Οι δυνάμεις της αποσταθεροποίησης ηττήθηκαν, η υπεροχή του κεντρώου χώρου επιβεβαιώθηκε: στις βρετανικές βουλευτικές εκλογές της 4ης Ιουλίου εισακούστηκαν οι επιθυμίες του κατεστημένου. Μετά από μια μακρά κυβερνητική θητεία σημαδεμένη από σκάνδαλα διαφθοράς και οικονομικούς τριγμούς (2010-2024), το Συντηρητικό Κόμμα υπέστη τη χειρότερη ήττα της ιστορίας του, καταλαμβάνοντας μόλις 121 έδρες από τις 650 της Βουλής των Κοινοτήτων. To Reform UK, το κόμμα της ριζοσπαστικής Δεξιάς με ηγέτη τον Νάιτζελ Φάρατζ, κατέλαβε μονάχα 5, ενώ το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας έπεσε στις 9 έδρες, από 48 στην προηγούμενη Βουλή. Προπάντων όμως, το Εργατικό Κόμμα, υπό τη νέα ηγεσία του Κιρ Στάρμερ, κατόρθωσε να εκλέξει 411 βουλευτές, με βάση ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής πειθαρχίας, υπεράσπισης της ελεύθερης αγοράς και αφοσίωσης στην ατλαντική συμμαχία.
Ωστόσο, στην ψηφοφορία καταγράφηκε η χαμηλότερη συμμετοχή (60%) από το 2001. Το Εργατικό Κόμμα, έχοντας αποσπάσει το 34% των έγκυρων ψήφων, ψηφίστηκε μονάχα από 9,7 εκατομμύρια ψηφοφόρους, δηλαδή λιγότερους από όσους το είχαν ψηφίσει το 2017 (12,9 εκατομμύρια) και το 2019 (10,3 εκατομμύρια), όταν επικεφαλής του ήταν ο σοσιαλιστής Τζέρεμι Κόρμπιν. Η στρατηγική του Στάρμερ να εμφανιστεί ως το νέο συντηρητικό κόμμα προκειμένου να αποσπάσει εκλογικό κοινό από τους παραδοσιακούς Συντηρητικούς δεν λειτούργησε. Προσέλκυσε μονάχα ένα μηδαμινό ποσοστό των ψηφοφόρων των Τόρις: πολλοί περισσότεροι ανάμεσά τους προτίμησαν να απέχουν ή να ψηφίσουν το Reform UK, που συγκέντρωσε 4 εκατομμύρια ψήφους. Στην πραγματικότητα, ο Στάρμερ οφείλει τον θρίαμβό του στις παρενέργειες του εκλογικού συστήματος: πλειοψηφικό σε μονοεδρικές περιφέρειες, με ένα μόνο γύρο.
Εξάλλου, παρ’ όλες τις προσπάθειες που κατέβαλαν και τα δύο μεγάλα κόμματα για να εξαφανιστεί η κληρονομιά τού Τζέρεμι Κόρμπιν, αυτός παραμένει ένα κομβικό σημείο αναφοράς για τη βρετανική Αριστερά. Καθώς εμποδίστηκε να συμμετάσχει στους εκλογικούς συνδυασμούς του Εργατικού Κόμματος, κατέβηκε ως ανεξάρτητος υποψήφιος στην εκλογική περιφέρειά του στο βόρειο Λονδίνο και συνέτριψε τον υποψήφιο των Εργατικών. Εξελέγησαν ακόμη τέσσερις ανεξάρτητοι υποψήφιοι τοποθετημένοι στα αριστερά του Εργατικού Κόμματος, έχοντας επικεντρώσει την προεκλογική εκστρατεία τους στην καταγγελία της γενοκτονίας που λαμβάνει χώρα στη Γάζα. Από την πλευρά του, το Πράσινο Κόμμα, που μάχεται για την αύξηση των επενδύσεων για το κλίμα και για την επανεθνικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, έστειλε τέσσερις κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους του στο Γουέστμινστερ και συγκέντρωσε σχεδόν 2 εκατομμύρια ψήφους, αποσπώντας σε εθνικό επίπεδο σημαντικό αριθμό ψήφων από τους Εργατικούς.
Επιθέσεις ενάντια σε τζαμιά
Τα αποτελέσματα αυτά, πρωτοφανή για ένα σύστημα σχεδιασμένο για να εξασφαλίζει την κυριαρχία των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, αφήνουν να διαφανεί η δυνατότητα ανασύνθεσης του πολιτικού τοπίου. Το Εργατικό Κόμμα, το οποίο έχει απαλλαγεί ακόμα και από τις πλέον μετριοπαθείς σοσιαλδημοκρατικές απόψεις, ελπίζει ότι θα αποσπάσει από τους Τόρις τον τίτλο του πρωταρχικού εκπροσώπου του κεφαλαίου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι Εργατικοί σχεδιάζουν να συμπιέσουν τις δημόσιες δαπάνες και παράλληλα να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους τομείς της υγείας και της στέγασης. Οι σημαντικές περιβαλλοντικές πολιτικές βρέθηκαν στον κάλαθο των αχρήστων, όπως εξάλλου και η αύξηση της φορολογίας των πλούσιων και των εταιρειών. Όπως υπόσχεται ο νέος πρωθυπουργός, στη διεθνή σκηνή θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην ιερή «ειδική σχέση» με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παράλληλα, χωρίς να αμφισβητηθεί το Brexit, θα ενισχυθούν οι δεσμοί με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εάν οι Εργατικοί εδραιώσουν την εικόνα τους ως καθησυχαστική κυβερνητική δύναμη, στη ρητορική των Συντηρητικών θα κυριαρχήσουν πιθανότατα οι πολιτισμικές απειλές που θεωρείται ότι αποτελούν η «κουλτούρα woke», η «ιδεολογία του φύλου» και η μετανάστευση. Εξάλλου, για να μην τους υπερκεράσει το Reform UK από τα δεξιά σε αυτά τα ζητήματα, ορισμένοι πρωτοκλασάτοι Τόρις εξετάζουν το ενδεχόμενο μιας συμμαχίας μαζί του. Στις τελευταίες εκλογές, το άθροισμα των ψήφων των δύο αυτών πολιτικών σχηματισμών ανήλθε στο 38%, ήταν δηλαδή υψηλότερο από εκείνο των Εργατικών κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες. Όλα αυτά μπορούν να οδηγήσουν στη συγκρότηση ενός ξενοφοβικού αντιμεταναστευτικού μετώπου εν όψει των εκλογών του 2029, καθώς και να μετατοπίσουν ακόμα δεξιότερα την πολιτική ρητορική σε εθνικό επίπεδο. Βέβαια, όσο κι αν ο Στάρμερ διστάζει να στερήσει τη χώρα από ένα χαμηλού κόστους αλλοδαπό εργατικό δυναμικό με κρίσιμη σημασία για την οικονομία της, η ρητορική του δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα από εκείνη των αντιπάλων του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν η δημιουργία μιας νέας μονάδας για τον έλεγχο των συνόρων και η δέσμευση που έχει αναλάβει να εντείνει τις συλλήψεις και τις απελάσεις μεταναστών, έχοντας προχωρήσει στον συσχετισμό της μετανάστευσης με την εγκληματικότητα και τις αντικοινωνικές συμπεριφορές.
Ήδη είδαμε ξεκάθαρα πού μπορούν να οδηγήσουν παρόμοιες απόψεις. Στη μικρή λουτρόπολη Σάουθπορτ, που βυθίστηκε στο πένθος στις 29 Ιουλίου από μια θανατηφόρα επίθεση με μαχαίρι εναντίον μικρών παιδιών, ξέσπασαν ρατσιστικές ταραχές όταν κυκλοφόρησαν φήμες στο Διαδίκτυο ότι ο φονιάς ήταν μετανάστης και μουσουλμάνος. Πολύ σύντομα, η χώρα πήρε φωτιά. Στο Ρόντερχαμ, ένα ξενοδοχείο που χρησιμοποιούνταν ως κέντρο φιλοξενίας για αιτούντες άσυλο έγινε στόχος εμπρηστών. Αλλού, ορισμένα άτομα επιτέθηκαν σε τζαμιά. Η –αυταρχική– απάντηση του Στάρμερ συνίστατο στην εξαγγελία ενός σχεδίου καταπολέμησης των βίαιων ταραχών, που προβλέπει μεταξύ άλλων την επέκταση της χρήσης της τεχνολογίας αυτόματης αναγνώρισης προσώπων από την αστυνομία.
Μέσα σε αυτό το ολοένα και πιο ζοφερό πλαίσιο, γίναμε επίσης μάρτυρες μεγάλων αντιρατσιστικών αντιδιαδηλώσεων. Όπως αποδείχθηκε από τις πρόσφατες εκλογικές επιτυχίες των Πράσινων και των ανεξάρτητων βουλευτών –όσο κι αν αυτές δεν υπήρξαν μεγάλης εμβέλειας και περιορίστηκαν σε τοπικό επίπεδο– η Αριστερά φαίνεται να είναι ικανή να σταθεί εμπόδιο σε αυτήν την αντιδραστική εκτροπή. Όσο κι αν συγκέντρωσε λιγότερους ψήφους από την άκρα Δεξιά, έστειλε περισσότερους βουλευτές στο Γουέστμινστερ και έχει βάλει στο στόχαστρο δεκάδες άλλες μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες. Ανάμεσα στους Εργατικούς, που ονειρεύονται να μετατραπούν σε Συντηρητικούς, και στους Τόρις, που αλληθωρίζουν προς το Reform UK, θα μπορούσε κάλλιστα να βρει τη θέση του ένα ρεύμα πολιτικής διαφωνίας. Σε ποια πολιτική συγκυρία θα πρέπει να προσαρμοστεί;
Η σημερινή κατάσταση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε δύο γεγονότα που συνέβησαν το 2015: στην άνοδο του Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών, που πρόσφερε στη χώρα μια αριστερή φιλολαϊκή επιλογή, και στην απόφαση του πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον να διοργανώσει ένα δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο την επόμενη χρονιά οδήγησε στη μαζική ψήφο υπέρ της εξόδου. Αυτές οι περιστάσεις οδήγησαν στη διεύρυνση του πεδίου των εφικτών επιλογών: ο κορμπινισμός αρνούνταν την μοιρολατρία στην οποία κατέφευγαν όλες οι κυβερνήσεις μετά την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ, διακηρύσσοντας μια πραγματική αυτονομία απέναντι στην Ουάσιγκτον και την αλλαγή του οικονομικού μοντέλου μέσω ενός «Πράσινου New Deal». Η υπόσχεση ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποκτήσει ξανά την εθνική κυριαρχία του, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό στην πραγματικότητα, γοήτευσε μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης που κώφευσαν στις καταστροφολογικές προειδοποιήσεις των πολιτικών ιθυνόντων, των επιχειρηματιών και των επώνυμων δημοσιογράφων.
Προκειμένου να απαντήσει στα μαζικά πυρά που δεχόταν από τους ισχυρότερους θεσμούς της χώρας, ο κορμπινισμός έπρεπε να προσεταιριστεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στο κατεστημένο, δηλαδή να ταχθεί στη σωστή πλευρά της πόλωσης μεταξύ των μαζών και των ελίτ. Αυτό το ρήγμα που άνοιξε το Brexit δεν έπαυε να διευρύνεται στον βαθμό που οι οπαδοί της παραμονής στην Ε.Ε. προσπαθούσαν να επανέλθουν και να ανατρέψουν τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος. Δηλώνοντας ότι αποδέχεται την απόφαση του βρετανικού λαού, ο Κόρμπιν απέκτησε τότε τη δυνατότητα να παρουσιάσει την ψήφο υπέρ του Brexit ως μια ευκαιρία για να ξεμπερδέψουν με τις νεοφιλελεύθερες συνθήκες, τις απάνθρωπες μεταναστευτικές πολιτικές και το δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Ε., αντιπαρατάσσοντας το πρόγραμμά του για αλλαγή στους υπέρμαχους του κατεστημένου: την εργοδοσία, τους Τόρις, τη δεξιά πτέρυγα των Εργατικών, τα παραδοσιακά ΜΜΕ και το ίδιο το κράτος.
Όμως, η ηγεσία του Εργατικού Κόμματος στερούνταν θάρρους. Και, προκειμένου να μην πυροδοτηθούν αλυσιδωτές αποχωρήσεις, αποφάσισε αντίθετα να κατευνάσει την αντι-Brexit μερίδα του κόμματος δεσμευόμενος να οργανώσει ένα νέο δημοψήφισμα που θα μπορούσε να ανατρέψει το αποτέλεσμα του 2016. Στις συνεντεύξεις, ο Κόρμπιν, στριμωγμένος, έγινε πολύ νευρικός και ασαφής. Η παλιά του μαχητικότητα εξαφανίστηκε. Κι αυτήν την πολιτική ενέργεια που δεν κατόρθωνε πια να μεταδώσει, την μονοπώλησε ο Μπόρις Τζόνσον, που έγινε πρωθυπουργός το καλοκαίρι ου 2019.
Ο Τζόνσον, επικεφαλής ενός Συντηρητικού Κόμματος που επαναπροσδιόρισε τον εαυτό του ως το κόμμα του λαού, κατήγγειλε όλους όσοι προσπαθούσαν να σταθούν εμπόδιο στη βούληση του λαού: την αξιωματική αντιπολίτευση, τη Λερναία Υδρα των Βρυξελλών, τα μεροληπτικά δικαστήρια, ακόμα και ορισμένους βουλευτές του ίδιου του κόμματός του. Προκειμένου να νικηθούν αυτές οι αντιστάσεις, δήλωνε, θα πρέπει να κληθούν οι Βρετανοί στις κάλπες και να βρεθούν αντιμέτωποι με μια απλή επιλογή: είτε τον ψηφίζουν και γίνεται πραγματικότητα η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση είτε επιλέγουν τον Κόρμπιν, με κίνδυνο να αμφισβητηθεί το Brexit. Όσο κι αν οι Εργατικοί συγκέντρωσαν στις βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου 2019 περισσότερες ψήφους από όσες το 2005 και το 2010, ο συντηρητικός οδοστρωτήρας υπερίσχυσε. Οι Τόρις διέθεταν 80 βουλευτές περισσότερους από το άθροισμα όλων των υπόλοιπων πολιτικών σχηματισμών.
Στη νέα του θητεία στο πρωθυπουργικό μέγαρο της Ντάουνινγκ Στριτ, ο Τζόνσον προσπάθησε να διατηρήσει το κύμα αμφισβήτησης το οποίο τόσο καλά είχε κατορθώσει να καβαλήσει κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για το Brexit. Δεδομένου ότι ο ενθουσιασμός που πυροδοτούσε το ενδεχόμενο της εξόδου από την Ε.Ε. εξηγούνταν από γεωγραφικές ανισότητες (ο Νότος κατοικείται από πλούσιους εισοδηματίες, ενώ ο Βορράς έχει πληγεί βαρύτατα από την παρακμή της βιομηχανίας), ο Τζόνσον υποσχέθηκε να τις διορθώσει, όχι χάρη στην αναδιανομή του πλούτου, αλλά «περνώντας στο επόμενο επίπεδο» (levelling up). Το ζητούμενο υποτίθεται ότι ήταν η παροχή βοήθειας στις περιοχές που έχουν πληγεί από την αποβιομηχάνιση, χωρίς να υπάρξει φρενάρισμα για τις ευνοημένες περιοχές. Γινόταν λόγος για μεγάλα έργα υποδομών, για σχέδια ανάκαμψης…
Όμως, ώδινεν όρος και έτεκεν μυν. Μετά από χρόνια λιτότητας, τα 809 εκατομμύρια στερλίνες (942 εκατομμύρια ευρώ) που χορηγήθηκαν στην τοπική αυτοδιοίκηση στο πλαίσιο του Levelling Up Fund αποδείχθηκε ότι δεν αρκούσαν για να κάνουν τη διαφορά. Ο συντηρητικός Τύπος εγκατέλειψε μια κυβέρνηση την οποία κατηγορούσε ότι γυρίζει την πλάτη στις υποσχέσεις της. Μετά από μια σειρά αποκαλύψεων, κυρίως για τα πάρτι που είχαν οργανωθεί κατά την περίοδο των περιοριστικών μέτρων επί πανδημίας ή για την αμφιλεγόμενη χρηματοδότηση της ανακαίνισης του πρωθυπουργικού διαμερίσματος στην Ντάουνινγκ Στριτ, ο Μπόρις Τζόνσον παραιτήθηκε τον Ιούλιο του 2022.
Οι Συντηρητικοί βρέθηκαν τότε σε ένα σταυροδρόμι. Είτε θα επανασυνδέονταν με τη ρητορική που κινητοποιούσε τα πλήθη και τους είχε επιτρέψει να θριαμβεύσουν στην προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση είτε θα στρέφονταν σε μια διαχείριση επικεντρωμένη σε μεγαλύτερη λιτότητα, ικανή να τους εξασφαλίσει την παραδοσιακή εκλογική πελατεία τους. Υπερίσχυσε η πρώτη επιλογή. Τον Σεπτέμβριο, η Ελίζαμπεθ Τρας ανέλαβε την πρωθυπουργία. Προκειμένου να επιτύχει την επιστροφή σε αναπτυξιακή τροχιά, εξήγγειλε μαζικές μειώσεις φόρων προς όφελος των πλουσιότερων, καθώς και μια δραστική χαλάρωση των πολεοδομικών κανόνων. Όμως, οι αγορές τιμώρησαν τον οικονομικό ερασιτεχνισμό της. Οι τιμές των κρατικών ομολόγων κατέρρευσαν. Στις 20 Οκτωβρίου, σαράντα πέντε μονάχα ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, η Τρας παραιτήθηκε.
Ο διάδοχός της Ρίσι Σούνακ ανέλαβε το καθήκον να κάνει τους Συντηρητικούς να ξανασταθούν στα πόδια τους. Ο νέος πρωθυπουργός δεν ισχυρίστηκε ότι θα περιορίσει τις ανισότητες, ούτε και ότι θα εργαστεί για οποιουδήποτε είδους εθνική αναγέννηση δρομολογώντας μεγάλα έργα. Η φιλοδοξία του περιορίστηκε στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην εκτελεστική εξουσία, επικεντρώνοντας τις προσπάθειές του στη δημοσιονομική πειθαρχία και στη χρηστή διακυβέρνηση. Ωστόσο, δεν εγκατάλειψε τα πολιτικά σοκ στα οποία συνήθιζε να καταφεύγει ο Τζόνσον, καθώς θεωρούνταν χρήσιμα για να βαθαίνουν οι διαχωριστικές γραμμές και να κινητοποιούνται οι πιστοί ψηφοφόροι του κόμματος: χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των περιορισμών στο δικαίωμα της απεργίας ή της απόφασης για απέλαση των αιτούντων άσυλο στη Ρουάντα. Παρ’ όλα αυτά, στην καρδιά της στρατηγικής του βρισκόταν η προβολή του Σούνακ ως του συνετού διαχειριστή που θα κατορθώσει να απομακρύνει το ενδεχόμενο να βυθιστεί η χώρα στο χάος.
Από αυτήν την άποψη, ο Σούνακ και ο Στάρμερ εμφανίζονται κατά κάποιο τρόπο ως οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και οι δύο προσδιορίζονται μέσα από την αντίθεση με τους προκατόχους τους, τους οποίους περιγράφουν ως επικίνδυνους ιδεολόγους. Και οι δύο προσπαθούν να βάλουν ένα τέλος στην περίοδο αναταράξεων που εγκαινιάστηκε το 2015, επιχειρώντας να προσδώσουν νέα νομιμοποίηση στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Και οι δύο ισχυρίζονται ότι συμβολίζουν την επιστροφή της ηθικής στην κορυφή του κράτους. Ωστόσο, στην περίπτωση του συντηρητικού ηγέτη, αυτό το λούστρο δεν άργησε να φθαρεί ανεπανόρθωτα. Οι πλούσιες περιοχές, αφοσιωμένες στους Τόρις, απομύζησαν τις δημόσιες επενδύσεις. Πολλαπλασιάστηκαν επίσης οι αποκαλύψεις για υπεξαιρέσεις κονδυλίων. Έτσι, κανείς δεν εξεπλάγη μαθαίνοντας, στα τέλη Ιουνίου του 2024, ότι αρκετοί Τόρις από το περιβάλλον του Σούνακ είχαν στοιχηματίσει για την ημερομηνία των πρόωρων εκλογών, εκμεταλλευόμενοι παρανόμως τις εμπιστευτικές πληροφορίες που είχαν στη διάθεσή τους...
Προς ένα πρασινο-κόκκινο σύμφωνο;
Για την ώρα, ο Στάρμερ δεν έχει απασχολήσει τα σκανδαλοθηρικά ταμπλόιντ. Η εικόνα του ως άχρωμου γραφειοκράτη μάλλον αποδείχθηκε πλεονέκτημα γι’ αυτόν όταν βρέθηκε στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος: κατόρθωσε να κρατηθεί μακριά από τους προβολείς της δημοσιότητας την περίοδο που το Συντηρητικό Κόμμα κατέρρεε, και στη συνέχεια να βρεθεί στην Ντάουνινγκ Στριτ. Χρειάζονται όμως πιο πολλά για να κερδίσει τις καρδιές των Βρετανών. Διότι, πέρα από τις παρεκτροπές τους, υπάρχουν και καθαρά υλικοί λόγοι που εξηγούν την αποδοκιμασία προς τους Συντηρητικούς. Από το 2008, η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ δυσκολεύεται να ξεπεράσει το 0,25%. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, η πτώση των πραγματικών εισοδημάτων μείωσε την αγοραστική δύναμη, η οποία ψαλιδίστηκε ακόμα περισσότερο τα τελευταία χρόνια από τον πληθωρισμό και την αύξηση των επιτοκίων. Η παραγωγικότητα γνωρίζει μια σχεδόν άνευ προηγουμένου επιβράδυνση (1). Δεκαετίες υποχρηματοδότησης και αναθέσεων του έργου των δημόσιων υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα έχουν οδηγήσει στην αποσύνθεσή τους. Έχει γίνει δύσκολη η πρόσβαση σε ορισμένες βασικές πτυχές της υγειονομικής περίθαλψης. Χωρίς καν να αναφερθούμε σε ζητήματα όπως ο υπερπληθυσμός των φυλακών ή η απόρριψη λυμάτων στα ποτάμια από εταιρείες υδάτων, άπληστες για ακόμα περισσότερα κέρδη.
Απομένει να δούμε εάν η Αριστερά μπορεί, με πνεύμα εξέγερσης, να αντιταχθεί στην απατηλή πολιτική σταθερότητας της σημερινής κυβέρνησης. Αυτή τη στιγμή διεξάγονται συζητήσεις για τη δημιουργία ενός προπλάσματος κόμματος που θα μπορούσε να συνασπίσει τα υπάρχοντα κοινωνικά κινήματα, με στόχο τη συμμετοχή σε επόμενες εκλογές, ενδεχομένως στο πλαίσιο ενός πρασινο-κόκκινου συμφώνου. Θα μπορούσε άραγε να αποκτήσει αρκετό πολιτικό βάρος στο Κοινοβούλιο ώστε να εκδημοκρατίσει το τόσο αρχαϊκό εκλογικό σύστημα του Γουέστμινστερ; Σε αυτό το στάδιο, πρόκειται μονάχα για μια μακρινή προοπτική. Όμως, και μόνο η επίκλησή της αποτελεί μαρτυρία της εντυπωσιακής απόρριψης των σχεδίων και των μεθόδων του Στάρμερ, που πνίγουν κάθε διάθεση να φανταστεί κάποιος ένα διαφορετικό μοντέλο κοινωνίας. Μέσα από την ίδια της την κενότητα, η εκλογική νίκη των Εργατικών αποδεικνύει ότι η ελπίδα δεν έχει πεθάνει.