Με μια γρήγορη και ζωηρή κίνηση, η σφαίρα μπαίνει στη θαλάμη. Κρατώντας το όπλο σταθερά στο χέρι, με τα δύο χέρια τεντωμένα, την κάννη στραμμένη προς τον στόχο, το μάτι καθοδηγεί την ευθυγράμμιση της μπροστινής και της οπίσθιας διόπτρας. Στη συνέχεια, με ήρεμη αναπνοή, ο δείκτης πιέζει απαλά τη σκανδάλη. Και, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, το σύμπαν εκρήγνυται: ο κάλυκας εκτοξεύεται προς τα πλάγια, η έκρηξη κάνει τα τύμπανα να πονέσουν παρά τις ειδικές ωτασπίδες και η δύναμη της ανάκρουσης ωθεί το πάνω μέρος του σώματος προς τα πίσω, καθώς η κάννη ανεβαίνει περίπου δέκα εκατοστά. Ο κόσμος μετά την έκρηξη έχει την οξεία και διεισδυτική μυρωδιά της πυρίτιδας.
Χρησιμοποιώντας κιάλια, η Σάντρα εξετάζει τον στόχο που είχε τοποθετηθεί πάνω σε ένα ξύλινο υποστήριγμα, καρφωμένο στο άγονο έδαφος του σκοπευτηρίου. Με ένα πλατύ χαμόγελο, ακουμπάει στο τραπέζι το όπλο της, ένα Smith & Wesson M&P Shield διαμετρήματος 0,40 ιντσών, και αναφωνεί: «Κέντρο!». Αυτή η νεαρή βοηθός νοσηλεύτρια μεξικανικής καταγωγής εξασκείται εδώ και λίγο καιρό στη σκοποβολή με όπλο. Την πετυχαίνουμε ένα Σάββατο πρωί, μαζί με άλλα μέλη της λέσχης Ben Avery Shooting Facility, στο βόρειο τμήμα του Φοίνιξ, της πρωτεύουσας της Αριζόνα.
Μέσα στην έρημο, αυτό το gun range (σκοπευτήριο), περιστοιχισμένο από ψηλούς κάκτους saguaros, καταλαμβάνει έκταση 6.680 στρεμμάτων. Στο εσωτερικό της μεγαλύτερης δημόσιας σκοπευτικής εγκατάστασης στις ΗΠΑ, κάτω από μια ανθεκτική λαμαρινένια στέγη, απλώνεται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι μια σειρά από μικρά τσιμεντένια τραπέζια σκοποβολής, πίσω από τα οποία οι σκοπευτές, μόνοι ή με την οικογένειά τους (η είσοδος επιτρέπεται σε όλους άνω των 5 ετών), εξασκούνται με ένα ή περισσότερα όπλα, από αεροβόλες καραμπίνες μέχρι ημιαυτόματα και τυφέκια μεγάλου βεληνεκούς. Όλοι επαναλαμβάνουν τις ίδιες κινήσεις, με προσήλωση και μεθοδικότητα. Τίποτα δεν χαλάει την αυτοσυγκέντρωσή τους, ούτε καν η ζέστη –αν και το θερμόμετρο δείχνει ήδη 43 βαθμούς Κελσίου εκείνο το πρωί. Μετράει μόνον ο στόχος, με τους ομόκεντρους κύκλους, τις ανθρώπινες φιγούρες ή τους πολύχρωμους εξωγήινους, που αρέσουν στους πιο νέους.
Όλα κυλούν χωρίς εντάσεις ή απρόοπτα. Η έμφαση δίνεται στην ασφάλεια (υποχρεωτικό το κράνος και τα προστατευτικά γυαλιά), στην πειθαρχία (οι σκορπισμένοι κάλυκες στο έδαφος πρέπει να περισυλλεγούν στο τέλος της εξάσκησης με σκούπες που βρίσκονται στη διάθεση των σκοπευτών) και στη γιορτινή διάθεση (τα τραπέζια του πικνίκ είναι εξοπλισμένα με ψησταριές και βρίσκονται στην έξοδο του gun range, όπου κάποιος μπορεί να κατασκηνώσει).
«Είμαστε οι κατ’ εξοχήν Αμερικανοί πολίτες»
«Μετά την πανδημία της Covid, οι δουλειές πάνε μάλλον καλά», λέει ικανοποιημένος ο Τζον, ιδιοκτήτης οπλοπωλείου στο Κέιβ Κρικ, στα βόρεια προάστια του Φοίνιξ. Οι πωλήσεις όπλων στις ΗΠΑ ακολουθούν έναν σταθερό κύκλο αύξησης και υποχώρησης. Και, μολονότι η έκρηξη στις πωλήσεις κατά την περίοδο της πανδημίας ήταν προβλέψιμη λόγω του αισθήματος ανασφάλειας, το προφίλ των αγοραστών δεν ήταν: 23 εκατομμύρια όπλα αγοράστηκαν το 2020 και, από τους αγοραστές τους, τα 8,4 εκατομμύρια αποκτούσαν όπλο για πρώτη φορά (1). Πίσω από τη γυάλινη προθήκη του, όπου εκτίθενται όπλα όλων των μοντέλων, ο Τζον επιβεβαιώνει: «Δεν πρόκειται για τους συνηθισμένους πελάτες». Μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2021 δείχνει ότι περίπου το 50% των νέων αγοραστών είναι γυναίκες και το 40% ανήκει σε κάποια φυλετική μειονότητα (2).
«Αγόρασα το πρώτο όπλο μου το 2016, όταν εξελέγη ο Ντόναλντ Τραμπ», μας εξηγεί η Κολέτ Τζένινγκς, μια Αφροαμερικανή τριαντάρα, μπροστά από ένα πιάτο με τηγανητές πατάτες και ένα ποτήρι με αναψυκτικό σε ένα ταχυφαγείο της Τούσον, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Αριζόνα. «Όπως πολλοί μαύροι, ανησύχησα από τις επιθέσεις εναντίον των Αφροαμερικανών κατά τη διάρκεια των συγκεντρώσεών του και από τη ρητορική μίσους των οπαδών του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης». Από τότε, έχει πάντοτε μαζί της το όπλο της. Όταν, τον Μάιο του 2020, η αστυνομία δολοφονεί τον Τζορτζ Φλόιντ, το περιστατικό πυροδοτεί σε ολόκληρη τη χώρα σειρά διαδηλώσεων με το σύνθημα «Black Lives Matter». Η Τζένινγκς αποφασίζει τότε να κινητοποιηθεί για την υπεράσπιση της Δεύτερης Τροποποίησης του αμερικανικού Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα οπλοκατοχής και οπλοφορίας.
Η περίπτωση της Τζένινγκς αναδεικνύει χαρακτηριστικά την αύξηση κατά 25% και πλέον των μελών της ένωσης National African American Gun Association (NAAGA) το 2020, δηλαδή στην καρδιά αυτής της ταραγμένης περιόδου, με τα περισσότερα νέα μέλη να είναι γυναίκες. Η ένωση, που δημιουργήθηκε το 2015, αριθμεί πλέον σχεδόν 50.000 μέλη –παρ’ όλο που η κατοχή όπλου από έναν μαύρο δεν είναι αυτονόητη. Ο αδελφός της Τζένινγκς τέθηκε σε προσωρινή κράτηση επειδή είχε όπλο στην τσάντα του. Ελάχιστοι λευκοί βιώνουν μια ανάλογη δυσάρεστη περιπέτεια.
Ήδη το 1967, ο τότε κυβερνήτης της Πολιτείας της Καλιφόρνια –κάποιος Ρόναλντ Ρέιγκαν– ψήφιζε τον νόμο Μάλφορντ, με τον οποίο απαγορευόταν η εμφανής οπλοφορία σε δημόσιους χώρους χωρίς ειδική άδεια. Στην πραγματικότητα, ο Ρέιγκαν προσπαθούσε να αφοπλίσει τα μέλη των Μαύρων Πανθήρων, που περιπολούσαν στους δρόμους του Όκλαντ «αστυνομεύοντας την αστυνομία». Οι νόμοι περί ελέγχου των πυροβόλων όπλων στις ΗΠΑ πάντοτε αποτελούσαν «εργαλείο καταπίεσης των Αφροαμερικανών» (3), υποστηρίζει η Άντζελα Στράουντ, κοινωνιολόγος στο Κολλέγιο Νόρθλαντ του Ουϊσκόνσιν, προκειμένου να αποτρέπονται οι εξεγέρσεις στις φυτείες και να παρεμποδίζεται η άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων τους, μέσα από νόμους φυλετικού διαχωρισμού –τους αποκαλούμενους «νόμους Τζιμ Κρόου», οι οποίοι ίσχυαν από το 1877 μέχρι το 1964. «Δικαιούμαστε να οπλοφορούμε γιατί είμαστε οι κατ’ εξοχήν Αμερικανοί πολίτες», εκτιμά ο Φίλιπ Σμιθ, ιδρυτής και πρόεδρος της NAAGA. «Πολεμήσαμε και σκοτωθήκαμε για αυτή τη χώρα, ενώ δεν ήμασταν παρά δούλοι. Δεν πρόκειται για δικαίωμα που μας δίνεται από τον Θεό, αλλά απορρέει από την ιδιότητά μας ως Αμερικανών πολιτών» (4).
Το 2020, στις Ηνωμένες Πολιτείες καταγράφηκαν 19.613 ανθρωποκτονίες με χρήση όπλου (5). Επρόκειτο για ιστορική αύξηση κατά 25% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και, ταυτόχρονα, για σημείο καμπής. Στη συνέχεια, το συμβολικό όριο των 20.000 νεκρών ξεπεράστηκε το 2021 και το 2022 (21.068 και 20.390 ανθρωποκτονίες αντίστοιχα). Σε μια τέτοια συγκυρία, η οποία σημαδεύτηκε επίσης από τον πολλαπλασιασμό των επεισοδίων μαζικών δολοφονιών (δηλαδή με περισσότερους από 4 νεκρούς), οι Αφροαμερικανοί δεν είναι οι μόνοι που οπλίζονται. Ο Φίλιπ Γκόμεζ, ένας μεξικανικής καταγωγής φοιτητής νομικής στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ, αποφάσισε να ιδρύσει την οργάνωση Latino Rifle Association μετά το περιστατικό του Αυγούστου του 2019, όταν ένας οπλοφόρος σκότωσε 23 ανθρώπους σε σουπερμάρκετ της Walmart στο Ελ Πάσο του Τέξας, όπου είχε πάει με μοναδικό σκοπό να σκοτώσει όσους περισσότερους μετανάστες και Μεξικανούς μπορούσε. Σύμφωνα με τον Γκόμεζ, η Latino Rifle Association θα δώσει τη δυνατότητα στα μέλη της να εκπαιδευτούν στην ένοπλη αυτοάμυνα χωρίς να χρειάζεται να συχνάζουν σε gun clubs όπου κυματίζουν σημαίες των Νοτίων του αμερικανικού εμφυλίου και όπου τα όπλα φέρουν αυτοκόλλητα «Χτίστε το Τείχος», εννοώντας το τείχος που κατασκεύασε στα σύνορα με το Μεξικό ο Τραμπ.
Η κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ+ οργανώνεται και αυτή, όπως εξηγεί ο Τζέισον Ντ., πρόεδρος του παραρτήματος των Pink Pistols στο Φοίνιξ. Οι Pink Pistols είναι λέσχη ιδιοκτητών όπλων για ανθρώπους με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Τον συναντήσαμε καθώς έβγαινε από εξάσκηση στο Shooter’s World, ένα σκοπευτήριο στα φτωχά, βιομηχανικά προάστια του Φοίνιξ: «Είναι ένα από τα ελάχιστα μέρη όπου δεν δεχόμαστε παρενοχλήσεις, όπου τα μέλη της κοινότητάς μου είναι αποδεκτά. Ερχόμαστε εδώ μία φορά την εβδομάδα, αλλά δεν μου αρέσουν τα όπλα, δεν μου αρέσει να πυροβολώ». Απαριθμώντας τις τελευταίες ένοπλες επιθέσεις σε βάρος ομοφυλόφιλων ή τρανς ατόμων, από τις οποίες η πιο αιματηρή είχε ως απολογισμό 50 νεκρούς σε γκέι νυχτερινό κέντρο στο Ορλάντο της Φλόριντα το 2016, ο Τζέισον Ντ. καταλήγει: «Δεν έχω άλλη επιλογή παρά να έχω όπλο μόνιμα μαζί μου».
Ο κοινωνιολόγος Ντέιβιντ Γιαμάν, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Γουέικ Φόρεστ και ιδρυτής του ιστολογίου Gun Culture 2.0, εξηγεί ότι μολονότι στις ΗΠΑ ο κλασικός ιδιοκτήτης όπλου παραμένει λευκός, ηλικιωμένος, αρσενικού φύλου, πολιτικά συντηρητικός, Νότιος και κάτοικος αγροτικής περιοχής, η gun culture πάντοτε υπερέβαινε τα στεγανά. «Από τα 50 εκατομμύρια ιδιοκτήτες όπλων, περίπου τα 20 εκατομμύρια είναι παραδοσιακοί συντηρητικοί, άλλα 20 εκατομμύρια εμφανίζονται ως πολιτικά μετριοπαθείς και οι υπόλοιποι δηλώνουν φιλελεύθεροι (liberals)», με την αμερικανική έννοια του προοδευτικού. «Η τελευταία αυτή ομάδα αριθμεί σημαντική μερίδα νεοφώτιστων. Πολύ ετερόκλητη, η ομάδα αυτή περιλαμβάνει σοσιαλιστές, αναρχικούς, αλλά επίσης και συντηρητικούς ελευθεριακούς ή Δημοκρατικούς. Επίσης, περιλαμβάνει ανθρώπους που χαρακτηρίζονται κυρίως από καχυποψία απέναντι στο κράτος γενικά, με πρώτους τους Αφροαμερικανούς και τους ισπανόφωνους (Latinos)».
Η Λάρα Σμιθ, 50 ετών, δικηγόρος στην Καλιφόρνια και εθνική εκπρόσωπος του Liberal Gun Club, εξηγεί ότι έγινε μέλος της οργάνωσης εν μέρει αντιδρώντας στην επιθετική και δεξιά ρητορική της National Rifle Association (NRA), της οργάνωσης που κυριαρχεί στο εσωτερικό του εθνικού λόμπι υπέρ της οπλοκατοχής. «Το Liberal Gun Club δημιουργήθηκε για να καλύψει το κενό που άφησαν στον κόσμο της οπλοκατοχής οι ρατσιστικές και σκληρές δεξιές πολιτικές της NRA» (6), διαβεβαιώνει η Σμιθ, υπογραμμίζοντας ότι ο αριθμός των μελών της οργάνωσης που εκπροσωπεί αυξήθηκε κατά 10% μετά τον ερχομό του Τραμπ στον Λευκό Οίκο και σήμερα ανέρχεται σε αρκετές δεκάδες χιλιάδες μέλη από 33 Πολιτείες: «Πολλοί προοδευτικοί συνειδητοποίησαν ξαφνικά ότι θα μπορούσαμε να έχουμε μια τυραννική κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον και ότι, στην περίπτωση αυτή, η Δεύτερη Τροποποίηση θα έδινε τη δυνατότητα να αυτοπροστατευτούμε» (7).
Τι λέει, όμως, αυτή η περίφημη Δεύτερη Τροποποίηση; «Καθώς μια καλά οργανωμένη πολιτοφυλακή είναι απαραίτητη για την ασφάλεια ενός ελεύθερου κράτους, το δικαίωμα του λαού να κατέχει όπλα και να οπλοφορεί δεν θα καταπατηθεί». Τις τελευταίες δεκαετίες, η NRA επέβαλε μια διασταλτική ερμηνεία του δικαιώματος αυτού, το οποίο τείνει να μετατραπεί σε δικαίωμα να υπερασπίζεται καθένας μόνος του τις ατομικές ή τις πολιτικές ελευθερίες του. Η δύναμη της NRA έγκειται στα 5 εκατομμύρια μέλη της, κατανεμημένα στο σύνολο της αμερικανικής επικράτειας, και σε ένα δίκτυο 14.000 «συνδεδεμένων» οργανώσεων (λέσχες, ενώσεις, εταιρείες κ.τ.λ.). Όταν ιδρύθηκε, το 1871, η οργάνωση ασχολούνταν κυρίως με το κυνήγι και την αθλητική σκοποβολή. Άρχισε να λειτουργεί ως ομάδα πολιτικής πίεσης μόλις από τη δεκαετία του 1960. Οι πιο συντηρητικές φράξιες του ρεπουμπλικανικού στρατοπέδου ανέλαβαν τα ηνία της οργάνωσης στο ετήσιο συνέδριο του 1977, αμέσως μετά την ίδρυση του Institute for Legislative Action (ILA), το οποίο παρουσιάζεται στην ιστοσελίδα του ως «ο ένοπλος βραχίονας της NRA» και έχει ως στόχο να διαφυλάξει «το δικαίωμα όλων των νομοταγών ατόμων να αγοράζουν, να κατέχουν και να χρησιμοποιούν όπλα για νόμιμους σκοπούς, όπως κατοχυρώνεται στη Δεύτερη Τροποποίηση του αμερικανικού Συντάγματος».
Ένα έθνος υπερεξασκημένο στην αυτοάμυνα
Δεδομένου ότι το δικαίωμα της οπλοκατοχής και οπλοφορίας που κατοχυρώνεται στο αμερικανικό Σύνταγμα δεν ήταν, κατά τον 18ο αιώνα, «ούτε πολιτιστικό ούτε ατομικιστικό, αλλά πολιτικό και χειραφετητικό» (8), η ιδιοποίησή του από τους συντηρητικούς έγινε με τίμημα τη σοβαρή απονεύρωση του νοήματος που αποδίδεται στη Δεύτερη Τροποποίηση του Συντάγματος. Στο συγκεκριμένο ζήτημα, υπάρχουν «δύο ανταγωνιστικές σχολές σκέψης» (9). Η πρώτη συνδέει το σχετικό δικαίωμα με την «καλά οργανωμένη πολιτοφυλακή» που υπάγεται στις ομόσπονδες Πολιτείες, η ύπαρξη των οποίων θα πρέπει να προστατευθεί απέναντι στις απειλές του ομοσπονδιακού κράτους. Η δεύτερη το μετατρέπει σε αναπαλλοτρίωτο ατομικό δικαίωμα, αναγνωρισμένο από τη νομοθεσία –ειδικά από τον νόμο του 1986 περί προστασίας των κατόχων όπλων που πέρασε ο πρόεδρος Ρέιγκαν, ο εκλεκτός της NRA στις προεδρικές εκλογές του 1980– όπως και από το Ανώτατο Δικαστήριο, με την απόφασή του στην υπόθεση «Περιφέρεια της Κολούμπια (Ουάσιγκτον) εναντίον Χέλερ», το 2008. Η επιβολή μιας τέτοιας θεώρησης της οπλοφορίας, εναντίον των εγκληματικών απειλών ή των ενδεχόμενων καταχρήσεων εξουσίας από την πλευρά της κυβέρνησης –και γενικότερα εναντίον οποιασδήποτε προσπάθειας συλλογικής ρύθμισης (10)–, λαμβάνει χώρα την ίδια περίοδο με τη «συντηρητική επανάσταση» του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, θεμελιωμένη στην αποκατάσταση των παραδοσιακών αξιών και στη συρρίκνωση του κράτους.
Η πολιτική ανακατασκευή της Δεύτερης Τροποποίησης δεν αρκείται στον υποβιβασμό της οπλοφορίας σε απλό ατομικό δικαίωμα στην αυτοάμυνα, αλλά την αναγορεύει σε ελέω Θεού δικαίωμα, που δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης. «Είμαστε εκατομμύρια άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα που αναλαμβάνουμε την ευθύνη της δικής μας ασφάλειας και προστασίας ως θεμελιώδες δικαίωμα που έχει δοθεί από τον Θεό», επαναλαμβάνει ακούραστα ο Γουέιν Λαπιέρ, εκτελεστικός αντιπρόεδρος της NRA από το 1991 μέχρι και τον Ιανουάριο του 2024. Εκδοχή που συμμερίζονται οι περισσότεροι οπαδοί της οπλοκατοχής: «Τα τελευταία χρόνια, το θαυμάσιο με την αύξηση των νέων ιδιοκτητών όπλων είναι η επανασύνδεσή τους –ή η σύνδεσή τους για πρώτη φορά– με την ταυτότητά μας, με όσα οι Πατέρες του Έθνους κατοχύρωσαν στο Σύνταγμά μας», εξηγεί η Σέριλ Τοντ, κρατώντας ένα αντίτυπο του αμερικανικού Συντάγματος. Η λαμπερή εξηντάρα, ιδιοκτήτρια οπλοπωλείου στα προάστια του Φοίνιξ, ακτιβίστρια του κινήματος υπεράσπισης της Δεύτερης Τροποποίησης από την πρώτη στιγμή και ιδρύτρια και ραδιοφωνική παραγωγός του Gun Freedom Radio, αναπτύσσει τη σκέψη της: «Είναι δικαίωμά μου ως άτομο, ως γυναίκα, ως μητέρα, ως γιαγιά και ως σύζυγος. Είναι ένα ατομικό δικαίωμα στο οποίο κανένα κράτος δεν έχει λόγο και δεν παίζει ρόλο. Γιατί πρόκειται για το δικαίωμα που μου έδωσε ο Θεός για να προστατεύω τη ζωή μου, με τη βοήθεια ενός συγκεκριμένου εργαλείου: του όπλου μου».
Είναι ωστόσο δύσκολο να γίνει αντιληπτή η βαρύτητα και η επιρροή της NRA εάν την αντιμετωπίσουμε απλώς ως ομάδα πίεσης της βιομηχανίας όπλων που διατηρεί στενούς δεσμούς με συντηρητικούς βουλευτές και γερουσιαστές. Οι 80.000 πιστοποιημένοι εκπαιδευτές της μαθαίνουν κάθε χρόνο σε περίπου 750.000 Αμερικανούς τη χρήση όπλων. Πολλές αμερικανικές Πολιτείες εμπιστεύονται στην NRA την εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την απόκτηση άδειας κεκαλυμμένης οπλοφορίας (δηλαδή με το όπλο όχι εμφανές σε δημόσιους χώρους). Η άσκηση αυτής της αρμοδιότητας επιτρέπει στην NRA να επιβάλλει την άποψη ότι η οπλοκατοχή και η οπλοφορία δεν απορρέουν απλώς από μια συνταγματικά κατοχυρωμένη θεμελιώδη ελευθερία, αλλά ότι αποτελούν και πράξη ευθύνης για τους πολίτες. Προσέγγιση που συνοψίζει ο Κάρλος, εκπαιδευτής σε μια λέσχη σκοποβολής της Τούσον που συνδέεται με την NRA, πριν παραδώσει το επόμενο μάθημα: «Με το όπλο μου είμαι πολίτης, χωρίς το όπλο μου δεν είμαι παρά υπήκοος».
Ο Κεν Κάμπελ συμμερίζεται την άποψη αυτή. Για τον πρώην σερίφη και σημερινό διευθυντή του Gunsite, «του παλαιότερου και μεγαλύτερου κέντρου εκπαίδευσης στα πυροβόλα όπλα παγκοσμίως», το ζήτημα είναι η εκπαίδευση «καλών πολιτών» και «καλών οπλοφόρων». Το Gunsite βρίσκεται στο Πόλντεν, μια μικρή πόλη δύο ώρες βόρεια του Φοίνιξ. Το 1976, ο αντισυνταγματάρχης Τζεφ Κούπερ, πρώην πεζοναύτης και βετεράνος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και του Πολέμου της Κορέας, ίδρυσε το κέντρο με το όνειρο να κάνει την Αμερική ένα υπερεξασκημένο έθνος που θα μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι στους «κακούς», τους bad guys. Εδώ, με 2.000 δολάρια, μπορείς να λάβεις μια εντατική πενθήμερη εκπαίδευση που θα σου επιτρέψει «να αντιμετωπίσεις οποιαδήποτε κατάσταση». Τα μαθήματα παραδίδουν αστυνομικοί ή επίλεκτοι σκοπευτές, πρώην πεζοναύτες και διοικητές πεζικού που πολέμησαν στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν.
Οι εγκαταστάσεις του κέντρου καταλαμβάνουν έκταση 13.000 στρεμμάτων στην έρημο. Φιλοξενούν 27 σκοπευτήρια, αλλά και αυτοκίνητα διάτρητα από σφαίρες ώστε να μαθαίνει κάποιος να προστατεύεται σε περίπτωση πυροβολισμών σε χώρους στάθμευσης, ή απομιμήσεις σπιτιών για να εκπαιδεύεται πώς να αντιδρά σε περίπτωση διάρρηξης, την ημέρα ή τη νύχτα. Στο Gunsite, διδάσκεται η προστασία μιας εκκλησίας ή η επαγρύπνηση στο τραπέζι ενός εστιατορίου: «Κάθεσαι πάντα απέναντι στην είσοδο και χωρίς τίποτε στην πλάτη σου, σαρώνεις την αίθουσα με το βλέμμα και, όταν δεις κάποιον που σου φαίνεται επικίνδυνος, παραμένεις σε επιφυλακή», συνοψίζει ο Κάμπελ. Στο γραφείο του, όπου μια τηλεόραση είναι μονίμως συντονισμένη στο κανάλι Fox News και πολλές αμερικανικές σημαίες είναι κρεμασμένες δίπλα σε συλλεκτικά όπλα, ο Κάμπελ προσθέτει: «Δεν θέλω να βασίζομαι στο κράτος για να με προστατεύει. Την εξουσία δεν την έχει το κράτος, την έχει ο λαός».
Επικριτής της NRA, ο Τζον Κορέια, ειδικός στην αυτοάμυνα, δηλώνει ταυτόχρονα liberal και libertarian (ελευθεριακός ή ελευθερόφρων). Το μπλουζάκι του, που γράφει «Rifle and Bible» (Τουφέκι και Βίβλος), υπενθυμίζει ότι παλαιότερα υπήρξε πάστορας. Πρέπει «να προστατευόμαστε με τα δικά μας μέσα και να μην εξαρτόμαστε από κανέναν», λέει ο Κορέια. Και σίγουρα όχι από «τους μπάτσους που αργούν να έρθουν» και «δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους», όπως θεωρούν οι περισσότεροι κάτοχοι όπλων, ιδιαίτερα λόγω του πολλαπλασιασμού των περιστατικών κατάχρησης εξουσίας από αστυνομικούς. Στο κανάλι του στο YouTube με τίτλο Active Self Protection (Ενεργή Αυτοπροστασία) –που έχει 3 εκατομμύρια συνδρομητές και 50 εκατομμύρια μηνιαίες προβολές– ο Κορέια καταθέτει από το 2013 τις αναλύσεις του για καταστάσεις κινδύνου (ληστείες στον δρόμο, επιθέσεις κάθε είδους, απαγωγές κ.τ.λ.) και κατάλληλες τεχνικές για την αντιμετώπισή τους.
Όταν τον συναντάμε ξανά, κατά τη μαγνητοσκόπηση ενός νέου μαθήματος στο C2 Tactical, το μεγαλύτερο κέντρο σκοποβολής της Αριζόνα, στα προάστια του Φοίνιξ, ο Κορέια, πατέρας έξι παιδιών, θεωρεί ότι δεν μπορεί να υπολογίζει παρά μόνο στο όπλο του και στον Θεό για την προστασία της οικογένειάς του. «Η μεγάλη ιδιαιτερότητα της αμερικανικής κουλτούρας των όπλων», επιμένει ο Κορέια, «είναι ότι εμείς κατακτήσαμε την ελευθερία μας με τα όπλα. Η Πρώτη Τροποποίηση του Συντάγματος –που κατοχυρώνει το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, της ελευθεροτυπίας, της ελεύθερης επιλογής θρησκείας, της ελευθερίας των πολιτικών συναθροίσεων κ.ο.κ.– είναι πιο σημαντική από τη Δεύτερη Τροποποίηση, αλλά η δεύτερη εγγυάται την πρώτη, παρέχοντας ένα αντίβαρο στην τυραννία του κράτους και υπενθυμίζοντας ότι το κράτος υπάρχει επειδή εμείς το θέλουμε. Εάν θελήσουμε να το αλλάξουμε, έχουμε το δικαίωμα και η ένοπλη αντίσταση παραμένει πάντοτε μια ύστατη επιλογή».
Η καχυποψία απέναντι στο κράτος εξηγείται από τη διττή πεποίθηση ότι είναι ανίκανο να προστατεύσει τους πολίτες, αλλά και ότι δεν νομιμοποιείται να τους προστατεύσει, εκτός κι αν υποβιβάσει κάθε άτομο στην κατηγορία του απλού υπηκόου, στερημένου από την ελευθερία να αντιστέκεται, όπως και από το δικαίωμα (και την υποχρέωση) να προστατεύει τους δικούς του. Μολονότι βρίσκεται στο άλλο άκρο του αμερικανικού πολιτικού φάσματος, ο Γκάλι συμμερίζεται αυτή την προσέγγιση. Κάθε εβδομάδα, με τους συντρόφους του της Socialist Rifle Association, πηγαίνει στην έρημο που συνορεύει με την Τούσον όπου ζει, για να ρίξει. Τον συναντήσαμε μαζί με τον φίλο του Ντέιβ. Ξετυλίγουν κουτιά με πυρομαχικά και βγάζουν από τις θήκες ένα ολόκληρο οπλοστάσιο από τουφέκια, καραμπίνες και πιστόλια με πολύχρωμα αυτοκόλλητα όπου διαβάζουμε συνθήματα όπως «Patriotism is propaganda» (Ο πατριωτισμός είναι προπαγάνδα), «Make racists afraid again» (Κάντε τους ρατσιστές να φοβηθούν ξανά) (11) ή «Destroy power not people» (Καταστρέψτε την εξουσία, όχι τους ανθρώπους). Σκουριασμένοι κάλυκες βρίσκονται διάσπαρτοι στο έδαφος. Οι δύο άνδρες εξασκούνται με στόχους κουτάκια από κονσέρβες και έναν παλιό φούρνο μικροκυμάτων. Εδώ ο Γκάλι εκπαιδεύει «κυρίως γκέι και τρανς άτομα, που είναι ευάλωτα στη σημερινή συγκυρία». Πέρα από τις περιπτώσεις αυτές, η «καθημερινή βία» και η «όλο και μεγαλύτερη βαναυσότητα των μπάτσων» επιβάλλουν την οπλοφορία, σύμφωνα με τον Γκάλι, που δηλώνει έτοιμος να καταφύγει στην ένοπλη βία «εάν οι φασίστες ξεπεράσουν τα όρια». Προσθέτει, όμως, ότι θα διαδηλώσει μαζί τους την ημέρα που η κυβέρνηση θα απαγορεύσει την οπλοκατοχή.
Ο Κάμπελ, από την πλευρά του, μας εκμυστηρεύεται ότι «όλο και πιο συχνά παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε ανθρώπους που δεν θέλουν να δηλώσουν δημοσίως ότι οπλοφορούν… Αστέρια του Χόλιγουντ, δικηγόροι, καθηγητές κ.λπ. Όταν δηλώνεις Δημοκρατικός, είναι δύσκολο να στηρίξεις την επιλογή της οπλοκατοχής». Στον «πολιτιστικό πόλεμο» που διεξάγεται μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων, η σύνδεση των ατομικών ή των πολιτικών ελευθεριών με το δικαίωμα στην οπλοκατοχή, με ταυτόχρονη απόρριψη της NRA και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, σε καθιστά «πολιτικά άστεγο», όπως μας λέει ο Γιαμάν για τον εαυτό του. Προοδευτικός, άλλα και κάτοχος όπλου, ο Γιαμάν υπερασπίζεται τόσο το δικαίωμα στην άμβλωση όσο και το δικαίωμα της οπλοφορίας και έχει στιγματιστεί τόσο από τους Δημοκρατικούς όσο και από τους Ρεπουμπλικανούς.
Αλλά και ο Σκοτ Πράιορ, πρόεδρος του Liberal Gun Club της Αριζόνα, απορρίπτει «τη ρητορική της NRA και πολλών συντηρητικών», οι οποίοι συνδέουν τα όπλα με την παράταξή τους –σύνδεση που κάνουν και τα προοδευτικά μέσα ενημέρωσης. «Οι αριστεροί που κατέχουν όπλα δεν εκδηλώνονται δημοσίως. Και κάθε φορά που αλληλεπιδρούμε με δεξιούς, δίνουμε μάχη για να αποδείξουμε ότι υποστηρίζουμε τη Δεύτερη Τροποποίηση όσο και εκείνοι». Για παράδειγμα, κάτι τέτοιο συνέβη τον Φεβρουάριο του 2023, κατά τη διάρκεια της ετήσιας συγκέντρωσης για την Υπεράσπιση της Δεύτερης Τροποποίησης μπροστά στο Καπιτώλιο της Πολιτείας της Αριζόνα. «Οι Δημοκρατικοί δεν καταλαβαίνουν καθόλου το ζήτημα της οπλοκατοχής», σύμφωνα με τον Πράιορ. «Το μόνο που κάνουν είναι να προτείνουν περιορισμούς που ήδη ισχύουν», όπως τον έλεγχο του ποινικού μητρώου των υποψήφιων αγοραστών, μέτρο που έχει ήδη υιοθετηθεί από όλες τις Πολιτείες.
Πίσω από κάθε θάμνο, ένας οπλισμένος άνδρας
Στο gun show –ένα είδος φεστιβάλ όπλων και σχετικών εξαρτημάτων– του Πρέσκοτ Βάλεϊ, στο βόρειο τμήμα της Αριζόνα, ο Τεντ, φανατικός οπαδός του Τραμπ, φορά μπλουζάκι «Ξέμεινα από πυρομαχικά» και, πίσω από ένα περίπτερο γεμάτο αυτοκόλλητα «Make Democrats American Again» (Κάντε τους Δημοκρατικούς Ξανά Αμερικανούς), ξεσπά σε γέλια όταν αναφέρουμε τις φήμες ότι οι Δημοκρατικοί μπορεί να απαγορεύσουν την οπλοκατοχή: «Υπάρχουν εκατομμύρια όπλα σε αυτή τη χώρα, κανένας δεν θα μπορέσει ποτέ να τα απαγορεύσει. Ας προσπαθήσουν να τα πάρουν! Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ιάπωνες δεν επιτέθηκαν σε αμερικανικό έδαφος γιατί ήξεραν ότι πίσω από κάθε θάμνο υπήρχε ένας οπλισμένος άνδρας...».
Πολλοί κάτοχοι όπλων, τόσο προοδευτικοί όσο και συντηρητικοί, θεωρούν ότι το Δημοκρατικό Κόμμα τούς περιφρονεί και δεν τους καταλαβαίνει. Και ιδιαίτερα οι ελίτ του κόμματος και τα φερέφωνά τους στην Ανατολική Ακτή ή στην Καλιφόρνια. Οι «New York Times» και η «Washington Post» δημοσιεύουν «όλο και λιγότερα ρεπορτάζ για περιοχές εκτός των πιο προοδευτικών αστικών ζωνών. Δεν έχουν πλέον την παραμικρή ιδέα για τις πραγματικότητες της χώρας έξω από τις ζώνες αυτές», υποστηρίζει ο Γιαμάν. «Καθώς, για παράδειγμα, ποτέ δεν έχουν συναντήσει κατόχους όπλων εκεί όπου ζουν, μου τηλεφωνούν όλη την ώρα για να με ρωτήσουν: “Μα γιατί αυτοί οι άνθρωποι το κάνουν αυτό;”».
Οι ελίτ των Δημοκρατικών δεν περιφρονούν απλώς τους liberal gun owners. Τους μισούν. «Περισσότερο από ό,τι μισούν την NRA» (12), αφηγείται η Σμιθ, μετά από συνάντηση με εκπροσώπους της ισχυρής οργάνωσης Everytown for Gun Safety, την οποία ίδρυσε το 2013 ο Μάικλ Μπλούμπεργκ, πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης, με στόχο την προώθηση αυστηρού ελέγχου της οπλοκατοχής στη χώρα. «Είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους αποχώρησα από το Δημοκρατικό Κόμμα», εξομολογείται ο Πράιορ. «Μεγάλωσα στο Τέξας, η θεία μου και ο θείος μου ήταν οπλοποιοί και, ανεξάρτητα από τις πολιτικές μου πεποιθήσεις, τα όπλα αποτελούσαν και αποτελούν κομμάτι της ζωής μου». Πολλοί Αμερικανοί κυνηγούν και κάνουν σκοποβολή. Σύμφωνα με την Τοντ, «ο Ομπάμα δεν πέρασε κακούς νόμους, αλλά η ρητορική του ήταν καταστροφική. Και ο Μπάιντεν συνεχίζει στον ίδιο δρόμο». Αντίθετα, υπογραμμίζει η Τοντ, «ο Ντόναλντ Τραμπ θέσπισε αρκετούς περιορισμούς στην οπλοκατοχή, περισσότερους από ό,τι οι Δημοκρατικοί!». Αγανακτισμένη, όπως πολλοί άλλοι κάτοχοι όπλων, από την «ασυγχώρητη» απόφαση του πρώην προέδρου Τραμπ να απαγορεύσει τα bump stocks –εξαρτήματα που αυξάνουν την ακτίνα βολής των ημιαυτόματων όπλων– δηλώνει ότι, αν και Ρεπουμπλικανή, πλέον θα «το σκεφτεί πολύ καλά πριν ψηφίσει Τραμπ». Ωστόσο, το Δημοκρατικό Κόμμα δεν θα έπρεπε να χαίρεται: η ρητορική και η στάση της Τοντ δείχνουν ότι το ενδεχόμενο να ψηφίσει Δημοκρατικούς παραμένει εντελώς απίθανο.