιρασμένες, τουλάχιστον σε έναν βαθμό. Αυτή είναι μια διαπίστωση που σε αρκετές περιπτώσεις δεν γίνεται αποδεκτή παρά μόνο ύστερα από δεκαετίες ερευνών, μετά το τέλος της προπαγάνδας. Έτσι, η Γερμανία για πολύ καιρό θεωρείτο η μόνη υπεύθυνη για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: είχε τροφοδοτήσει την κούρσα των εξοπλισμών, είχε ενθαρρύνει την Αυστροουγγαρία να επιτεθεί στη Σερβία ύστερα από τη δολοφονία στο Σαράγεβο, είχε εισβάλει στο Βέλγιο κ.ο.κ. Σήμερα όμως κανείς δεν αρνείται ότι η αυτοκρατορική Ρωσία έχει ένα μερίδιο ευθύνης, κυρίως επειδή ευνόησε τον σερβικό εθνικισμό. Όπως έχει και η Γαλλία, που έρρεπε προς την αντιπαράθεση, καθώς ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου της ήθελε να πάρει την εκδίκησή του ύστερα από την ήττα του 1870 και την απώλεια της Αλσατίας-Λωραίνης. Η Γερμανία «άναψε το φυτίλι», αλλά «δεν είναι η μόνη που τροφοδότησε την πυριτιδαποθήκη», συνοψίζει ο ιστορικός Γκερντ Κρούμαϊχ (5). Είναι μια κατάσταση που συναντάμε στην πλειονότητα των συγκρούσεων. «Σήμερα, όλοι συμφωνούμε ότι η κύρια ευθύνη για αυτόν τον πόλεμο βαρύνει τη ρωσική κυβέρνηση, που αποφάσισε να εισβάλει στην Ουκρανία», γράφει ο πολιτικός επιστήμονας Άνατολ Λίβεν (6). «Όμως, οι ιστορικοί του μέλλοντος θα της αποδώσουν άραγε ολόκληρη την ευθύνη, απαλλάσσοντας τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ από τη μομφή ότι προσπάθησαν να ενσωματώσουν την Ουκρανία στη Δύση, απειλώντας έτσι εκείνα που οι Ρώσοι, όπως και ένας μακρύς κατάλογος δυτικών εμπειρογνωμόνων (μεταξύ των οποίων και ο τωρινός διοικητής της CIA Γουίλιαμ Μπερνς), αντιλαμβάνονταν και περιέγραφαν ως “ζωτικά συμφέροντα”;» Όχι, εάν είναι σοβαροί…

Επίσης, πολύ συχνά, οι πόλεμοι δεν τερματίζονται με τον αφανισμό του ενός στρατοπέδου. Είναι η έκβαση που επιδιώκουν τα εμπόλεμα μέρη, όμως, εάν δεν το επιτύχουν, καταλήγουν να καταφεύγουν σε συμβιβασμούς, να εγκαταλείπουν ορισμένες αξιώσεις και να υπογράφουν σαθρές συμφωνίες ειρήνης, που προκαλούν απογοήτευση σε όλες τις πλευρές. Μερικές φορές, η επιδίωξη ολοκληρωτικής νίκης μπορεί να οδηγήσει σε στρατηγικά αδιέξοδα όταν ένα στρατόπεδο, εκστασιασμένο από τις επιτυχίες του, αποπειράται να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημά του μέχρι το σημείο να του γυρίσει μπούμερανγκ. Οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, ενεπλάκησαν στον πόλεμο της Κορέας το 1950 με στόχο να ανακόψουν την προέλαση των βορειοκορεατικών στρατευμάτων και να τα απωθήσουν πέρα από τον 38ο παράλληλο. Αφού πέτυχαν εύκολα αυτόν τον στόχο, στη συνέχεια άρχισαν να οραματίζονται μια επανένωση της Κορέας υπό αμερικανική αιγίδα. Έτσι, οι στρατιώτες του στρατηγού Ντάγκλας ΜακΆρθουρ προχώρησαν προς τον Βορρά, πέρασαν με τη σειρά τους τη γραμμή οριοθέτησης, καταλήγοντας να φτάσουν κοντά στα κινεζικά σύνορα. Το Πεκίνο παρενέβη και έστειλε ενάμισι εκατομμύριο εθελοντές στρατιώτες στο πεδίο της μάχης. Μερικές εβδομάδες αργότερα, οι κομμουνιστές ανακατέλαβαν τη Σεούλ και η σύγκρουση παρέμεινε επί δύο χρόνια σε τέλμα, προτού επανέλθει η προπολεμική κατάσταση πραγμάτων. Η επιστροφή στο σημείο εκκίνησης χαρακτηρίζει και τον ινδο-πακιστανικό πόλεμο του 1965, αλλά και τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ: οκτώ χρόνια σύγκρουσης, ένα εκατομμύριο νεκροί, κανένας νικητής.

Ο Ζελένσκι, υποστηριζόμενος από τις δυτικές κυβερνήσεις, διεύρυνε τις φιλοδοξίες του διαπιστώνοντας τις αδυναμίες του ρωσικού στρατού. Εν χορώ με τον Τζο Μπάιντεν, κατά τον οποίον τίθεται θέμα για το «μέλλον της ελευθερίας», πλέον μιλά μόνο για «ολοκληρωτική νίκη». Με την αποτυχία της αντεπίθεσής της στο Ντονμπάς, η Ουκρανία συνειδητοποίησε ότι δεν θα ανακτήσει εύκολα αυτή την περιοχή, και πόσο μάλλον την Κριμαία, εκτός κι αν παρακινήσει ευρωπαϊκά και αμερικανικά στρατεύματα να αναπτυχθούν στο μέτωπο, κάτι που θα βύθιζε τον πλανήτη στο άγνωστο. Αργά ή γρήγορα, η Ουκρανία και η Ρωσία θα αναγκαστούν να πάρουν την απόφαση να διαπραγματευτούν και τα υπόλοιπα κράτη θα μπορούσαν να τις ενθαρρύνουν, αντί να ρίχνουν λάδι στη φωτιά –επί χρόνια και με τίμημα δεκάδες χιλιάδες επιπλέον νεκρούς.

Benoît Bréville

Διευθυντής της «Le Monde diplomatique»
Μετάφραση: Γιάννης Κυπαρισσιάδης

(2(Σ.τ.Μ.) «Munichois» στο πρωτότυπο. Υποτιμητικός όρος για κάποιον που έχει την τάση να υποχωρεί όταν γίνεται επίδειξη δύναμης.

(3Yuen Foong Khong, Analogies at War. Korea, Munich, Dien Bien Phu, and the Vietnam Decisions of 1965, Princeton University Press, 1992.

(4Άρθρο με τίτλο «Comparaison» στο Marc Bloch, Histoire et historiens, Armand Colin, Παρίσι, 1995.

(5Gerd Krumeich, «Le débat sur la responsabilité de la guerre à l’ombre de Versailles, 1919-1933», «Revue d’Allemagne et des pays de langue allemande», τεύχος 52, αρ. 2, Στρασβούργο, 2020.

(6Anatol Lieven «Ukraine’s war is like World War I, not World War II», «Foreign Policy», 27 Οκτωβρίου 2022.

Μοιραστείτε το άρθρο