el | fr | en | +
Accéder au menu

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ

Πώς η Ρωσία υπερβαίνει τις δυτικές κυρώσεις

Επιβάλλοντας στη Μόσχα πρωτοφανούς έντασης μέτρα εξαναγκασμού, οι δυτικές χώρες επεδίωκαν την υποχώρησή της στην Ουκρανία. Δεν είχαν υπολογίσει την ευρωστία της ρωσικής οικονομίας, της οποίας τα πετρελαϊκά έσοδα έχουν επανέλθει στα επίπεδα πριν από τον πόλεμο. Η πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών, το εμπόριο με τις αναδυόμενες χώρες και η ανάπτυξη ενός αυτόνομου χρηματοπιστωτικού συστήματος έκαναν τα υπόλοιπα.

«Θα προκαλέσουμε την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας», δήλωνε ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρυνό Λεμέρ στις αρχές Μαρτίου του 2022. Δώδεκα πακέτα κυρώσεων μετά, η Ρωσία καταγράφει υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά: μετά την άνοδο του ΑΕΠ της κατά 3,6% το 2023, η ρωσική οικονομία αναμένεται να μεγεθυνθεί κατά 3,2% το 2024, σύμφωνα με το ΔΝΤ, το οποίο για μία ακόμη φορά αναθεώρησε τις προβλέψεις του προς τα πάνω. Βέβαια, η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας, όπως και η έλλειψη εργατικών χεριών ή οι δυσκολίες πρόσβασης στις δυτικές τεχνολογίες, θα μπορούσαν μεσοπρόθεσμα να έχουν αρνητικό αντίκτυπο. Αλλά οι επιδόσεις της ρωσικής οικονομίας, που έχουν αναγνωριστεί από τη μεγάλη πλειονότητα των αναλυτών και έχουν επιβεβαιωθεί από τους διεθνείς οργανισμούς, αποτέλεσαν μια έκπληξη πρώτου μεγέθους για τη Δύση.

Μάλιστα, τα λόγια του Λεμέρ βρίσκονταν στο ίδιο μήκος κύματος με τοποθετήσεις του Αμερικανού προέδρου Τζo Μπάιντεν ή της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Όλες αυτές οι δηλώσεις αντανακλούσαν την κυρίαρχη άποψη στο εσωτερικό των δυτικών ελίτ, σύμφωνα με την οποία ο ρωσικός στρατός, καθώς σύντομα θα έμενε χωρίς πολεμικό υλικό λόγω έλλειψης ηλεκτρονικών εξαρτημάτων και χωρίς χρηματοδότηση λόγω έλλειψης πετροδολαρίων, θα γνώριζε την ήττα στην Ουκρανία. Δύο χρόνια αργότερα, βρισκόμαστε πολύ μακριά από μια τέτοια εξέλιξη. Μέσα στις συνθήκες αυτές, πώς να ερμηνευθεί η τεράστια απόσταση μεταξύ των αρχικών προσδοκιών και των τουλάχιστον απογοητευτικών αποτελεσμάτων της πολιτικής των κυρώσεων;

Το πρώτο λάθος ήταν η αντιμετώπιση της ρωσικής οικονομίας ως αμελητέας ποσότητας. Συμπυκνώνοντας αυτή την αίσθηση, ο Κλεμάν Μπoν, τότε υφυπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της γαλλικής κυβέρνησης, δήλωνε τον Φεβρουάριο του 2022: «Η Ρωσία έχει το ΑΕΠ της Ισπανίας». Ο ισχυρισμός είναι και ανακριβής και υπεραπλουστευτικός. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το ονομαστικό ΑΕΠ της Ρωσίας βρισκόταν στην 8η θέση το 2022 (15η θέση για την Ισπανία), ενώ, υπολογισμένη σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης (GDP-PPP), η ρωσική οικονομία καταλαμβάνει την 6η θέση παγκοσμίως, ακριβώς μπροστά από τη Γερμανία. Εξάλλου, το μέγεθος της οικονομίας αποτυπώνει ατελώς την ισχύ μιας χώρας. Παρά τις αδυναμίες της, οι οποίες δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, όπως η εξάρτησή της από τα έσοδα πετρελαίου και φυσικού αερίου, η Μόσχα κατέχει κεντρική θέση σε πολλούς στρατηγικούς τομείς: η Ρωσία είναι ένας από τους τρεις μεγαλύτερους παραγωγούς και εξαγωγείς υδρογονανθράκων, μη σιδηρούχων μετάλλων και δημητριακών στον κόσμο, αλλά επίσης ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πυρηνικής τεχνολογίας και μία από τις τρεις μεγαλύτερες διαστημικές δυνάμεις. Το 2023, πραγματοποίησε δεκαεννέα διαστημικές αποστολές, έναντι μόλις τριών για την Ευρώπη στο σύνολό της. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ένας πρόδρομος οικονομικός δείκτης που χρησιμοποιείται ευρύτατα για τη μέτρηση της βιομηχανικής ισχύος μιας χώρας, φέρνει τη Ρωσία στην 4η θέση στον κόσμο, πίσω από την Κίνα, τις ΗΠΑ και την Ινδία. Μόλις αναλογιστείς αυτά τα λίγα δεδομένα, εκπλήσσεσαι λιγότερο όταν διαπιστώσεις ότι η Ρωσία παράγει σήμερα περισσότερες οβίδες από ό,τι όλες οι δυτικές χώρες μαζί.

Οι ρωσικές ελίτ θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό ανίκανες λόγω ενός πολιτικού συστήματος που βασίζεται στη διαφθορά και την ευνοιοκρατία. Μολονότι τα φαινόμενα αυτά προφανώς υφίστανται, δεν συνοψίζουν την πραγματικότητα της χώρας. Εδώ και δέκα περίπου χρόνια, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έχει προχωρήσει σε μια τεράστιας κλίμακας ανανέωση των πολιτικών και διοικητικών ελίτ, τόσο στο επίπεδο των αξιωματούχων των περιφερειών όσο και στο επίπεδο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Πρόκειται για τεχνοκράτες που έχουν δώσει τα διαπιστευτήριά τους στον ιδιωτικό τομέα ή στις διοικήσεις των περιφερειών από όπου κατάγονται. Η πολιτική αυτή εφαρμόστηκε από τον Σεργκέι Κιριένκο. Mε προέλευση από το φιλελεύθερο στρατόπεδο, ο Κιριένκο μετασχημάτισε τη ROSATOM σε παγκόσμιο γίγαντα της πυρηνικής ενέργειας πριν γίνει αναπληρωτής επικεφαλής του πανίσχυρου προεδρικού γραφείου το 2016. Σε άρθρο της που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Foreign Affairs», η Αλεξάνδρα Προκοπένκο, ερευνήτρια στο Ίδρυμα Κάρνεγκι και, μάλιστα, πολύ επικριτική για την κατάσταση στη Ρωσία, γράφει ότι «η ρωσική οικονομία διοικείται από ικανούς τεχνοκράτες και ο Πούτιν ακούει τις απόψεις τους» (1).

Περιορισμός της φυγής κεφαλαίων

Από το 2014 και την προσάρτηση της Κριμαίας, το Κρεμλίνο έθεσε σε εφαρμογή μια πολιτική οικονομικής ανθεκτικότητας προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δυτικές πιέσεις. Τα μέτρα «υποκατάστασης εισαγωγών» επέτρεψαν στη Ρωσία να επιτύχει τη διατροφική αυτάρκεια μέσα σε λίγα χρόνια. Τα μέτρα ήταν αποτελεσματικά και στον χρηματοπιστωτικό τομέα: το 2015, οι ρωσικές αρχές έθεσαν σε εφαρμογή το εθνικό σύστημα πληρωμών με κάρτες (SNPC), το οποίο εγγυάται τη λειτουργία του συνόλου των καρτών που εκδίδουν οι ρωσικές τράπεζες στη ρωσική επικράτεια. Με τον ίδιο τρόπο, η ρωσική κεντρική τράπεζα δημιούργησε το ρωσικό δίκτυο διατραπεζικών πληρωμών SPFS, το οποίο παρουσιάζεται ως το εθνικό ισοδύναμο του συστήματος SWIFT. Οι μηχανισμοί αυτοί απέδειξαν την αποτελεσματικότητά τους τον Μάρτιο του 2022, όταν οι κυρώσεις υποχρέωσαν τη Visa και τη Mastercard να «αποσυνδέσουν» όλες τις κάρτες τους που είχαν εκδοθεί στη Ρωσία. Το εθνικό σύστημα πληρωμών κάλυψε αμέσως το κενό, επιτρέποντας στις δυτικές κάρτες που είχαν εκδοθεί από τις τοπικές τράπεζες να λειτουργήσουν αδιάλειπτα στη ρωσική επικράτεια. Οι δέκα μεγάλες τράπεζες της χώρας που αποκλείστηκαν από το σύστημα πληρωμών SWIFT συνέχισαν παράλληλα τις εργασίες τους μέσω του συστήματος SPFS. Συνεπώς, αυτές οι μαζικές κυρώσεις δεν αποτέλεσαν το «χρηματοπιστωτικό πυρηνικό όπλο» που περιέγραφε ο Λεμέρ τον Φεβρουάριο του 2022: αφού πρώτα απορρόφησε το σοκ των κυρώσεων το 2022, ο ρωσικός τραπεζικός κλάδος κατέγραψε κέρδη-ρεκόρ ύψους 33 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2023. Και παρά τη δέσμευση αποθεματικών στοιχείων ύψους 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τους Δυτικούς, η ρωσική κεντρική τράπεζα συνεχίζει να ελέγχει αποθεματικά που ισοδυναμούν με άλλα 300 δισεκατομμύρια δολάρια (σε χρυσό και σε γιουάν), ποσό που αντιστοιχεί στα συνολικά αποθεματικά της γερμανικής Μπούντεσμπανκ.

Απέναντι στις μαζικές οικονομικές κυρώσεις, οι ρωσικές αρχές κατόρθωσαν να κάνουν διαχείριση κρίσης με χαρακτηριστικά, από τη μία πλευρά, τον μερικό έλεγχο των κεφαλαιακών ροών ώστε να στηριχθεί η ισοτιμία του ρουβλίου και, από την άλλη, τη μερική φιλελευθεροποίηση του εξωτερικού εμπορίου ώστε να επανεκκινηθούν οι εμπορικές συναλλαγές, καθώς και τη νομιμοποίηση των «παράλληλων εισαγωγών» δυτικών τεχνολογιών. Τα μέτρα αυτά συνοδεύτηκαν από έναν τεράστιας κλίμακας αναπροσανατολισμό των ροών της εφοδιαστικής αλυσίδας προς τις «φιλικές χώρες». Στον τομέα των εξαγωγών πετρελαίου, των οποίων τα έσοδα είναι κρίσιμης σημασίας για την οικονομία και τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, οι ρωσικές αρχές κατόρθωσαν να ελαχιστοποιήσουν τον αντίκτυπο των κυρώσεων. Το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο και το δυτικό ανώτατο όριο των 60 δολαρίων το βαρέλι υποτίθεται ότι θα κατάφερναν σοβαρό πλήγμα στα ρωσικά κρατικά έσοδα. Όμως, μολονότι είχαν πραγματικό αντίκτυπο σε πρώτη φάση, οι κυρώσεις αυτές δεν εμπόδισαν, από τον Σεπτέμβριο του 2023, την τιμή του ρωσικού πετρελαίου να υπερβεί κατά πολύ το δυτικό πλαφόν και να κινείται πάνω από τα 80 δολάρια το βαρέλι. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2023, το πρακτορείο Bloomberg διαπίστωνε ότι, με 11 δισεκατομμύρια δολάρια τον μήνα, τα πετρελαϊκά έσοδα της Μόσχας είχαν επιστρέψει στα επίπεδα πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία (2). Για να φτάσει σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα, η Μόσχα απέκτησε έναν στόλο δεξαμενοπλοίων ευκαιρίας, αναπροσανατόλισε τις εξαγωγές της προς τους BRICS+ (3) και ήρθε σε συνεννόηση με τη Σαουδική Αραβία για να μειωθεί η προσφορά πετρελαίου στην παγκόσμια αγορά.

Πέρα από την υποτίμηση της ρωσικής οικονομίας και του ρωσικού κράτους, η πολιτική των κυρώσεων έθεσε σε αμφισβήτηση τις ίδιες τις φιλελεύθερες παραδοχές, δηλαδή ότι το ελεύθερο εμπόριο και η απορρύθμιση είναι τα μόνα μέσα διασφάλισης της οικονομικής ανάπτυξης. Εάν οι παραδοχές αυτές ισχύουν, πώς εξηγείται το γεγονός ότι μια χώρα σε μεγάλο βαθμό αποκομμένη από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και με το εμπόριό της με τη Δύση να κατακρημνίζεται μπορεί να καταγράφει ανάπτυξη;

Από τη μία πλευρά, στη Ρωσία εφαρμόζεται ένα είδος στρατιωτικού κεϋνσιανισμού, καθώς το Κρεμλίνο έχει προχωρήσει σε μεγάλη αύξηση των δημοσίων δαπανών προκειμένου να τροφοδοτήσει την πολεμική προσπάθεια μέσα από δύο βασικές διαστάσεις. Κατά πρώτον, η αύξηση των παραγγελιών στο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα έχει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα σε πολλούς κλάδους της οικονομίας. Οι μαζικές προσλήψεις και οι αυξήσεις μισθών στη βιομηχανία ευνοούν τους εργάτες και τους μηχανικούς, δύο κατηγορίες που συγκαταλέγονταν στους μεγάλους χαμένους της μετατροπής της ρωσικής οικονομίας σε οικονομία υπηρεσιών από τη δεκαετία του 1990. Κατά δεύτερον, οι εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες που βρίσκονται στην Ουκρανία αμείβονται με μισθούς, επιδόματα και άλλες απολαβές που αντιστοιχούν στο τριπλάσιο του μέσου μισθού. Όμως, οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις στρατολογούν κυρίως από τα λιγότερο ευνοημένα κοινωνικά στρώματα. Αυτή η εισροή ρευστότητας σε κοινωνικά στρώματα και σε περιοχές όπου συνήθως επικρατούσαν μορφές επιβίωσης με έντονα στοιχεία ιδιοκατανάλωσης τονώνει την κατανάλωση των νοικοκυριών και τις κατασκευές. Μέσα σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης, το πραγματικό εισόδημα αυξήθηκε κατά 4,8% το 2023, γεγονός που επέτρεψε τη μείωση του ποσοστού φτώχειας σε ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.

Από την άλλη πλευρά, οι κυρώσεις λειτουργούν ως μορφή προστατευτισμού επιβεβλημένου από το εξωτερικό, την ώρα που η αποχώρηση πολλών δυτικών εταιρειών έχει δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για τους τοπικούς οικονομικούς παράγοντες. Επιπρόσθετα, καθώς η Ρωσία έχει ένα δομικά πλεονασματικό ισοζύγιο πληρωμών, το διακύβευμα για τη Μόσχα είναι λιγότερο η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και περισσότερο ο περιορισμός της εξόδου των κεφαλαίων που συσσωρεύονται κυρίως από την εξαγωγή πρώτων υλών. Και, βέβαια, οι οικονομικές κυρώσεις, που, σε μεγάλο βαθμό, αποκόπτουν τη Ρωσία από το δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και κάνουν τους Ρώσους ολιγάρχες να φοβούνται για τα περιουσιακά στοιχεία τους στο εξωτερικό, έχουν μάλλον την τάση να επιβραδύνουν τη φυγή κεφαλαίων, τα οποία συνήθως επανεπενδύονται στο εσωτερικό της χώρας, συμβάλλοντας στον δυναμισμό της. Τα νέα αυτά δεδομένα μπορούν να εξηγήσουν γιατί ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων στη Ρωσία αυξήθηκε σημαντικά κατά την τελευταία διετία και γιατί η περιουσία τους υπερδιπλασιάστηκε, περνώντας από τα 217 στα 537 δισεκατομμύρια δολάρια (4). Στον κατάλογο των νέων δισεκατομμυριούχων δεν υπάρχουν ούτε μεγιστάνες του πετρελαίου ούτε έμποροι όπλων, αλλά επιχειρηματίες του αγροτοδιατροφικού κλάδου, του εμπορίου, της αγοράς ακινήτων ή των μεταφορών, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η οικονομική ανάπτυξη κάθε άλλο παρά περιορίζεται στο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα: ανάπτυξη 8% στον κλάδο των κατασκευών, με οδηγό τα βοηθήματα για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των οικογενειών στην ιδιόκτητη κατοικία, αύξηση κατά 10% των αεροπορικών μεταφορών και μεγέθυνση κατά 9% του ξενοδοχειακού κλάδου χάρη στην άνθηση του εσωτερικού τουρισμού, επανεκκίνηση της αυτοκινητοβιομηχανίας (+19%), η οποία ξεπερνά σταδιακά το σοκ από τις κυρώσεις και την αποχώρηση των δυτικών κατασκευαστών το 2022.

Πέρα από τις αναμετρήσεις

Με στρατιωτικές δαπάνες που επίσημα ανέρχονται στο 7% του ΑΕΠ, η Ρωσία καταβάλλει βέβαια μια σημαντική πολεμική προσπάθεια, αλλά βρισκόμαστε μακριά από μια πολεμική οικονομία. Αυτό επιβεβαιώνεται από το χαμηλό δημοσιονομικό έλλειμμα, που βρίσκεται περίπου στο 2% του ΑΕΠ, και μάλιστα τη στιγμή που το δημόσιο χρέος (17% του ΑΕΠ) είναι από τα χαμηλότερα στον κόσμο… Θεωρώντας ότι η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης επέτρεψε την επιτυχή απορρόφηση του σοκ των κυρώσεων, ο Πούτιν αποφάσισε να εφαρμόσει τις ίδιες συνταγές και στο υπουργείο Άμυνας, ορίζοντας υπουργό έναν από τους κύριους αρχιτέκτονες της επιτυχίας, τον Αντρέι Μπελούσοφ, πρώην οικονομικό ερευνητή, ο οποίος έγινε σύμβουλος στο Κρεμλίνο, πριν οριστεί, το 2020, πρώτος αναπληρωτής πρωθυπουργός υπεύθυνος για την οικονομία και τις νέες τεχνολογίες. Η τοποθέτησή του ως υπουργού Άμυνας, που προκάλεσε έκπληξη, μέσα σε ένα σκηνικό συλλήψεων ανώτατων αξιωματούχων με κατηγορίες για διαφθορά, αποσκοπεί στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της πολεμικής προσπάθειας, με ταυτόχρονη επιτάχυνση της χρήσης νέων τεχνολογιών από τις ένοπλες δυνάμεις και διευκόλυνση της ροής των καινοτομιών μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών βιομηχανιών.

Ωστόσο, οι λανθασμένες εκτιμήσεις των Δυτικών δεν περιορίζονται στη Ρωσία, αλλά μαρτυρούν αδυναμία κατανόησης των δομικών μετασχηματισμών στις διεθνείς σχέσεις. Στην πραγματικότητα, η αποτυχία των κυρώσεων οφείλεται εξίσου σε παράγοντες που σχετίζονται με το εσωτερικό της Ρωσίας όσο και στην άρνηση της μεγάλης πλειοψηφίας των υπόλοιπων χωρών να τιμωρήσουν τη Μόσχα. Παρά τον δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων, οι Δυτικοί έμοιαζαν να υπολογίζουν στην κεντρική σημασία των οικονομιών τους για να επιβάλλουν τις απόψεις τους. Και σε αυτό το σημείο όμως, δεν εκτίμησαν σωστά την οικονομική ισχυροποίηση της Ασίας. Επομένως, η Μόσχα κατάφερε να αναπροσανατολίσει το εξωτερικό εμπόριό της προς τις αναδυόμενες χώρες, πρώτα απ’ όλα προς την Κίνα, αλλά επίσης προς τη Βραζιλία και, κυρίως, προς την Ινδία: έτσι, οι ρωσικές εξαγωγές προς την ινδική αγορά πενταπλασιάστηκαν μέσα σε δύο χρόνια. Και όσο συσσωρεύονται οι κυρώσεις τόσα περισσότερα μέτρα προβληματικά από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου λαμβάνουν οι Δυτικοί και τόσο περισσότερο ενοχλούν τις υπόλοιπες χώρες.

Η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων της ρωσικής κεντρικής τράπεζας έχει ήδη προκαλέσει φόβους μεταξύ των αναδυόμενων χωρών, αλλά η ανοιχτή κατάσχεσή τους κινδυνεύει να υπονομεύσει πλήρως την αξιοπιστία των δυτικών χρηματοπιστωτικών και νομικών συστημάτων. Έτσι, η Βαλερί Ιρμπέν, τότε διευθύντρια της εταιρείας Euroclear, η οποία διαχειρίζεται το μεγαλύτερο μέρος των δεσμευμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, δήλωνε ότι η κατάσχεσή τους «θα είχε πολύ αρνητικό αντίκτυπο όχι μόνο για τη Euroclear, αλλά και για τις χρηματοπιστωτικές αγορές γενικά. Εάν οι πελάτες αποκομίσουν την αίσθηση ότι το δίκαιο δεν γίνεται πλέον σεβαστό και ότι τα περιουσιακά στοιχεία τους μπορεί να κατασχεθούν, τότε ανοίγει το κουτί της Πανδώρας» (5). Αυτός είναι και ο λόγος που οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα διχασμένοι στο συγκεκριμένο ζήτημα, αποφάσισαν να περιοριστούν στη χρησιμοποίηση μόνο των τόκων που αποφέρουν τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία, χωρίς, μέχρι στιγμής, να αγγίξουν τα ίδια τα ρωσικά κεφάλαια. Με παρόμοιο τρόπο, η χρήση του δολαρίου για την επιβολή δευτερογενών κυρώσεων τυγχάνει πολύ άσχημης υποδοχής. Ήδη η Σαουδική Αραβία και η Κίνα έχουν μειώσει τις επενδύσεις τους σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα και οι αναδυόμενες χώρες δημιουργούν τα εργαλεία για να μπορούν να συναλλάσσονται στα νομίσματά τους.

Εστιάζοντας στην αναμέτρηση με τη Μόσχα, οι δυτικές ελίτ δεν υπολόγισαν σωστά τις παράπλευρες απώλειες της πολιτικής τους σε παγκόσμια κλίμακα. Καθώς η Ουάσιγκτον, όπως και οι Ευρωπαίοι, υποτίμησαν την ικανότητα προσαρμογής και το βιομηχανικό δυναμικό της Ρωσίας, αυτές οι «λανθασμένες εκτιμήσεις» εγκαινιάζουν και μια μορφή απομόνωσης της Δύσης σε παγκόσμια κλίμακα.

David Teurtrie

Ερευνητής στο Εθνικό Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμών (Inalco), συγγραφέας του Russie. Le retour de la puissance, Armand Colin, 2021.
Μετάφραση: Χάρης Λογοθέτης

(1Alexandra Prokopenko, «Putin’s unsustainable spending spree», Foreign Affairs, 8 Ιανουαρίου 2024.

(2«How Russia punched an $11 billion hole in the West’s oil sanctions», Bloomberg, 6 Δεκεμβρίου 2023.

(3Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική, συν Σαουδική Αραβία, Αίγυπτος, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Αιθιοπία και Ιράν.

(4«The countries with the most billionaires 2024», Forbes, 3 Απριλίου 2024.

(5Συνέντευξη με τη Valérie Urbain, «Confisquer les avoirs russes, c’est ouvrir la boîte de Pandore», L’Echo, 7 Μαΐου 2024.

Μοιραστείτε το άρθρο