Η εισβολή πολλών χιλιάδων Ουκρανών στρατιωτών στην περιφέρεια του Κουρσκ, στις αρχές του Αυγούστου, σίγουρα αποτελεί μείζον γεγονός. Για πρώτη φορά μετά τη γερμανική εισβολή του 1941, το έδαφος της Ρωσίας δέχθηκε επίθεση και καταλήφθηκε από ξένα στρατεύματα. Αυτή η συμβολική διάσταση –κεντρικής σημασίας για τους υπολογισμούς της ουκρανικής κυβέρνησης– έκανε τα δυτικά μέσα ενημέρωσης να ανταγωνίζονται ποιο θα την πρωτοδιαδώσει. Για τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, πρόκειται για μια σοβαρότατη προσβολή, καθώς μάλιστα η επιχείρηση στηρίχθηκε στο πράσινο φως που έδωσε η Ουάσιγκτον για εκτοξεύσεις αμερικανικών πυραύλων μικρού βεληνεκούς.
Ωστόσο, θα μπορούσαμε άραγε να μιλήσουμε για καμπή στον πόλεμο με την Ουκρανία; Από στρατιωτική άποψη, η υπόθεση αυτή φαίνεται να διαψεύδεται από τις τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο: ο ρωσικός στρατός εξαπέλυσε αντεπίθεση στα μέσα Σεπτεμβρίου, συνεχίζοντας παράλληλα την προέλασή του στο Ντονμπάς, όπου δεν αποψιλώθηκαν οι δυνάμεις του, όπως ήλπιζε το ουκρανικό γενικό επιτελείο. Επιπλέον, η εισβολή στο Κουρσκ δεν τροποποίησε τη συνολική στρατηγική της Ρωσίας. Το Κρεμλίνο, έχοντας πειστεί ότι ο χρόνος είναι με το μέρος του στον πόλεμο φθοράς που βρίσκεται σε εξέλιξη, δεν φαίνεται να θέλει να αλλάξει ρυθμό. Καμία διαπραγμάτευση για τη διευθέτηση της σύγκρουσης δεν εξετάζεται στο εγγύς μέλλον, καθώς το αμερικανικό εκλογικό ημερολόγιο –σε αντίθεση με την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη στην Ευρώπη– έχει δευτερεύουσα σημασία στις αναλύσεις της Μόσχας. Για το Κρεμλίνο, το όνομα του ενοίκου του Λευκού Οίκου δεν αλλάζει τη δομικά συγκρουσιακή ροπή που έχουν οι σχέσεις του με την Ουάσιγκτον. Εκτός αυτού, η ρωσική κυβέρνηση αμφιβάλλει –όχι άνευ λόγου– για την αξιοπιστία του Ντόναλντ Τραμπ εάν ξαναγίνει πρόεδρος. Το Κρεμλίνο, ενώ καλωσορίζει τις θέσεις του υπέρ του αμερικανικού απομονωτισμού, ταυτόχρονα τον θεωρεί ικανό για κάθε είδους απότομη αλλαγή στάσης κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
Σοκ, οργή και κατόπιν στασιμότητα, με τη μορφή μιας νέας «κανονικότητας»: στη Ρωσία, οι αντιδράσεις στα γεγονότα του Κουρσκ είχαν ταχεία εξέλιξη, αρκετά παρόμοια με εκείνη που παρατηρήθηκε το φθινόπωρο του 2022 κατά την ουκρανική αντεπίθεση στην περιφέρεια του Χαρκόβου ή κατά την απόπειρα πραξικοπήματος της Ομάδας Βάγκνερ του Γεβγκένι Πριγκόζιν τον Ιούνιο του 2023. Οι πιο δριμείες απόψεις διατυπώθηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και κυρίως στο Telegram, έναν χώρο πληροφόρησης με έντονη παρουσία στη Ρωσία. Οι «στρατιωτικοί μπλόγκερ» (βαϊνκόρυ), κάποιοι από τους οποίους είχαν επισημάνει ήδη από τα τέλη Ιουλίου τις συγκεντρώσεις ουκρανικών στρατευμάτων στην περιφέρεια του Σούμι, στη βορειοδυτική Ουκρανία, επέκριναν και πάλι τη στρατιωτική ιεραρχία για την ανεπάρκειά της. Την ώρα που πάνω από 130.000 άτομα αναγκάζονταν να απομακρυνθούν από τη ζώνη των μαχών (δηλαδή πάνω από το 10% του πληθυσμού της περιφέρειας του Κουρσκ), συγκροτήθηκε ένα εκτεταμένο κίνημα αλληλεγγύης, καθώς η κρατική πολιτική αποζημιώσεων –καταβολή επιδόματος έκτακτης ανάγκης 15.000 ρουβλιών (145 ευρώ)– αρχικά προκάλεσε παρεξηγήσεις και δυσαρέσκεια (1).
Πιστό στη γραμμή του πάντως, το Κρεμλίνο προσπάθησε να αποδραματοποιήσει τα γεγονότα. Αντί να κινητοποιήσει τον πληθυσμό για την υπεράσπιση της «πατρίδας σε κίνδυνο», αντιμετώπισε την ουκρανική εισβολή σαν να επρόκειτο για φυσική καταστροφή. Παρά τη φαινομενική αταραξία της κυβέρνησης, ο πληθυσμός ανησύχησε πραγματικά. Έτσι, στα τέλη του Αυγούστου, το 48% των ερωτηθέντων από το κρατικά ελεγχόμενο ρωσικό ινστιτούτο FOM είπαν ότι αισθάνονταν αυτή την ανησυχία στον περίγυρό τους. Αν και σίγουρα σημαντικό, το ποσοστό αυτό είναι ωστόσο πολύ χαμηλότερο από εκείνο που καταγραφόταν τον Σεπτέμβριο του 2022 ύστερα από την ανακοίνωση της μερικής επιστράτευσης (το επίπεδο της ανησυχίας τότε βρισκόταν στο 69%). Εξάλλου, μειώθηκε κατά τις επόμενες εβδομάδες.
Εδαφικές διεκδικήσεις
Στους κύκλους της εξουσίας, φαίνεται πως έχει αρχίσει να επικρατεί μια κάποια αμφιβολία σχετικά με το επίσημο αφήγημα περί αναπόφευκτης νίκης της Ρωσίας. Ο ολιγάρχης Όλεγκ Ντεριπάσκα, ιδρυτής του ομίλου παραγωγής αλουμινίου Rusal, σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα Nikkei Asia στις 8 του περασμένου Αυγούστου (2), τοποθετήθηκε υπέρ μιας κατάπαυσης του πυρός. Από την πλευρά του, ο Αλεξάντρ Χοντακόφσκι, πρώην αξιωματικός των ουκρανικών ειδικών δυνάμεων που προσχώρησε στο αυτονομιστικό κίνημα το 2014, μοιράστηκε τους ενδοιασμούς του ως προς την εξέλιξη της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» σε αναρτήσεις που δημοσιεύθηκαν στις 17 Αυγούστου στο κανάλι του στο Telegram (που αριθμούσε 503.000 συνδρομητές προτού τεθεί σε αδράνεια ύστερα από πιθανές πολιτικές πιέσεις). Αμφότεροι αντανακλούν έναν περιρρέοντα σκεπτικισμό –που εκφράζεται σπάνια, οπότε είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί– στους κόλπους των οικονομικών ελίτ και εντός ορισμένων στρατιωτικών κύκλων της Μόσχας. Όμως, αυτές οι φωνές επηρεάζουν ελάχιστα τα πράγματα στη χώρα και –εκτός εάν υπάρξει κάποια θεαματική εξέλιξη στην κοινωνικο-οικονομική ή στη στρατιωτική κατάσταση– βραχυπρόθεσμα δεν αναμένεται καμία κάμψη στη στάση του Κρεμλίνου.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν δήλωσε εκ νέου στο Οικονομικό Φόρουμ της Ανατολής, στις αρχές Σεπτεμβρίου στο Βλαδιβοστόκ: «Εάν εμφανιστεί κάποια επιθυμία για διαπραγματεύσεις [στην Ουκρανία], εμείς δεν θα προβάλουμε άρνηση». Οι δηλώσεις αυτές αποτελούν συνέχεια άλλων δηλώσεων Ρώσων αξιωματούχων –ιδίως του υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ– που αποσκοπούν να αποδώσουν την ευθύνη του αδιεξόδου στην Ουκρανία και να χρησιμοποιήσουν ξανά ως βάση για τις διαπραγματεύσεις το σχέδιο συμφωνίας που είχε συζητηθεί στην Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 2022 (3). Στην πράξη, εντούτοις, οι όροι που θέτει η Μόσχα για επιστροφή στο διπλωματικό τραπέζι (απόσυρση των ουκρανικών στρατευμάτων από τις περιφέρειες του Ντονέτσκ, του Λουχάνσκ, της Χερσώνας και της Ζαπορίζια, δέσμευση της Ουκρανίας να μην ενταχθεί στο ΝΑΤΟ) –τους οποίους ο Πούτιν υπενθύμισε στις 14 Ιουνίου ενώπιον της ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών– απέχουν τόσο από τον ισχύοντα στρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων όσο να θεωρηθούν ότι υποδηλώνουν άρνηση της συζήτησης. Οι αρχικές θέσεις της Μόσχας ώστε να καταστεί δυνατή κάποια διαπραγμάτευση παραμένουν εξάλλου πολύ απαιτητικές: παραίτηση του Κιέβου από τα πυρηνικά όπλα, αποστρατιωτικοποίηση (βάσει των συζητήσεων της άνοιξης του 2022) και «αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας, καθώς και άρση όλων των κυρώσεων. Οπότε, η επιδρομή στην περιφέρεια του Κουρσκ αποτελεί «λαχείο» για τη ρωσική κυβέρνηση, η οποία πλέον διαθέτει ένα ισχυρό επιχείρημα –ιδιαίτερα απέναντι στους εταίρους της στους BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική) λίγο πριν από τη σύνοδο κορυφής του Καζάν, που έχει προβλεφθεί για τα τέλη Οκτωβρίου– για να μην ξεκινήσει διαπραγματεύσεις στο άμεσο μέλλον.
Αν και αυτό που πραγματικά θέλει το Κρεμλίνο δεν είναι σαφές, εκείνο που δεν είναι έτοιμο να δεχθεί είναι πιο ξεκάθαρο. Η επιστροφή των αποσπασμένων εδαφών της Ουκρανίας δεν εξετάζεται από κανέναν σοβαρό παρατηρητή στη Μόσχα: αυτό αφορά την Κριμαία, που έχει προσαρτηθεί από το 2014, τα τμήματα των «λαϊκών δημοκρατιών» του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ που πέρασαν υπό τον έλεγχο των αυτονομιστών πριν από τις 24 Φεβρουαρίου 2022, καθώς και τις ζώνες που έχει καταλάβει ο ρωσικός στρατός έκτοτε. Ένα απλό πάγωμα της σύγκρουσης, χωρίς συμφωνία ειρήνης, που συχνά αναφέρεται ως «κορεατικό σενάριο», δεν θεωρείται επιθυμητή επιλογή. Θα άφηνε σε εκκρεμότητα το σύνολο των στρατηγικών ανησυχιών του Κρεμλίνου (διεύρυνση του ΝΑΤΟ, εξοπλισμός της Ουκρανίας κ.ο.κ.). Αν και ο Πούτιν έχει κάνει λόγο για επίσημη αναγνώριση της ένταξης στη Ρωσία των τεσσάρων προσαρτημένων περιοχών, είναι αμφίβολο εάν μια τέτοια αξίωση –που θα ήταν αντίθετη με τη θέση των κυρίων εταίρων της Μόσχας, και πρώτα-πρώτα της Κίνας και της Ινδίας– θα τεθεί όντως στο τραπέζι όταν θα έρθει η ώρα (4).
Από την οπτική γωνία του Κρεμλίνου, οι ΗΠΑ αποδεικνύονται ο μόνος αρμόδιος συνομιλητής για τρεις τουλάχιστον λόγους: επειδή σκέφτονται με στρατηγικούς όρους, επειδή είναι ικανές να επιβάλουν την ειρήνη στην Ουκρανία και επειδή είναι ο στυλοβάτης του συστήματος ασφαλείας στην Ευρώπη μέσω του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό ότι η Ρωσία θα επιθυμούσε να δει τους BRICS και τον ΟΗΕ να παίζουν συνεποπτικό ρόλο, μαζί με την Ουάσιγκτον και τους Ευρωπαίους συμμάχους της. Στην ουσία, η Μόσχα θέλει να κεφαλαιοποιήσει τη μεγάλη στροφή της προς τον «Παγκόσμιο Νότο» –που θεωρείται αμετάκλητη– και αποκλείει το ενδεχόμενο να εμπιστευθεί αποκλειστικά τους Δυτικούς όσον αφορά τις μεταπολεμικές εγγυήσεις: ένα μάθημα που έχει πάρει η Ρωσία από την αποτυχία των συμφωνιών του Μινσκ, οι οποίες υπογράφηκαν το 2015 (με τη μεσολάβηση της Γαλλίας και της Γερμανίας). Διότι μπορεί η Ουκρανία, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ να μην εμπιστεύονται καθόλου τη Ρωσία, αλλά ισχύει και το αντίστροφο.
Η «ειδική επιχείρηση» που διεξήγαγε ο Πούτιν στις 24 Φεβρουαρίου 2022 για να προκαλέσει την ανατροπή της κυβέρνησης στο Κίεβο κατέληξε γρήγορα σε ήττα. Ενώ πιθανότατα σχεδιάστηκε ως επανάληψη της επιχείρησης «Δούναβης» του Αυγούστου 1968 στην Τσεχοσλοβακία (5) –αλλά με ανεπαρκή αριθμό στρατευμάτων, δεδομένου του μεγέθους της χώρας που δέχθηκε την εισβολή, και σχεδιασμένη στη βάση μιας λανθασμένης πολιτικο-στρατιωτικής ανάλυσης– μετατράπηκε σε κλασικό πόλεμο διαρκείας. Ο ρωσικός στρατός, σε κακή κατάσταση το φθινόπωρο του 2022, ενισχύθηκε από την επόμενη άνοιξη και έπειτα, προχωρώντας σε μια μεγάλη εκστρατεία στρατολόγησης συμβασιούχων οπλιτών (περίπου τριάντα χιλιάδων ανά μήνα, στους οποίους καταβλήθηκαν ποσά πρωτοφανή έως τότε στη Ρωσία). Παράλληλα, η κυβέρνηση δρομολόγησε ένα σχέδιο στρατιωτικών παραγγελιών, χωρίς ωστόσο, όπως ακούγεται μερικές φορές, να ρίξει τη χώρα σε «πολεμική οικονομία». Αν και το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα τέθηκε σε πλήρη λειτουργία, τα μη στρατιωτικά εργοστάσια δεν μετατράπηκαν σε εργοστάσια παραγωγής οπλισμού. Οι στρατιωτικές δαπάνες –γύρω στο 6% του ΑΕΠ– διαμορφώθηκαν σε ένα επίπεδο που ακόμη απέχει αρκετά από εκείνα που είχαν παρατηρηθεί στην ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, μια γρήγορη αναπροσαρμογή επέτρεψε στον ρωσικό στρατό να αποκρούσει την ουκρανική αντεπίθεση στην περιοχή της Ζαπορίζια το καλοκαίρι του 2023 και στη συνέχεια να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στο Ντονμπάς στα τέλη του 2023.
Προς έναν νέο κύκλο
Σήμερα, ο Πούτιν πρέπει να κάνει μια δύσκολη επιλογή. Μπορεί να αποφασίσει να συνεχίσει τη στρατηγική του εδαφικού «ροκανίσματος», σε συνδυασμό με βομβαρδισμούς στο βάθος της Ουκρανίας, στις ενεργειακές και τις στρατιωτικές υποδομές της. Αυτό το σενάριο αδράνειας παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι διατηρεί τη φαινομενική κανονικότητα που κυριαρχεί στη Ρωσία, η οποία είναι η βάση της κοινωνικής αποδοχής αυτού του πολέμου που δεν λέει το όνομά του. Μολαταύτα, δεν επιτρέπει να φανταστούμε κάποια σημαντική μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων στο πεδίο της μάχης. Το άλλο σενάριο είναι εκείνο της αλλαγής κλίμακας της σύγκρουσης. Οι περισσότεροι Ρώσοι εμπειρογνώμονες εκτιμούν πως απαιτούνται τουλάχιστον 500.000 επιπλέον άνδρες για την απόκτηση υπεροχής έναντι του ουκρανικού στρατού και την κατάκτηση μεγάλων πόλεων όπως το Χάρκοβο, η Ζαπορίζια ή ακόμα και η Οδησσός. Έως τώρα, το Κρεμλίνο πάντα απέρριπτε μια τέτοια επιλογή. Διότι, πράγματι, δεν μπορεί να αγνοήσει ότι η πλειονότητα των Ρώσων (57% σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις) είναι αντίθετη σε ένα δεύτερο κύμα επιστράτευσης (6). Η επιλογή του «πολέμου μέχρις εσχάτων» δεν έχει υποστηρικτές πέρα από ένα μειοψηφικό υπερπατριωτικό κίνημα, που αντιπροσωπεύει μεταξύ του ενός πέμπτου και του ενός τετάρτου του πληθυσμού.
Για την ώρα, ο Πούτιν θέλει να αισθάνεται σίγουρος και επαναλαμβάνει τακτικά ότι «όλοι οι στόχοι θα επιτευχθούν». Η ασάφεια στην οριοθέτησή τους του προσφέρει ένα περιθώριο ελιγμών από το οποίο δεν επωφελείται η ουκρανική πλευρά. Η φύση του καθεστώτος και η ελάχιστα φιλοπόλεμη, κατά βάθος, διάθεση του πληθυσμού αναμφίβολα δίνουν στον Ρώσο πρόεδρο τη δυνατότητα να «πουλήσει» μια μέτρια νίκη στη χώρα του. Όμως, σε περίπτωση που γίνει κάτι τέτοιο, είναι πιθανό πως φοβάται ότι στα μάτια των ελίτ δεν θα φαντάζει ως νέος Μέγας Πέτρος ή νέα Αικατερίνη Β΄, αλλά ως ο πρώην σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ ύστερα από την κρίση της Κούβας. Με άλλα λόγια, ως ένας ηγέτης που έκανε τη Ρωσία να διακινδυνεύσει πολλά για ένα αμφίβολο αποτέλεσμα από στρατηγικής άποψης.
Τα πάντα οδηγούν στην πεποίθηση ότι η Μόσχα επιθυμεί η σύγκρουση με την Ουκρανία να έχει τερματιστεί στις αρχές του 2026 προκειμένου να ανοίξει ένας νέος κύκλος: σημαντικές βουλευτικές εκλογές θα είναι στον ορίζοντα και πολλές αποφάσεις οι οποίες έχουν αναβληθεί ώς τώρα –ειδικά με την προοπτική της διαδοχής στο Κρεμλίνο– θα πρέπει να ληφθούν ή έστω να προσχεδιαστούν. Επιπλέον, μπορεί μέχρι τώρα η ρωσική οικονομία να έχει επιδείξει αξιοσημείωτη αντοχή (7), ωστόσο ενδέχεται να φτάσει στα όριά της. Η ώρα των επιλογών πλησιάζει για τον Πούτιν. Από τη δική του αξιολόγηση των κινδύνων θα εξαρτηθεί, σε μεγάλο βαθμό, η εξέλιξη του πολέμου.