Μια Πέμπτη μεσημέρι, στο επαγγελματικό λύκειο ξενοδοχειακών σπουδών του Μετς της βορειανατολικής Γαλλίας, μια ομάδα πενήντα περίπου μαθητών αναλογίζεται τις πρώτες εμπειρίες τους στον κλάδο της εστίασης. «Ο υπεύθυνος για την πρακτική άσκησή μου με κόλλησε στον τοίχο και με χτύπησε», «Μου κοπάνησε κατακέφαλα ένα αυγό επειδή είχα ξεχάσει να φουρνίσω τη μαρέγκα», «Μου έριξε ένα μουσκεμένο πατσαβούρι κατάμουτρα, λέγοντάς μου: “Εσύ είσαι ο δούλος εδωπέρα”»: αυτά αναφέρουν οι μαρτυρίες, γραμμένες με παιδικό γραφικό χαρακτήρα σε μονά φύλλα χαρτί. Η ηλικία εκείνων που τα έγραψαν δεν ξεπερνάει τα είκοσι χρόνια, πολλοί όμως ανάμεσά τους έχουν ήδη βιώσει μια παράδοση βίας –τόσο λεκτικής όσο και σωματικής– βαθιά ριζωμένης σε έναν κλάδο με 1,2 εκατομμύρια απασχολούμενους στη Γαλλία (1).
Η συχνότητα του φαινομένου δεν εκπλήσσει την Μαριόν Γκετλέ, που βρίσκεται εκείνη την ημέρα απέναντι στους μαθητές. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η νεαρή γυναίκα, σεφ στο παρισινό Café Mirabelle, σιωπούσε για τον καθημερινό εξευτελισμό και τη σεξουαλική παρενόχληση που είχε υποστεί από έναν πρώην εργοδότη της. «Βίωνα αυτές τις βιαιότητες ως κάτι σύμφυτο με το επάγγελμα, λες κι έπρεπε να είμαστε πολεμιστές, να σκύβουμε το κεφάλι», αφηγείται. Η οργάνωση Bondir.e (2), που συνίδρυσε το 2021, παρεμβαίνει στους χώρους όπου πραγματοποιείται η κατάρτιση στη μαγειρική για να βοηθήσει τους μαθητές να συνειδητοποιούν ότι αυτές οι πρακτικές αποτελούν κακομεταχείριση και να αρνούνται να τις υφίστανται.
Την τελευταία δεκαετία, ορισμένες μαρτυρίες κατορθώνουν να διαπεράσουν το πέπλο σιωπής. Το 2015, ένας βοηθός μάγειρα κατέθεσε μήνυση (στην οποία δεν δόθηκε συνέχεια και κατέληξε στο αρχείο) εναντίον του φημισμένου σεφ Ζοέλ Ρομπυσόν για εκφοβισμό (bullying). Την ίδια χρονιά, μια έρευνα της France Télévisions απεύθυνε κατηγορίες στον Γιαννίκ Αλενό, τιμημένο με τον τίτλο «μάγειρας της χρονιάς» από τον φημισμένο γαστρονομικό οδηγό Gault & Millau: το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών θα αναγνώριζε στη συνέχεια την ύπαρξη «συμβάντων σωματικής βίας» στο Pavillon Ledoyen, το τριάστερο εστιατόριό του στα Ηλύσια Πεδία. Από το 2019, ο λογαριασμός του Instagram «Je dis non chef!» («Σου λέω όχι, σεφ!») έχει συλλέξει διακόσιες περίπου αφηγήσεις βάναυσων συμπεριφορών: μαθητευόμενοι που τους αρπάζουν από τον λαιμό, πρόκληση εγκαυμάτων με τη χρήση κατσαρόλας, σεξουαλικές επιθέσεις στον ψυκτικό θάλαμο…
Εβδομηνταπέντε ώρες την εβδομάδα
Οι δυσκολίες ανεύρεσης προσωπικού για το επάγγελμα, που προβάλλονται συχνά από τα μέσα ενημέρωσης, θα μπορούσαν να παροτρύνουν τους ανθρώπους του να προχωρήσουν σε ενδοσκόπηση. Όμως, μέσα σε αυτή τη μυριάδα των επιχειρήσεων, από τα μικρά μπιστρό ώς τα φημισμένα πολυτελή εστιατόρια, η συνειδητοποίηση παραμένει επιφανειακή σε σχέση με την ουσία του προβλήματος: γιατί παρατηρούνται τόσο μεγάλες αποκλίσεις από τους κανόνες του δικαίου –ή του σεβασμού προς τα άτομα– σε έναν κλάδο που έχει αναχθεί σε γαλλική πολιτιστική κληρονομιά;
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Ογκύστ Εσκοφιέ προχώρησε στην εξορθολογισμό της εργασίας στις κουζίνες των εστιατορίων. Ο πρώην στρατιωτικός αρχιμάγειρας, εμπνευσμένος από το στρατιωτικό περιβάλλον, σχεδίασε μια οργάνωση της εργασίας με βάση την «μπριγάδα»: ο όρος σημαίνει «ταξιαρχία». Στη βάση της ιεραρχικής πυραμίδας βρίσκονται οι βοηθοί μάγειρα που κάνουν τη «χοντροδουλειά» και προϊστάμενοί τους είναι οι σεφ πόστου, υπεύθυνοι για κάθε συγκεκριμένο τμήμα της κουζίνας. Ο σου-σεφ (Σ.τ.Μ.: sous-chef, δηλαδή υπο-σεφ, όπως υπολοχαγός) συντονίζει τη συνολική λειτουργία της κουζίνας και ο σεφ είναι ο επικεφαλής και υπεύθυνος για το τελικό αποτέλεσμα. Η πυραμίδα του Εσκοφιέ, σχεδιασμένη για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ελίτ της Μπελ Επόκ, έχει επιβληθεί σήμερα σε όλους τους τύπους καταστημάτων εστίασης. «Το μοντέλο της υψηλής γαστρονομίας στην υπηρεσία της μεγαλοαστικής τάξης εξακολουθεί και σήμερα να αποτελεί τη βάση της κατάρτισης που παρέχεται στα λύκεια ξενοδοχειακών σπουδών», σημειώνει ο Αντριέν Πεγκουρντί, επίκουρος καθηγητής κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο της Λιμόζ. Τι σημασία έχει αν μονάχα μια χούφτα μαθητών θα κατορθώσει να βρει θέση σε αυτό τον τύπο εστιατορίων μετά την απόκτηση του πτυχίου τους;
Αυτές οι μονάδες επαγγελματικής κατάρτισης εκπαιδεύουν κάθε χρόνο χιλιάδες νέους, προερχόμενους κατά κύριο λόγο από λαϊκά στρώματα, μετά από έναν σχολικό προσανατολισμό που συχνά τους έχει επιβληθεί (3), πριν ο κλάδος της εστίασης αρχίσει να εκμεταλλεύεται την εργατική δύναμή τους. Το λύκειο ξενοδοχειακών σπουδών δεν διδάσκει μόνο την τεχνική. «Το ζητούμενο είναι να πειθαρχηθούν τα σώματα και οι συμπεριφορές ώστε να προετοιμαστούν οι μαθητές για τη σχέση υποταγής προς την πελατεία και για ένα σύμπαν που χαρακτηρίζεται από έντονο καταμερισμό της εργασίας», παρατηρεί ο Πεγκουρντί. Ο κοινωνιολόγος δεν διέκρινε άσκηση βίας μέσα στις εκπαιδευτικές μονάδες, αλλά «ντρεσάρισμα». «Οι μαθητές μαθαίνουν να δέχονται τη θέση που ορίζεται γι’ αυτούς. Η λατρεία της αφοσίωσης, η αξία που αποδίδεται στο ολόψυχο δόσιμο και στην ολοκληρωτική αφιέρωση στη δουλειά επαναλαμβάνονται καθ’ όλη τη διάρκεια του εκπαιδευτικού προγράμματος.» Εξάλλου, ο πανεπιστημιακός διαπίστωσε ανάμεσα στους μαθητές μια υπερεκπροσώπηση παιδιών στρατιωτικών, αστυνομικών και φρουρών ασφαλείας, που «κατέχουν ήδη τέτοιους κώδικες, κυρίως όσον αφορά την αίσθηση της ιεραρχίας».
Υποτίθεται ότι η «σκληρή» μαθητεία δικαιολογείται από το γεγονός ότι η εστίαση θεωρείται όχημα κοινωνικής ανόδου για έφηβους με τη φήμη των «σχολικά ανεπίδεκτων». Και οι νεαροί εκπαιδευόμενοι στην κουζίνα εσωτερικεύουν αυτήν την αρχή. «Όταν οι μάγειρες περιγράφουν τις ανυπόφορες ταπεινώσεις που υπέστησαν στην αρχή της καριέρας τους, πολλοί προσθέτουν: “Ναι, αλλά και πόσα πολλά πράγματα έμαθα!”», λέει με λύπη ο Ξαβιέ Αμόν, μάγειρας και ιδρυτής του Πανεπιστημίου των Γαστρονομικών Επιστημών και Πρακτικών (USPG). Κάποιες προσωπικότητες του χώρου διαδίδουν την αντίληψη ότι η βία δεν είναι τίποτε άλλο από την ακραία μορφή της πειθαρχίας και της ακρίβειας που απαιτούνται. «Ορισμένοι σεφ παρουσιάζουν την επιτυχία τους σαν μια ρεβάνς απέναντι στις δυσκολίες που είχαν αντιμετωπίσει κατά την εκπαίδευσή τους. Θεωρούν ότι έχουν ανέλθει κοινωνικά χάρη στην πολύ σκληρή και παθιασμένη δουλειά τους», υπογραμμίζει ο Αρτύρ Ακό, ο οποίος μελετάει την οργάνωση των βραβευμένων με αστέρια εστιατορίων στο πλαίσιο του διδακτορικού του στο CNAM (Εθνικό Κονσερβατουάρ των Τεχνών και των Επαγγελμάτων).
Σεφ όπως ο Αλαίν Ντυκάς, ο Τιερύ Μαρξ, ο Φιλίπ Ετσεμπέστ εδώ και δεκαπέντε περίπου χρόνια έχουν μετατραπεί σε σταρ (4). Καθώς αντιμετωπίζονται ως γαστρονομικές μεγαλοφυΐες, επιτυχημένοι επιχειρηματίες και αστέρια της τηλεόρασης, η εξύμνηση της επιτυχίας τους ενισχύει την εξουσία τους. Αυτό «το αφήγημα της αριστείας, συστατικό στοιχείο της συγκρότησης μια λατρείας των επιδόσεων», παρατηρεί ο Αμόν, μπορεί να οδηγήσει ορισμένους να νιώσουν ότι έχουν εξαγοράσει μια μορφή ατιμωρησίας. Έτσι, οι πολιτικοί ηγέτες υπερασπίζονται με νύχια και με δόντια τη γαλλική εστίαση και τις εμβληματικές μορφές της. Όταν στις 27 Σεπτεμβρίου 2017 ο Εμμανουέλ Μακρόν απευθύνθηκε στους «κορυφαίους σεφ» επ’ ευκαιρία του παγκόσμιου διαγωνισμού γαστρονομίας, εξύμνησε τις θυσίες τους: «Οι ημέρες εργασίας που αρχίζουν νωρίς και τελειώνουν αργά, η βούληση για την τελειοποίηση μιας ενέργειας ώς τα άκρα, (…) η κούραση που είναι αβίωτη».
Στον ίδιο λόγο, ο Γάλλος πρόεδρος εγκωμίαζε τους εργαζόμενους που είχε δει να στρώνουν τα μεσάνυχτα «με πάθος» τα τραπέζια της γαστρονομικής εκδήλωσης. Το επάγγελμα αυτό «αποτελεί παράδειγμα για τους νεότερους», συνέχισε ο Μακρόν: «Τίποτα δεν γίνεται χωρίς προσπάθεια, τίποτα δεν υφίσταται χωρίς άξιους ανθρώπους, τίποτα δεν κατακτάται χωρίς αυτά τα ξενύχτια». Δύο χρόνια αργότερα, ένα φημισμένο εστιατόριο της Νότιας Γαλλίας, στον νομό Ωντ, ελέγχθηκε από την Επιθεώρηση Εργασίας επειδή δεν κατέγραφε τα ωράρια εργασίας του προσωπικού του. Η Libération περιέγραφε (στις 17 Νοεμβρίου 2019) πώς η Μυριέλ Πενικό, τότε υπουργός Εργασίας, αρμόδια για τη συγκεκριμένη δημόσια αρχή, της απέστειλε μια επιστολή με την οποία επιχειρούσε μια ευνοϊκή διαμεσολάβηση υπέρ της επιχείρησης, επικαλούμενη την «επαγγελματική αριστεία» του κατηγορούμενου σεφ, τα «τρία αστέρια του στον Οδηγό Michelin» και την «εξαιρετική βαθμολογία του από τον οδηγό Gault & Millau»…
Πως είναι δυνατόν να ισχυρίζεσαι ότι καταπολεμάς τις βιαιοπραγίες εάν δεν ενδιαφέρεσαι για τις συνθήκες εργασίας στις οποίες η κακομεταχείριση των εργαζομένων είναι καθημερινή; Όταν το ζητούμενο είναι να προσφέρουν το καλύτερο δυνατό γεύμα, οι επαγγελματίες υφίστανται αφόρητους περιορισμούς, κυρίως χρονικούς. «Η βάρδια είναι οργανωμένη με αυστηρή ακρίβεια και έτσι το παραμικρό απρόοπτο μπορεί να αποδιοργανώσει ολοκληρωτικά το σέρβις, προκαλώντας λάθη, καθυστερήσεις, σπατάλη πρώτων υλών. Και, εντέλει, τη δυσαρέσκεια και του πελάτη και του εργοδότη», περιγράφει ο Ακό.
Η βία διαδραματίζει λοιπόν διπλό ρόλο. Σε ατομικό επίπεδο, επιτρέπει την εκτόνωση της έντασης, ενώ σε συλλογικό «εμφανίζεται ως ένα μέσο για την εξασφάλιση της υπακοής και της αφοσίωσης των υφισταμένων, βγάζοντας ταυτόχρονα από τη μέση τους λιγότερο ανθεκτικούς», συνοψίζει ο ερευνητής. Ο Φαμπιέν (5) βίωσε αυτήν την εμπειρία. Σε ηλικία 21 ετών, ανέλαβε καθήκοντα σεφ πόστου σε ένα εστιατόριο με αστέρια Michelin. Επί έξι μήνες δούλευε «εβδομηνταπέντε ώρες την εβδομάδα για 1.300 ευρώ τον μήνα». Ο σεφ, φουσκωμένος από το λιβάνισμα της κριτικής, εξασφάλιζε με όπλο τη βαναυσότητά του τον ζήλο των ομάδων εργασίας, το κύρος του εστιατορίου και την κερδοφορία του. «Μας έβριζε, μας ταπείνωνε και είχαμε την εντύπωση ότι ήταν έτοιμος να χτυπήσει κάποιον από μας», θυμάται ο Φαμπιέν. «Έτσι, η ομάδα ήταν όλη την ώρα στην πρίζα. Κανένας μας δεν αφιέρωνε χρόνο για να φάει, εκτός κι αν τσίμπαγε κάτι από τα περισσεύματα, στα όρθια, ακόμα και καθισμένος σε σκουπιδοτενεκέ.»
Η έλλειψη χώρων εργασίας διευκολύνει επίσης την κακομεταχείριση. Για τις γυναίκες καταρχάς, οι οποίες εξακολουθούν να θεωρούνται συχνά παρείσακτες στην κουζίνα. «Εκτός από τη σεξιστική και τη σεξουαλική κακοποίηση, υφίστανται και μια δομική κακομεταχείριση: έλλειψη αποδυτηρίων, όπως και στολών προσαρμοσμένων στον γυναικείο σωματότυπο, στενοί χώροι μέσα στην κουζίνα όπου τα σώματα αγγίζονται…», περιγράφει η Ελσά Λανερί, επίκουρη καθηγήτρια ψυχολογίας και εργονομίας της εργασίας στο πανεπιστήμιο Lumière Lyon 2. Όμως, η στενότητα του χώρου αυξάνει και την πίεση της ιεραρχίας στους υπαλλήλους. «Στην κουζίνα, οι εργαζόμενοι δουλεύουν ο ένας πάνω στον άλλο, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να ξεφύγουν από το βλέμμα του ανωτέρου τους, που εντοπίζει αμέσως τα λάθη», υπογραμμίζει ο Πεγκουρντί.
Η άμεση αυτή αντιπαράθεση οφείλεται και στην ίδια τη δομή των εστιατορίων, που είναι μικρομεσαίες ή πολύ μικρές επιχειρήσεις. Ο εργοδότης, που έγινε σεφ εμπειρικά, χωρίς κατάρτιση σχετικά με την οργάνωση και τη διαχείριση μιας επιχείρησης, συχνά αναβαθμίζεται σε πρότυπο. «Στον κλάδο, υπάρχει η τάση οι ομάδες εργασίας να εκλαμβάνονται ως ένα είδος οικογένειας», υπογραμμίζει ο Μαξίμ Κλεμάν, υποψήφιος διδάκτορας στη Σχολή Ανώτατων Σπουδών στις Κοινωνικές Επιστήμες (EHESS). «Αυτός ο τύπος σχέσεων φρενάρει την πολιτικοποίηση των προβλημάτων, καθώς η καταγγελία ή η διεκδίκηση ισοδυναμούν με προδοσία.» Τα «ανάποδα» ωράρια και ο ακανόνιστος τρόπος ζωής που συνεπάγονται ολοκληρώνουν τον εγκλεισμό του επαγγέλματος σε ένα είδος αυτάρκειας που δεν προσφέρεται ιδιαίτερα για αμφισβήτηση. Και τα συνδικάτα; «Ποτέ δεν μας καλούν να συνδράμουμε υπαλλήλους που υφίστανται κακομεταχείριση, ενώ γνωρίζουμε ότι τέτοιες πρακτικές υπάρχουν», λέει με λύπη η Στεφανί Νταγιάν, εθνική γραμματέας Τομέα Υπηρεσιών της Γαλλικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CFDT). «Πρόκειται για ανθρώπους νεαρής ηλικίας, συχνά ανηλίκους, ελάχιστα ενημερωμένους για τα δικαιώματά τους.»
Τα τελευταία χρόνια, από τις σχολές τουριστικών επαγγελμάτων έως ορισμένους σεφ, ο δημόσιος λόγος έχει εξελιχθεί. Δεν υπάρχει πλέον η συστηματική άρνηση της κακομεταχείρισης. «Παρατηρείται όμως μια τάση το ζήτημα να ανάγεται σε ατομικές συμπεριφορές και όχι στην κοινωνική και τη συλλογική διάστασή του», διευκρινίζει ο Κλεμάν. Οι λιγοστές οργανώσεις που ασχολούνται με την πρόληψη στα λύκεια διαπιστώνουν αύξηση του ενδιαφέροντος για τη θεματική τους, συχνά όμως οφειλόμενου στην πρωτοβουλία μεμονωμένων καθηγητών. Μια διδάσκουσα μαγειρικής, που και η ίδια είχε υποστεί ψυχολογική και σεξουαλική βία κατά τη διάρκεια της καριέρας της, κάθε χρόνο συγκεντρώνει «τέσσερις έως πέντε μαρτυρίες μαθητών που είχαν άσχημη εμπειρία κατά την άσκησή τους σε εστιατόρια». «Έχω εργαστεί σε λύκεια όπου οι εργοδότες εντοπίζονταν και στη συνέχεια αποκλείονταν από το πρόγραμμα άσκησης, όμως δεν συμβαίνει παντού αυτό», αναφέρει. «Δεν φέρνουμε πάντα τους ιδιοκτήτες ενώπιον των ευθυνών τους, καθώς δεν θέλουμε να “κάψουμε” τους εταίρους μας στα προγράμματα.»
Όσον αφορά τους υπαλλήλους, όσοι δεν υπομένουν πλέον την κακομεταχείριση εγκαταλείπουν αθόρυβα το επάγγελμα ή φεύγουν αναζητώντας εστιατόρια όπου έχει γίνει γνωστό ότι δεν υπάρχει κακομεταχείριση. Όμως, αυτή η μορφή αποχώρησης αποτελεί συχνά χαρακτηριστικό των μαγείρων που μπήκαν στο επάγγελμα αργότερα, μετά από αλλαγή του επαγγελματικού προσανατολισμού τους. Καθώς προέρχονται από πιο εύπορα στρώματα, έχουν υψηλότερο επίπεδο σπουδών και προγενέστερη επαγγελματική εμπειρία, συνειδητοποιούν ευκολότερα τις δυσλειτουργίες ενός κλάδου που επέλεξαν με κίνητρο το πάθος τους.
Οι λύσεις που προτείνονται από τους σεφ συχνά μοιάζουν διακοσμητικές. Για παράδειγμα, ο Τιερύ Μαρξ εξηγεί στο περιοδικό Paris Match (28 Φεβρουαρίου 2015) ότι «εισήγαγε στις ομάδες του την άσκηση στο τάι τσι τσουάν, με στόχο την καταπολέμηση του στρες και τη σύσφιξη των ομάδων». Ο Όμιλος Επιχειρήσεων Φιλοξενίας και Εστίασης της Γαλλίας (GHR), μια εργοδοτική οργάνωση, ποντάρει στην «παιδαγωγική αξία» ενός «μικρού οδηγού πραγματιστικού μάρκετινγκ» που υπολογίζει να αποστείλει μέσα στο 2024 στα 45.000 μέλη του προκειμένου να αλλάξουν αυτές οι πρακτικές. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται ένα νέο αρχέτυπο: ο μετανοημένος σεφ. Έτσι, ο Δανός Ρενέ Ρετζέπι, επικεφαλής του Noma, που θεωρείται ένα από τα πιο διακεκριμένα εστιατόρια στον κόσμο, ανακοίνωσε στους New York Times (9 Ιανουαρίου 2023) ότι το κλείνει ελλείψει βιώσιμου οικονομικού μοντέλου, αλλά και κοινωνικού, συνδέοντας αυτό το αδιέξοδο με το ζήτημα της κακομεταχείρισης.
«Δεν θέλω να γίνω σαν κι εσάς»
Στη Γαλλία, ο Ερίκ Γκερέν, σεφ στο La Marre aux Oiseaux, ένα εστιατόριο στον νομό Λουάρ-Ατλαντίκ της δυτικής Γαλλίας, είναι ένας από τους λιγοστούς τηλεοπτικά γνωστούς αρχιμαγείρους που συστήνει μια νέα οργάνωση της εργασίας, αντλώντας έμπνευση από τη δική του εμπειρία στη βία. Ο Γκερέν λέει ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα, πιθηκίζοντας τους σεφ που τον είχαν εκπαιδεύσει, «ωθούσα στα άκρα τις ομάδες μου, φώναζα, πετούσα πιάτα και κατσαρόλες», γαλουχημένος με την αντίληψη ότι «πρέπει να υποφέρεις για να γίνεις καλός μάγειρας» και ότι το στρες δικαιολογεί τα πάντα. «Όταν μια μέρα μου είπε ο σου-σεφ μου “Δεν θέλω να γίνω σαν κι εσάς όταν φτάσω στην ηλικία σας”, έπαθα σοκ.» Πέρα από την προσωπική βελτίωσή του μέσω της ψυχοθεραπείας, ο εστιάτορας διαβεβαιώνει ότι έχει μειώσει τον αριθμό των ωρών εργασίας και έχει αυξήσει τα ρεπό. «Βρήκαμε τη γαλήνη, ενώ προηγουμένως ήταν “no limit”. Με αποτέλεσμα η σύνθεση των ομάδων να αλλάζει διαρκώς, ενώ ο εξοπλισμός να έχει παντού φθορές.»
Βέβαια, όλες αυτές οι πρόοδοι εξαρτώνται από την καλή βούληση των σεφ, χωρίς να λαμβάνονται πρωτοβουλίες σε εθνικό επίπεδο. «Το επάγγελμά μας δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνο του», υποστηρίζει ο Αμόν. «Χρειαζόμαστε βοήθεια και ένα αλλιώτικο βλέμμα, που να έρχονται απ’ έξω: από την επιθεώρηση εργασίας, από τις κοινωνικές επιστήμες…» Θα πρέπει επίσης να αλλάξει και η σχέση με τον πελάτη και με τις απαιτήσεις του. «Ένας ακόμη λόγος που το ζήτημα της κυριαρχίας είναι πανταχού παρόν στην εστίαση είναι επειδή εργαζόμαστε σε ένα επάγγελμα παροχής υποτέλειας», καταλήγει.