el | fr | en | +
Accéder au menu

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ

Διεθνής διαιτησία: Μια δικαιοσύνη στην υπηρεσία των πολυεθνικών

Οι πολίτες συχνά αγνοούν ότι, χάρη στον μηχανισμό της διεθνούς διαιτησίας, οι επιχειρήσεις είναι σε θέση να χειραγωγούν τα κράτη, συχνά περιφρονώντας τις εθνικές νομοθεσίες και τα Συντάγματα. Εντούτοις, αυτό το σύστημα ιδιωτικής δικαιοσύνης, με τις αδιαφανείς πρακτικές του, προβλέπεται στις περισσότερες διμερείς επενδυτικές συμφωνίες (ΔΕΣ) που υπογράφονται υπό το πρόσχημα της διευκόλυνσης της κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

Αναλαμβάνοντας καθήκοντα σε μια περίοδο εκτίναξης των τιμών του πετρελαίου, ο πρόεδρος του Ισημερινού Ραφαέλ Κορρέα (2007-2017) επιδίωξε την αύξηση της συμμετοχής του κράτους στα υπερκέρδη του κλάδου από 50% σε 99%. Το Κοινοβούλιο τον ανάγκασε να συμβιβαστεί με ποσοστό 80%. Εξακολουθούσε όμως να παραμένει εξαιρετικά υψηλό για την πολυεθνική Perenco, που εκμεταλλεύεται τα αποθέματα πετρελαίου της χώρας. Η εταιρεία έκανε καταγγελία για «έμμεση απαλλοτρίωση» και προσέφυγε στο Διεθνές Κέντρο για τον Διακανονισμό Επενδυτικών Διαφορών (ICSID), ένα «δικαστήριο» συνδεδεμένο με την Παγκόσμια Τράπεζα και πυλώνα ιδιαίτερου κύρους στον τομέα της διαιτησίας (1). Αν και η μητρική εταιρεία της Perenco είναι καταχωρισμένη στις Μπαχάμες, γνωστό φορολογικό παράδεισο, ο όμιλος επικαλέστηκε την έδρα του στη γαλλική πρωτεύουσα προκειμένου να μπορέσει να κάνει χρήση της διμερούς επενδυτικής συνθήκης που υπογράφηκε το 1994 μεταξύ Γαλλίας και Ισημερινού. Διεκδίκησε 1,42 δισεκατομμύρια δολάρια, που ισοδυναμούσαν με το 2,27% του ΑΕΠ της λατινοαμερικανικής χώρας για το 2008.

Ο Κορρέα κατήγγειλε τον μηχανισμό και απέσυρε τον Ισημερινό από τη δικαιοδοσία του ICSID. Το άρθρο 422 του Συντάγματος που υιοθέτησε το 2008 (τηρώντας την προεκλογική υπόσχεσή του) ορίζει ότι το κράτος του Ισημερινού απαγορεύεται να εκχωρήσει «την κυρίαρχη δικαιοδοσία του σε διεθνή όργανα διαιτησίας». Επιπλέον, ξεκίνησε μια (μακρά) διαδικασία αναθεώρησης των διμερών επενδυτικών συμφωνιών, καταλήγοντας σε μια σειρά καταγγελιών, με τη συμφωνία μεταξύ Γαλλίας και Ισημερινού να παύει το 2017. Ωστόσο, σύμφωνα με μια «ρήτρα λήξης ισχύος» τοποθετημένη στην καρδιά των συμφωνιών, ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών μέσω προσφυγής σε διαιτησία (ISDS) παραμένει εφαρμοστέος για δέκα έως είκοσι έτη μετά την καταγγελία τους, εν προκειμένω δεκαπέντε έτη για τη ΔΕΣ Γαλλίας-Ισημερινού. Το 2021, η Perenco αποζημιώθηκε. Από την πλευρά του, ο συντηρητικός πρόεδρος Γκιγιέρμο Λάσο (2021-2023) επανέφερε τον Ισημερινό στη δικαιοδοσία του ICSID, το οποίο επέβαλε στη χώρα ένα πρόστιμο 400 εκατομμυρίων δολαρίων: ο Λάσο το εξόφλησε μέχρι τελευταίου σεντ.

Η προσφυγή της Perenco κατά του Ισημερινού δεν είναι παρά ένα παράδειγμα ανάμεσα στα εκατοντάδες όπου τα κράτη βλέπουν την εθνική κυριαρχία τους να καταπατάται από τα ιδιωτικά συμφέροντα. Το 2009, η σουηδική εταιρεία παροχής ηλεκτρικής ενέργειας Vattenfall απαίτησε 1,4 δισεκατομμύρια δολάρια από τη Γερμανία με την αιτιολογία ότι η πόλη του Αμβούργου κατέστησε «μη αποδοτικές» τις δραστηριότητές της, ψηφίζοντας την απαγόρευση λειτουργίας ενός σταθμού ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα που είχε μολύνει τον ποταμό Έλβα. Το 2022, η αμερικανική εταιρεία Prospera διεκδίκησε 10,8 δισεκατομμύρια δολάρια από την Ονδούρα (τα δύο τρίτα του εθνικού προϋπολογισμού της) επειδή με νομοθετική ρύθμιση ανέστειλε τη δημιουργία μιας ιδιωτικής πόλης στο νησί Ροατάν που παρέβαινε κάθε νομοθεσία. Το 2015, η Αργεντινή καταδικάστηκε στην καταβολή ποσού άνω των 400 εκατομμυρίων δολαρίων μετά τις προσφυγές πολλών εταιρειών, μεταξύ των οποίων η Suez και η Vivendi, για το πάγωμα των τιμολογίων του νερού και της ηλεκτρικής ενέργειας στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2001-2002.

Στο ICSID, ένα από τα εξήντα κέντρα διαιτησίας που έχουν αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ, ο αριθμός των προσφυγών από πολυεθνικές έχει διπλασιαστεί μέσα σε δέκα χρόνια, φθάνοντας συνολικά τις 998 από τη δημιουργία του θεσμού (2). Έως και σήμερα, 132 χώρες έχουν ανταποκριθεί σε ένα ή περισσότερα αιτήματα προσφυγής στον μηχανισμό επίλυσης διαφορών, σύμφωνα με τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD), η οποία επισημαίνει: «Δεδομένου ότι ορισμένες υποθέσεις διαιτησίας δύνανται να παραμείνουν εντελώς εμπιστευτικές, ο πραγματικός αριθμός των υποβληθεισών διαφορών ενδέχεται να είναι υψηλότερος» (3).

Διαδικασίες κεκλεισμένων των θυρών

Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα νεοσύστατα Ηνωμένα Έθνη πίστευαν ότι η ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων μεταξύ των κρατών αποτελούσε θεμελιώδη προϋπόθεση για τη διατήρηση μιας διαρκούς ειρήνης, εφόσον βέβαια θεσπίζονταν οι απαραίτητοι κανόνες. Έτσι, η lex mercatoria, ήτοι το σύνολο των κανόνων που διαμορφώθηκαν από τις συνήθειες και την εμπορική πρακτική ήδη από τη μεσαιωνική περίοδο, αντικαταστάθηκε από το σύγχρονο διεθνές εμπορικό δίκαιο, με τη δημιουργία, το 1966, της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου (UNCITRAL). Η αυξανόμενη επιρροή του ιδιωτικού τομέα σε αυτό το νέο νομικό οικοδόμημα οδήγησε στον πολλαπλασιασμό των διμερών συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου. Ποια είναι η ιδιαιτερότητά τους; Το 93% αυτών των συμφωνιών περιλαμβάνουν έναν μηχανισμό επίλυσης διαφορών μέσω προσφυγής σε διαιτησία (4). Οι υπέρμαχοι αυτού του ιδιωτικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης, απαλλαγμένου από κάθε κρατική επιρροή, θεωρούν ότι εγγυάται μια αμεροληψία για την οποία δεν είναι ικανά τα εθνικά δικαστήρια.

Οι πρώτες διμερείς επενδυτικές συμφωνίες, που υπογράφτηκαν κατά τη διάρκεια της αποαποικιοποίησης τη δεκαετία του 1960, είχαν στόχο την προστασία των επενδυτών από τις χώρες της Δύσης. Η συνέχεια της αποικιοκρατίας ήταν εξασφαλισμένη: οι χώρες του Νότου παρέμειναν έρμαια της αρπακτικής διάθεσης των πολυεθνικών. Τριάντα χρόνια αργότερα, οι συμφωνίες αυτές πολλαπλασιάστηκαν και στον Βορρά, καθώς οι συντηρητικοί αποφαίνονται, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική» στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Έτσι σηματοδοτήθηκε το ξεκίνημα ενός δεύτερου τύπου αποικιοκρατίας: της επιβολής των πολυεθνικών επί των περισσότερων χωρών του κόσμου. Οι εν λόγω συμφωνίες, πολύ βολικά, περιλαμβάνουν ένα σύνολο από λίγο-πολύ ασαφείς ρήτρες που ανοίγουν διάπλατα τον δρόμο σε πολλαπλές ερμηνείες, όπως η «απαγόρευση κάθε άμεσης ή έμμεσης απαλλοτρίωσης» ή η «δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση», όρος σύμφωνα με τον οποίο οι εθνικές νομοθεσίες δεν επιτρέπεται να υπονομεύουν τα διεθνή επενδυτικά πρότυπα. Δεν πρόκειται απλώς για τον περιορισμό των περιθωρίων ελιγμών του Νότου προς όφελος του Βορρά, αλλά για την κατάλυση της ίδιας της αρχής της εθνικής κυριαρχίας των κρατών.

Εντός αυτού του συστήματος, μόνο οι ξένοι επενδυτές μπορούν να στραφούν κατά των κρατών –το αντίθετο δεν είναι δυνατό. Όλες οι διαδικασίες διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών και συχνά διαρκούν για χρόνια. Οι καταδικαστικές αποφάσεις, κατά κύριο λόγο σε βάρος των κρατών, πληρώνονται με δημόσιο χρήμα, ενώ πολύ συχνά τα αστρονομικά ποσά που ζητούν οι πολυεθνικές ελάχιστα ανταποκρίνονται στις αρχικές επενδύσεις τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση του Νάσερ Αλ-Χαράφι κατά της Λιβύης που ξεκίνησε το 2006. Το 2013, το διαιτητικό δικαστήριο καταδίκασε τη βορειοαφρικανική χώρα σε καταβολή σχεδόν 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων στον πολυεκατομμυριούχο από το Κουβέιτ, ο οποίος είχε επενδύσει μόλις 5 εκατομμύρια δολάρια σε ένα τουριστικό έργο που δεν ξεκίνησε ποτέ. Ένα πλουσιοπάροχο «ρεφάρισμα» με πρόσχημα την αποζημίωση για μια υποτιθέμενη «απώλεια κερδών» (5).

Στην άρνηση της Τρίπολης να πληρώσει το επιδικασθέν ποσό, ο όμιλος Αλ-Χαράφι επιχείρησε –θυμίζοντας Μονόπολη σε φυσικό μέγεθος– να επιτύχει την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της Λιβύης: κεφάλαια σε λογαριασμούς της Société Générale, το κτίριο της Fnac στην περιοχή Τερν του Παρισίου, καθώς και το προεδρικό αεροσκάφος που ήταν σταθμευμένο στο Περπινιάν. Σε αυτή τη φάση, ήταν μια αποτυχία για τον επενδυτή, κυρίως λόγω του παγώματος των περισσότερων περιουσιακών στοιχείων της Λιβύης στο εξωτερικό από το 2011, αλλά και της προστασίας των κρατικών κεφαλαίων από το γαλλικό κράτος (6). Ωστόσο, το περιστατικό αποδεικνύει ότι, όταν ένα κράτος προσπαθεί να αντισταθεί, εκτίθεται σε σημαντικές διεθνείς πιέσεις. Η αγορά της διαιτησίας είναι μάλιστα τόσο προσοδοφόρα ώστε προσελκύει τους επενδυτές, καθώς γνωρίζουν τις προοπτικές αποκόμισης κέρδους που συνδέονται με αυτό το σύστημα.

Πρόκειται για μια αγορά εξίσου προσοδοφόρα και για τα μέλη των «δικαιοδοτικών οργάνων» που είναι επιφορτισμένα με την επίλυση των διαφορών. Στο ICSID, οι αποφάσεις λαμβάνονται από έναν διαιτητή, εάν συμφωνούν τα δύο μέρη, ή από τρεις διαιτητές, ο πρώτος ορισμένος από το κράτος, ο δεύτερος από την επιχείρηση και ο τρίτος, που προεδρεύει, από τους δύο πρώτους. Θεωρητικά, δεν απαιτείται κάποιο τυπικό προσόν, όμως το ICSID διευκρινίζει ότι οι διαιτητές θα πρέπει να είναι άτομα «αναγνωρισμένου κύρους σε νομικά, εμπορικά, βιομηχανικά ή οικονομικά ζητήματα» (7). Οι περισσότεροι διαιτητές είναι πρώην δικαστές, δικηγόροι του εμπορικού δικαίου που έχτισαν την καριέρα τους στον τομέα της διαιτησίας ή και διευθυντές εταιρειών. Δεν είναι απαραίτητο να κατέχουν το διεθνές δίκαιο ή να λαμβάνουν υπόψη το Σύνταγμα και τους νόμους της χώρας όπου πραγματοποιείται η επένδυση. Το παράλληλο αυτό σύστημα απονομής δικαιοσύνης εναποθέτει την τύχη των κρατών στα χέρια ανθρώπων με οικονομικά κίνητρα. Η αμοιβή τους, που δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί, εξαρτάται από την υπόθεση. Εσωτερικές πηγές μιλούν για αρκετές χιλιάδες δολάρια ημερησίως. «Δεν απολαμβάνουν καμίας κρατικής νομιμοποίησης και δεν λογοδοτούν στο κοινό. Οι αποφάσεις τους (...) δεν υπόκεινται σε έφεση», σημειώνει ένας ιστότοπος που ειδικεύεται στην ανάλυση του μηχανισμού ISDS (8).

Οι διαιτητές βρίσκονται πολύ συχνά στο επίκεντρο αδιαφανών συγκρούσεων συμφερόντων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Γκαμπριέλ Κάουφμαν-Κόλερ, διαιτήτριας στις υποθέσεις Vivendi και Suez κατά Αργεντινής. Η νομικός, παρότι είχε τοποθετηθεί ως διευθύντρια στην ελβετική τράπεζα UBS, μεγαλομέτοχο των δύο εταιρειών, έκρινε ότι δεν ήταν σημαντικό να ενημερώσει το διαιτητικό δικαστήριο για αυτή της την ιδιότητα. Η Αργεντινή προσπάθησε να αμφισβητήσει την ετυμηγορία υπέρ της Vivendi και της Suez και να καταγγείλει τη σύγκρουση συμφερόντων ενώπιον πολλών και διάφορων οργανισμών, χωρίς αποτέλεσμα. Σύμφωνα με το άρθρο 58 του καταστατικού χάρτη του ICSID, η εξαίρεση ενός διαιτητή πρέπει να εγκρίνεται όχι από κάποιο τρίτο αμερόληπτο μέρος αλλά από τα άλλα δύο μέλη του διαιτητικού δικαστηρίου, τα οποία κατά κανόνα κινούνται στους ίδιους κύκλους.

Τέτοια είναι συνήθως και η περίπτωση των πολιτικών προσώπων που υποτίθεται πως εκπροσωπούν τα συμφέροντα των κρατών. Αφού πρώτα επικύρωσε τη σύμβαση για το ICSID το 1986, ο υπουργός Εξωτερικών του Ισημερινού (μεταξύ 1984 και 1987) Έντγκαρ Τεράν είδε τη δικηγορική εταιρεία του Τεράν και Τεράν να προσλαμβάνεται το 2002 από τον όμιλο IBM για να τον εκπροσωπήσει ενώπιον του ICSID απέναντι στην ίδια του τη χώρα (9). Στο Παρίσι, η Ανιές Πανιέ Ρουνασέ, της οποίας ο πατέρας και τα ανήλικα παιδιά έχουν άμεσα συμφέροντα στην Perenco, ήταν αναπληρώτρια υπουργός Βιομηχανίας την περίοδο της καταδίκης του Ισημερινού. Στη συνέχεια, προήχθη σε υπουργό Ενεργειακής Μετάβασης, ιδιότητα την οποία διατήρησε μέχρι την 11η Ιανουαρίου 2024. Αλλά για να καθησυχαστούν οι όποιες υποψίες, ένα διάταγμα του Νοεμβρίου 2022 τής είχε απαγορεύσει να ασχολείται με υποθέσεις που αφορούσαν τη συγκεκριμένη εταιρεία…

Άρνηση της οικονομικής λεηλασίας

Σύμφωνα με τα στοιχεία της UNCTAD, από το 1987 έως το 2021, το 38% των διαφορών κατέληξαν σε αποφάσεις μη καταδικαστικές για τα κράτη (τα οποία ωστόσο δεν εξασφαλίζουν ποτέ χρηματικές αποζημιώσεις), ενώ οι επιχειρήσεις έλαβαν ευνοϊκή απόφαση στο 47% των περιπτώσεων (10). Στην πραγματικότητα, το 28% των αποφάσεων έχουν εκδοθεί υπέρ των επιχειρήσεων, ενώ το 19% αναφέρονται ως «επιλυμένες», πράγμα που σημαίνει ότι επιτεύχθηκε συμφωνία. Εν ολίγοις, η απειλή της διαιτησίας οδηγεί συχνά τα κράτη σε παραχωρήσεις ως προς τα έννομα συμφέροντά τους ή στην προκαταβολική πληρωμή προστίμων υπό το φόβο της οικονομικής λεηλασίας τους μετά το πέρας της διαιτησίας. Στην υπόθεση Vattenfall κατά Γερμανίας, η περιβαλλοντική αρχή του Αμβούργου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις απαιτήσεις της. Το υπόλοιπο 15% των υποθέσεων είτε εγκαταλείπονται είτε ολοκληρώνονται χωρίς απόφαση.

Το σύγχρονο διεθνές εμπορικό δίκαιο, το οποίο υποτίθεται ότι θα εξομάλυνε τις οικονομικές σχέσεις στον μεταπολεμικό κόσμο, κατέληξε να προωθεί μια μορφή ντάμπινγκ προς όφελος του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος δεν διακρίνεται ιδιαίτερα για τις οικολογικές, τις υγειονομικές ή τις κοινωνικές ανησυχίες του. Για τον Βρετανό δημοσιογράφο Ματ Κέναρντ (11), «αυτό δίνει στις επιχειρήσεις τα απαραίτητα εργαλεία για να αμφισβητήσουν τις δημόσιες πολιτικές, ακόμη και να αντιταχθούν σε αυτές. Το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να προτάξουν την απειλή της διαιτησίας, προκαλώντας διαρκή ανησυχία στις κυβερνήσεις και παραλύοντας την ανάπτυξη πολιτικών προς όφελος του λαού».

Πολλά κράτη προβληματίζονται σχετικά με τη σκοπιμότητα της συμμετοχής σε ένα τέτοιο σύστημα. Άλλα έχουν αποδείξει ότι μπορούν να τα καταφέρουν και χωρίς αυτό. Η Βραζιλία, η οποία δεν έχει επικυρώσει ποτέ κάποια διμερή επενδυτική συνθήκη, διαθέτει μία από τις πιο ανεπτυγμένες βιομηχανικές δομές στη Λατινική Αμερική. Με την ώθηση του αριστερού Κόμματος των Εργατών (PT, στην κυβέρνηση από το 2002 έως το 2016), η Βραζιλία απέρριψε τον μηχανισμό ISDS προκειμένου να προστατέψει την εθνική οικονομική ανάπτυξη. Αποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ότι τα κράτη μπορούν να αρνηθούν να συναινέσουν στην οικονομική αφαίμαξή τους.

Vincent Arpoulet

Υποψήφιος διδάκτορας οικονομικών

Meriem Laribi

Δημοσιογράφος
Μετάφραση: Ελίνα Βέτση

(1Βλ. Maude Barlow και Raoul Marc Jennar, «Le fléau de l’arbitrage international», όπως επίσης και Benoît Bréville και Martine Bulard, «Des tribunaux pour détrousser les États», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2016 και Ιούνιος 2014 αντίστοιχα.

(2Διεθνές Κέντρο για τον Διακανονισμό των Επενδυτικών Διαφορών (ΙCSID), https://icsid.worldbank.org.

(3«Total number of known investment treaty cases rises to 1257», Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD), 19 Απριλίου 2023.

(4Elvire Fabry και Giorgio Garbasso, «L’“ISDS” dans le TTIP. Le diable se cache dans les détails», «Policy Paper» τ. 122, Ινστιτούτο Ζακ Ντελόρ, Παρίσι-Βερολίνο, 13 Ιανουαρίου 2015.

(5Tarek Badawy, «The Al-Kharafi v. Libya award and the jurisdictional limits of Egyptian courts», African Arbitration Association, 24 Ιουλίου 2020.

(6Nessim Aït-Kacimi, «Le fonds souverain libyen échappe à la saisie de ses actifs en France», «Les Échos», Παρίσι, 30 Δεκεμβρίου 2022.

(7«ICSID Rules and Regulations», Διεθνές Κέντρο για τον Διακανονισμό των Επενδυτικών Διαφορών (ΙCSID), Απρίλιος 2006, https://icsid.worldbank.org/.

(8«Les bases», ISDS Platform, https://isds.bilaterals.org.

(9Έκθεση της Επιτροπής Πολιτών του Ισημερινού για τον ολοκληρωμένο έλεγχο των διμερών επενδυτικών συμφωνιών και του συστήματος επενδυτικής διαιτησίας (Caitisa), 2015, https://caitisa.org.

(10«Facts on investor-state arbitrations in 2021: with a special focus on tax-related ISDS cases», Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD), Ιούλιος 2022.

(11Συγγραφέας, μαζί με την Claire Provost, του Coup d’État silencieux, Εκδόσεις Critiques, Παρίσι, 2024.

Μοιραστείτε το άρθρο