Εδώ και πολλές εβδομάδες, ο κόσμος «κρέμεται» από τις συνομιλίες για τον τερματισμό του πολέμου στη Γάζα. Που χαρακτηρίζονται από αισιόδοξες ανακοινώσεις («Ποτέ δεν ήμασταν τόσο κοντά σε συμφωνία»), αλλά από απογοητευτικές καταλήξεις («Θα συναντηθούμε και πάλι την ερχόμενη εβδομάδα»). Με προκάλυμμα τις συνομιλίες που κρατούν τους παρατηρητές με κομμένη την ανάσα, η καταστροφή του θύλακα εντείνεται, όπως και οι βιαιοπραγίες των εποίκων στη Δυτική Όχθη. Ωστόσο, στα τέλη Ιουλίου, υπό την απειλή ενός περιφερειακού πολέμου, η αίσθηση του επείγοντος μεγάλωσε στην Ουάσιγκτον: οι δολοφονίες, από τη μεριά του Ισραήλ, ενός σημαντικού στρατιωτικού διοικητή της Χεζμπολάχ, του Φουάντ Σουκρ, στη Βηρυτό, και του Ισμαήλ Χανίγια, του επικεφαλής του πολιτικού γραφείου της Χαμάς στην Τεχεράνη, σήμαναν την παραβίαση όλων των «κόκκινων γραμμών». Η υπόσχεση του Ιράν και του γενικού γραμματέα τής Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα για αντίποινα ώθησαν τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, που ανησυχεί πως θα παρασυρθεί σε μια ανεξέλεγκτη περιπέτεια μεσούσης της προεκλογικής χρονιάς, να προσπαθήσει να βγει από το αδιέξοδο, προστατεύοντας παράλληλα τα συμφέροντα του Τελ Αβίβ.
Αυτή είναι η ουσία του σχεδίου του σε τρεις φάσεις. Η πρώτη περιλαμβάνει μια κατάπαυση του πυρός διάρκειας έξι εβδομάδων, την απόσυρση του Ισραήλ από όλες τις κατοικημένες ζώνες της Γάζας, την απελευθέρωση ενός αριθμού αιχμαλώτων και την απόδοση των σορών όσων έχασαν τη ζωή τους στις μάχες, με αντάλλαγμα πολλές εκατοντάδες Παλαιστίνιους κρατούμενους. Οι άμαχοι κάτοικοι της Γάζας θα μπορούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, ακόμα και στο βόρειο τμήμα του θύλακα. Η ανθρωπιστική βοήθεια θα αυξανόταν σημαντικά. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Ισραήλ και η Χαμάς θα διαπραγματεύονταν τις απαραίτητες συμφωνίες για την προετοιμασία του οριστικού τερματισμού των μαχών. Η δεύτερη φάση περιλαμβάνει την απελευθέρωση όλων των ομήρων, συμπεριλαμβανομένων και των στρατιωτών, και την ολοκληρωτική απόσυρση των ισραηλινών δυνάμεων από τον θύλακα. Θα καταλήγει στη «μόνιμη παύση των εχθροπραξιών». Τέλος, κατά το τρίτο στάδιο, θα καθοριζόταν ένα γιγάντιο σχέδιο ανοικοδόμησης των παλαιστινιακών εδαφών.
Δύο στοιχεία είχαν αποσπάσει μετά κόπων και βασάνων την υποστήριξη της Χαμάς σε αυτό το σχέδιο –η οριστική παύση του πολέμου και η πλήρης απόσυρση του ισραηλινού στρατού από τη Γάζα– προτού το Ισραήλ ορίσει νέες απαιτήσεις, που έγιναν δεκτές από τις ΗΠΑ. Αφενός, τη διατήρηση του ελέγχου του στον «Διάδρομο της Φιλαδέλφειας», μιας λωρίδας 14 χιλιομέτρων κατά μήκος των συνόρων με την Αίγυπτο, και στον «Διάδρομο Νετζαρίμ», που κόβει τη Γάζα σε δύο τμήματα, το βόρειο και το νότιο, προκειμένου να «επιβλέπει» την επιστροφή των Παλαιστινίων στον τόπο τους. Αφετέρου, η δέσμευση για μόνιμη κατάπαυση του πυρός να είναι αρκούντως ασαφής, ώστε οι μάχες να μπορούν να ξεκινούν εκ νέου όποτε θα το αποφασίζει το Τελ-Αβίβ.
Διότι ο Βενιαμίν Νετανιάχου θέλει να συνεχίσει τον πόλεμο –και όχι μόνο στη Γάζα. Από τα μέσα του Αυγούστου έχει αυξήσει τα χτυπήματα εναντίον του Λιβάνου. Μια επιδρομή σε αποθήκη στην πόλη Ναμπατίγια τη νύχτα της 16ης Αυγούστου, η πιο δολοφονική μετά την έναρξη της σύγκρουσης, προκάλεσε δέκα νεκρούς, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και μια εξαμελής οικογένεια Σύριων, ενώ ήταν σε πλήρη εξέλιξη διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός. Ελπίζει πως με αυτόν τον τρόπο θα ωθήσει τη Χεζμπολάχ σε μια κλιμάκωση εκτός ελέγχου. Εντούτοις, όλα τα μηνύματα που έρχονται από την Τεχεράνη διαβεβαιώνουν ότι ο «άξονας της αντίστασης» δεν θέλει περιφερειακή σύγκρουση. Από την άλλη πλευρά, όπως σημειώνει ο δημοσιογράφος Ναχούμ Μπαρνέα στην εφημερίδα Γιεντιότ Αχαρονότ, ο στόχος του πρωθυπουργού «είναι να παρασύρει την αμερικανική κυβέρνηση σε έναν πόλεμο κατά του Ιράν, κάτι που προσπαθεί να πετύχει από το 2010. Είναι η αποστολή της ζωής του, που θα μπορέσει να του εξασφαλίσει τη θέση του στην Ιστορία –και την “ολοκληρωτική νίκη του”» (1).
Για την ώρα, ο Νετανιάχου έχει κερδίσει τη θέση του στην Ιστορία αναλαμβάνοντας την ευθύνη για έναν από τους πιο φονικούς πολέμους του 21ου αιώνα. Τη στιγμή που ξεπεράστηκε ο αριθμός των 40.000 νεκρών στη Γάζα (κανείς πλέον δεν τον αμφισβητεί, εκτός εάν θέλει να πει ότι είναι υποτιμημένος), δηλαδή το 2% του συνολικού πληθυσμού, η ισραηλινή εφημερίδα Χααρέτζ (2) δημοσίευσε μια συγκριτική μελέτη διάφορων πρόσφατων συγκρούσεων. Ο πόλεμος στη Συρία, μέσα σε δεκατρία χρόνια (2011-2024), είχε ως αποτέλεσμα 400.000 νεκρούς, δηλαδή το 2% των κατοίκων της, ενώ ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία (1991-2001) προκάλεσε 100.000 θανάτους μέσα σε δέκα χρόνια, δηλαδή το 0,5% του πληθυσμού. Έτσι, σύμφωνα με τον καθηγητή Μάικλ Σπέιγκατ, από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, ο οποίος ερωτήθηκε από την ισραηλινή εφημερίδα, η σύγκρουση στη Γάζα συγκαταλέγεται στις πέντε πιο φονικές από την αρχή του αιώνα. Όμως, «εάν λάβουμε υπόψη τη διάρκεια (…), η περίπτωση της Γάζας μπορεί να είναι άνευ προηγουμένου».
«Κατά μέσο όρο, υπήρχαν 4.000 νεκροί ανά μήνα. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου του πολέμου στην Ουκρανία, ο αριθμός των νεκρών έφτασε τους 7.736 τον μήνα [στρατιωτικοί, στη μεγάλη πλειοψηφία τους], ενώ κατά την πιο αιματηρή χρονιά του πολέμου στο Ιράκ, το 2015, ο αριθμός αυτός ήταν περίπου 1.370 τον μήνα. Σ’ αυτές τις δύο περιπτώσεις, ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που σκοτώθηκαν ήταν πολύ υψηλότερος [απ’ ό,τι σήμερα στη Γάζα], ωστόσο αυτές οι δύο συγκρούσεις διήρκεσαν, και ακόμη διαρκούν, επί πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.» Επίσης, οι μάχες διεξάγονται σε μια πολύ μικρή εδαφική περιοχή, μόλις 360 τετραγωνικών χιλιομέτρων (έναντι 600.000 για την Ουκρανία), χωρίς να υπάρχει πρακτικά καμία δυνατότητα να βρουν καταφύγιο οι άμαχοι, κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί.
Το επίπεδο των καταστροφών είναι επίσης πρωτοφανές. Αρκετοί πολιτικοί ηγέτες συνέκριναν τη μοίρα της Γάζας με εκείνη των γερμανικών πόλεων που βομβαρδίστηκαν από τους Συμμάχους κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταξύ αυτών είναι και ο Ζοζέπ Μπορέλ, ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, μιλώντας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 24 του περασμένου Απριλίου. Αλλά ο ισραηλινός στρατός τα πήγε, ας πούμε, «καλύτερα». Σύμφωνα με μια ιστοσελίδα η οποία χρησιμοποιεί τα δεδομένα που παρείχε ο αμερικανικός στρατός κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, «το 9,4% του κτιριακού αποθέματος της Ανατολικής Γερμανίας και το 18,5% του κτιριακού αποθέματος της Δυτικής Γερμανίας καταστράφηκαν. (…) [Ο] μέσος όρος για το σύνολο της χώρας κυμαίνεται μεταξύ 15 και 20%» (3). Στη Γάζα, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, στις 29 Φεβρουαρίου 2024 το ποσοστό αυτό ξεπερνούσε το 35% (4) ύστερα από μόνο πέντε μήνες μαχών. Μια μελέτη που επικαλέστηκε το BBC στα τέλη Ιανουαρίου το τοποθετούσε πολύ ψηλότερα, μεταξύ 50 και 61% (5). Η πρωτοφανής έκταση των καταστροφών, που χαρακτηρίστηκε «αστυκτονία» από τον ΟΗΕ, επιβεβαιώνει ότι η πρόθεση του Ισραήλ είναι να καταστήσει τη Λωρίδα της Γάζας μη κατοικήσιμη, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, μέσω της καταστροφής των υποδομών (δρόμοι, σχολεία, νοσοκομεία, σύστημα ηλεκτροδότησης κ.λπ.) και να προκαλέσει, τη στιγμή που θα το θελήσει, μια νέα μαζική έξοδο των Παλαιστινίων. Κάτι που, από τις 7 Οκτωβρίου, είναι ο κεντρικός στόχος της στρατιωτικής επιχείρησης κατά του θύλακα.
Όπως και σε όλους τους αποικιακούς πολέμους, οι ισραηλινές δυνάμεις καταρτίζουν εντυπωσιακούς απολογισμούς νεκρών μαχητών της Χαμάς, αποδεκατισμένων μονάδων και εξουδετερωμένων διοικητών: ένα κλασικό μοτίβο, που γνωρίσαμε στην Αλγερία και στο Βιετνάμ, με την τάση κάθε νεκρός να υπολογίζεται ως μαχητής και τις επιτυχίες της τακτικής να μετατρέπονται σε στρατηγική νίκη. Εάν τον εξετάσουμε καλύτερα, ο απολογισμός δεν είναι τόσο απόλυτος, παρά το γεγονός ότι ο στρατιωτικός μηχανισμός της Χαμάς, που αντιμετωπίζει τον ισχυρότερο στρατό της περιοχής –και όχι τον πιο ηθικό–, έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα.
Σύμφωνα με μια έρευνα του αμερικανικού καναλιού CNN της 1ης Ιουλίου, μόνο τρεις από τις είκοσι τέσσερις ταξιαρχίες της Χαμάς είχαν εξαρθρωθεί πλήρως, οκτώ ήταν σε θέση να συνεχίσουν τη δράση τους και δεκατρείς, αν και αποδυναμωμένες, διέθεταν ακόμη τα μέσα για να διεξάγουν επιθέσεις αντάρτικου τύπου (6). Οι ικανότητες ανασυγκρότησης των δυνάμεών τους βασίζονται στη στρατολόγηση νέων μαχητών, «χιλιάδων», σύμφωνα με έναν ερωτηθέντα Ισραηλινό στρατιωτικό. Ένα άρθρο των New York Times (7) σημειώνει ότι, σύμφωνα με υπεύθυνους των υπηρεσιών πληροφοριών του Ισραήλ, «η Χαμάς κατάφερε να κατασκευάσει μεγάλο αριθμό των ρουκετών και των αντιαρματικών όπλων της από τις χιλιάδες πυρομαχικά που δεν εξερράγησαν όταν τα εκτόξευσε το Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας». Υπό αυτές τις συνθήκες, ο ισραηλινός στρατός είναι αναγκασμένος να επαναλαμβάνει τον «καθαρισμό» –δύο, τρεις, τέσσερις φορές– στις ζώνες που ισχυριζόταν ότι έχει «εκκαθαρίσει».
Ο Ρόμπερτ Α. Πέιπ, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, σε ένα άρθρο στο έγκριτο αμερικανικό περιοδικό Foreign Affairs με τον αποκαλυπτικό τίτλο «Η Χαμάς αυτή τη στιγμή κερδίζει» (8), αμφισβητεί συνολικά την οπτική του Ισραήλ. Μολονότι σκοτώθηκαν περίπου 10.000 μαχητές της Χαμάς (η οργάνωση ισχυρίζεται ότι έχει χάσει μόνο 6.000), της απομένουν ακόμα 15.000 και διαθέτει μια ικανότητα στρατολόγησης στηριγμένη στον δεσμό της με την παλαιστινιακή κοινότητα. «Η ισχύς μιας ομάδας μαχητών δεν προέρχεται από τους υλικούς παράγοντες που χρησιμοποιούν οι αναλυτές για να υπολογίσουν τη δύναμη των κρατών (…). Η βασικότερη πηγή ισχύος της Χαμάς –και άλλων μη κρατικών οργανώσεων που συνήθως αποκαλούνται “τρομοκρατικές” ή “αντάρτικες” ομάδες– είναι μάλλον η ικανότητά της να προσελκύει νέες γενιές μαχητών πρόθυμων να πεθάνουν για τον σκοπό της. Και αυτή η ικανότητα στρατολόγησης βασίζεται σε έναν και μοναδικό παράγοντα: το εύρος και την ένταση της υποστήριξης που δέχεται μια ομάδα από την κοινότητά της.»
Και η υποστήριξη αυτή αποτελεί κεκτημένο της Χαμάς, παρά τον εκτεταμένο αριθμό νεκρών αμάχων και την έκταση των καταστροφών στη Γάζα. Η μεγάλη πλειοψηφία των Παλαιστινίων συνεχίζει να την υποστηρίζει, όχι επειδή είναι «ισλαμιστική», αλλά επειδή αντιπροσωπεύει τη δύναμη που έσπασε τα δεσμά της αμνησίας γύρω από το «παλαιστινιακό ζήτημα», το οποίο από τις 7 Οκτωβρίου του 2023 έχει επανέλθει στο κέντρο των διπλωματικών ανησυχιών.
Αν και η Χαμάς έχει συμφωνήσει καταρχήν για τον σχηματισμό μιας αρχής ή μιας κυβέρνησης τεχνικού χαρακτήρα, καθώς και να αποσυρθεί από την καθημερινή διαχείριση του θύλακα –στην οποία δεν είχε διαπρέψει (ακόμα και εάν χρειαστεί να λάβουμε υπόψη τον αποκλεισμό)– θα εξακολουθήσει να επηρεάζει τις επιλογές των Παλαιστινίων, στη Γάζα και αλλού. Μια προοπτική που δύσκολα θα αποδεχθεί ο Νετανιάχου, ο οποίος έχει σκοπό να οδηγήσει τη Χαμάς στη συνέχιση των προσπαθειών της να παρασύρει τον Αμερικανό σύμμαχό του σε μια καταστροφή διαστάσεων Αποκάλυψης στην περιοχή. Μετά από εκείνον, το χάος!
Ο πόλεμος εναντίον της Γάζας είναι πλέον ο πιο μακροχρόνιος στην ιστορία του Ισραήλ, πιο μακροχρόνιος από εκείνον που είχε διεξαγάγει το νεοσύστατο κράτος κατά των Αράβων γειτόνων του την επομένη της διακήρυξης της ανεξαρτησίας του, στις 14 Μαΐου 1948. Τρία τέταρτα του αιώνα αργότερα, παρά τη στρατιωτική ισχύ του, παρά την άνευ όρων προστασία των ΗΠΑ και την ισχυρή υποστήριξη των Ευρωπαίων, και πρωτίστως της Γαλλίας, το Ισραήλ θα βγει από αυτή τη σύγκρουση πιο απομονωμένο στη διεθνή σκηνή, πιο διχασμένο εσωτερικά, πιο αβέβαιο για το μέλλον του. Όταν τα κανόνια θα έχουν σιγήσει, θα συνεχίσει να έχει απέναντί του τα 7 εκατομμύρια Παλαιστίνιους που ζουν στην ιστορική επικράτεια της Παλαιστίνης και που θα συνεχίσουν να ανθίστανται στην ξένη κατοχή και στο καθεστώς του απαρτχάιντ που τους έχει επιβληθεί.