Στη μία τα ξημερώματα της 7ης Ιουλίου 2021, ο πρόεδρος της Αϊτής Ζοβενέλ Μοΐζ δολοφονήθηκε στην κατοικία του στο Πορτ-ο-Πρενς. Το σώμα του έφερε δώδεκα τραύματα από σφαίρες στο μέτωπο, στο αριστερό μάτι, στο στήθος, στο ισχίο και στην κοιλιακή χώρα. Φαίνεται πως είχε δοθεί εντολή να μην παραμείνει κανένας μάρτυρας ζωντανός. Παρ’ όλα αυτά, η σύζυγός του κατάφερε να επιβιώσει από τον καταιγισμό των πυροβολισμών, προσποιούμενη τη νεκρή, ενώ τα παιδιά του κατάφεραν να διαφύγουν. Σαράντα οκτώ ώρες αργότερα, γνωστοποιείται ο αριθμός και η εθνικότητα των δολοφόνων: είκοσι έξι άτομα, όλοι Κολομβιανοί. Στην πραγματικότητα, η ωμότητα της εκτέλεσης από μόνη της έφερε την υπογραφή τους.
Στην Κολομβία, την περίοδο εκείνη, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (όλα τους ιδιωτικά) προσπάθησαν να παρουσιάσουν τους ενόχους ως θύματα, βασιζόμενα σε δηλώσεις των μελών των οικογενειών τους: «εξαπατήθηκαν» από τους εντολείς τους, οι οποίοι τους είχαν προσλάβει για την προστασία δημοσίων προσώπων… Όμως οι ενδιαφερόμενοι τελικά ομολόγησαν: είχαν πληρωθεί για να σκοτώσουν (1).
Η φιγούρα του μισθοφόρου εμφανίστηκε στην Κολομβία τη δεκαετία του 1980, γύρω από τον βαρώνο των ναρκωτικών Πάμπλο Εσκομπάρ. Με την πάροδο του χρόνου, οι μαχητές αυτοί τελειοποίησαν την τέχνη της βίας, έχοντας υπηρετήσει σε έναν από τους πιο κατασταλτικούς στρατούς του κόσμου (2). Έτσι, η Κολομβία καθιερώθηκε ως μια παγκόσμια δεξαμενή μισθοφόρων και πληρωμένων δολοφόνων (3).
Λιγότερο από έναν χρόνο μετά τη δολοφονία του προέδρου της Αϊτής, Κολομβιανοί εκτελεστές δολοφόνησαν τον Παραγουανό εισαγγελέα Μαρσέλο Πέτσι στο Μπαρού, νησί της Καραϊβικής Ακτής της Κολομβίας, όπου γιόρταζε τον μήνα του μέλιτος με τη σύζυγό του. Ο εισαγγελέας διεξήγε αγώνα εναντίον των εγκληματικών οργανώσεων στη χώρα του. Και μετά, στις 9 Αυγούστου 2023, ήρθε η σειρά ενός άλλου πολιτικού ηγέτη να πέσει νεκρός από σφαίρες Κολομβιανών εκτελεστών: του Φερνάντο Βιγιαβισένσιο, δημοσιογράφου και υποψήφιου για την προεδρία του Εκουαδόρ (4).
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ο κολομβιανός Τύπος κατά καιρούς δημοσιεύει άρθρα για τη δράση πρώην στρατιωτικών της χώρας στη Μέση Ανατολή: κάποιοι πολεμούν, άλλοι προστατεύουν τις πετρελαιοπηγές. Μετά το 2006, ορισμένα μέσα ενημέρωσης όπως το «Semana» και το «The New Arab», έκαναν αναφορά στην πρόσληψη τριάντα πέντε βετεράνων για την προστασία των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στο Ιράκ. Επιπλέον, το 2010 εκατοντάδες Κολομβιανοί πολίτες συμμετείχαν σε μάχες στο Αφγανιστάν (5).
«Με αντιμετωπίζουν σαν σκύλο!»
Στον απόηχο της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή οδήγησαν σε ταχύτατη ανάπτυξη των ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας. Διατηρώντας δεσμούς με το Πεντάγωνο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, οι εταιρείες αυτές ανέλαβαν τη στρατολόγηση μισθοφόρων, που χρησιμοποιούνται για να αναλάβουν τις πιο επικίνδυνες αποστολές ή τη «βρώμικη δουλειά» κατά του τοπικού πληθυσμού. Αποτελούν ιδανική πηγή στρατιωτικού προσωπικού, καθώς ο θάνατός τους δεν έχει κανένα πολιτικό κόστος και δεν επηρεάζει το ηθικό του έθνους. Επιπλέον, οι ιδιωτικές εταιρείες δεν δίνουν λογαριασμό για τις ενέργειές τους, εξαιτίας ασαφειών στο διεθνές δίκαιο. Για μεγάλο χρονικό διάστημα λοιπόν, η δραστηριότητα των μισθοφόρων χαρακτηριζόταν από ποικιλία όσον αφορά τα θέατρα των επιχειρήσεων (Συρία, Ιράν, Λιβύη, Ιράκ κ.λπ.) και μονοτονία όσον αφορά τους εντολείς (σχεδόν πάντα οι ΗΠΑ).
Και μετά, τα πράγματα άλλαξαν. Τον Μάιο του 2011, οι «New York Times» αποκάλυψαν ότι πλήθος βετεράνων μισθοφόρων είχαν αποβιβαστεί στο Άμπου Ντάμπι παριστάνοντας τους «οικοδόμους» (6). Έχοντας τεθεί υπό την επιχειρησιακή διοίκηση ενός πρώην συνταγματάρχη των Κοινών Ειδικών Επιχειρήσεων της Κολομβίας, ενίσχυσαν τον στρατό των μισθοφόρων στην Υεμένη, στο πλαίσιο ενός συνασπισμού χωρών με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία. Το 2015, και πάλι οι «New York Times» αποκάλυψαν ότι 450 πρώην Λατινοαμερικανοί στρατιώτες, στη συντριπτική τους πλειονότητα Κολομβιανοί, προσλήφθηκαν απευθείας από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για τον ίδιο σκοπό. Ορισμένα κολομβιανά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι, στις 10 Δεκεμβρίου, 15 εξ αυτών σκοτώθηκαν στην πόλη Ταέζ, όπου διεξάγονταν οι πιο βίαιες μάχες και όπου έχασαν τη ζωή τους πάνω από 10.000 άμαχοι πολίτες (7).
Ο Ντάντε Ινκαπιέ, απόστρατος αξιωματικός του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων της Κολομβίας, πολέμησε στην Υεμένη. Το 2015, προσλήφθηκε από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για ένα έτος, προτού επιστρέψει και πάλι μεταξύ 2018 και 2020. Αφηγείται ότι έως τότε είχαν συγκροτηθεί τρία ξένα τάγματα. Στο πρώτο, το ποσοστό των Κολομβιανών ανερχόταν σε 10%. Στο δεύτερο, σε 90%. Στο τρίτο τάγμα, στο οποίο συμμετείχε και ο ίδιος, όλοι οι στρατιώτες ήταν Κολομβιανοί. Ο Ινκαπιέ ήταν ένας από τους περίπου δέκα χιλιάδες πρώην Κολομβιανούς στρατιωτικούς που υπηρέτησαν ως μισθοφόροι στη Μέση Ανατολή κατά την τελευταία δεκαετία, οι περισσότεροι από τους οποίους προσλήφθηκαν από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ενώ σχεδόν στο σύνολό τους ήταν πρώην επαγγελματίες στρατιώτες (8).
Όταν το Κίεβο άρχισε να χρειάζεται στρατεύματα, εμφανίστηκαν οι υποψήφιοι από την Κολομβία. Τις περισσότερες φορές, έχουν πουλήσει όλα τους τα υπάρχοντα για να ξεκινήσουν ένα μακρύ ταξίδι: Δομινικανή Δημοκρατία, Βέλγιο, Πολωνία και στη συνέχεια χερσαίως στην Ουκρανία. Άλλοι περνούν από τον Νότο: Ισπανία, Ιταλία και μετά πάλι Πολωνία… Στα σύνορα, χρησιμοποιούν εφαρμογές μετάφρασης για να συνεννοηθούν. Όταν εξηγήσουν ότι θέλουν να πολεμήσουν, στέλνονται σε μια στρατιωτική βάση της πόλης Τερνόπιλ, στα δυτικά της χώρας, όπου ανακρίνονται και υποβάλλονται σε ιατρικές εξετάσεις. Όσοι τελικώς στρατολογούνται στέλνονται στο 49ο τάγμα πεζικού Σιτς των Καρπαθίων ή στη Διεθνή Λεγεώνα για την Άμυνα της Ουκρανίας. Προτού αναχωρήσουν για το πεδίο της μάχης, τους επιτρέπουν να ανοίξουν έναν τραπεζικό λογαριασμό ώστε να στέλνουν χρήματα στις οικογένειές τους.
Πολλοί δεν ανέχονται για καιρό την κακομεταχείριση, την ξενοφοβία, τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις για πληρωμή ή τη βία των εγκλημάτων πολέμου, των οποίων γίνονται μάρτυρες. Δεν είναι ασυνήθιστο να εξαναγκάζονται να αφήνουν άταφους τους νεκρούς συμπατριώτες τους στο πεδίο της μάχης. Όταν κάποιος από αυτούς πεθαίνει, οι ουκρανικές αρχές στέλνουν στους οικείους του ένα μικρό κουτί που περιέχει ένα μετάλλιο –ποτέ τα χρήματα που του οφείλονται βάσει του συμβολαίου του. Στα μέσα Ιουλίου του 2023, ένα βίντεο που έγινε viral στο YouTube (9) δείχνει μισθοφόρους να καταγγέλλουν την κακομεταχείριση που υφίστανται –λαμβάνοντας ως μοναδική απάντηση ένα σύννεφο δακρυγόνων. «Με αντιμετωπίζουν σαν σκύλο όταν στο μπράτσο μου έχω γαμημένα θραύσματα από οβίδα επειδή υπερασπίζομαι τη γαμημένη τη χώρα σας», ουρλιάζει ένας στρατιώτης. Σε ένα δεύτερο βίντεο, ένας άλλος στρατιώτης, τραυματισμένος στο πρόσωπο, κείτεται στο έδαφος κλαίγοντας: «Αυτά τα καθάρματα οι Ουκρανοί είναι χειρότεροι από τους Ρώσους!» (10).
Οι μισθοφόροι δεν προστατεύονται από το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Δεν αντιμετωπίζονται ως μαχητές ή άμαχοι, αλλά ως επαγγελματίες δολοφόνοι. Στους νεκρούς δεν αποδίδονται τιμές, κανείς δεν τους αντιμετωπίζει ως ήρωες. Σε περιπτώσεις παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εγκλημάτων πολέμου, θεωρούνται ατομικά υπεύθυνοι. Έτσι, μπορούν να διωχθούν ποινικά από τα έθνη που τους προσλαμβάνουν, με το πρόσχημα ότι τα τελευταία «δεν γνώριζαν» ή ότι «δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες».
Ως αποτέλεσμα ενός εξηνταετούς εσωτερικού πολέμου, οι ένοπλες δυνάμεις της Κολομβίας είναι οι μεγαλύτερες στη Λατινική Αμερική, με δυναμικό 450.000 στρατιωτών. Με την αποστράτευση των ανταρτών των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων της Κολομβίας (FARC) από το 2017, οι στρατευμένοι μειώθηκαν κατά σχεδόν 50.000 χιλιάδες άνδρες. Κάθε χρόνο, περίπου 6.000 στρατιώτες συνταξιοδοτούνται μετά από είκοσι χρόνια υπηρεσίας και, στην ηλικία των 40 ετών, αποχωρούν 10.000 επιπλέον, ελλείψει προαγωγής ή επειδή διαβιώνουν κάτω από υπερβολικά δύσκολες συνθήκες (11).
Τεχνική και ιδεολογική εκπαίδευση
Οι απόστρατοι στρατιωτικοί λαμβάνουν εφ’ όρου ζωής μια μηνιαία σύνταξη που δεν ξεπερνά τα 2.600.000 πέσο Κολομβίας (περίπου 600 ευρώ), ποσό που δεν επαρκεί για να τα βγάλουν πέρα, ακόμη κι αν είναι άγαμοι. Οι εκτελεστές του προέδρου της Αϊτής ήλπιζαν να λάβουν 3.000 δολάρια. Στη Μέση Ανατολή μπορούν να κερδίσουν έως 90 δολάρια την ημέρα. Όσοι πήγαν να πολεμήσουν στην Υεμένη αμείβονταν με 2.000 έως 3.000 δολάρια τον μήνα, με πριμ 1.000 δολαρίων την εβδομάδα για όσους ενεργούσαν στο εσωτερικό της χώρας (12). Πολλοί, ωστόσο, δεν λαμβάνουν ποτέ τα ποσά που τους έχουν υποσχεθεί. Στο Ιράκ, το 2006, στους Κολομβιανούς είχε προσφερθεί μηνιαία αμοιβή 7.000 δολαρίων, αλλά λάμβαναν μόλις 1.000 δολάρια μηνιαίως, με την υποχρέωση να ολοκληρώσουν τη χρονική δέσμευση του συμβολαίου τους (13).
Στην Ουκρανία, τους υπόσχονται 40.000 δολάρια για κάθε εχθρικό τανκ που καταλαμβάνουν, όπως επίσης και ένα επιπλέον ποσό για κάθε Ρώσο στρατιώτη που θα σκοτώσουν ή θα αιχμαλωτίσουν. Πολλοί όμως παραπονιούνται ότι δεν έχουν πληρωθεί τους μήνες που πέρασαν υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντα μιας χώρας την ύπαρξη της οποίας δεν γνώριζαν καν πριν από την έναρξη του πολέμου. Το γεγονός ότι το ίδιο ισχύει και για τους Ουκρανούς εθελοντές δεν αρκεί για να τους παρηγορήσει.
Εάν η Κολομβία αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή ιδιαίτερα περιζήτητων νέων βετεράνων, είναι επειδή από το 1947 (όταν η Ουάσιγκτον και η Μπογκοτά υπέγραψαν την πρώτη στρατιωτική συμφωνία στη Λατινική Αμερική) οι στρατιώτες της λαμβάνουν ιδεολογική και στρατιωτική εκπαίδευση στα πρότυπα της Δύσης. Γι’ αυτό και ο κολομβιανός είναι ο μοναδικός αμερικανικός στρατός νότια των ΗΠΑ που έλαβε μέρος στον πόλεμο της Κορέας, από το 1951 και μετά, με περίπου πέντε χιλιάδες άνδρες.
Εντούτοις, το «Σχέδιο Κολομβία», που δρομολογήθηκε από τους προέδρους Μπιλ Κλίντον και Αντρές Παστράνα Αράνγκο, υπήρξε καθοριστικής σημασίας. Το πολλών εκατομμυρίων πρόγραμμα για την «καταπολέμηση των ναρκωτικών», που στην πραγματικότητα αποσκοπούσε στην εξάλειψη των ανταρτών, κατέστησε τη χώρα τον μεγαλύτερο αποδέκτη στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική. Το σχέδιο ακολούθησε η άφιξη ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης της Blackwater. Αυτές κάλεσαν εκατοντάδες βετεράνους του αμερικανικού στρατού προκειμένου να εκπαιδεύσουν ειδικά στρατιωτικά σώματα και να πολεμήσουν κατά των ανταρτών. Η Blackwater ήταν η πρώτη που ίδρυσε κολομβιανή εταιρεία στρατολόγησης μισθοφόρων το 2009, με πολλούς να την θεωρούν το σύμβολο της ιδιωτικοποίησης του πολέμου στον 21ο αιώνα.
Όπως και οι ΗΠΑ, η Κολομβία δεν έχει υπογράψει τη διεθνή σύμβαση κατά της στρατολόγησης, χρήσης, χρηματοδότησης και εκπαίδευσης μισθοφόρων. Νομικά, η ιδιότητα του μισθοφόρου στην Κολομβία δεν συνιστά έγκλημα και, ως εκ τούτου, η εισαγγελία δεν έχει τη δικαιοδοσία να διερευνήσει τις δραστηριότητές τους.