Με την άρνησή του να αναθέσει τη νέα κυβέρνηση της χώρας στη σχετική πλειοψηφία που απέκτησε η ενωμένη Αριστερά στη γαλλική Βουλή, ο Εμμανουέλ Μακρόν δεν κατόρθωσε να αποκρύψει την απέχθειά του για τις κοινωνικές διεκδικήσεις, ενώ επιβεβαίωσε την περιφρόνησή του για την έκφραση της λαϊκής βούλησης. Προτιμώντας να διαβουλευθεί με τον Εθνικό Συναγερμό (RN) της Μαρίν Λεπέν ώστε να ανατεθεί το αξίωμα του πρωθυπουργού στον συντηρητικό Μισέλ Μπαρνιέ, αποκάλυψε τι κοινό έχουν αναμεταξύ τους «τα άκρα», στην προκειμένη περίπτωση το ακραίο κέντρο και η άκρα Δεξιά: την έντονη όρεξη για βία.
Μόνο μέσα από πρωτοφανείς προσπάθειες δημοσίων σχέσεων κατόρθωσε ο Μακρόν να θεωρηθεί μετριοπαθές το κόμμα του «ακραίου κέντρου» που έχει οικοδομήσει γύρω από το πρόσωπό του. Τα μέσα ενημέρωσης, υπό τον έλεγχο των επιχειρηματικών κύκλων που τον χρηματοδοτούν, από τους οποίους εξάλλου προέρχεται και ο ίδιος, εξασφαλίζουν ότι θα θεωρηθούν «κεντρώοι» όλοι όσοι διαλαλούν το πρόγραμμά του: έτσι, αυτοί αποκαλούνται ρητά και κατηγορηματικά ορθολογιστές, λογικοί, υπεύθυνοι, νηφάλιοι, συνετοί, έως και «φυσιολογικοί». Οποιοσδήποτε πολιτικός φορέας ή πολίτης αντιταχθεί σε αυτό το τόσο υμνολογημένο δόγμα κινδυνεύει να του αποδοθούν οι αντίθετοι χαρακτηρισμοί: ανεύθυνος, παράλογος, παρανοϊκός, ονειροπαρμένος, επικίνδυνος, έως και τρελός. Από το 2017, έτος της εκλογής του Μακρόν στην προεδρία, οι κοντόθωροι κατηχητές κολλάνε ασταμάτητα αυτούς τους χαρακτηρισμούς σε κάθε αντιπολιτευτική φωνή, με αποτέλεσμα να καταλήγουν να θεωρούνται αυτονόητοι (1).
Διότι το ακραίο κέντρο είναι ένας εξτρεμισμός. Το βιομηχανικό πρόγραμμά του συνίσταται σε οικοκτονία, η αντίληψή του για την κοινωνική ζωή συνοψίζεται στην αδικία, ενώ ο αυταρχισμός διακρίνει την προσέγγισή του στη διαχείριση των πραγμάτων. Το ακραίο κέντρο έχει μια εμμονή, ένα πρόγραμμα που υπερασπίζεται πάση θυσία. Κι αυτό είναι η εγγύηση της μεγέθυνσης των επιχειρήσεων και της αύξησης των μερισμάτων για τους μετόχους τους. Είναι η διευκόλυνση της πρόσβασης στους φορολογικούς και τους δικαστικούς παραδείσους. Είναι η γενίκευση της επισφαλούς εργασίας. Είναι η συρρίκνωση της πολιτικής οικολογίας σε «πράσινο» μάρκετινγκ. Είναι το ξήλωμα του κοινωνικού κράτους και η ελαχιστοποίηση των δαπανών του.
Από μια πιο ηθική οπτική γωνία, ο εξτρεμισμός του ακραίου κέντρου συνίσταται στην εκ μέρους του απόρριψη όλων όσοι βρίσκονται πέρα από το ίδιο. Αντί να τοποθετείται σε κάποιο σημείο του άξονα Δεξιάς-Αριστεράς, καταργεί τον άξονα ώστε μόνο η δική του ρητορική να απολαμβάνει νομιμοποίηση. Μέσα από μια λογική αντεστραμμένου κατόπτρου, κατατάσσει κάθε αντίθεση στην ασαφή κατηγορία των «άκρων», δηλαδή του απαράδεκτου.
Όπως συμβαίνει συχνά, η ιστορία επαναλαμβάνεται με τη μορφή φάρσας. Το σημερινό «ακραίο κέντρο» έχει ελάχιστη σχέση με τη «Δημοκρατία της ανεμοδούρας», με την οποία ασχολήθηκε ο ιστορικός Πιέρ Σερνά στη μελέτη του για τον πολιτικό κυνισμό που επικράτησε μετά τον Θερμιδόρ (2): όταν οι επαγγελματίες της πολιτικής καυχιούνταν για την υψηλή τους αίσθηση του μέτρου στα ζητήματα διαχείρισης των δημόσιων υποθέσεων, ενώ ταυτόχρονα αυτοαναιρούνταν «με επαναλαμβανόμενες μεταστροφές της στάσης τους, που γίνονταν εφικτές εξαιτίας της αλλαγής των συνθηκών» –όταν δηλαδή τις διακηρύξεις αρχών ακολουθούν οι αναμενόμενες υπαναχωρήσεις. «Αμέσως μόλις δοθεί ο –εύθραυστος, εφήμερος, άστατος– λόγος τιμής, συντρίβεται, διαβρώνεται, περιορίζεται, φθείρεται, αδειάζει από κάθε περιεχόμενο όσο περνάει ο καιρός (…) και βρίσκεται εκτός της ιδεατής τροχιάς που χαράχτηκε κατά τον ακινητοποιημένο χρόνο της υπόσχεσης» (3). Τώρα πια όμως, το ζητούμενο δεν είναι να μην αυτοαναιρείσαι, αλλά να μην έχεις ποτέ πει. Η γλώσσα του μακρονικού «ταυτόχρονα» (4) προλαμβάνει τις συνέπειες της υπαναχώρησης, μην λέγοντας τίποτα χειροπιαστό που στη συνέχεια θα μπορούσε να επισημανθεί ως ανακολουθία.
Η αλαζονεία της αμάθειας
Απέναντι στην άκρα Δεξιά, που ρίχνει αποδιοπομπαίους τράγους ως βορά στον δημόσιο διάλογο προτείνοντας τη λήψη βάναυσων μέτρων, το ακραίο κέντρο ενσαρκώνει μέσω του Μακρόν μια βία παραπλήσιας μορφής, αλλά μάλλον κοινωνική παρά ταυτοτική: όποια κι αν είναι η καταγωγή τους, οι εργαζόμενοι, οι χαμηλοσυνταξιούχοι, ο λαϊκός κόσμος που μπλόκαρε την κυκλοφορία φορώντας κίτρινο γιλέκο, η νεολαία των λαϊκών συνοικιών, οι οικολόγοι, όλοι τους αξίζουν την περιφρόνηση των καλών ανθρώπων. Σε καθαρά αστυνομικό επίπεδο, ο απολογισμός της δράσης των σωμάτων ασφαλείας κατά τη διάρκεια της θητείας του Μακρόν, ιδιαίτερα την περίοδο της καταστολής των «Κίτρινων Γιλέκων», είναι πραγματικά συντριπτικός: ακρωτηριασμένα χέρια, βγαλμένα μάτια, βολές στο πρόσωπο με σφαίρες καουτσούκ, στιγμιότυπα ακραίας ταπείνωσης διαδηλωτών, επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων… Οι ακτιβιστές οικολόγοι αντιμετωπίστηκαν με την ίδια «θεραπευτική μέθοδο». Χτυπήθηκαν με βιαιότητα που χρησιμοποιείται συνήθως εναντίον εξεγερμένου πλήθους το οποίο απειλεί να καταλύσει το κράτος. Για ποιον λόγο να προσπαθείς να κολλήσεις τη ρετσινιά του τρομοκράτη σε ένα κίνημα όπως το Soulevements de la Terre (5);
Η σκληρότητα του καθεστώτος δεν σταματάει στα κλομπ. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας, η αστική τάξη έχει συνηθίσει την κοινή γνώμη σε νομοθετικές παρεκκλίσεις προκειμένου να εδραιώσει την κυριαρχία της με πολιτισμένο τρόπο. Στην παρούσα συγκυρία, υιοθετείται μια σειρά φορολογικών μέτρων υπέρ του κεφαλαίου και όσων επωφελούνται από αυτό, προκαλώντας αφαίμαξη των δημόσιων οικονομικών. Ο συντελεστής φόρου για τα κέρδη των εταιρειών μειώθηκε από 33,3% σε 25%. Ο φόρος αλληλεγγύης επί της (μεγάλης) περιουσίας (ISF) αντικαταστάθηκε από τον φόρο επί της ακίνητης περιουσίας (IFI), ο οποίος απαλλάσσει από τη φορολόγηση το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο. Τα μερίσματα και οι τόκοι δεν υπόκεινται πλέον στους κλιμακούμενους συντελεστές του φόρου εισοδήματος, αλλά σε έναν ενιαίο συντελεστή (flat tax) της τάξης του 30%. Όλα αυτά τα μέτρα προστίθενται στα φορολογικά δωράκια που παραχωρήθηκαν στην εργοδοσία κατά τη διάρκεια της «σοσιαλιστικής» προεδρίας του Φρανσουά Ολάντ (2012-2017): τότε, ο ίδιος ο Μακρόν είχε την εποπτεία της οικονομικής πολιτικής, αρχικά ως σύμβουλος του Προέδρου της Δημοκρατίας και στη συνέχεια ως υπουργός. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τέτοιου δώρου ήταν η CICE, η επιστροφή φόρου στις επιχειρήσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, το ακραίο κέντρο έχει επιτύχει την ψήφιση νομοσχεδίων που νομίζεις ότι προέρχονται απευθείας από πρόγραμμα της άκρας Δεξιάς: τον Οκτώβριο του 2017, ο νόμος για την ενίσχυση της εσωτερικής ασφάλειας και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας προσέδωσε μονιμότητα στα μέτρα που μέχρι τότε λαμβάνονταν σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Τον Απρίλιο του 2019, ψηφίστηκε ο νόμος για την ενίσχυση και τη διασφάλιση της διατήρησης της δημόσιας τάξης κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων, που πήρε το προσωνύμιο «αντι-μπάχαλος»: επιτρέπει την αναστολή θεμελιωδών ελευθεριών εάν απλά και μόνο υπάρχει η εικασία ότι ένα άτομο θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή. Ή ακόμα, στις αρχές του 2024, ο νόμος για τη μετανάστευση, την κοινωνική ενσωμάτωση και το άσυλο, ψηφισμένος με τη στήριξη του Εθνικού Συναγερμού της Μαρίν Λεπέν. Και βεβαίως ο Μπρυνό Ρεταγιό (6), ο νέος υπουργός Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, έχει ήδη προτείνει να γίνει ακόμη πιο αυστηρός.
Ανάλογης έντασης βία εφαρμόστηκε και στο συμβολικό επίπεδο. Αρκεί να αναλογιστούμε όλα τα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα, ιδίως εκείνο που επέτρεψε την επέκταση του εργασιακού βίου έως τα 64 έτη, παρά την καθολική εναντίωση της κοινωνίας και του πολιτικού κόσμου. Ας θυμηθούμε τον νόμο για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου, οι διατάξεις του οποίου υπονομεύουν το δικαίωμα του κοινού να ενημερώνεται για τις παράνομες πρακτικές των επιχειρήσεων. Σε κάθε περίπτωση, η προεδρική εξουσία, με την αλαζονεία του αμαθούς, έδειξε απερίφραστα πόσο μικρή αξία αποδίδει στους δημοκρατικούς θεσμούς και στις θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου.
Έτσι, εδώ και επτά χρόνια, κάθε κριτική φωνή αντιμετωπίζεται με βαθύτατη περιφρόνηση, ιδίως οι πολίτες που, κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19, εξέφρασαν επιφυλάξεις για τα υγειονομικά μέτρα, καθώς αυτά υιοθετούσαν ολοκληρωτικά τις θέσεις επιχειρήσεων όπως η Pfizer και η εταιρεία συμβούλων McKinsey (7). Οι επιχειρήσεις αυτές έχουν αξιοθρήνητες επιδόσεις σε θέματα δεοντολογίας: η Pfizer είναι μία από τις συχνότερα καταδικασμένες για παραπλανητικό μάρκετινγκ αμερικανικές εταιρείες (8). Ο Μακρόν έφθασε στο σημείο να πει ότι όσοι ήταν διστακτικοί σχετικά με το όφελος των πειραματικών εμβολίων «δεν ήταν πολίτες», ποδοπατώντας την ιατρική αρχή της ελεύθερης συναίνεσης μετά από πλήρη, σαφή και κατανοητή ενημέρωση. Η αποστροφή που προκαλεί στον πρόεδρο οποιοδήποτε κοινωνικό ζήτημα τον οδήγησε να αντιμετωπίσει την πανδημία Covid-19 όχι ως υπόθεση δημόσιας υγείας και νοσοκομειακών υπηρεσιών που οφείλονται στους πολίτες, αλλά με στρατιωτική ορολογία, αφού βρισκόμασταν «σε πόλεμο» εναντίον ενός ιού, με όπλα τα μέτρα απαγόρευσης κυκλοφορίας, τους νόμους έκτακτης ανάγκης και τα συμβούλια εθνικής άμυνας…
Μήπως θα πρέπει άραγε να προτιμήσουμε τη βία της άκρας Δεξιάς από εκείνη του ακραίου κέντρου; Το ερώτημα πυροδοτεί ατελείωτες συζητήσεις. Τουλάχιστον, μπορούμε να διατυπώσουμε τη θέση ότι και οι δύο μορφές βίας είναι αρκούντως σοβαρές ώστε να θεωρούνται εξίσου ανεπιθύμητες –μικρή σημασία έχει ότι μεταξύ πανούκλας και χολέρας διαφέρει ο συντελεστής επικινδυνότητας. Πρέπει να δοκιμάσουμε ένα νοητικό πείραμα: να φανταστούμε τα δεινά της προεδρίας Μακρόν ως το έργο μιας κυβέρνησης με ξεκάθαρη τοποθέτηση στην άκρα Δεξιά. Τι θα λέγαμε εάν μια ακροδεξιά πρόεδρος δήλωνε, όπως έκανε ο Μακρόν το 2017, ότι σε έναν σταθμό τραίνου διασταυρώνονται πραγματικοί Γάλλοι με κάποιους άλλους που «δεν είναι τίποτα»; Τι θα κάναμε αν εκείνη η πρόεδρος στερούσε την ιδιότητα του πολίτη και καταδίκαζε σε κοινωνικό θάνατο όσους δεν συμμορφώνονται με κάποιους υγειονομικούς κανόνες; Ένα είναι βέβαιο, δεν θα σχετικοποιούσαμε τις ακρότητές της. Δεν θα υποβαθμίζαμε την σοβαρότητά τους με το πρόσχημα ότι μια ακόμα χειρότερη κυβέρνηση θα μας έκανε να πέσουμε ακόμα χαμηλότερα. Θα τις καταγγέλλαμε για αυτό που είναι. Όμως, όπως και στο τραγουδάκι «Μακρόν - Λεπέν, Μακρόν - Λεπέν» (9), η επωδός θολώνει τη διαύγεια της σκέψης μας και εμποδίζει την οργισμένη αντίδραση που θα πυροδοτούνταν υπό κανονικές συνθήκες από παρόμοιες προσβολές.
Ακόμα και το έσχατο επιχείρημα που διαχωρίζει τα άκρα μεταξύ τους μόλις κατέρρευσε. Πόσες φορές δεν είπαμε για την άκρα Δεξιά, κατά τη διάρκεια των εκλογικών αναμετρήσεων του περασμένου καλοκαιριού στη Γαλλία, ότι γνωρίζουμε πότε παίρνει την εξουσία, αλλά αγνοούμε πότε θα δεήσει να την παραδώσει; Τι συνέβη όμως μετά τη στιγμή όπου η Αριστερά, στο όνομα του «δημοκρατικού μετώπου», αποσύρθηκε από τις «τριγωνικές εκλογικές επιλογές» (10) και άφησε τους φιλελεύθερους υποψήφιους να αλωνίζουν ελεύθερα; Υπό την καθοδήγηση ενός πεισματάρη προέδρου, αυτοί μετέτρεψαν ένα εκλογικό χαστούκι σε μια ετερόκλητη ψευδοπλειοψηφία. Οι βουλευτές του ακραίου κέντρου αποτελούν σήμερα μια σημαντική συνιστώσα του «συνασπισμού των ηττημένων» που υποστηρίζει τη νέα κυβέρνηση. Δεν είναι όμως γνωστό ότι ανέκαθεν η αστική τάξη το μόνο που έκανε ήταν να διατηρεί την εξουσία με κάθε τίμημα;
«Θεραπεία» με δικαιωματιστικές τοποθετήσεις
Ενώ το ακραίο κέντρο υιοθετεί ολοένα σκληρότερη στάση και δεν διστάζει πλέον να καταφεύγει σε σκληρή καταστολή, η άκρα Δεξιά, συμμετρικά, κάνει στροφή προς το ακραίο κέντρο. Καθώς νοιώθει τη γοητεία της εξουσίας όσο ποτέ άλλοτε, ο Εθνικός Συναγερμός προβάλλει ως εχέγγυο της ηθικής παρθενίας του το γεγονός ότι δεν έχει κυβερνήσει ποτέ. Καλλιεργεί την ιδέα ότι εκπροσωπεί τον λαό στην καθαρότερη μορφή του. Αυτή η νεοαποκτηθείσα καλή υπόληψη εδραιώνεται από μια ρητορική ενάντια στην υπερφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και στο ξένο κεφάλαιο, τη ρητορική που ψιθύριζε στο αυτί της Μαρίν Λεπέν ο εθνολαϊκιστής Φλοριάν Φιλιπό όταν ήταν σύμβουλός της τη δεκαετία του 2010. Και αυτό το κίνημα όμως ανακαλύπτει με τη σειρά του τη γοητεία του «ταυτόχρονα», κάνοντας τα γλυκά μάτια στην εργοδοσία και στην Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να του απονείμουν το πιστοποιητικό καλής διαγωγής.
Σε αυτήν της την προσπάθεια να προσεγγίσει το κέντρο, η γαλλική ακροδεξιά ακολουθεί, με τον τρόπο της, μια παράδοξη «θεραπεία» με πολιτιστικές-δικαιωματιστικές τοποθετήσεις, προσθέτοντας μετανάστες και γυναίκες στους προβεβλημένους εκπροσώπους της, προσποιούμενη ότι υπερασπίζεται τα ΛΟΑΤ άτομα (λεσβίες, ομοφυλόφιλους, αμφισεξουαλικούς, τρανς) ή κατακεραυνώνοντας τον αντισημιτισμό. Πρόκειται για ένα σύμπτωμα που υποδηλώνει μια πραγματική αλλαγή της σχέσης με τον Άλλο, καθώς σήμερα ο Εθνικός Συναγερμός τείνει να παρουσιάζεται ως κόμμα μάλλον ξενοφοβικό παρά ανοιχτά ρατσιστικό. Η διαφορά των δύο εννοιών: ο ρατσισμός έχει ως φορέα του ένα επιθετικό και κατακτητικό κίνημα και στηρίζεται σε μια ιεραρχική αντίληψη των «φυλών», παρουσιαζόμενος ανοιχτά ως αποικιοκρατικός, ιμπεριαλιστικός και λαφυραγωγός. Η ξενοφοβία, από την πλευρά της, φανερώνει τον φόβο για τον Άλλο, έναν φόβο συχνά αστήρικτο, ακόμα και παραληρηματικό.
Έτσι προκύπτει και η παρανοϊκή θέση της «μεγάλης αντικατάστασης»: ο Άλλος αναγορεύεται πλέον σε απειλή, εξαιτίας της ηθικής που προστάζουν οι πεποιθήσεις του, της διαφοροποίησης των πρακτικών του, της δικής του πνευματικότητας (11), της αντοχής του στις κακουχίες… Τον αντιλαμβάνεσαι ως επίφοβο αντίπαλο, ενδεχομένως και ισχυρότερο από εσένα. Έτσι, όταν μπλοκάρεις την είσοδό του στη χώρα ή προτείνεις την επαναπροώθησή του, δεν υπερασπίζεσαι μια πατρίδα, μια φυλή ή μια κουλτούρα, αλλά τη διατήρηση της κατεστημένης τάξης πραγμάτων. Η φαντασίωση που κρύβεται πίσω από όλα αυτά: να μείνουμε μέσα στη φορμόλη, να παγώσουμε τον χρόνο σε αυτή τη στιγμή και να αγωνιστούμε για να μην συμβεί τίποτα διαφορετικό.
Αφού χρησιμοποίησε την απειλή της άκρας Δεξιάς ως εύκολη και «φτηνή» λύση για να εξασφαλίσει προεδρικές πλειοψηφίες, το ακραίο κέντρο παίζει σήμερα μαζί της, στο ίδιο γήπεδο, έχοντας ανακαλύψει ότι χαρακτηρίζονται από κοινές πρακτικές. Το κόμμα της φωτισμένης αστικής τάξης γλυκοκοιτάζει τις λαϊκές ψήφους της άκρας Δεξιάς. Κινδυνεύει, όπως και τόσοι άλλοι πριν από αυτό, να βολευτεί εκπέμποντας σήματα ελκυστικά προς τους ψηφοφόρους της, καταλήγοντας να τροφοδοτεί αυτήν ακριβώς τη ρητορική που πυκνώνει τις τάξεις του Εθνικού Συναγερμού. Ανάμεσα στους δύο πολιτικούς χώρους εξυφαίνεται ένα είδος συμφώνου, όπως αναλύουν ο Μπρυνό Αμάμπλ και ο Στέφανο Παλομπαρίνι (12). Οι ιθύνοντες του υποτιθέμενου κέντρου λένε στην τοξική Δεξιά: δώστε μας τις λαϊκές τάξεις που σας ακούν και εμείς, με την υποστήριξή τους, θα σας βοηθήσουμε να μπείτε στο άντρο του ριζοσπαστικού καπιταλισμού, του οποίου είμαστε οι εκπρόσωποι.
Ο Λαφονταίν θα ήξερε πώς να δημιουργήσει έναν μύθο με βάση αυτό το πολιτικό παιχνίδι, με φιγούρες ζώων να παίζουν τον ρόλο των πρωταγωνιστών του, ώστε να υπενθυμίσει το ηθικό δίδαγμα που επιβάλλεται.