Η Αριστερά; Ποια Αριστερά; Στη Γερμανία, από φέτος τον Ιανουάριο, ένα κόμμα προτείνει μια απάντηση στο παλιό αυτό ερώτημα: πρόκειται για τη Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ για τη Λογική και τη Δικαιοσύνη (Bundnis Sahra Wagenknecht, BSW). Το πρώην ηγετικό στέλεχος του κόμματος Die Linke (Η Αριστερά) τελικά έλυσε μέσω της διάσπασης την κρίση πολιτικού προσανατολισμού που δηλητηρίαζε το κόμμα εδώ και χρόνια (1). Το νέο κόμμα μειώνει την κοινοβουλευτική δύναμη του Die Linke κατά 10 βουλευτές και μονοπωλεί τις συζητήσεις. Η Βάγκενκνεχτ, παλαιά κομμουνίστρια, λαμπρή διανοούμενη και πολύ δημοφιλής στην Ανατολική Γερμανία όπου γεννήθηκε, μπορεί πλέον να δώσει σάρκα και οστά στην πολιτική γραμμή της. Πρόκειται για τη γραμμή της «συντηρητικής Αριστεράς», η οποία κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση από ό,τι το εκλογικό ακροατήριο των προοδευτικών πτυχιούχων των αστικών κέντρων που ψηφίζουν Πράσινους: αριστερή στα κοινωνικά ζητήματα, συντηρητική στα κοινωνικοπολιτιστικά θέματα και στο μεταναστευτικό, υπέρμαχος ενός είδους ενισχυμένης εθνικής κυριαρχίας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επικριτική απέναντι στο ΝΑΤΟ και στον πρόσφατο φιλοπόλεμο προσανατολισμό της Γερμανίας, αδιάλλακτη στο ζήτημα της υπεράσπισης της ελευθερίας έκφρασης. Πρόκειται για πολιτικό σχέδιο που θα υλοποιηθεί από ένα «γνήσιο λαϊκό κόμμα», ικανό, όπως ελπίζει η Βάγκενκνεχτ, «να απευθυνθεί στη μεγάλη πλειοψηφία» (2) και να αποσπάσει από την ακροδεξιά τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης.
Μόλις ιδρύθηκε, και ενώ το ακρωνύμιο BSW ακόμη παρέμενε μυστήριο για αρκετούς ψηφοφόρους, το κόμμα της Βάγκενκνεχτ έλαβε ποσοστό 6,2% (2,5 εκατομμύρια ψήφους) και 6 έδρες στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024, καταφέρνοντας μάλιστα να ξεπεράσει τους Φιλελεύθερους (FDP, 5,2%) και να συντρίψει το Die Linke (2,7%). Στα ομόσπονδα κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας, το BSW κατέλαβε την τρίτη θέση, συγκεντρώνοντας ποσοστά μεταξύ 12% και 16%, πίσω από το ακροδεξιό μόρφωμα Alternative fur Deutschland (AfD) και τη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU). Σύμφωνα με τις μετεκλογικές έρευνες, η πλειονότητα των υποστηρικτών του BSW είναι πρώην ψηφοφόροι προοδευτικών και αριστερών κομμάτων (από το SPD 580.000, από το Die Linke 470.000), των Πρασίνων (150.000), καθώς και ψηφοφόροι που παλαιότερα απείχαν (140.000). Αλλά το ένα πέμπτο των ψηφοφόρων του BSW προέρχεται από τη Δεξιά (από το CDU 260.000, από το FDP 230.000), ενώ 160.000 ψηφοφόρους απέσπασε από το AfD (3). Από την πολιτική σύνθεση των ψηφοφόρων του BSW προκύπτουν τρία συμπεράσματα. Καταρχάς, οι περισσότεροι το αναγνωρίζουν ως αριστερό κόμμα. Κατά δεύτερον, το στοίχημα της απόσπασης ψήφων από την ακροδεξιά δεν χάθηκε –ούτε όμως και κερδήθηκε. Τέλος, η εισροή ψήφων από το Κέντρο και τη Δεξιά μοιάζει να δικαιώνει το εγχείρημα της Βάγκενκνεχτ για τη συγκρότηση ενός κοινωνικού μπλοκ όπου τα λαϊκά στρώματα θα συμμαχούν όχι με τα προοδευτικά στρώματα των πόλεων, αλλά με τα ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜκΜΕ).
Για να αντιμετωπίσει την υποταγή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στον νεοφιλελευθερισμό και την ενίσχυση της εθνικιστικής Δεξιάς, η Αριστερά στις χώρες του δυτικού κόσμου αμφιταλαντεύεται εδώ και σχεδόν 20 χρόνια ανάμεσα σε δύο στρατηγικές. Η πρώτη στρατηγική συνίσταται στην ανασυγκρότηση της παραδοσιακής συμμαχίας μεταξύ των εργατικών στρωμάτων που πλέον ζουν μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα και των καλλιεργημένων μικροαστικών στρωμάτων. Το Die Linke, μια συγκόλληση των κομμουνιστικών υπολειμμάτων της Ανατολικής Γερμανίας και των κοινωνικών κινημάτων της Δυτικής Γερμανίας, ιδρύθηκε το 2007 με βάση το συγκεκριμένο μοντέλο για να αντιμετωπίσει τη δεξιά στροφή του SPD. Όμως, στο μέτρο που το κόμμα επέλεγε να εξελιχθεί σε πρωτοπορία στα κοινωνικοπολιτιστικά και οικολογικά ζητήματα, έχανε λαϊκές ψήφους. Όταν το 2009 ο Ζαν-Λικ Μελανσόν δημιούργησε στη Γαλλία το Κόμμα της Αριστεράς (PG), έκανε ρητή αναφορά στο Die Linke και προσκάλεσε έναν από τους πρωτεργάτες του, τον Όσκαρ Λαφοντέν, στο ιδρυτικό συνέδριο του PG. Σε άλλες χώρες, ένας παρόμοιος προσανατολισμός έμοιαζε να κερδίζει έδαφος την ώρα που εξαπλωνόταν το κύμα του σοκ της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Με την υποστήριξη των συνδικάτων και των ριζοσπαστικοποιημένων φοιτητών, ο Τζέρεμι Κόρμπιν εκλέχθηκε αρχηγός του βρετανικού Εργατικού Κόμματος το 2015. Σχεδόν την ίδια στιγμή στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ συνέτριβε τους σοσιαλιστές και ενοποιούσε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα τους τσακισμένους από τη λιτότητα εργαζόμενους και τα πολιτικοποιημένα στρώματα των πτυχιούχων. Την επόμενη χρονιά, ο Μπέρνι Σάντερς αναστάτωνε τη δυναστεία Κλίντον στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ωστόσο, η συγκεκριμένη στρατηγική προσκρούει σε μια σημαντική δυσκολία: οι μισθολογικοί, μορφωτικοί, οικονομικοί και γεωγραφικοί διαχωρισμοί έχουν φέρει τα λαϊκά στρώματα (εργάτες και υπαλλήλους) και τα μικροαστικά στρώματα των πόλεων στους δύο πιο απομακρυσμένους πόλους της ιδεολογικο-πολιτικής σκακιέρας (4). «Βολεμένοι κουλτουριάρηδες που μας κάνουν και μάθημα» εναντίον «αξιοθρήνητων ρατσιστών», καθεμία από τις δύο κοινωνικές ομαδοποιήσεις λειτουργεί απωθητικά για την άλλη, σε σημείο που η συγκρότηση ενός κοινού μετώπου να καθίσταται σχεδόν αδύνατη.
Μια άλλη στρατηγική, που εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 2000, στον απόηχο της επικράτησης του Μπαράκ Ομπάμα, εκκινεί από την παραδοχή ότι «η εργατική τάξη δεν αποτελεί πια την καρδιά της αριστερής ψήφου» (5). Το ζήτημα πλέον είναι να συνενωθούν, πέρα από τις κοινωνικοοικονομικές ή γεωγραφικές αποκλίσεις τους, μειονότητες, προοδευτικοί, οικολόγοι και νέοι. Η προσέγγιση αυτή, που υιοθετήθηκε από τους Πράσινους σε Γαλλία και Γερμανία, όπως και από το Die Linke, θα προκαλέσει την κριτική από την πλευρά της Ανυπότακτης Γαλλίας (La France Insoumise), η οποία, κατά παράδοξο τρόπο, ακολουθεί παραπλήσια πορεία. Ο ηγέτης της Ζαν-Λικ Μελανσόν αναγνώρισε «ένα νέο ιστορικό υποκείμενο»: «αυτή τη μάζα του αστικοποιημένου πληθυσμού, που ζει σε δίκτυο», η οποία θα συμπαρέτασσε απέναντι στην ολιγαρχία φοιτητές, εκπαιδευτικούς, προοδευτικά στελέχη επιχειρήσεων των μεγάλων αστικών κέντρων και εργάτες των προαστίων, συχνά με μετα-αποικιοκρατικό μεταναστευτικό υπόβαθρο (6). Ο Μελανσόν θεωρεί ότι η προσπάθεια επανακατάκτησης των εργατικών στρωμάτων των περιαστικών περιοχών, όπου η ακροδεξιά βελτιώνει τα ποσοστά της, θα αποτελούσε μια αυταπάτη: «Προτεραιότητά τους είναι ο ρατσισμός», δηλώνει (7). Με κίνδυνο να γλιστρήσει προς μια μεταφυσική θεώρηση: οι πολιτικές ταυτότητες, που συνήθως διαμορφώνονται από τις συνθήκες ζωής και την πολιτική δράση, στην περίπτωση των ψηφοφόρων ενός ξενοφοβικού κόμματος ξαφνικά θεωρούνται οριστικά παγιωμένες.
Στη μία περίπτωση, λαϊκά στρώματα που ζουν πλέον εκτός των μητροπόλεων και μικροαστικά στρώματα των πόλεων (η «ιστορική» συμμαχία της Αριστεράς), στην άλλη λαϊκά στρώματα των προαστίων, συχνά απόγονοι μεταναστών, και ριζοσπαστικοποιημένοι νέοι διανοούμενοι (η «νέα συμμαχία»): και οι δύο στρατηγικές προϋποθέτουν την προσέλκυση των καλλιεργημένων κοινωνικών στρωμάτων. Η Βάγκενκνεχτ, αντίθετα, επιδιώκει να πάρει τις αποστάσεις της από αυτά. Το βιβλίο της Die Selbstgerechten («Οι ορθά σκεπτόμενοι»), που κυκλοφόρησε το 2021 και έγινε ανάρπαστο, ξεκινά με μια βιτριολική κριτική του «αριστερού φιλελευθερισμού», ο οποίος «έχει ως κοινωνική βάση τα εύπορα, μορφωμένα μεσοστρώματα των μεγάλων πόλεων». Αυτή η φιλοευρωπαϊκή και κοσμοπολίτικη «λάιφσταϊλ Αριστερά», ηθικοπλαστική, αλαζονική, γεμάτη περιφρόνηση για τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης που δεν έχουν αφομοιώσει τους πολιτιστικούς και γλωσσικούς κώδικες της μόδας, εκθειάζει τις ιδιαιτερότητες και περιφρονεί τις «κοινές αξίες». Και συμβολίζει τον συνδυασμό της ένταξης στην κυρίαρχη οικονομική τάξη πραγμάτων με τις κοινωνικοπολιτιστικές διεκδικήσεις, τον οποίο η Αμερικανίδα φιλόσοφος Νάνσι Φρέιζερ όριζε ως «προοδευτικό νεοφιλελευθερισμό». «Τα περισσότερα κόμματα της Αριστεράς είναι κόμματα πανεπιστημιακών, τους οποίους έχουν εκλέξει κάτοικοι αστικών κέντρων με υψηλό επίπεδο μόρφωσης και κοινωνικής προστασίας», εκτιμά η Βάγκενκνεχτ, παραπέμποντας στο βιβλίο Κεφάλαιο και ιδεολογία του Γάλλου οικονομολόγου Τομά Πικετί.
Το BSW, ως λαϊκό κόμμα, επιδιώκει να συγκροτήσει συμμαχία με τον άλλο πόλο των μεσαίων τάξεων, δηλαδή τους τεχνικούς, τους μηχανικούς, τους τεχνίτες και τους ανεξάρτητους παραγωγούς του Mittelstand, ενός γερμανικού όρου που περιγράφει τόσο τα μεσαία στρώματα όσο και το δίκτυο οικογενειακών επιχειρήσεων που τροφοδοτούν τον βιομηχανικό παραγωγικό ιστό της Ρηνανίας με εργαλειομηχανές και ρομπότ υψηλής τεχνολογίας. Η Βάγκεκνεχτ διακρίνει μια αναλογία μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων που έχουν πέσει θύματα της παγκοσμιοποίησης και των μεσαίων στρωμάτων των ΜκΜΕ που στραγγαλίζονται από τους κερδοσκόπους: τα μεσοστρώματα αυτά «υποφέρουν από την οικονομική ανασφάλεια εξίσου με τις λαϊκές τάξεις. Υφίστανται την πίεση των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων, των τραπεζών, των γιγάντων της ψηφιακής τεχνολογίας. Δεινοπαθούν εξαιτίας μιας πολιτικής που διαμορφώνεται από αυτά τα ισχυρά λόμπι». Η ιδρύτρια του BSW παραδέχεται χωρίς δυσκολία ότι «μια τέτοια συμμαχία δεν στερείται αντιφάσεων», καθώς η μία συνιστώσα της εκμεταλλεύεται την εργασία της άλλης. Όμως, ένα τέτοιο μπλοκ θα ευνοείτο από το κύρος που διαθέτει το Mittelstand και πέρα από τη Ρηνανία και θα επικεντρωνόταν στη μάχη απέναντι σε έναν κοινό αντίπαλο: τους μεγάλους χρηματοπιστωτικούς ομίλους, το ολιγοπώλιο που βασιλεύει στην ψηφιακή βιομηχανία, τους υπερεθνικούς θεσμούς που ενθαρρύνουν την απορρύθμιση των αγορών, με δύο λόγια τον «καπιταλισμό BlackRock» –με τον όρο να έχει επιλεγεί με τέτοιον τρόπο ώστε να παραπέμπει στον Φρίντριχ Μερτς, πρόεδρο του CDU και επικρατέστερο συντηρητικό υποψήφιο για την καγκελαρία, ο οποίος διετέλεσε και πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της γερμανικής θυγατρικής του περιβόητου επενδυτικού ταμείου BlackRock.
Το οικονομικό πρόγραμμα του BSW προκύπτει ως λογική συνεπαγωγή: μια κοινωνική πολιτική που αντλεί από το κλασικό ρεπερτόριο των προτάσεων της Αριστεράς, όπως η ενίσχυση των συνδικάτων, η δραστική αναδιανομή μέσω της φορολογίας, οι επενδύσεις στις δημόσιες υπηρεσίες και υποδομές, η καταπολέμηση της φτώχειας κ.τ.λ. Τα ζητήματα που απασχολούν τις ΜκΜΕ αποτυπώνονται στη στήριξη προς το οικογενειακό επιχειρηματικό κεφάλαιο απέναντι στον κόσμο της χρηματοπιστωτικής αγοράς, στη μάχη εναντίον των μονοπωλίων, στην υποστήριξη της τεχνολογικής καινοτομίας. Αποτυπώνονται όμως και στην επιλογή των ηγετικών στελεχών του κόμματος: η Αμίρα Μοχάμεντ Άλι, βουλευτής και συμπρόεδρος του BSW, ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της ως νομική σύμβουλος σε εταιρεία υπεργολαβιών της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Παρ’ όλο που η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής δεν βρίσκεται πια στην ημερήσια διάταξη, η Βάγκενκνεχτ οραματίζεται τρεις διαφοροποιημένες μορφές ιδιοκτησίας: (α) ιδιωτικές οντότητες με σκοπό το κέρδος για τις ΜκΜΕ στους κλάδους όπου ο ανταγωνισμός λειτουργεί, (β) ιδιωτικές οντότητες, αλλά χωρίς συμμετοχή εξωτερικών επενδυτών στο κεφάλαιο και με συνδιαχείριση με τους εργαζομένους για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις και (γ) οντότητες δημοσίου συμφέροντος προστατευμένες από την αγορά για τις βασικές υπηρεσίες και υποδομές (8). Με αυτόν τον τρόπο, το BSW επικαιροποιεί τη στρατηγική της «αντιμονοπωλιακής συμμαχίας», δηλαδή ενός είδους συμμαχίας μεταξύ των εργαζομένων και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων εναντίον του μεγάλου κεφαλαίου, την οποία είχαν ακολουθήσει ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης μετά το 1968.
Η ευτυχισμένη αποπαγκοσμιοποίηση
Στο πλαίσιο μιας κοινωνίας όπου, πλέον, οι ταυτοτικές και πολιτιστικές αναφορές διαμορφώνουν τις πολιτικές ταυτότητες περισσότερο από ό,τι η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, το BSW προσπαθεί να «αποκρυπτογραφήσει» τις πρώτες για να αναδειχθεί η δεύτερη. «Είμαι πεπεισμένη ότι ένα μέρος των πολιτιστικών αντιπαραθέσεων στην πραγματικότητα είναι κοινωνικές αντιπαραθέσεις», μας εξηγεί η Βάγκενκνεχτ. «Και ότι οι πολιτιστικές ταυτότητες κρύβουν και κοινωνικές ταυτότητες.» Οι θέσεις του κόμματος απέναντι στην οικολογία αποτυπώνουν τη συγκεκριμένη προσέγγιση.
Έτσι, οι υποδειγματικές ατομικές συμπεριφορές σε ζητήματα μετακινήσεων, διατροφής και θέρμανσης που πρεσβεύουν οι Πράσινοι μέσα σε μια συγκυρία εκτίναξης των τιμών της ενέργειας αντιστοιχούν σε έναν «προνομιούχο τρόπο ζωής» έξω από τις δυνατότητες των εισοδηματικά ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων των περιαστικών περιοχών, τα οποία αισθάνονται ότι τα περιφρονούν και αντιδρούν με απέχθεια. «Πρόκειται λοιπόν για μια κατάσταση κοινωνικής σύγκρουσης που εκφράζεται πολιτιστικά.» Από εδώ και πέρα, θα πρέπει «να βεβαιωθούμε ότι το κόστος της προβλεπόμενης μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου δεν θα βαρύνει τους ανθρώπους με χαμηλά εισοδήματα, οι οποίοι ήδη δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα» (9). Πολύ περισσότερο όταν η μετάβαση προς τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και η απειλή κατακερματισμού της παγκόσμιας οικονομίας προκαλούν έντονους φόβους κοινωνικού υποβιβασμού στον πληθυσμό μιας χώρας που εξαρτάται από τις εξαγωγές οχημάτων συμβατικής τεχνολογίας στην Ασία. Αντί για την απαγόρευση του ντίζελ, το BSW ζητά μια πιο πολιτική διαχείριση της οικολογίας, με τομείς-κλειδιά, όπως η ενέργεια, να επανέρχονται σε δημόσιο έλεγχο, αλλά και με την «αποπαγκοσμιοποίηση» της γερμανικής οικονομίας: «Το ζήτημα δεν είναι να καταναλώνουμε διαφορετικά, αλλά πρώτα από όλα να παράγουμε διαφορετικά: η οικονομία μας πρέπει να γίνει πιο περιφερειακή, λιγότερο τοξική, να σέβεται περισσότερο τους φυσικούς πόρους». Οι τεχνολογικές καινοτομίες των επιχειρήσεων του Mittelstand να είναι καλά...
Μπορεί η προστασία του περιβάλλοντος να μην συγκαταλέγεται στις προτεραιότητες του BSW, το ακριβώς αντίθετο όμως συμβαίνει με το μεταναστευτικό. Από το 2015, η Βάγκενκνεχτ εξέφραζε τη διαφωνία της με την υποδοχή ενός εκατομμυρίου μεταναστών που είχε αποφασίσει η τότε καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ. Στο εσωτερικό του Die Linke, ενός κόμματος που υποστηρίζει το πλήρες άνοιγμα των συνόρων, η θέση της Βάγκενκνεχτ είχε προκαλέσει έντονες αποδοκιμασίες. Στα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα, ο λαϊκός ενθουσιασμός για τη διευκόλυνση της κοινωνικής ένταξης των μεταναστών στη Γερμανία έδωσε τη θέση του σε έναν αγχώδη δημόσιο διάλογο, όπου αναμειγνύονται ο φόβος ισλαμιστικών επιθέσεων, η δημογραφική γήρανση, η κατακόρυφη άνοδος της ακροδεξιάς και η άφιξη ενός εκατομμυρίου Ουκρανών από το 2022. Το BSW πρεσβεύει μια περιοριστική μεταναστευτική πολιτική και φροντίζει να επαναδιατυπώνει το συγκεκριμένο διακύβευμα ως κοινωνικό ζήτημα. Το πρόγραμμα του κόμματος, με σύνεση, επιμένει στην «απόρριψη των ρατσιστικών ιδεολογιών», στο «δικαίωμα ασύλου για κάθε πρόσωπο που διώκεται πολιτικά στη χώρα του» και «στον πλούτο που μπορεί να εισφέρει η μετανάστευση και η συνύπαρξη των πολιτισμών» (10). Όμως, για τη Ζάρα Βάγκενκνεχτ, οι μεταναστευτικές ροές των τελευταίων χρόνων έχουν επιδεινώσει το στεγαστικό πρόβλημα, την υπερφόρτωση των κοινωνικών υπηρεσιών και την κρίση του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς η κυβέρνηση αρνήθηκε να αυξήσει τη δυναμικότητά τους. «Σε όλους τους τομείς, οι δημόσιοι θεσμοί και οι δημόσιες υποδομές έχουν υπερφορτωθεί», εκτιμά η Βάγκενκνεχτ. «Και το τίμημα το πληρώνουν οι φτωχότεροι.»
Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα του κόμματος επισημαίνει την ανάπτυξη «παράλληλων κοινωνιών που φέρουν τη σφραγίδα του ισλαμισμού» και επιδιώκει «τον τερματισμό της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση» (11). Πώς; Πρώτα απ’ όλα, με την επεξεργασία των αιτημάτων ασύλου σε τρίτες χώρες ή σε χώρες που βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέτρο που υποστήριξαν τον περασμένο Μάιο 15 από τα 27 κράτη-μέλη. Με πιο κλασικό τρόπο –και σε ηπιότερους τόνους– το BSW προτείνει να αναληφθεί δράση για την καταπολέμηση των αιτίων του φαινομένου μέσω πιο ισότιμων παγκόσμιων οικονομικών σχέσεων και μιας γεωπολιτικής που θα θέσει τέρμα στους πολέμους που διεξάγει η Δύση σε βάρος χωρών όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν και η Λιβύη.
Αγανακτισμένοι από αυτές τις τοποθετήσεις της Βάγκενκνεχτ για το μεταναστευτικό, καθώς και από την κριτική της στον πολιτιστικό αριστερισμό, τα μέσα ενημέρωσης και οι διαμορφωτές γνώμης του προοδευτικού χώρου αρχικά συνόψισαν το πολιτικό σχέδιό της ως «αντιμεταναστευτική Αριστερά», διαβλέποντας βαθύτερες συγγένειες με την ακροδεξιά (12). Αυτή η μονοδιάστατη αντιμετώπιση παραχωρεί σιγά-σιγά τη θέση της σε μια πιο μεθοδική περιέργεια. Στη Γαλλία, δύο δεξαμενές σκέψης –η Fondapol και το Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (IFRI)– αφιέρωσαν η καθεμία μια λεπτομερή –και επικριτική– μελέτη για το νεοσύστατο κόμμα (13). Τον περασμένο Απρίλιο, η φημισμένη μαρξιστική έκδοση New Left Review δημοσίευσε μια μακρά συζήτηση με την ιδρύτρια του BSW. Εκεί, όσον αφορά τις επιπτώσεις της μετανάστευσης, η Βάγκενκνεχτ τόνιζε: «Η επικέντρωση της προσοχής σε πραγματικές ελλείψεις των κοινωνικών υπηρεσιών –καθώς η ζήτηση υπερβαίνει τη δυναμικότητά τους– δεν είναι ξενοφοβία. (…) Αυτή η κατάσταση έντονου ανταγωνισμού για πόρους που σπανίζουν είναι που τροφοδοτεί την ξενοφοβία». Μόλις η συνέντευξη προαναγγέλθηκε στο Χ (πρώην Twitter), στα σχόλια διάφοροι αγανακτισμένοι παντογνώστες έσπευσαν να κατακεραυνώσουν τη συμβολή μιας «φασίστριας» στο ιστορικό περιοδικό…
Η κοινωνικο-οικονομική κριτική των μεταναστευτικών πολιτικών προκαλεί αμηχανία τόσο στην προοδευτική Αριστερά, η οποία συχνά υποκύπτει στον πειρασμό να αποφύγει το ζήτημα στο όνομα της καταπολέμησης του ρατσισμού, όσο και στη Δεξιά και στους Φιλελεύθερους: εάν η δημογραφική γήρανση στη Γερμανία απαιτεί εργατικά χέρια μεταναστών, όπως Δεξιά και Φιλελεύθεροι παραδέχονται, τότε το κράτος έχει την ευθύνη να επενδύσει μαζικά στις δημόσιες υποδομές που θα σηκώσουν το βάρος της υποδοχής –εάν δεν θέλει να παροξύνει τις εντάσεις μεταξύ γηγενών και μεταναστών– και άρα να τερματίσει τη δημοσιονομική λιτότητα, επιλογή που οι δύο αυτοί πολιτικοί χώροι απορρίπτουν. Μια πρώτη έρευνα γύρω από το εκλογικό ακροατήριο του BSW υποδεικνύει ότι η γραμμή του κόμματος είναι ελκυστική πολύ πέρα από τα λευκά μεσοστρώματα της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. «Οι ερωτηθέντες με μεταναστευτική καταγωγή καταγράφουν πρόθεση ψήφου στο BSW συχνότερα από ό,τι οι υπόλοιποι συμμετέχοντες στην έρευνα», αποκαλύπτει η έκθεση που παρήγγειλε η Γερμανική Συνομοσπονδία Συνδικάτων (DGB), προσκείμενη στους σοσιαλδημοκράτες (14).
Εκτός από το μεταναστευτικό, τις επικρίσεις της παραδοσιακής Αριστεράς συγκεντρώνει και η προσωποπαγής εικόνα της Συμμαχίας Ζάρα Βάγκενκνεχτ: η ιδρύτρια του BSW, προικισμένη με ισχυρό χάρισμα, μια ιδιότητα πάντοτε ύποπτη στη Γερμανία, γεμίζει τις αίθουσες εκδηλώσεων και συχνά διασκεδάζει τους τηλεθεατές των πολιτικών εκπομπών, συντρίβοντας τους πολιτικούς αντιπάλους της. Η αρνητική στάση της απέναντι στον υποχρεωτικό εμβολιασμό, οι επικρίσεις της για την υγειονομική πολιτική κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19, καθώς και η αδιάλειπτη από μέρους της υπεράσπιση της ελευθερίας της έκφρασης, τροφοδοτούν μια σχεδόν μόνιμη πολεμική γύρω από το πρόσωπό της. Με την πάροδο των χρόνων, η Βάγκενκνεχτ έχει φιλοτεχνήσει ένα προφίλ μιντιακού συμβόλου, λιτή, κομψή, πνευματώδης, μια σύγχρονη ενσάρκωση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, με τη δημοφιλία της να γεννά το ερώτημα: ο προορισμός του κόμματός της είναι να την υπηρετεί ή η ίδια λειτουργεί ως βατήρας για τη διεύρυνση της επιρροής του κόμματός της; Σαν να θέλουν να διαλύσουν την αμφισημία, αναδύονται και άλλες δημόσιες παρουσίες: ο επικεφαλής της λίστας των ευρωεκλογών Φάμπιο ντε Μάζι, ειδικός στο χρηματοοικονομικό έγκλημα, ή η συμπρόεδρος του BSW Μοχάμεντ Άλι. Το όνομα της Βάγκενκνεχτ προβλέπεται να αφαιρεθεί από την επίσημη ονομασία του κόμματος μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2025. Μέχρι τότε, η Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ συγκροτείται στη βάση μιας κάθετης εσωκομματικής εξουσίας, κατά το λενινιστικό πρότυπο, και ελέγχει εξονυχιστικά την ένταξη νέων μελών για να εμποδίσει την είσοδο σε «καριερίστες και τρολ» ή σε καμουφλαρισμένους οπαδούς της Ακροδεξιάς. Τα «πλαδαρά» κινήματα τύπου Ποδέμος δεν εμπνέουν καθόλου το BSW.
Πυρ κατά της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ
Ωστόσο, από τις «εμπειρίες αριστερού λαϊκισμού» μετά το 2015, η Βάγκενκνεχτ κράτησε την άρνηση να κραδαίνει την κόκκινη σημαία. Το κόμμα «εγγράφεται ασφαλώς στην παράδοση της Αριστεράς, με τη διαφορά ότι δεν το εκφράζουμε λεκτικά με αυτόν τον τρόπο, γιατί πολύ απλά κάτι τέτοιο δεν γίνεται πια κατανοητό», εξηγεί. «Η Αριστερά σήμερα, λυπάμαι μάλιστα βαθιά που το λέω, έχει γίνει για πολλούς ανθρώπους μια πραγματικά εχθρική έννοια, γιατί την συνδέουν με τον Ρόμπερτ Χάμπεκ ή με την Αναλένα Μπέρμποκ», τους Οικολόγους υπουργούς της σημερινής κυβέρνησης, οι οποίοι, κατά τη Βάγκενκνεχτ, ενσαρκώνουν την προοδευτική μπουρζουαζία. Το BSW επενδύει τον αριστερό προσανατολισμό του με μια ρητορική που επιδιώκει να είναι λαϊκή και ενωτική: «Αποδεχόμαστε ότι μια κοινωνία έχει ανάγκη από μια κοινή κουλτούρα και κοινές παραδόσεις. Ένα κοινωνικό κράτος, για παράδειγμα, δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς κοινή ταυτότητα και χωρίς το αίσθημα ότι ανήκεις σε ένα σύνολο».
Συναινετικές σίγουρα δεν είναι οι θέσεις της Βάγκενκνεχτ για την Ευρώπη, τον πόλεμο στην Ουκρανία και το ΝΑΤΟ. Όπως και το γαλλικό Μέτωπο της Αριστεράς με επικεφαλής τον Μελανσόν στις ευρωεκλογές του 2014, το BSW προσέθεσε στη φετινή προεκλογική ρητορική του ισχυρές δόσεις εθνικής κυριαρχίας: απόρριψη του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού, περιορισμός των εξουσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και «μη εφαρμογή» των οδηγιών που θα κρίνονται παράλογες. Το κόμμα προτείνει την εμβάθυνση της συνεργασίας με ορισμένα κράτη-μέλη όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, τη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα και τη φορολογική εναρμόνιση, την ενέργεια και τις υποδομές. Το BSW πρεσβεύει επίσης μια επιστροφή στην εθνική κυριαρχία προκειμένου να παρεμποδιστούν οι νεοφιλελεύθερες παρεμβάσεις των Βρυξελλών, καθώς και οι πολεμοχαρείς διαθέσεις της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην εξωτερική πολιτική. Η επιμονή στο ζήτημα της υποχωρητικότητας των Βρυξελλών στις πιέσεις των μεγάλων ομίλων απηχεί τις επιφυλάξεις που γεννά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ο παρεμβατισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Περισσότερο από ό,τι στη Γαλλία, ο πόλεμος στην Ουκρανία διαποτίζει τη δημόσια συζήτηση στη Γερμανία και χαράζει διαχωριστικές γραμμές. Το Βερολίνο φιγουράρει δεύτερο, αμέσως μετά τις ΗΠΑ, στον κατάλογο των μεγαλύτερων προμηθευτών όπλων του Κιέβου. Μολονότι τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης εμφανίζουν τη Γερμανία να βρίσκεται στη δεύτερη γραμμή του μετώπου ενάντια στην αυτοκρατορία του Κακού, η πλειοψηφία των Γερμανών πολιτών κλίνει υπέρ μιας λύσης μέσω διαπραγματεύσεων. Η Βάγκενκνεχτ καταδίκασε τη ρωσική εισβολή τον Φεβρουάριο του 2022, εκτιμά όμως ότι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς είναι εξίσου υπεύθυνη για τη σύγκρουση και αντιτίθεται στον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων που διεξάγει η Ατλαντική Συμμαχία κατά της Ρωσίας. Το φθινόπωρο του 2023, η Βάγκενκνεχτ, μαζί με την ακτιβίστρια του φεμινιστικού κινήματος Άλις Σβάρτσερ, δημοσίευσαν ένα μανιφέστο για την ειρήνη και για τον τερματισμό των παραδόσεων οπλισμού προς το Κίεβο που συγκέντρωσε 900.000 υπογραφές. Με την ίδια λογική, το BSW πήρε θέση υπέρ των διαπραγματεύσεων μεταξύ Κιέβου και Μόσχας, υπέρ της σταδιακής άρσης των κυρώσεων και, μεσοπρόθεσμα, υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας με τη Ρωσία. Παράλληλα, το νεοσύστατο κόμμα κάνει εκστρατεία ενάντια στον μαζικό επανεξοπλισμό της Γερμανίας και καταγγέλλει τη διάχυση των στρατοκρατικών αντιλήψεων στη γερμανική κοινωνία. Αυτή η ειρηνιστική γραμμή, κάποτε προμετωπίδα των Πρασίνων, οι οποίοι έχουν μετατραπεί στο μεταξύ σε ένα από τα πιο φιλοπόλεμα κόμματα της γερμανικής πολιτικής σκηνής, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στα «νέα Länder» (ομόσπονδα κρατίδια) και αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες της επιτυχίας του BSW.
Πιο διακριτική όσον αφορά τη Γάζα (το ζήτημα δεν επιτρέπει παρά περιορισμένη ελευθερία έκφρασης στη Γερμανία (15)), η Βάγκενκνεχτ ζητά άμεση κατάπαυση του πυρός και διακοπή της παράδοσης γερμανικών όπλων στο Ισραήλ, θέση διαμετρικά αντίθετη με τη γραμμή του AfD, το οποίο υποστηρίζει ανεπιφύλακτα το Ισραήλ. Το BSW, χωρίς να ζητά ρητά την αποχώρηση της Γερμανίας από το ΝΑΤΟ, τάσσεται υπέρ μιας «μεγαλύτερης ανεξαρτησίας έναντι των ΗΠΑ» και οραματίζεται «μια νέα συμμαχία ασφαλείας που θα περιλαμβάνει τη Ρωσία ως ισότιμο εταίρο. Κάτι που ισοδυναμεί με απόρριψη του σημερινού ΝΑΤΟ». Απέναντι στην ενίσχυση των χωρών του παγκόσμιου Νότου, η Ευρώπη θα πρέπει να εγκαταλείψει τις προσπάθειες επιβολής κάποιων αμφίβολων «αξιών»: «Είμαι αντίθετη με μια εξωτερική πολιτική που τριγυρνάει στον κόσμο με το δάκτυλο υψωμένο για να πει στα υπόλοιπα κράτη πώς θα πρέπει να οργανωθούν. Η συμπεριφορά αυτή είναι βαθιά υποκριτική και κίβδηλη: η χώρα μας δεν κάνει κανένα μάθημα στη Σαουδική Αραβία, ακόμη κι όταν αυτή αποκεφαλίζει τους αντιφρονούντες της, αλλά παριστάνει τον σπουδαίο υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απέναντι στην Κίνα».
Μετά το, μάλλον επιτυχημένο, πρώτο βάπτισμα στις ευρωεκλογές του Ιουνίου, στις περιφερειακές εκλογές αυτού του μήνα στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας το BSW βρέθηκε στην τρίτη θέση και στη Θουριγγία (με ποσοστό 15,8%) και στη Σαξονία (11,8%) και στο Βραδεμβούργο (13,48%). Την ίδια στιγμή που, όπως αναμενόταν, το AfD διατράνωσε την κυριαρχία του, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στη Θουριγγία και τη δεύτερη στη Σαξονία και το Βραδεμβούργο, με ελάχιστη διαφορά από τους επικεφαλής Χριστιανοδημοκράτες (στην πρώτη) και Σοσιαλδημοκράτες (στο δεύτερο). Τα άλλα κόμματα, παρ’ όλο που δυσανασχετούν για τον νέο, δυναμικό αντίπαλό τους, του αναγνωρίζουν την ικανότητα περιορισμού των ολοένα ανερχόμενων ποσοστών της ακροδεξιάς. Οι βουλευτικές εκλογές του φθινοπώρου 2025, που ήδη διαγράφονται στον ορίζοντα, προμηνύονται επικίνδυνες για τους Σοσιαλιστές και για τους Πράσινους, τους εταίρους στον κυβερνητικό συνασπισμό που θεωρούνται υπεύθυνοι για την οικονομική κρίση. Μια σημαντική ενίσχυση του BSW, ειδικά εάν συνδυαστεί με αναχαίτιση της ριζοσπαστικής Δεξιάς, θα μπορούσε να αλλάξει το σκηνικό –και τις προτεραιότητες– στη γερμανική Αριστερά.