Υπάρχει μια πεποίθηση που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της κυρίαρχης ρητορικής σχετικά με την Κίνα: θεωρείται ότι επιχειρεί να ανατρέψει την «παγκόσμια τάξη» προκειμένου να δημιουργήσει μια νέα, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή της. Για να το επιτύχει, υποτίθεται ότι το Πεκίνο αναπτύσσει υπομονετικά μια «μεγάλη στρατηγική», τον «οδικό χάρτη του προς την παγκόσμια εξουσία» (1), σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Μπ. Χ. Ντενούν. Ο Μάικλ Πίλσμπουρυ, μέλος του υπερσυντηρητικού Heritage Foundation και αρχιτέκτονας της πολιτικής του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για την Κίνα, φτάνει στο σημείο να θεωρεί ότι η «μυστική στρατηγική» του Πεκίνου καταστρώθηκε το 1949, όταν ανακηρύχθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία, και ότι είναι μακροπρόθεσμη, με βάθος ενός αιώνα…
Αυτή η προοπτική ανησυχεί ακόμα περισσότερο γιατί υποτίθεται ότι υλοποιείται –ή ακόμα και έχει καταστρωθεί– από έναν και μοναδικό αυταρχικό ηγέτη: «τον Σι Τζινπίνγκ, τον κόκκινο βασιλιά» («Les Echos», 1η Ιουλίου 2021), του οποίου «οι φιλοδοξίες για παγκόσμια ηγεμονία γίνονται ολοένα πιο ξεκάθαρες» (Nikkei Asia, 16 Οκτωβρίου 2023). Πρόκειται για ένα άνθρωπο αποφασισμένο να «αλλάξει τη μορφή του κόσμου» (CNN, 10 Νοεμβρίου 2023), κυρίως χάρη στους νέους δρόμους του μεταξιού, «το πρώτο στάδιο της κινεζικής στρατηγικής» (Nikkei Asia, 16 Οκτωβρίου 2023).
Το σχέδιο, που δρομολογήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου του 2013 από τον Σι Τζινπίνγκ –αρχικά με την ονομασία One Belt, One Road (OBOR, «Μία ζώνη, ένας δρόμος»), για να μετονομαστεί σε Belt and Road Initiative (BRI, «Πρωτοβουλία της ζώνης και του δρόμου»), με πολλές χώρες να το αποκαλούν απλώς Νέους Δρόμους του Μεταξιού– φυτοζωούσε για μερικά χρόνια μέχρι το Πεκίνο να αποκαλύψει τη γενική φιλοσοφία του στις 28 Μαρτίου 2015: «Ενίσχυση της περιφερειακής συνδεσιμότητας και κοινή πορεία προς ένα λαμπρό μέλλον» (2), κυρίως μέσω δανείων, χωρίς πολιτικούς όρους και με προορισμό την κατασκευή υποδομών, με συνολικό ύψος που πλέον εκτιμάται σε ένα τρισ. δολάρια. Ωραίες υποσχέσεις, που δυσκολεύονται να αποκρύψουν μια πιο σκοτεινή πραγματικότητα, σύμφωνα με την αυστραλιανή δεξαμενή σκέψης Australian Strategic Policy Institute (ASPI) το σχέδιο αποσκοπεί στην καθυπόταξη των εταίρων της Κίνας «μέσω της παγίδας του χρέους», με στόχο το Πεκίνο να αποκτήσει «μια σφαίρα ηγεμονίας» (3). Η ισχυρότατη δυτική κριτική οδήγησε πρόσφατα το Πεκίνο να εγκαταλείψει την «ετικέτα» BRI, με αποτέλεσμα μια μείωση των προγραμμάτων που συνδέονται επίσημα με αυτήν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, όπως παρατηρεί ένας ορθογράφος των «Financial Times», δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η κυρίαρχη γνώμη στην Ουάσιγκτον έχει γίνει «τόσο εχθρική προς την Κίνα ώστε οποιοδήποτε χέρι τείνεται προς το Πεκίνο δημιουργεί υποψίες για αδυναμία» (4).
Όσο κι αν η σκηνοθεσία των μεγάλων πολιτικών εκδηλώσεων του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ) τείνει να την ενισχύσει, είναι άραγε σωστή η εντύπωση ότι η Κίνα είναι ένα ομοιογενές υπερσυγκεντρωτικό κράτος όπου επιβάλλονται σε όλους οι οδηγίες από την κορυφή; Εάν λάβουμε υπόψη τις μεταμορφώσεις του κράτους μετά την άνοδο στην εξουσία του Ντενγκ Χσιάο Πινγκ στα τέλη της δεκαετίας του 1970, θα πρέπει να αρχίσουμε να αμφιβάλλουμε.
Η ρήξη που πραγματοποιήθηκε εκείνη την εποχή προέκυψε με φυσικό τρόπο από την κρίση στην οποία ήταν βυθισμένη η χώρα, καθώς το μαοϊκό μοντέλο αγκομαχούσε και το επίπεδο ζωής ήταν στάσιμο στην ύπαιθρο. Όμως, «οι κακές επιδόσεις του κινεζικού οικονομικού συστήματος και η κρίση εμπιστοσύνης που προκάλεσε η Πολιτιστική Επανάσταση, τόσο στις ελίτ όσο και στον πληθυσμό, δεν αρκούν για να εξηγήσουν γιατί η χώρα στράφηκε σε μια διαδικασία μεταρρυθμίσεων της αγοράς», εκτιμά η Αμερικανίδα ερευνήτρια Σούζαν Λ. Σιρκ, η οποία υποδεικνύει και έναν «πολιτικό υπολογισμό» (5). Μετά τον θάνατο του Μάο Τσε Τουνγκ το 1976, «η Κίνα σπαρασσόταν από έναν πόλεμο διαδοχής. Ο Ντενγκ Χσιάο Πινγκ επωφελήθηκε από την οικονομική κρίση για να βυθίσει στην ανυποληψία τον Χούα Κούο Φενγκ [τον πρόεδρο του ΚΚΚ, τον οποίο είχε υποδείξει ως διάδοχό του ο Μάο] και για να αποδυναμώσει τους τσάρους της βιομηχανίας που κυριαρχούσαν στη γραφειοκρατία. (…) Το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων έγινε το εργαλείο που χρησιμοποίησε ο Ντενγκ στον ανταγωνισμό του με τον Χούα για τη διαδοχή του Μάο». Ενάντια στο μπλοκ που του αντιστέκεται συνηγορώντας υπέρ της βαριάς βιομηχανίας και της κρατικά σχεδιασμένης οικονομίας, ο Ντενγκ ποντάρει στην αποκέντρωση και στις μεταρρυθμίσεις της αγοράς. Η πρώτη τού επιτρέπει να διαβρώσει την εξουσία του κεντρικού κράτους, μεταφέροντας ένα ολοένα αυξανόμενο μέρος των αρμοδιοτήτων και των προνομίων του στην πολιτική ηγεσία και στα στελέχη των επαρχιών. Οι δεύτερες εδραίωσαν έναν συνασπισμό ευνοϊκά διακείμενο προς τον «εκσυγχρονισμό», παρακινώντας τις τοπικές αρχές να προχωρήσουν σε προσοδοφόρους πειραματισμούς στη γεωργία, τη βιομηχανία και το διεθνές εμπόριο.
Στον βαθμό που οι επαρχίες επωμίστηκαν το καθήκον της διαδικασίας συσσώρευσης κεφαλαίου που μόλις ξεκινούσε, η κεντρική κυβέρνηση είδε τις αρμοδιότητές της να περιορίζονται στη μακροοικονομική διαχείριση: επιτόκια, συναλλαγματικές ισοτιμίες… Αν και ο σχεδιασμός της οικονομίας εξακολουθούσε να υπάρχει, γινόταν πλέον σε τοπικό επίπεδο, χωρίς πραγματικό συντονισμό από τα ανώτερα κλιμάκια. Σε εθνικό επίπεδο, η χώρα γνωρίζει εκείνη την περίοδο «έναν ξέφρενο εσωτερικό ανταγωνισμό που οδηγεί (…) στην κατασκευή περιττών υποδομών και πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας» (6), αναλύει ο κοινωνιολόγος Χουνγκ Χο Φουνγκ. «Το 1997», παρατηρούν οι οικονομολόγοι Μάρτιν Χαρτ-Λάντσμπεργκ και Πολ Μπέρκετ, «20 από τις 30 επαρχίες της χώρας επιθυμούσαν να αναπτύξουν τη δική τους αυτοκινητοβιομηχανία, με αποτέλεσμα η χώρα να αποκτήσει 122 γραμμές παραγωγής (…) εκ των οποίων το 80% παρήγε λιγότερα από 1.000 οχήματα ετησίως και μόλις 6 περισσότερα από 50.000» (7). Μέσα σε μια τέτοια συγκυρία, η Κίνα σύντομα κατέληξε να διαθέτει διαφορετικά οικονομικά συστήματα από τη μία επαρχία στην άλλη. Στα παράλια, οι αρχές έστρωναν το κόκκινο χαλί στο ξένο κεφάλαιο, του οποίου η επιρροή διαδραμάτιζε όλο και πιο βαρύνοντα ρόλο στις πολιτικές τους. Οι επαρχίες της ενδοχώρας ενδιαφέρονταν περισσότερο για τις τοπικές επιχειρήσεις, τις οποίες επιθυμούσαν να προστατεύσουν από τον ανταγωνισμό (8).
Η αποκέντρωση εφαρμόστηκε επίσης στα πεδία της υγείας, της παιδείας, της δικαιοσύνης και της φορολογίας. Εκτός του ότι οι επαρχίες κλήθηκαν να δημιουργήσουν ειδικές οικονομικές ζώνες, πήραν και την έγκριση να χειρίζονται απευθείας τις οικονομικές σχέσεις τους με το εξωτερικό. Δημιούργησαν τα δικά τους γραφεία εξωτερικών υποθέσεων και αναδείχθηκαν σε παράγοντες με καθοριστικό ρόλο στα όργανα της διεθνούς συνεργασίας. Σε μια έκδοση αφιερωμένη στην κριτική της «ενοποιητικής» ανάγνωσης του κινεζικού κράτους (9), οι ερευνητές Λη Τζόουνς και Σαχάρ Χαμέιρι δείχνουν πώς αυτοί οι οργανισμοί των επαρχιών ασκούν μια μορφή «παραδιπλωματίας». Η οποία τους οδηγεί μερικές φορές να υπογράφουν απευθείας συμφωνίες με ξένες κυβερνήσεις. Για παράδειγμα, η επαρχία Γιουνάν το 1999 δημιούργησε το Φόρουμ Συνεργασίας Μπαγκλαντές, Κίνας, Ινδίας και Βιρμανίας (BCIM), ενώ το 2006 η επαρχία Γκουανσί δρομολόγησε έναν αντίστοιχο –αν και ανταγωνιστικό– μηχανισμό: το Φόρουμ Οικονομικής Συνεργασίας του Κόλπου Μπεϊμπού. Βέβαια, οι διπλωματικές πυξίδες των επαρχιών στρέφονται αποκλειστικά προς τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα. Ενδιαφέρονται ελάχιστα για τους γενικότερους στόχους του υπουργείου Εξωτερικών, καθώς βρίσκονται στην ίδια ιεραρχική τάξη με αυτό. Διότι, όπως υπογραμμίζουν οι Τζόουνς και Χαμέιρι, «στο κινεζικό πολιτικό σύστημα, μια κυβερνητική υπηρεσία μπορεί να υπαγορεύσει οδηγίες σε μια άλλη μονάχα εάν αυτή βρίσκεται σε κατώτερο ιεραρχικό επίπεδο ή υπό την άμεση αρμοδιότητά της». Ενώ πριν από το 1979 η κεντρική εξουσία επόπτευε το σύνολο του εξωτερικού εμπορίου και των ξένων επενδύσεων, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο έλεγχός τους αποκεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό.
Παράλληλα με τη χειραφέτηση των επαρχιών, η διαδικασία των μεταρρυθμίσεων που δρομολόγησε ο Ντενγκ «απελευθέρωσε» τις επιχειρήσεις από την κρατική διαχείρισή τους, μέσα από μια ευρεία διαδικασία ιδιωτικοποίησης: είτε μέσω της νομικής οδού είτε μέσω της ιδιοποίησης των «κρατικών εταιρειών» από τις τοπικές αρχές. Απαλλαγμένοι από την υποχρέωσή τους να προσφέρουν εφ’ όρου ζωής απασχόληση και κοινωνική προστασία στους εργαζομένους τους, οι οικονομικοί παράγοντες είδαν να τους ανατίθεται μία και μοναδική αποστολή: να δημιουργούν τα κέρδη που θα εγγυηθούν την επιβίωσή τους. Οι σημαντικότερες επιχειρήσεις, που σε ορισμένες περιπτώσεις προέκυψαν από τον μετασχηματισμό παλαιότερων υπουργείων, διατηρούν τη θέση τους μέσα στο οργανόγραμμα της εξουσίας και συνεπώς την ικανότητά τους να αψηφούν τις κεντρικές αρχές. Για την ανάπτυξή τους, οι υπόλοιπες επωφελούνται από την ευμένεια των επαρχιών στις οποίες είναι εγκατεστημένες. Συνήθως στο πλαίσιο ενός ανταγωνισμού που τις οδηγεί σε αντιπαράθεση κυρίως με άλλες εθνικές επιχειρήσεις.
Η φρενίτιδα του τσιμέντου
Έτσι, απέχουμε πολύ από την εικόνα ενός πανίσχυρου Σι Τζινπίνγκ που διαμορφώνει μόνος του τη γεωπολιτική στρατηγική της χώρας του. Στην πραγματικότητα, μετά από δεκαετίες αποκέντρωσης, κατακερματισμού και διεθνοποίησης, οι Κινέζοι πολιτικοί ηγέτες δεν κρατούν μόνοι τους το πηδάλιο: «Χρησιμοποιούν διάφορους μηχανισμούς για να “προσανατολίζουν” τους υπόλοιπους παράγοντες του Κόμματος-Κράτους προς τις κατευθύνσεις που έχουν εντοπίσει ως σημαντικές», εξηγεί ο ερευνητής Λι Τζόουνς. Ωστόσο, αυτό πραγματοποιείται με οδηγίες αρκετά ασαφείς, έτσι ώστε να προσφέρουν ένα περιθώριο ερμηνείας και διαπραγμάτευσης –με λίγα λόγια διαλόγου– με τους χαμηλότερους ορόφους της εξουσίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι τελευταίοι συμμετέχουν «στην εκπόνηση και την εφαρμογή πολιτικών, επηρεάζοντας, σχολιάζοντας, επικρίνοντας και, σπανιότερα, αγνοώντας τις οδηγίες από το κέντρο της εξουσίας, ενσωματώνοντας επίσης και τα δικά τους συμφέροντα και τις δικές τους λίστες προτεραιοτήτων στη διαδικασία» (10). Συμβαίνει μάλιστα ορισμένες φορές οι οδηγίες να εκδίδονται κάτω από την πίεση της «βάσης», όπως συνέβη στην περίπτωση της διάσημης στρατηγικής για επέκταση των κινεζικών επιχειρήσεων προς το εξωτερικό (Zǒu chūqù zhànlüè), η οποία υιοθετήθηκε το 2000 και έδωσε θεσμική υπόσταση σε ένα φαινόμενο που εξελισσόταν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Μπορεί βεβαίως να αντιταχθεί το επιχείρημα ότι ο Σι εξελέγη το 2013 ακριβώς με την προοπτική της επιστροφής στη συγκέντρωση της εξουσίας. Εκείνη την εποχή, γράφει ο Ζουοράν Λι, «πολλά υψηλόβαθμα στελέχη του ΚΚΚ εκτιμούσαν ότι η προεδρία του Χου Ζιντάο (2003-2013) χαρακτηρίστηκε από το χάος και τη διαφθορά των αξιωματούχων» (11). Επιθυμούσαν να τον αντικαταστήσουν με ένα άτομο με ισχυρό και σκληρό χαρακτήρα, ικανό να αναστρέψει τις φυγόκεντρες λογικές που καθιστούν ευάλωτη την Κίνα, κυρίως λόγω της αύξησης των ανισοτήτων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο νέος ηγέτης πραγματοποίησε εκείνο που ο οικονομολόγος Μπράνκο Μιλοβάνοβιτς αποκαλεί «στροφή προς τα αριστερά»: «Επέκταση του ρόλου του κράτους και του κόμματος, περιορισμός της εξουσίας των κεφαλαιούχων, καθώς και διατήρηση ενός επιπέδου οικονομικής μεγέθυνσης που δεν αποσταθεροποιεί την κοινωνία» (12). Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Σι έχει κατορθώσει να φέρει δομικές αλλαγές σε ένα Κόμμα-Κράτος συγκροτημένο από περίπου 40 εκατομμύρια στελέχη, από τα οποία τα 500.000 ασκούν διευθυντικά καθήκοντα… Το 2023, για παράδειγμα, οι τοπικές κυβερνήσεις εξακολουθούσαν να πραγματοποιούν το 85% των δαπανών του κινεζικού κράτους, «ποσοστό σχεδόν τριπλάσιο από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ» (13). Ο Σι, αντίθετα, αδυνατώντας να ανατρέψει τη γραφειοκρατία, αναγκάστηκε να στηριχτεί σε αυτήν. Ο Κινέζος πρόεδρος «δεν άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού», συμπεραίνουν ο Τζόουνς και ο Χαμέιρι. Απλά, έπαιξε καλύτερα.
Αυτά τα δεδομένα προσκαλούν σε μια διαφορετική ανάγνωση του BRI. Οι Νέοι Δρόμοι του Μεταξιού αποτελούν τη συνέχιση πρωτοβουλιών που προϋπήρχαν: στο Κιργιστάν για παράδειγμα, οκτώ από τα δώδεκα σχέδια που συνδέονται με το BRI είχαν υπογραφεί πριν από το 2015, τη χρονολογία της ουσιαστικής δρομολόγησης της πρωτοβουλίας (14). Η ιδέα της ενσωμάτωσης του συνόλου των σχεδίων σε μια κοινή πλατφόρμα προέκυψε εκ των υστέρων, υπό τη μορφή ενός ασαφώς προσδιορισμένου «προγράμματος-σλόγκαν», στο οποίο όμως υπουργεία, επαρχίες και επιχειρήσεις έσπευσαν να ενταχθούν προκειμένου να εξασφαλίσουν πολιτική υποστήριξη και χρηματοδοτήσεις. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι, εκείνη την εποχή, η διεθνοποίηση των κινεζικών οικονομικών παραγόντων –σημαντική κατά τη φάση της άνθησης του εξαγωγικού τομέα– επιταχύνθηκε εξαιτίας των συνθηκών υπερεπένδυσης που επικρατούσαν.
Μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, η Κίνα πραγματοποίησε μια γιγάντια προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας της μέσω των επενδύσεων. Όπως αναλύει ο Χουνγκ, «πολλές τοπικές κυβερνήσεις, πλημμυρισμένες από εύκολο χρήμα, αφιέρωσαν τότε ένα σημαντικό μέρος των καινούργιων δανείων τους στην κατασκευή άχρηστων υποδομών και εγκαταστάσεων, ικανών να φουσκώνουν το ΑΕΠ της περιφέρειάς τους, χωρίς όμως προοπτική μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας». Από όπου προκύπτει μια διαπίστωση που προκαλεί ίλιγγο: την περίοδο 2011-2013, η Κίνα χρησιμοποίησε περισσότερο τσιμέντο απ’ όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα (15). Αυτός ο πυρετός του μπετόν στόλισε την κινεζική επικράτεια με γιγαντιαίες πόλεις που, μέχρι σήμερα, δεν έχουν φιλοξενήσει ούτε έναν κάτοικο. Προετοίμασε επίσης τη σημερινή κρίση του κλάδου των ακινήτων… Ενώ τα ποσοστά κέρδους μειώνονται (από περισσότερο από 20% το 2010 σε 12,4% το 2018) (16), οι Κινέζοι παράγοντες της αγοράς επιδιώκουν εκείνο που ο γεωγράφος Ντέιβιντ Χάρβεϊ αποκαλεί «χωρική λύση» (spatial fix): την εξαγωγή του πλεονάζοντος παραγωγικού δυναμικού τους εκτός των ορίων της χώρας. Η κλασική λύση για προβλήματα τέτοιου τύπου σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον.
Συνεπώς, το BRI, αντί να απορρέει από ένα «στρατηγικό όραμα» που βρίσκει χίλιες και μία εφαρμογές στην πραγματική ζωή, προκύπτει από μια παράθεση σχεδίων, για τα οποία το πρώτιστο κίνητρο δεν είναι διπλωματικό, αλλά οικονομικό. Και σε αυτήν την περίπτωση, πρόκειται για την ίδια διαδικασία που παρατηρήθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 σε επίπεδο οικονομικών παραγόντων και προκάλεσε την έκδοση της κεντρικής οδηγίας που παρουσιάστηκε το 2014 από τον τότε υφυπουργό Εξωτερικών Χε Γιαφέι: «Το βιομηχανικό πλεονάζον παραγωγικό δυναμικό, συσσωρευμένο εδώ και χρόνια, έχει πρόσφατα μετατραπεί σε μείζον πρόβλημα. (…) Εάν δεν γίνει κάτι, αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να οδηγήσει στη συσσώρευση επισφαλών δανείων στις τράπεζες, να βλάψει το οικονομικό οικοσύστημα και να προκαλέσει τη χρεοκοπία ολόκληρων τομέων της βιομηχανίας. (…) Καθοδηγούμενη από τις αρχές που διατυπώθηκαν στην Τρίτη Ολομέλεια [της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΚ], η κινεζική κυβέρνηση πρότεινε κατευθυντήριες γραμμές για την επίλυση αυτού του προβλήματος. Το σημαντικότερο είναι η μετατροπή αυτής της πρόκλησης σε ευκαιρία, “εξάγοντας” αυτό το πλεονάζον παραγωγικό δυναμικό με βάση τη στρατηγική μας για την ανάπτυξη στο εξωτερικό και την εξωτερική πολιτική μας» (17). Έναν χρόνο αργότερα, το –ακόμα νεφελώδες– πρόγραμμα BRI αποκτούσε τον πρώτο επίσημο ορισμό του.
Φυσικά, διασυνοριακές επενδύσεις τέτοιου μεγέθους επηρεάζουν τις σχέσεις της Κίνας με τους εταίρους της: το γεγονός ότι τα προγράμματα του BRI προκύπτουν από απαιτήσεις οικονομικής φύσεως δεν σημαίνει ότι στερούνται και διπλωματικού αντίκτυπου. Το Πεκίνο δεν μπορεί να το αγνοήσει. Όπως παρατηρεί ο «Economist» αναφορικά με τη Νοτιοανατολική Ασία, οι αποδέκτες των κινεζικών κονδυλίων δείχνουν ολοένα μεγαλύτερη «εμπιστοσύνη»: «Αντί να απορρίπτουν τις νέες κινεζικές πρωτοβουλίες, όπως ήλπιζαν ορισμένοι Δυτικοί», συνεχίζουν «να τις υποδέχονται ευνοϊκά», κυρίως επειδή «τα έργα του BRI αντικατοπτρίζουν περισσότερο της προτεραιότητες των τοπικών ελίτ παρά εκείνες της Κίνας». «Η ιδέα ότι η Κίνα ασκεί μια διπλωματία που αποσκοπεί στον εγκλωβισμό των εταίρων της στην παγίδα του χρέους (…) είναι υπερβολική», συνεχίζει το βρετανικό περιοδικό και υπογραμμίζει ότι «οι κινεζικές εταιρείες και τράπεζες συχνά αναγκάζονται να επαναδιαπραγματευθούν προϋπάρχουσες συμφωνίες με όρους λιγότερο ευνοϊκούς» για αυτές. Συνεπώς, οι θετικές επιπτώσεις του BRI θα μπορούσαν να αποδειχθούν «βαθιές και με διάρκεια στον χρόνο» (18). Στο διπλωματικό επίπεδο, αυτή η διαπίστωση είναι πρωτεύουσας σημασίας –ωστόσο, δεν αλλάζει τίποτα στη γένεση του σχεδίου και στη στρατηγική φύση των απαρχών του.
Έτσι, καθώς αποτελεί μια χωρική λύση σε ένα πρόβλημα υψηλής συσσώρευσης πλεονάζοντος παραγωγικού δυναμικού, άμεσα συνδεδεμένης με την ένταξη της Κίνας στο διεθνές οικονομικό σύστημα, το BRI ίσως να σηματοδοτεί λιγότερο την επιθυμία του Πεκίνου να ανατρέψει την παγκόσμια τάξη πραγμάτων και περισσότερο την πλήρη υποταγή του στους κανόνες του. «Αντί να δρομολογήσει μια νέα τάξη πραγμάτων», γράφει ο Χουνγκ, «η Κίνα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια νέα μεγάλη δύναμη μέσα σε μια παλαιά τάξη πραγμάτων».
Γιατί λοιπόν τόση πολλή κινδυνολογία από την αμερικανική πλευρά; Ίσως επειδή η εν λόγω τάξη πραγμάτων αποτελείται ταυτόχρονα από μια αρχιτεκτονική και από μια ιεραρχία. Αν και το Πεκίνο απειλεί την πρώτη πολύ λιγότερο απ’ όσο φοβάται η Ουάσιγκτον, το βάρος του κλονίζει αυτόματα τη δεύτερη. Διότι, ανάμεσα στην ιεραρχία και στην αρχιτεκτονική, η προτίμηση της Ουάσιγκτον είναι αταλάντευτη.
Αφού επωφελήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, που πλούτισε τις αμερικανικές επιχειρήσεις και χρηματοδότησε τα αμερικανικά ελλείμματα, οι ΗΠΑ ίσως έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται μήπως η Κίνα έχει αρχίσει να γίνεται καλύτερη από εκείνες στο παιχνίδι του ελεύθερου εμπορίου. Ένα παιχνίδι του οποίου οι κανόνες είχαν σχεδιαστεί από τους Αμερικανούς με στόχο την εξασφάλιση της ηγεμονίας τους –με κύριο γνώρισμα την προσταγή για χρηματιστικοποίηση των πάντων και το άνοιγμα των αγορών. Από τη στιγμή που οι υποτιθέμενοι «νόμοι της οικονομίας», τους οποίους μέχρι χθες εξυμνούσαν οι πληρωμένοι οικονομολόγοι, οι δεξαμενές σκέψης και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, δεν εγγυώνται πλέον την αμερικανική ηγεμονία, θα τους άξιζε να πεταχτούν στον κάλαθο των αχρήστων. Ή μάλλον να τεθούν στην υπηρεσία ενός ανώτερου συμφέροντος: της «εθνικής ασφάλειας». Με άλλα λόγια, στην υπηρεσία της απαίτησης των ΗΠΑ να παραμείνουν στην κορυφή τη παγκόσμιας ιεραρχίας.
Γι’ αυτό και ήταν ένας σύμβουλος εθνικής ασφαλείας, ο Τζέικ Σάλιβαν, που διασαφήνισε την ανατροπή της αμερικανικής οικονομικής πολιτικής (19). Έχει φθάσει η ώρα να φανταστούμε μια «νέα συναίνεση της Ουάσιγκτον», διακηρύσσει, αναφερόμενος στο ιδεολογικό πλαίσιο που ενσάρκωνε τις συνταγές του νικηφόρου καπιταλισμού μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ. Εκείνη την εποχή, η εν λόγω «συναίνεση» αποσκοπούσε επίσης στην προσχώρηση ενός ολοένα μεγαλύτερου αριθμού χωρών στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων που διαμόρφωναν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόκειται για τη λογική που οδήγησε τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον (1993-2001) να συνηγορήσει υπέρ της ένταξης της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. «Είναι η μεγαλύτερη ευκαιρία μας μετά τη δεκαετία του 1970, όταν ο πρόεδρος Νίξον είχε μεταβεί εκεί, να προωθήσουμε μια θετική αλλαγή στην Κίνα», εξηγούσε στις 9 Μαρτίου 2000 στο αμερικανικό Κογκρέσο, από το οποίο ζητούσε να εγκρίνει αυτή τη γεωπολιτική στροφή. «Με την ένταξή της στον ΠΟΕ, η Κίνα δεν δέχεται μονάχα να εισάγει περισσότερα προϊόντα μας. Δέχεται επίσης να εισάγει μία από τις πολυτιμότερες αξίες της δημοκρατίας μας: την οικονομική ελευθερία.»
Περιγραφή ή διαμόρφωση της πραγματικότητας;
Τι κρίμα όμως... Εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια, η «οικονομική ελευθερία» εκτόξευσε την Κίνα στην πρώτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης των οικονομιών με όρους ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης –ένας δείκτης που, σύμφωνα με την CIA, «αποτελεί τον καλύτερο τρόπο να κατανοήσουμε την οικονομία και την ευημερία σε διαφορετικές χώρες» (20). Όσο για το ελεύθερο εμπόριο, πρόσφερε στο Πεκίνο τη δυνατότητα να αποκτήσει –και στη συνέχεια να αναπτύξει– τεχνολογίες που πλέον απειλούν την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στην τεχνολογική πρόοδο. «Συνειδητοποιήσαμε ότι οι προσπάθειές μας εδώ και αρκετές δεκαετίες, άμεσες ή έμμεσες, που αποσκοπούσαν στον μετασχηματισμό της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, δεν στέφθηκαν με επιτυχία», παραδεχόταν ο Σάλιβαν στο Council on Foreign Relations στις 30 Ιανουαρίου 2024 (21). Συνεπώς, καταλήγει μαινόμενος, εκείνο που πλέον επείγει πάνω απ’ όλα είναι «η προστασία των θεμελιωδών τεχνολογιών μας», ακόμα κι αν κάτι τέτοιο συνεπάγεται την προσφυγή στον προστατευτισμό. Μπορεί ο Κλίντον το 2000 να εκτιμούσε ότι ήταν λάθος «να υπονοούμε ότι πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στην οικονομική ασφάλεια και στην εθνική ασφάλεια», αλλά ο Σάλιβαν διακηρύσσει πλέον το αντίθετο: «Ο κόσμος χρειάζεται ένα διεθνές οικονομικό σύστημα προσαρμοσμένο (…) στην εθνική ασφάλειά μας». Με άλλα λόγια, να αλλάξουμε την αρχιτεκτονική της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων προκειμένου να μην αλλάξουμε την ιεραρχία της.
Δεν έχει πρακτικές συνέπειες κάθε πολιτική ρητορική. Όμως, οι δηλώσεις του Σάλιβαν επιβεβαιώνουν μια στροφή που είχε αρχίσει να υλοποιείται με την εκλογή του Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Μετά την αδρανοποίηση του Συμφώνου Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (ΤΡΡ, 2017) και την επαναδιαπραγμάτευση της Βορειοαμερικανικής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου (NAFTA, 2020) από τον δισεκατομμυριούχο πρόεδρο, ο διάδοχός του Τζο Μπάιντεν έδωσε ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στη στροφή των ΗΠΑ προς τον προστατευτισμό. Ιδίως όσον αφορά τις τεχνολογίες αιχμής: Chips and Science Act (9 Αυγούστου 2022), ένα πρόγραμμα ύψους περίπου 280 δισ. δολαρίων με στόχο την τόνωση του κλάδου των ημιαγωγών στις ΗΠΑ, Inflation Reduction Act (16 Αυγούστου 2022), ένα σχέδιο ύψους περίπου 350 δισ. δολαρίων για την ενεργειακή μετάβαση, το οποίο επιβάλλει στις υποψήφιες για συμμετοχή επιχειρήσεις να πραγματοποιούν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους μέσα στην επικράτεια των ΗΠΑ. Όπως και το Outbound Investment Program (8 Αυγούστου 2023), ένα προεδρικό διάταγμα που απαγορεύει τις αμερικανικές επενδύσεις στην Κίνα (συμπεριλαμβανομένων του Χονγκ Κονγκ και του Μακάο) σε τομείς σχετικούς με τον στρατό, την παρακολούθηση και τις υπηρεσίες πληροφοριών.
Επομένως, μπορούμε να ξαναδιαβάσουμε το αφήγημα περί «μεγάλης στρατηγικής» της Κίνας, που υποτίθεται ότι αποσκοπεί στην παγκόσμια κυριαρχία, όχι ως περιγραφή της πραγματικότητας, αλλά ως απόπειρα για την αναδιαμόρφωσή της. Ο εντοπισμός απειλητικών σχεδίων σε έναν δυνητικό αντίπαλο στην πραγματικότητα μας επιτρέπει να επεξεργαζόμαστε τα δικά μας. Όπως επέτρεπε στον εαυτό του, σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 2017, ο Γκράχαμ Άλισον, μέλος του Council on Foreign Relations, τον οποίο ο πρόεδρος Μπάιντεν θεωρεί «έναν από τους πλέον οξυδερκείς παρατηρητές των διεθνών σχέσεων στον κόσμο» (22): «Ο αμερικανικός στρατός θα μπορούσε, κάτω από συνθήκες μυστικότητας, να εκπαιδεύει και να υποστηρίζει εξεγερμένους αυτονομιστές», έγραφε ο Άλισον. «Υπάρχουν ήδη ρωγμές στο κινεζικό κράτος. Μια προσπάθεια επιδέξια, αλλά εστιασμένη (…) θα μπορούσε, με την πάροδο του χρόνου, να θέσει σε κίνδυνο το καθεστώς και να ενθαρρύνει τα κινήματα ανεξαρτησίας της Ταϊβάν, του Σιντζιάνγκ, του Θιβέτ και του Χονγκ Κονγκ. Διαιρώντας την Κίνα και αφήνοντας το Πεκίνο να βυθιστεί στο τέλμα της προσπάθειας για διατήρηση της εσωτερικής σταθερότητας» (23).
Αυτή η στρατηγική υπάρχει ήδη, τουλάχιστον στα χαρτιά. Ας μην ανησυχούμε όμως: αφού είναι αμερικανική, δεν αμφισβητεί την παγκόσμια τάξη πραγμάτων.