el | fr | en | +
Accéder au menu

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η άνοδος της πορτογαλικής ακροδεξιάς

Στις εκλογές του προηγούμενου Μαρτίου, καμία πολιτική δύναμη δεν κατέκτησε την αυτοδυναμία και ο συνασπισμός της Δεξιάς σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας με πρωθυπουργό τον Λουίς Μοντενέγκρο. Όμως, η ακροδεξιά αναδείχθηκε σε τρίτη δύναμη: πού οφείλεται η εντυπωσιακή επιτυχία της σε μια χώρα με ζωντανή ακόμα την ανάμνηση της «Επανάστασης των Γαριφάλων»;

Στις 24 Απριλίου, η Πορτογαλία γιόρτασε την πεντηκοστή επέτειο της revolução dos cravos («Επανάσταση των Γαριφάλων») (1). Όμως, στις 10 Μαρτίου, ένα κόμμα της άκρας Δεξιάς αναδείχθηκε σε τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας. Το Chega («Αρκετά») πέρασε από το 7,15% των ψήφων το 2022 στο τωρινό 18,06% και τετραπλασίασε τον αριθμό των βουλευτών του (από 12 σε 50). Μετά από μια εκλογική αναμέτρηση που σημαδεύτηκε από σημαντική άνοδο της συμμετοχής (59,84%, η υψηλότερη από το 2005), νικητής αναδείχθηκε η Δημοκρατική Συμμαχία, ένας συνασπισμός κομμάτων της παραδοσιακής Δεξιάς στον οποίο ηγείται το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (PSD), με ποσοστό 28,85% και 80 βουλευτές –πολύ λιγότερους από τους 116 που απαιτούνται για την αυτοδυναμία. Το 2022, το Σοσιαλιστικό Κόμμα την είχε επιτύχει μόνο του, ενώ αυτή τη φορά περιορίστηκε στο 28% και σε 78 βουλευτές. Η ηγεσία του δήλωσε ότι το κόμμα ανήκει πλέον «στην αντιπολίτευση» και δεν συμφώνησε στον σχηματισμό κυβέρνησης με τη Δεξιά.

Έτσι λοιπόν, μισό αιώνα μετά την πτώση της φασιστικής δικτατορίας του Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ και του Μαρτσέλο Καετάνο (2), ένας ψηφοφόρος στους έξι ψήφισε την άκρα Δεξιά. Ο Αντρέ Βεντούρα δημιούργησε το Chega πριν από πέντε χρόνια, χάρη στη δημοσιότητα που είχε αποκτήσει μετά το 2014 ως αθλητικός σχολιαστής σε ένα πολύ δημοφιλές καλωδιακό κανάλι. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ενεργό μέλος του PSD, είχε ηγηθεί του ψηφοδελτίου του κόμματος στις αυτοδιοικητικές εκλογές του Λούρες –έναν Δήμο στα βόρεια της Λισαβόνας που τότε ελεγχόταν από τους κομμουνιστές– και είχε προσελκύσει τους προβολείς της δημοσιότητας επιτιθέμενος σε μια κοινότητα Τσιγγάνων, που υποτίθεται ότι ζούσε «σχεδόν αποκλειστικά από τα κρατικά επιδόματα» (3). Παρά αυτού του τύπου τις δηλώσεις, ο πρόεδρος του PSD Πέδρο Πάσος Κοέλιο –πρωθυπουργός την περίοδο 2011-2015– δεν απέσυρε τη στήριξή του.

Η αποτυχία της απόπειρας του Βεντούρα να πάρει την ηγεσία του κεντροδεξιού κόμματος τον οδήγησε στη δημιουργία του δικού του πολιτικού σχηματισμού. Ως ηγέτης του, ανέπτυξε έναν πολιτικό λόγο εχθρικό προς τις μειονότητες και τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και επανέλαβε τη «στράτευση υπέρ των αξιών της πορτογαλικής σοσιαλδημοκρατίας». Επίσης επωφελήθηκε από την οικονομική ενίσχυση εκ μέρους ισχυρών επιχειρηματιών και από μια έντονη προβολή –τόσο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όσο και στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης– δυσανάλογη με το μέγεθος του κόμματός του, τη στιγμή που άλλες πολιτικές δυνάμεις όπως το Αριστερό Μπλοκ ή το Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCP) είχαν συγκριτικά πολύ μικρότερη προβολή.

Ποιοι ήταν όμως οι λόγοι που επιτάχυναν την είσοδο της Πορτογαλίας στη λέσχη των ευρωπαϊκών χωρών όπου η ακροδεξιά διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο Κοινοβούλιο; Ο χρόνος φυσικά, καθώς εξασθενίζουν οι μνήμες της δικτατορίας. Πόσο μάλλον όταν τις σβήνουν, όπως όταν εξαφανίζεται η αναμνηστική πλάκα από τον χώρο όπου λειτουργούσε η μισητή πολιτική αστυνομία, που διαλύθηκε με την επανάσταση. Από αυτήν την άποψη, η εμφάνιση και οι επιτυχίες του κόμματος Vox στην Ισπανία αποτελούσαν μια προειδοποίηση. Αυτό το υπερδεξιό κόμμα, που ιδρύθηκε το 2013, κατέγραψε τα πρώτα εκλογικά κέρδη του το 2018 (4). Ωστόσο, Ισπανοί και Πορτογάλοι έχουν μια κοινή εμπειρία: έχουν υποστεί στο παρελθόν αντιδημοκρατικά και καταπιεστικά καθεστώτα.

Προκειμένου να προσελκύσει ψηφοφόρους, το Chega φρόντισε επίσης να συνδυάσει νεοφιλελεύθερες θέσεις και προτάσεις με κοινωνικό χαρακτήρα, όπως η υπόσχεση αύξησης των συντάξεων κατά 200-300 ευρώ ώστε να προσεγγίσουν τον εθνικό κατώτατο μισθό (820 ευρώ το 2024, έναντι 505 το 2015, με μέσο μισθό της τάξης των 1.500 ευρώ το 2023) (5). Κι όλα αυτά χωρίς να απαρνηθεί την «αντισυστημική» και «κατά τη διαφθοράς» ρητορική, όπως περιγράφεται από το χαρακτηριστικό σύνθημα «Να καθαρίσουμε την Πορτογαλία». Ουσιαστικά, το κόμμα του Βεντούρα υπόσχεται ότι θα βελτιώσει τη ζωή σχεδόν των πάντων: των σωμάτων ασφαλείας, των αστυνομικών, των βετεράνων των αποικιακών πολέμων, των επαγγελματιών της υγείας, των καθηγητών…

Επιπλέον, το Chega επωφελήθηκε από την περιρρέουσα κινδυνολογία γύρω από την ανασφάλεια, σε μια χώρα όπου, ωστόσο, αυξάνονται μόνο τα αδικήματα φυλετικών διακρίσεων και υποκίνησης μίσους (κατά 38% την περίοδο 2022-2023) (6). Εκτός από τους Πορτογάλους Τσιγγάνους (Ciganos), το κίνημα του Βεντούρα στράφηκε κατά των μεταναστών από τις πορτογαλόφωνες χώρες της Αφρικής και από τη Νότια Ασία, οι οποίοι εργάζονται στη γεωργία και για λογαριασμό των ψηφιακών πλατφορμών. Ο Βεντούρα επιθυμεί να καταργήσει τις συμφωνίες ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων που έχει υπογράψει η Λισαβόνα με τις πρώην αποικίες της. Αυτά τα επιχειρήματα βρήκαν απήχηση σε μια συγκυρία όπου οι προϋπολογισμοί των δημόσιων υπηρεσιών δέχονται πίεση και οι μισθοί είναι καθηλωμένοι σε χαμηλά επίπεδα. Το ποσοστό ανεργίας έχει βεβαίως μειωθεί από 16,3% το 2013 σε 6,5% το 2023, στους νέους όμως ανεβαίνει στο 20,3% (7).

Όσο κι αν αποστασιοποιείται εν μέρει από τις πολιτικές λιτότητας που εφάρμοσε η Δεξιά μέχρι το 2015, η στρατηγική του Chega συνίσταται επίσης στην εκμετάλλευση των ανεπαρκειών και των λαθών της αριστερής διακυβέρνησης. Ο συνασπισμός του 2015 –στον οποίο είχε δοθεί το παρατσούκλι geringonça («μαραφέτι», «πατέντα»)– αποτελούμενος από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Αριστερό Μπλοκ, το Κομμουνιστικό Κόμμα και το Οικολογικό Κόμμα-Πράσινοι (PEV), αμφισβήτησε τις περικοπές των μισθών και των συντάξεων και συνέβαλε, μέχρι το 2019, σε μια κάποια ανάκαμψη της εσωτερικής ζήτησης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, στην Πορτογαλία σημειώθηκε αύξηση των μισθών (κυρίως του κατώτατου), ελαφρά άνοδος των κοινωνικών επιδομάτων (κυρίως των χαμηλότερων) και έγιναν μερικές επενδύσεις στις δημόσιες υπηρεσίες –έστω και αν όλα αυτά δεν αποδείχθηκαν αρκετά για να εμποδιστεί η αναχώρηση πολλών δημόσιων υπαλλήλων για το εξωτερικό ή η στροφή τους προς τον ιδιωτικό τομέα, κυρίως στον κλάδο της υγείας. Η απερχόμενη κυβέρνηση μπορεί επίσης να υπερηφανεύεται ότι θέσπισε μειώσεις στις τιμές των μέσων μαζικής μεταφοράς και αύξησε τον αριθμό των δωρεάν θέσεων στους βρεφονηπιακούς σταθμούς.

Όμως, οι πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονται αριστερότερα του Σοσιαλιστικού Κόμματος δεν κατόρθωσαν ποτέ να επιβάλουν άλλες διαρθρωτικές αλλαγές, όπως η ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων (ιδίως όσον αφορά τα εργασιακά) που είχαν επιβληθεί μετά το 2011 από την Τρόικα (8). Επιπλέον, δεν διανεμήθηκαν τα δημοσιονομικά πλεονάσματα που πραγματοποιήθηκαν μετά το 2019 από μια σοσιαλιστική κυβέρνηση με την έμμονη ιδέα της εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών, ενώ οι αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις δεν αντιστάθμισαν την πτώση της αγοραστικής δύναμης που προκάλεσε η πανδημία Covid-19, ο πληθωρισμός και η άνοδος των επιτοκίων. Οι κατηγορίες, λιγότερο ή περισσότερο επαληθευμένες, για διαφθορά ορισμένων μελών της κυβέρνησης –με αποκορύφωμα την απόφαση, τον περασμένο Νοέμβριο, του πρωθυπουργού Αντόνιο Κόστα να παραιτηθεί επειδή αποτελούσε στόχο μιας (αμφιλεγόμενης) κατηγορίας εκ μέρους της Εισαγγελίας– προκάλεσαν την προκήρυξη πρόωρων εκλογών και δημιούργησαν τις συνθήκες για τον σεισμό της 10ης Μαρτίου.

Υποβόσκουσα ξενοφοβία

Όμως, ο τρόπος με τον οποίο διεξήχθη η προεκλογική εκστρατεία προμήνυε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Ενόσω οι λεκτικές παρεκτροπές του Βεντούρα σκανδάλιζαν ένα μέρος της χώρας, ο ηγέτης της Δημοκρατικής Συμμαχίας Λουίς Μοντενέγκρο δεν μπόρεσε να εμποδίσει το ξεθώριασμα του κεντρώου λούστρου που είχε φροντίσει να προσδώσει στον συνασπισμό του. Έτσι, ένας από τους υποψηφίους του έκανε λόγο για δημιουργία ιδιωτικών πολιτοφυλακών με στόχο την αντιμετώπιση της ανασφάλειας στην ύπαιθρο, ακόμα και για επέμβαση του στρατού. Ο πρώην πρωθυπουργός Πάσος Κοέλιο (2011-2015) προχώρησε στη ρητή σύνδεση της ανασφάλειας με τη μετανάστευση, ενώ ένας υποψήφιος του Κόμματος του Προοδευτικού και Κοινωνικού Κέντρου-Λαϊκό Κόμμα (CDS-PP), εταίρου του PSD, τάχθηκε υπέρ ενός νέου δημοψηφίσματος για την κατάργηση του νόμου περί εθελούσιας διακοπής της κύησης.

Ο Βεντούρα δεν έχει την αποκλειστικότητα των νέων ιδεών. Το 2010, την εποχή που ήταν ηγέτης του PSD, ο Πάσος Κοέλιο τόνιζε ότι έπρεπε «να ξανασκεφθούμε το κράτος» και κατέληξε το 2014, ως πρωθυπουργός, να περικόψει τις κοινωνικές παροχές. Ο Πάουλο Πόρτας, επικεφαλής του CDS-PP επί δεκαέξι χρόνια (1998-2005 και στη συνέχεια 2007-2016), αγανακτούσε, όπως οι εκπρόσωποι του Chega σήμερα, με τις «καταχρήσεις» και τις «απάτες» των «εξαρτημένων από τα επιδόματα», αυτών «των τεμπέληδων που δεν θέλουν να δουλέψουν». Εξάλλου, από το 2002, προκειμένου να επικρίνει τη γενναιοδωρία των επιδομάτων, ο Πόρτας είχε στοχοποιήσει συστηματικά στις προεκλογικές εκστρατείες του τους πλανόδιους πωλητές, που συχνά είναι Τσιγγάνοι. Το 2010 ήταν δική του η πρωτοβουλία για την πρόταση μείωσης του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης, μέσω της οποίας θα χρηματοδοτούνταν μια αύξηση των συντάξεων.

Μετά την επανάσταση του Απριλίου 1974, μια πληθώρα αναχωμάτων έδιναν την εντύπωση ότι θα μπορούσαν να εμποδίσουν την άκρα Δεξιά να αποκτήσει ξανά ισχύ. Η Καθολική Εκκλησία κρατούσε διακριτική στάση εξαιτίας της συνεργασίας της με τη δικτατορία και έδινε μεγαλύτερη έμφαση στις κοινωνικές αξίες. Η συλλογική μνήμη της αποαποικιοποίησης και της ενσωμάτωσης των «επαναπατρισμένων» Πορτογάλων από τις χώρες της Αφρικής, σε συνδυασμό με την ύπαρξη σημαντικών κοινοτήτων μεταναστών στο εξωτερικό, κυρίως στη Γαλλία, περιόριζαν την ξενοφοβική ρητορική. Η ισχυρή επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος Πορτογαλίας και των συνδικάτων βελτίωνε τις συνθήκες εργασίας και ευνοούσε την κοινωνική πρόοδο. Όσο για την ασφάλεια, παρέμενε συνδεδεμένη με τον αντιαυταρχικό ρόλο των επαναστατών στρατιωτικών, κάτι που δεν διευκόλυνε την ιδιοποίησή της από τη Δεξιά «του νόμου και της τάξης». Και το Σύνταγμα του 1976, διαμορφωμένο κάτω από σοσιαλιστικές επιρροές, εγγυόταν τα κεκτημένα της «Επανάστασης των Γαριφάλων», όπως ο μη αναστρέψιμος χαρακτήρας των εθνικοποιήσεων και η δωρεάν πρόσβαση στην υγεία.

Όλα αυτά σαρώθηκαν σιγά-σιγά ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Μετά από δύο επεμβάσεις του ΔΝΤ (1977 και 1983) και την ένταξη της Πορτογαλίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1986, το Σύνταγμα αναθεωρήθηκε το 1989 με στόχο τη φιλελευθεροποίηση του οικονομικού συστήματος, τη διευκόλυνση των ιδιωτικοποιήσεων, τον περιορισμό της έκτασης του σχεδιασμού της οικονομίας από το κράτος, την εξάλειψη από το Σύνταγμα της αναφοράς στην αγροτική μεταρρύθμιση και το άνοιγμα της πόρτας στην αποξήλωση των δημόσιων υπηρεσιών.

Βέβαια, τα κονδύλια που εισέρρεαν με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση επέτρεψαν τον εκσυγχρονισμό ορισμένων κλάδων (τηλεπικοινωνίες, οδικές υποδομές, χρηματοπιστωτικός τομέας). Ωστόσο, ορισμένοι άλλοι, όπως η υφαντουργία του Βάλε ντο Άβε (στο βόρειο τμήμα της χώρας) αφανίστηκαν από το άνοιγμα στον ανταγωνισμό. Η ένταξη της Πορτογαλίας στην ευρωζώνη προκάλεσε μια εισροή κεφαλαίων, όμως το νέο μοντέλο παραγωγικής εξειδίκευσης, διαμορφωμένο από τη διαδικασία φιλελευθεροποίησης και στη συνέχεια από την κρίση του 2008, ωφέλησε κυρίως τους κλάδους του τουρισμού και των ακινήτων. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να ενταθούν οι ήδη υπάρχουσες βαθιές ανισότητες, όχι μόνο στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, αλλά και σε σχέση με τα περιβαλλοντικά ζητήματα και με τις διαφορές ανάμεσα στις περιφέρειες της χώρας. Τη στιγμή που ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού αισθάνεται εγκαταλελειμμένο, ορισμένοι κλάδοι (χρηματοπιστωτικός και ακίνητα) κατόρθωσαν να αποκομίσουν κέρδη από κάθε κρίση και τώρα ποντάρουν στην ακροδεξιά για να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα ακόμα πιο ευνοϊκό για τα συμφέροντά τους.

Όσον αφορά την ηγεσία του Chega, οι στόχοι της είναι ξεκάθαροι. Το ζητούμενο είναι να μπει τέλος στην εναλλαγή των δύο μπλοκ στην εξουσία (του φιλελεύθερου και του σοσιαλιστικού) και να δημιουργηθεί ένα νέο τρικομματικό τοπίο που θα ευνοήσει μια ατζέντα επικεντρωμένη στον νεοφιλελευθερισμό, στην ασφάλεια και στην καταπολέμηση της μετανάστευσης. Το σχέδιο στηρίζεται σε μια συμμαχία των πλέον συντηρητικών κύκλων του πορτογαλικού καπιταλισμού και μιας μεσαίας αστικής τάξης που αντλεί τα εισοδήματά της από τα ακίνητα και από τη γεωργία.

Για όσους υπερασπίζονται τη δημοκρατία που γεννήθηκε πριν από πενήντα χρόνια, η δήλωση του Βεντούρα το βράδυ των εκλογών ηχεί ως προειδοποίηση: «Σήμερα, αφήσαμε κι εμείς ένα σημάδι στην ιστορία. Με την ιστορία μας μετά την 25η Απριλίου (…), με όλες αυτές τις δεκαετίες της χειραγώγησης και της κυριαρχίας της άκρας Αριστεράς και της Αριστεράς, της καθυπόταξης του Τύπου, των θεσμών μας, της οικονομίας μας (…), με μια χώρα υποχρεωμένη να ζει στη σιωπή, όταν τόσοι πολλοί άνθρωποι έβλεπαν τη χώρα του Απρίλη να μεταμορφώνεται σε απογοήτευση του Απρίλη». Είναι προφανές ότι η αναφορά στην επανάσταση παραμένει αναπόφευκτη μέσα στη μνήμη των Πορτογάλων: θα μπορέσει άραγε να την ανακτήσει ξανά η Αριστερά;

Sandra Monteiro

Διευθύντρια της πορτογαλικής έκδοσης της «Le Monde diplomatique»
Μετάφραση: Βασίλης Παπακριβόπουλος

(1Victor Pereira, C’est le peuple qui commande. La Révolution des Œillets (1974-1976), Éditions du Détour, Μπορντό, 2023.

(2Βλ. Alcides de Campos, «M. Caetano pratique habilement “la répression dans la continuité”», «Le Monde diplomatique», Αύγουστος 1973.

(3«Há minorias que se acham acima da lei. Temos tido excessiva tolerância», Noticias ao Minuto, 12 Ιουλίου 2017.

(4Βλ. Pauline Perrenot και Vladimir Slonska-Malvaud, «Ο φρανκισμός ακόμη σπαράζει την Ισπανία», «Le Monde diplomatique - ελληνική έκδοση», Νοέμβριος 2019.

(5«Evolução da Remuneração Mínima Mensal Garantida (RMMG)», Direção-Geral do emprego e das relações de trabalho, 17 Νοεμβρίου 2023.

(6«Crimes de ódio em Portugal subiram 38% em 2023», Diário de Notícias, 9 Φεβρουαρίου 2024.

(7«Taxa de desemprego aumentou para 6,6 % no 4.º trimestre de 2023 e para 6,5 % em 2023», Instituto Nacional de Estatística, 7 Φεβρουαρίου 2024, www.ine.pt.

(8Βλ. Mickaël Correia, «Η σκοτεινή πλευρά του πορτογαλικού θαύματος», «Le Monde diplomatique - ελληνική έκδοση», Σεπτέμβριος 2019.

Μοιραστείτε το άρθρο