el | fr | en | +
Accéder au menu

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Βενεζουέλα: Κρίση χωρίς τέλος

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η Βενεζουέλα γνώρισε κάθε είδους εσωτερικές δυσλειτουργίες και βίωσε την αποσταθεροποιητική ανάμειξη ξένων δυνάμεων. Η χώρα της «μπολιβαριανής επανάστασης» τρώει τις σάρκες της. Γιατί οι προεδρικές εκλογές στις 28 Ιουλίου 2024 δεν έλυσαν κανένα πρόβλημα;

Στο Καράκας, η φασαρία είναι απερίγραπτη. Αυτή τη βραδιά της 2ης Σεπτεμβρίου 2024, οι φωνές των coquis, των μικρών βατράχων που εμφανίζονται μετά τις καταιγίδες, έχουν κυριεύσει την πόλη, την ώρα που ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο ανοίγει τις εργασίες της «συνάντησης των πέντε γενεών». Ο Μαδούρο, του οποίου η τρίτη προεδρική θητεία (2025-2031) θα αρχίσει στις 10 Ιανουαρίου 2025, έχει προσκαλέσει έναν αστερισμό πολιτικών ακτιβιστών, διανοουμένων, στρατιωτικών, πολιτοφυλάκων και ιστορικών στελεχών του τσαβισμού στην αίθουσα Μπογιακά του προεδρικού μεγάρου Μιραφλόρες, στο κέντρο της πρωτεύουσας Καράκας.

Ο τσαβισμός, που οφείλει το όνομά του στον Ούγο Τσάβες, πρόεδρο της Βενεζουέλας από το 1999 μέχρι τον θάνατό του το 2013, συνενώνει το σύνολο των κοινωνικών, πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων –στη Βενεζουέλα μιλούν για «συμμαχία πολιτών-στρατιωτικών»– του κοινωνικοπολιτικού κινήματος που υπερασπίζεται την «μπολιβαριανή επανάσταση». Το Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα Βενεζουέλας (Partido Socialista Unido de Venezuela, PSUV), με τα μέλη του να εκτιμώνται σε 4 εκατομμύρια (επί πληθυσμού 28 εκατομμυρίων κατοίκων), αποτελεί σήμερα την κεντρική δύναμη αυτού του «ιστορικού μπλοκ». Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, ένας αντιπολιτευόμενος τσαβισμός έχει αναδυθεί στους κόλπους της Αριστεράς, ιδιαίτερα στο εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος Βενεζουέλας (Partido Comunista de Venezuela, PCV) και διάφορων κοινωνικών οργανώσεων. Οι υποστηρικτές του νέου ρεύματος καταγγέλλουν μια αυταρχική και κατασταλτική στροφή της κυβέρνησης απέναντι στους αμφισβητίες της, στους οποίους πλέον συγκαταλέγονται συνδικαλιστές και απεργοί. Όλοι μαζί, αμφισβητούν τα φιλελεύθερα μέτρα που εφαρμόζονται για να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση και οι κυρώσεις των ΗΠΑ (1), την πολιτική δολαριοποίησης, που εκ των πραγμάτων δημιουργεί έντονες κοινωνικές ανισότητες, τη φιλελευθεροποίηση αρκετών κλάδων οικονομικής δραστηριότητας (φυσικοί πόροι, γεωργία, εκμετάλλευση του υπεδάφους) μέσω της δημιουργίας ειδικών οικονομικών ζωνών (ΕΟΖ) εμπνευσμένων από το κινεζικό πρότυπο, την ιδιωτικοποίηση καλλιεργήσιμων γαιών, καθώς και την ευνοϊκή νομοθεσία για τους ξένους επενδυτές (φορολογικές απαλλαγές, διευκολύνσεις επαναπατρισμού κερδών κ.λπ.).

Η προεδρική πρωτοβουλία του Μιραφλόρες εξυπηρετεί διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες, λίγες εβδομάδες μετά την ανακοίνωση των πιο αμφισβητούμενων εκλογικών αποτελεσμάτων από τότε που άνοιξε ο μπολιβαριανός πολιτικός κύκλος (1999). Πράγματι, το Εθνικό Εκλογικό Συμβούλιο (CNE) ανακήρυξε τον απερχόμενο πρόεδρο Μαδούρο νικητή των εκλογών της 28ης Ιουλίου 2024 απέναντι στον υποψήφιο της Ενωτικής Δημοκρατικής Πλατφόρμας (PUD) Εντμούντο Γκονσάλες Ουρούτια (2), αποτέλεσμα που επικυρώθηκε στις 22 Αυγούστου 2024 από το Ανώτατο Δικαστήριο (TSJ), την ανώτατη δικαστική αρχή της χώρας. Πολλές φωνές όμως, που δεν προέρχονται μόνο από τη δεξιά αντιπολίτευση σε Βενεζουέλα και Λατινική Αμερική ή από την Ουάσιγκτον και τους δυτικούς συμμάχους της, υψώθηκαν για να αμφισβητήσουν τη διαφάνεια στη λειτουργία του Εθνικού Εκλογικού Συμβουλίου ως προς την οργάνωση της ψηφοφορίας και την καταμέτρηση των ψήφων, καθώς και για να δηλώσουν την αδυναμία τους να διασταυρώσουν, με ανεξάρτητο τρόπο, τα ανακοινωθέντα εκλογικά αποτελέσματα και να πιστοποιήσουν την εγκυρότητά τους. Στην πραγματικότητα, το Εκλογικό Συμβούλιο δεν προέβη σε καμία επίσημη και αναλυτική δημοσίευση του εκλογικού υλικού (ανά εκλογικό τμήμα), σε κανέναν έλεγχο του πληροφοριακού συστήματος υποστήριξης και μετάδοσης των αποτελεσμάτων μέσα στις νόμιμες προθεσμίες που ήταν υποχρεωμένο να το πράξει. Προκειμένου να δικαιολογήσει τις δυσλειτουργίες αυτές, η εκλογική αρχή ισχυρίζεται ότι δέχθηκε μαζική κυβερνοεπίθεση.

Σήμερα, μεταξύ εκείνων που αναρωτιούνται ή καταγγέλλουν τα αποτελέσματα βρίσκονται επίσης αριστερές δυνάμεις στη Βενεζουέλα, τη Λατινική Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς και προοδευτικές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής. Η Βραζιλία και η Κολομβία δεν αναγνωρίζουν ούτε τη νίκη Μαδούρο ούτε τη νίκη του αντιπάλου του, ο οποίος βρίσκεται πλέον αυτοεξόριστος στην Ισπανία, μετά από την έκδοση εντάλματος σύλληψης σε βάρος του από τις εισαγγελικές αρχές. Και καλούν τη Βενεζουέλα να δημοσιοποιήσει τα αναλυτικά αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών. Από την πλευρά του, ο κεντροαριστερός πρόεδρος της Χιλής Γκαμπριέλ Μπόριτς επέλεξε τη ρήξη και καταγγέλλει μια «δικτατορία που διαπράττει εκλογική νοθεία» (στον λογαριασμό του στο Χ –πρώην Twitter– στις 22 Αυγούστου 2024). Όσο για το Μεξικό, σε πρώτη φάση ευθυγραμμίστηκε με τη θέση της Κολομβίας και της Βραζιλίας πριν αποδεχτεί, σε δεύτερη φάση, την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βενεζουέλας.

Τέλος, το Carter Center (Κέντρο Κάρτερ), ειδικευμένο στις αποστολές εκλογικών παρατηρητών σε δεκάδες χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς και το ειδικό κλιμάκιο παρατηρητών των Ηνωμένων Εθνών, που παρακολούθησαν τις εκλογές, θεωρούν ότι η εκλογική διαδικασία δεν ανταποκρίθηκε στις ελάχιστες προδιαγραφές διαφάνειας που θα επέτρεπαν να πιστοποιηθεί η εγκυρότητά της. Μέχρι τώρα, οι δύο αυτοί φορείς είχαν πάντοτε υπερασπιστεί την εγκυρότητα των εκλογών στη Βενεζουέλα.

Έτσι, οι προεδρικές εκλογές, αμφισβητούμενες –δικαίως– λόγω της αδυναμίας επιβεβαίωσης των αποτελεσμάτων τους, δεν αντιμετώπισαν καμία πτυχή της πολυπαραγοντικής κρίσης -–οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και γεωπολιτικής– που μαστίζει τη Βενεζουέλα εδώ και μία δεκαετία. Αντίθετα, παρατείνουν την κρίση και την φέρνουν σε μια νέα φάση –που θα μπορούσε να διαρκέσει. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: ήταν εφικτή η διενέργεια «φυσιολογικών» εκλογών μέσα στις σημερινές υλικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούν στη Βενεζουέλα;

Ασφαλώς όχι. Οι ΗΠΑ φέρουν πρωταρχική ευθύνη για τη διαρκή επιδείνωση της κατάστασης στο νοτιοαμερικανικό κράτος. Δεν έχουν σταματήσει να αναμειγνύονται στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας και να υποστηρίζουν όλες τις απόπειρες αποσταθεροποίησης, από το πραξικόπημα εναντίον του Τσάβες, τον Απρίλιο του 2002 (3), και ύστερα. Έχουν υποδαυλίσει την ακραία πόλωση και την πολιτική βία που έχουν σταδιακά υποσκάψει το δημοκρατικό πολιτικό πλαίσιο στη χώρα. Για να μιλήσουμε μόνο για την περίοδο μετά το 2013, όταν ο Μαδούρο ανέλαβε την εξουσία, η εχθρότητα των ΗΠΑ αποτυπώθηκε στην εφαρμογή κυρώσεων, παράνομων σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Οι πρώτες κυρώσεις, που αποφασίστηκαν το 2015 από τον τότε Αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα (2008-2016), με το κίβδηλο επιχείρημα ότι η Βενεζουέλα αποτελούσε «ασυνήθιστη και επικίνδυνη απειλή για την εθνική ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών», ενισχύθηκαν από τον διάδοχό του Ντόναλντ Τραμπ (2016-2020) και διατηρήθηκαν από τον σημερινό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν (2020-2024), παρά ορισμένες κινήσεις για τη χαλάρωσή τους, που επέτρεψαν σε αρκετές πολυεθνικές (όπως η Chevron) να εξασφαλίσουν άδειες πετρελαϊκής εκμετάλλευσης στο έδαφος της Βενεζουέλας (4).

Αυτά τα μονομερή καταναγκαστικά μέτρα στόχο έχουν τα ηγετικά κλιμάκια του τσαβισμού, καθώς και κάθε «πρόσωπο» ή «οντότητα» που διατηρεί εμπορική, χρηματοπιστωτική ή άλλη σχέση (ή συναλλάσσεται σε δολάρια) με το κράτος της Βενεζουέλας, όπως και τις δημόσιες επιχειρήσεις της χώρας (μεταξύ τους και την Petróleos de Venezuela, PDSVA). Από το 2019, οι αμερικανικές κυρώσεις απαγορεύουν στη Βενεζουέλα την πρόσβαση στην αμερικανική ενεργειακή αγορά (πλην εξαιρέσεων), καθώς και στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό και τραπεζικό σύστημα και τις θυγατρικές του σε ολόκληρο τον κόσμο. Έτσι, η Βενεζουέλα παρεμποδίζεται να αναχρηματοδοτήσει το δημόσιο χρέος της στις διεθνείς αγορές, ενώ η κρατική πετρελαϊκή εταιρεία της δεν μπορεί πλέον να συναλλάσσεται σε δολάρια. Η πολιτική αυτή της Ουάσιγκτον επιταχύνει, σε αντίθεση με τα ίδια της τα συμφέροντα, την προσέγγιση του Καράκας με τη Ρωσία ή την Κίνα…

Δεν υπάρχουν ελεύθερες εκλογές σε συνθήκες κυρώσεων

Οι ενέργειες των ΗΠΑ προκαλούν ασφυξία στην οικονομία της Βενεζουέλας, στραγγίζουν τα έσοδά της σε συνάλλαγμα, εκμηδενίζουν το εξωτερικό εμπόριό της και την καθιστούν απαγορευτικά επικίνδυνη επιλογή για τους διεθνείς επενδυτές. Σύμφωνα με τις αρχές της Βενεζουέλας, μεταξύ 2015 και 2023, 930 ξεχωριστά μέτρα έβαλαν στο στόχαστρο την κυβέρνηση, την πετρελαϊκή βιομηχανία και το εξωτερικό εμπόριο της χώρας. Και έχουν συμβάλει σε σημαντικό βαθμό, μαζί με την έλλειψη επενδύσεων στην PDSVA (και τη διαφθορά στους κόλπους της), στη διάβρωση των ζωτικής σημασίας πετρελαϊκών εξαγωγών της χώρας. Οι εξαγωγές πετρελαίου της Βενεζουέλας συρρικνώθηκαν από περίπου 3 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το 2015 σε 340.000 βαρέλια το 2020 (μέχρι το 2019, οι ΗΠΑ παρέμεναν ο κύριος πελάτης της Βενεζουέλας), πριν υπερβούν ξανά το φράγμα των 850.000 το 2024 και οδηγήσουν την οικονομία σε αισθητή ανάκαμψη. Η κυβέρνηση της Βενεζουέλας υπολογίζει τα διαφυγόντα έσοδα της πετρελαϊκής βιομηχανίας από το 2015 μέχρι σήμερα σε 232 δισεκατομμύρια δολάρια. Άλλο παράδειγμα: η δέσμευση ή και κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της Βενεζουέλας στο εξωτερικό. Σύμφωνα με το Καράκας, πρόκειται για ζημίες ύψους μεταξύ 24 και 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων (τραπεζικοί λογαριασμοί, αποθέματα χρυσού, εταιρεία Citgo, θυγατρική της PDVSA στις ΗΠΑ κ.λπ.) (5).

Η αμερικανική πολιτική συμβάλλει άμεσα στη φτωχοποίηση της κοινωνίας της Βενεζουέλας, στα καθημερινά οικονομικά προβλήματά της, καθώς και στη μετανάστευση εκατομμυρίων ανθρώπων. Οι «κυρώσεις επηρεάζουν και τις εκλογές», εκτιμά το Center for Economic and Policy Research (CEPR). Η προοδευτική δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσιγκτον, φημισμένη για την εξειδίκευσή της σε θέματα εκλογικών αναμετρήσεων, συμπεραίνει ότι οι εκλογές ήταν αδιαφανείς, θεωρεί όμως ότι η αμερικανική πολιτική αποτελεί μια καθοριστικής σημασίας μορφή οικονομικού πολέμου, η οποία «μπορεί να πείσει τους ανθρώπους να ψηφίσουν όπως θα επιθυμούσαν οι ΗΠΑ ή να απαλλαγούν από την κυβέρνηση με άλλα μέσα» (6).

Δεν θα μπορούσαν λοιπόν να υπάρξουν ελεύθερες και δίκαιες εκλογές σε μια χώρα που πλήττεται από τέτοιες κυρώσεις, αλλά που είναι και θεσμικά δυσλειτουργική εδώ και μια δεκαετία. Σε μια χώρα όπου μάλλον εχθροί, παρά πολιτικοί αντίπαλοι, συγκρούονται για την εξουσία και τον έλεγχο των πετρελαϊκών εσόδων. Ο κρατικός μηχανισμός, ο στρατός, η δικαστική εξουσία, η αστυνομία και ο «φιλοκυβερνητικός» πυρήνας ακτιβιστών έχουν στοιχηθεί πίσω από τον Μαδούρο. Η αντιπολίτευση, από την πλευρά της, αποδέχεται ή δεν αποδέχεται το δημοκρατικό πλαίσιο ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντά της. Από το 2002, έχει αμφισβητήσει τα αποτελέσματα των περισσότερων εκλογικών διαδικασιών, τις οποίες έχανε, ακόμη κι όταν αυτές επικυρώνονταν από τους διεθνείς παρατηρητές και τη «διεθνή κοινότητα». Απείχε από τις εκλογές το 2005 (βουλευτικές) ή, ως προς τις κύριες δυνάμεις της, το 2018 (προεδρικές) και το 2020 (βουλευτικές), αφήνοντας έτσι ελεύθερο το πεδίο στους υποστηρικτές του τσαβισμού, ιδιαίτερα στο Ανώτατο Δικαστήριο, του οποίου τα μέλη ορίζονται από την Εθνοσυνέλευση για δωδεκαετή θητεία. Η αντιπολίτευση γνωρίζει επίσης να παίζει το χαρτί της εξέγερσης και της βίας (όπως στις διαδηλώσεις του 2014 και του 2017) και λαμβάνει τη συστηματική πολιτική, οικονομική –ακόμα και στρατιωτική– στήριξη των ΗΠΑ, όπως συνέβη το 2020 με τη Μαρία Κορίνα Ματσάδο, ηγέτιδα της αδιάλλακτης πτέρυγας της αντιπολίτευσης που υποστηρίζει τις κυρώσεις και καλεί σε ανατροπή του Μαδούρο, της οποίας η υποψηφιότητα για τις προεδρικές εκλογές του περασμένου Ιουλίου απορρίφθηκε.

Έτσι, όλα αυτά τα χρόνια, έχει τεθεί σε κίνηση μια καταστροφική διαλεκτική ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα. Η αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησε στις τελευταίες εξελίξεις οφείλεται στον συνδυασμό της δυναμικής πολλών πεδίων, συνδεδεμένων με αυτή την κεντρική αντιπαλότητα. Από τη μία πλευρά, οι απόπειρες αποσταθεροποίησης υπήρξαν πολλές: πραξικόπημα το 2002, πετρελαϊκή αργία το 2003, απόπειρα δολοφονίας του Μαδούρο με δρόνους το 2018, επιχειρήσεις «ανθρωπιστικής» εισβολής από το έδαφος της Κολομβίας το 2019 (την περίοδο του αυτοανακηρυχθέντος μεταβατικού προέδρου Χουάν Γουαϊδό, με τη στήριξη της Ουάσιγκτον) (7) και παραστρατιωτικών μισθοφόρων (επιχείρηση «Γεδεών» το 2020). Μπορούμε επίσης να υπενθυμίσουμε την αμοιβή που υπόσχεται η αμερικανική κυβέρνηση από το 2020: 15 εκατομμύρια δολάρια για πληροφορίες που θα επιτρέψουν τη σύλληψη και την καταδίκη του προέδρου της Βενεζουέλας για χρηματοδότηση τρομοκρατικών οργανώσεων από εμπόριο ναρκωτικών.

Από την άλλη πλευρά, η φθορά μιας πολιτικής παράταξης που βρίσκεται στην εξουσία εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα έχει τροφοδοτήσει φαινόμενα διαφθοράς και ευνοιοκρατίας, που είναι χαρακτηριστικά σε χώρες όπου υπάρχει οργανικός δεσμός μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και της διαχείρισης των πετρελαϊκών εσόδων (8). Η αποδυνάμωση της ηγεμονίας του τσαβισμού, που ξεκίνησε μετά τον θάνατο του Τσάβες το 2013, οδήγησε τον Μαδούρο στην ενίσχυση της στρατιωτικής συνιστώσας του τσαβισμού μέσα στον κρατικό μηχανισμό. Η κακή οικονομική διαχείριση του Μαδούρο κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης της δεκαετίας του 2010, με φόντο την κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου και την παραγωγική κάμψη της PDVSA, έκανε την κυβέρνησή του ευάλωτη. Στο πλαίσιο αυτό, η αντιπολίτευση έπαιξε το χαρτί της συστηματικής παρεμπόδισης των προσπαθειών ανάκαμψης. Έτσι, το 2015 η Εθνοσυνέλευση, που μόλις είχε αποκτήσει δεξιά πλειοψηφία, υποσχέθηκε να απομακρύνει τον πρόεδρο «μέσα σε έξι μήνες» και του αρνήθηκε τη δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης του δημόσιου χρέους. Η διπλή αυτή απόφαση προκάλεσε τη ρήξη και τη ριζοσπαστικοποίηση χωρίς επιστροφή του Μαδούρο. Η κυβέρνηση, υποχρεωμένη να περικόψει δραστικά και απότομα τις δημόσιες δαπάνες και τις εισαγωγές ζωτικής σημασίας για τη χώρα, προκάλεσε σοκ λιτότητας και κοινωνική έκρηξη.

Τότε εκκινεί ο κύκλος των δυσλειτουργιών που οδηγεί στις εκλογές του 2024, κατά τη διάρκεια του οποίου η Βενεζουέλα θα πειραματιστεί ακόμη και με ένα σύστημα δυαδικής εξουσίας, μεταξύ 2017 και 2022. Από τη μία πλευρά, η κυβέρνηση στηρίζεται σε μια Συντακτική Εθνοσυνέλευση (που δεν θα υποβάλλει ποτέ σχέδιο νέου Συντάγματος), της οποίας η λειτουργία είναι να παρακάμπτει την Εθνοσυνέλευση και να ψηφίζει τα νομοσχέδια που προτείνει η εκτελεστική εξουσία. Ο Μαδούρο δεν διστάζει, κατά την περίοδο αυτή, να αλλάξει τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού προκειμένου να παραλύσει τους αντιπάλους του. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η Εθνοσυνέλευση, με αρμοδιότητες που έχουν ανασταλεί, και ένας αυτοανακηρυχθείς μεταβατικός πρόεδρος –ο Χουάν Γουαϊδό– ο οποίος προέρχεται από αυτό το εξουδετερωμένο σώμα νομοθετικής εξουσίας, αλλά υποστηρίζεται και χρηματοδοτείται από τις ΗΠΑ και περίπου 60 ακόμη χώρες, με φόντο μια οικονομική κρίση που επιδεινώνεται και βίαιες διαδηλώσεις («guarimbas») που καταστέλλονται το 2017. Γεγονότα που είχαν ως αποτέλεσμα να έχει ανοίξει, από το 2021, έρευνα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) σε βάρος του προέδρου της Βενεζουέλας για ενδεχόμενα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Αποφυγή των χειρότερων σεναρίων

Λογικές σύγκρουσης μέχρις εσχάτων, πολιτικά και προσωπικά προηγούμενα και συστηματική ανάμειξη ξένων δυνάμεων συνθέτουν το τρίπτυχο της διάβρωσης του δημοκρατικού πλαισίου στη Βενεζουέλα. Και εξηγούν πώς ο Μαδούρο, κάτοχος της πραγματικής κρατικής εξουσίας, με τις επιλογές του έχει εισέλθει σε μια δυναμική αυταρχισμού. Ο κρατικός τσαβισμός γίνεται πλέον αντιληπτός ως ένα πολιτικο-στρατιωτικό καθεστώς που μάχεται για την επιβίωσή του. Όταν βλέπεις να σου υπόσχονται εξορία, φυλάκιση, δίκη σε διεθνή δικαστήρια ή εκκαθαρίσεις σε περίπτωση επιστροφής της αντιπολίτευσης στην εξουσία, δεν έχεις κίνητρο να χαλαρώσεις τον κλοιό γύρω από τους αντιπάλους σου. Η επιβίωση πάση θυσία γίνεται πολιτικό σχέδιο.

Να λοιπόν γιατί, στη «συνάντηση των πέντε γενεών», ο Μαδούρο υπερασπίζεται τις θέσεις του με νύχια και με δόντια και επιδιώκει να κινητοποιήσει ξανά τον επίσημο τσαβισμό, να αποδείξει την αρραγή ενότητα «πολιτών-στρατιωτικών-αστυνομικών» απέναντι στις «τρομοκρατικές» βιαιότητες που διαπράττονται, σύμφωνα με αυτόν, από «φασιστικά» ρεύματα της αντιπολίτευσης, στο πλαίσιο μια απόπειρας «πραξικοπήματος» με τη στήριξη της Ουάσινγκτον. Δεν δίνει συνέχεια στις περιφερειακές μεσολαβητικές πρωτοβουλίες της Βραζιλίας και της Κολομβίας και υπερηφανεύεται ότι προχώρησε στη σύλληψη 2.400 ατόμων τις ημέρες που ακολούθησαν τις εκλογές (9). Προχωρά σε μια βαρυσήμαντη κίνηση, δημιουργεί ισχυρές εντυπώσεις και διαμηνύει ότι καμία απόπειρα αποσταθεροποίησης δεν θα γίνει ανεκτή. Η συνάντηση απευθύνει, από την άποψη αυτή, ξεκάθαρο μήνυμα στους επικριτές του και στα διεθνή κέντρα εξουσίας: «Όταν έρθει η ώρα να παραδώσω την εξουσία, θα την εμπιστευτώ σε έναν πρόεδρο ή μία πρόεδρο που θα είναι τσαβιστής, μπολιβαριανός και επαναστάτης!», ανεβάζει τους τόνους ο Μαδούρο. Και υπόσχεται τη συνέχιση της επανάστασης για «τα επόμενα τριάντα χρόνια». Από την πλευρά της, η αντιπολίτευση καταγγέλλει «νοθεία ιστορικών διαστάσεων» και αποκαλεί την κυβέρνηση των τσαβιστών «κρατική τρομοκρατία».

Πρόκειται για αδιέξοδο. Το θέμα συζήτησης δεν είναι πλέον ο σοσιαλιστικός ή μη χαρακτήρας μιας διαδικασίας που έχει χάσει την προωθητική δύναμή της εδώ και πολλά χρόνια, που εφαρμόζει πολιτικές οικονομικής ορθοδοξίας μετά από χρόνια κυρώσεων και καταφεύγει στην καταστολή για να διατηρηθεί στην εξουσία η ηγετική ομάδα της. Αλλά, όσο περισσότερο συνεχίζεται η πολιτική της «μέγιστης πίεσης» και των κυρώσεων, τόσο περισσότερο η Βενεζουέλα θα εισέρχεται σε μια τροχιά παρόμοια με τη Νικαράγουα (τερματισμός της πολιτικής ζωής, στρατιωτικοποίηση του καθεστώτος και της κοινωνίας), με την υποστήριξη της Κίνας, της Ρωσίας και του Ιράν.

Θα μπορούσε άραγε μια τέτοια προοπτική να οδηγήσει στον εμφύλιο πόλεμο, σε μια χώρα όπου κυκλοφορούν εκατομμύρια όπλα; Οι συνέπειες –μεταναστευτική βόμβα (10), συνοριακή αστάθεια, στρατιωτικό αδιέξοδο– θα ήταν κατακλυσμιαίες για την ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα για τις γειτονικές Βραζιλία και Κολομβία, όπως και για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η κλιμάκωση προς ένα τέτοιο σενάριο ριζοσπαστικοποίησης, την οποία πολλοί φοβούνται, εξηγεί τη σύνεση αρκετών χωρών, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης: έχοντας αντλήσει τα διδάγματά τους από την αποτυχία της «επιχείρησης Γουαϊδό», δεν αναγνωρίζουν κανέναν νικητή στις εκλογές της 28ης Ιουλίου και καλούν στην εξεύρεση πολιτικής λύσης μετά από διαπραγματεύσεις. Εξηγεί όμως και τη στάση της Ουάσιγκτον που, μολονότι αναγνώρισε τη νίκη της αντιπολίτευσης, υποστήριξε ταυτόχρονα και την πρόταση Βραζιλίας και Κολομβίας για νέες εκλογές –οι οποίες, πάντως, απορρίπτονται από όλους τους πρωταγωνιστές στο Καράκας. Και όλα αυτά ενώ περίπου 60 χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν αναγνωρίσει τη νίκη Μαδούρο.

Η αποφυγή των χειρότερων σεναρίων επιβάλλει όχι τόσο τη διεξαγωγή νέων επίσημων εκλογών μέσα σε αδύνατες συνθήκες, αλλά μάλλον διαπραγματεύσεις χωρίς την πίεση των διεθνών κυρώσεων.

Christophe Ventura

Διευθυντής ερευνών στο γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών και Στρατηγικών Σχέσεων (IRIS) και συγγραφέας του Géopolitique de l’Amérique latine, εκδ. Eyrolles, Παρίσι, 2022
Μετάφραση: Χάρης Λογοθέτης

(1Βλ. Maëlle Mariette, «Le Venezuela brisé par les sanctions», Le Monde diplomatique, Απρίλιος 2022.

(2Με ποσοστό 51,95%, έναντι 43,18% του αντιπάλου του, σύμφωνα με το δεύτερο επίσημο ανακοινωθέν του Εθνικού Εκλογικού Συμβουλίου, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 2 Αυγούστου 2024.

(3Βλ. Maurice Lemoine, Στα εργαστήρια του ψέματος στη Βενεζουέλα, Le Monde diplomatique - ελληνική έκδοση, Αύγουστος 2002.

(4Έχουν ωφεληθεί επίσης η ισπανική πολυεθνική Repsol και η γαλλική εταιρεία Maurel & Prom.

(5Στοιχεία από το Παρατηρητήριο κατά του Εμπάργκο στη Βενεζουέλα, https://observatorio.gob.ve.

(6Venezuela’s disputed election and the pathforward, CEPR, 12 Αυγούστου 2024.

(7Βλ. Julia Buxton, «Où va l’opposition à Nicolás Maduro?», Le Monde diplomatique, Μάρτιος 2019.

(8Βλ. Gregory Wilpert, Ο πληθωρισμός και η φτώχεια πνίγουν τη Βενεζουέλα στο πετρέλαιό της, Le Monde diplomatique - ελληνική έκδοση, Νοέμβριος 2013.

(9Στους οποίους προστίθενται 25 νεκροί και 192 τραυματίες (διαδηλωτές, δημόσιοι υπάλληλοι, ακτιβιστές του τσαβισμού), σύμφωνα με τις αρχές της Βενεζουέλας.

(10Βλ. Guillaume Beaulande, «Sur la route des migrants vénézuéliens», Le Monde diplomatique, Αύγουστος 2019.

Μοιραστείτε το άρθρο