el | fr | en | +
Accéder au menu

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ

Τα διλήμματα του αραβικού κόσμου απέναντι στον πόλεμο στη Γάζα

Απέναντι στις πολεμικές επιχειρήσεις του Ισραήλ σε σε Γάζα και Λίβανο, οι ηγέτες των χωρών της Μέσης Ανατολής και του Κόλπου μοιάζουν να μην εξετάζουν παρά μόνο τρεις εναλλακτικές: να παραμείνουν αδρανείς, να προσποιηθούν ότι αναλαμβάνουν διπλωματική δράση ή να επιχειρήσουν μια προσέγγιση με το Ισραήλ. Όλοι τους φοβούνται όμως το ενδεχόμενο το Ισραήλ να πυροδοτήσει τη σύγκρουση με το Ιράν. Πριν, ενδεχομένως, συνεχίσει τις εδαφικές κατακτήσεις του σε βάρος τους.

Το ζήτημα έχει κριθεί. Παρά το πρωτοφανές ξέσπασμα βίας ενάντια στους άμαχους πληθυσμούς και τις άνευ προηγουμένου καταστροφές των αστικών υποδομών, σχεδόν όλα τα αραβικά κράτη δεν θα συνδράμουν τους Παλαιστίνιους, στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη, ούτε και τους Λιβανέζους (1). Το πάλαι ποτέ «μέτωπο της άρνησης», που είχε συγκροτηθεί τη δεκαετία του 1970 μετά την προσέγγιση ανάμεσα στην Αίγυπτο και το Ισραήλ, έχει πλέον διαλυθεί, είτε λόγω της απόστασης (όπως στην περίπτωση της Αλγερίας) είτε λόγω εμφυλίων πολέμων ή της κατάρρευσης του κράτους (Ιράκ, Λιβύη, Συρία, Υεμένη). Όσον αφορά τις μοναρχίες του Κόλπου, πέρα από μια προσχηματική αλληλεγγύη (κυρίως διπλωματική, στους κόλπους του ΟΗΕ) ή από σιωπές που φανερώνουν ενόχληση, οι αντιδράσεις των ηγετών τους συνδυάζουν διπροσωπία, σύμπλεγμα στρατιωτικής κατωτερότητας και θαυμασμό απέναντι στο Ισραήλ –χωρίς να ξεχνάμε βέβαια και την επιθυμία τους να υπερασπιστούν τα δικά τους ιδιαίτερα στρατηγικά συμφέροντα.

Έτσι, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα συναινούν στην παροχή μιας σημαντικής ανθρωπιστικής βοήθειας που διοχετεύεται στη Γάζα μέσω φορτηγών και προτείνουν τη διάθεση στρατευμάτων για τη μεταπολεμική διαχείριση της κατάστασης, χωρίς ποτέ όμως να παραμελούν τις δικές τους επιδιώξεις, με μία εκ των κυριότερων να παραμένει η διατήρηση καλών σχέσεων με το Τελ Αβίβ. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα για αυτή την ομοσπονδία των επτά εμιράτων να αμφισβητήσει την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ, επικυρωμένη από τις Συμφωνίες του Αβραάμ που συνήφθησαν στις 13 Αυγούστου του 2020 υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι δύο πλευρές πολλαπλασιάζουν τα κοινά προγράμματα στους τομείς των νέων τεχνολογιών, της άμυνας και του τουρισμού. Το ειδύλλιο αποδεικνύεται ανθεκτικό στα καταστροφικά ισραηλινά πλήγματα, στις ανθρώπινες τραγωδίες που προκαλούν και στις χειρότερες σφαγές που διαπράττονται στη Γάζα και στη Βηρυτό. Και οι ηγέτες των εμιράτων τις αποδέχονται αδιαμαρτύρητα. Τα επίσημα μέσα ενημέρωσης και μια πληθώρα διανοουμένων με υψηλούς αριθμούς ακολούθων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν παύουν να προσάπτουν στη Χαμάς την έναρξη του πολέμου σε βάρος του λαού της. Δηλαδή μια επιχειρηματολογία πανομοιότυπη με εκείνη των Σαουδαράβων ομολόγων τους.

Βέβαια, το σαουδαραβικό βασίλειο ερωτοτροπεί λιγότερο με το Ισραήλ συγκριτικά με τα γειτονικά του Εμιράτα, που αποτελούν ταυτόχρονα εταίρο και αντίπαλό του. Επισήμως, το Ριάντ έχει παγώσει τις διαπραγματεύσεις που θα οδηγούσαν στην εξομάλυνση των σχέσεών του με το Τελ Αβίβ (2). Όμως, αντίθετα με όσα ισχυρίζονται οι Σαουδάραβες, οι άμεσες επαφές δεν έχουν σταματήσει, κυρίως όσον αφορά τον τομέα της ασφάλειας. Ενώ τα Εμιράτα έχουν πληθυσμό 500.000 υπηκόων (και 2.500.000 αλλοδαπών), που είναι εύκολο να φιμωθεί ώστε να εμποδιστεί η έκφραση της εχθρότητάς του προς το Ισραήλ, η σαουδαραβική μοναρχία πρέπει να βρει σημεία ισορροπίας με 36 εκατομμύρια κατοίκους, που σε μεγάλο βαθμό παραμένουν φιλοπαλαιστίνιοι. Εξάλλου, οι αρχές έχουν συλλάβει αρκετούς ιμάμηδες εξαιτίας εμπρηστικών κηρυγμάτων –ορισμένα με αντισημιτικούς υπαινιγμούς– εναντίον του Ισραήλ. Από την άλλη, το μικρό βασίλειο του Μπαχρέιν, που έχει υπογράψει τις Συμφωνίες του Αβραάμ και βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης με τη Σαουδική Αραβία, προχώρησε σε αναστολή των εμπορικών συναλλαγών με το Τελ Αβίβ προκειμένου να κατευνάσει μια κοινωνική οργή που θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν λαϊκό ξεσηκωμό αντίστοιχο με εκείνον του 2011 (3).

Στην πραγματικότητα, και στις τρεις περιπτώσεις, οι ηγεσίες παρακολουθούν με ενδιαφέρον την εξέλιξη του περιφερειακού συσχετισμού δυνάμεων. Η ταυτόχρονη αποδυνάμωση της Χαμάς και της Χεζμπολάχ εξυπηρετεί τα σχέδια αυτών των μοναρχιών, εχθρικά διακείμενων τόσο απέναντι στο κίνημα των Αδελφών Μουσουλμάνων (στο οποίο ανήκει το παλαιστινιακό κόμμα) όσο και απέναντι στη λιβανέζικη σιιτική πολιτοφυλακή, σύμμαχο της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν. Αξίζει να θυμηθούμε ότι ο πρώην πρωθυπουργός του Λιβάνου Σαάντ Χαρίρι είχε συλληφθεί και κρατηθεί τον Νοέμβριο του 2017 στο Ριάντ επειδή αρνούνταν να δημιουργήσει έναν σουνιτικό στρατό ικανό να επιτεθεί στο Κόμμα του Θεού (Χεζμπολάχ) και έτσι να πυροδοτήσει εμφύλιο πόλεμο στη Χώρα των Κέδρων. Ο Χαρίρι απελευθερώθηκε μονάχα χάρη στην παρέμβαση της Γαλλίας (4). Ο Λιβανέζος πρωθυπουργός είχε τότε εμφανιστεί κάτωχρος και έντρομος στον δορυφορικό σαουδαραβικό τηλεοπτικό σταθμό Al-Arabiya για να καταγγείλει την κυριαρχία της Χεζμπολάχ στην πολιτική ζωή του Λιβάνου και να δηλώσει ότι «τα χέρια του Ιράν στην περιοχή θα κοπούν». Αυτή η πρόβλεψη φανέρωνε κυρίως την εμμονή του Σαουδάραβα πρίγκιπα διαδόχου Μοχάμεντ μπεν Σαλμάν: υλοποιείται τώρα, επτά χρόνια αργότερα, από τον ισραηλινό στρατό, προς μεγάλη ικανοποίηση των μοναρχιών του Κόλπου. Ακόμα και το Κατάρ –που διαρκώς κατηγορείται για την εγγύτητά του με τη Χαμάς ειδικότερα και με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους γενικότερα– βλέπει με καλό μάτι τη συρρίκνωση της ικανότητας του Ιράν να προκαλεί προβλήματα στην περιοχή.

Βέβαια, αυτές οι μοναρχίες δεν φθάνουν στο σημείο να εύχονται «να τελειώσει τη δουλειά» το Ισραήλ, επιτιθέμενο στην Τεχεράνη. Όλες, και πρώτα τα Εμιράτα, γνωρίζουν ότι θα είχαν πολλά να χάσουν. Εάν δεχόταν επίθεση η χώρα τους, οι Ιρανοί Φρουροί της Επανάστασης δεν θα δίσταζαν να χτυπήσουν και τους γείτονές τους. Μερικοί πύραυλοι θα αρκούσαν για να βρεθεί μια πόλη όπως το Ντουμπάι χωρίς ρεύμα και πόσιμο νερό, χωρίς να ξεχνάμε και τις τεράστιες συνέπειες που θα προκαλούνταν στον τουρισμό, έναν από τους πυλώνες της οικονομίας αυτής της πόλης-κράτους. Έτσι, όλες οι πρωτεύουσες των κρατών του Κόλπου ασκούν πιέσεις προκειμένου οι ΗΠΑ να φρενάρουν τις επιθετικές εξάρσεις του Νετανιάχου (5). Ο Μοχάμεντ μπεν Ζαγιέντ, ο πρίγκιπας διάδοχος των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, πραγματοποίησε γι’ αυτόν τον σκοπό επίσημη επίσκεψη στην Ουάσιγκτον στις 23 και 24 Σεπτεμβρίου. Κατά τη διάρκειά της, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αναγόρευσε τη χώρα του επισκέπτη του σε μείζονα αμυντικό εταίρο των ΗΠΑ, διάκριση που παρουσιάστηκε από τα μέσα ενημέρωσης των Εμιράτων ως αναγνώριση της στρατηγικής σημασίας τους στην παγκόσμια σκακιέρα (6). Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αμερική, ο Μοχάμεντ μπεν Ζαγιέντ συνάντησε πολλές πολιτικές προσωπικότητες –μεταξύ των οποίων τον Μπιλ Κλίντον και τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο– και απηύθυνε σε όλους το ίδιο μήνυμα: τα Εμιράτα είναι σταθεροί σύμμαχοι των ΗΠΑ και του Ισραήλ και η Ουάσιγκτον οφείλει να φροντίσει ώστε να εμποδιστεί η ανεξέλεγκτη επέκταση του σημερινού πολέμου.

Την ίδια ανησυχία συμμερίζεται και η Αίγυπτος, αν και προβαίνει σε διαφορετική στρατηγική ανάγνωση της κατάστασης. Από το βράδυ της 7ης Οκτωβρίου 2023, όπως και κάθε φορά που πραγματοποιείται ισραηλινή στρατιωτική επέμβαση στη Γάζα, η χώρα πρόσφερε τις υπηρεσίες της για την επίτευξη μιας κατάπαυσης του πυρός. Η ηγεσία της έκανε τα πάντα για να εμποδίσει την εκδίωξη εκατοντάδων χιλιάδων Παλαιστινίων στη χερσόνησο του Σινά. Στην Αίγυπτο, όπως και σε πολλές άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής, είναι ζωντανές οι ιστορικές μνήμες και είναι παραπάνω από σαφές ότι αυτοί οι πρόσφυγες δεν θα μπορούσαν ποτέ να επιστρέψουν στη Γάζα, επομένως θα αποτελούσαν πρόβλημα για την εσωτερική πολιτική, ακόμα και για την ίδια τη σταθερότητα, της χώρας. Το γεγονός ότι ο πρόεδρος της χώρας Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι και η κυβέρνησή του άσκησαν κριτική στον «τυχοδιωκτισμό» της Χαμάς δεν σημαίνει ότι ενθουσιάζονται και με την προοπτική της καταστροφής της. Η πραγματιστική θέση τους έχει το έρεισμά της στην κατάσταση που επικρατεί στον θύλακα, όπου καμία πολιτική δύναμη δεν έχει τη δυνατότητα να πάρει τη σκυτάλη από το ισλαμιστικό κίνημα. Οι Αιγύπτιοι ηγέτες δεν αγνοούν την απόλυτη ανυποληψία στην οποία έχει βυθιστεί η Παλαιστινιακή Αρχή (7) και φοβούνται την προσφυγή σε μια διεθνή δύναμη που θα παρεμβληθεί ανάμεσα στις δύο πλευρές, σε μια περιοχή που θεωρούν ότι ανήκει στη δική τους ζώνη επιρροής.

Εξάλλου, σύμφωνα με την αιγυπτιακή οπτική, η Χαμάς παρουσίαζε το πλεονέκτημα ότι «απασχολούσε» τους Ισραηλινούς και προσέδιδε στο Κάιρο έναν στρατηγικό ρόλο, ακόμα κι αν αυτός αφορούσε απλά και μόνο τη δυνατότητα να διαδραματίσει ρόλο μεσολαβητή. Δυστυχώς, έναν χρόνο μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023, το Ισραήλ έχει ανακτήσει τον έλεγχο των νότιων συνόρων της Γάζας και έχει εγκατασταθεί εκεί, με τις ισραηλινές και τις αιγυπτιακές δυνάμεις να βρίσκονται ενώπιος ενωπίω, γεγονός πρωτοφανές εδώ και αρκετές δεκαετίες. Εάν τύχει να επιστρέψουν Ισραηλινοί έποικοι στην παλαιστινιακή Λωρίδα της Γάζας, οι απαιτήσεις του Ισραήλ για συνοριακή ασφάλεια θα αυξηθούν και η Αίγυπτος θα βρεθεί στην άβολη θέση να αναγκαστεί να συμμορφωθεί με αυτές.

Εξάλλου, οι Αιγύπτιοι πιο πολύ ανησυχούν για την ισραηλινή ύβρι. Οι συγκεντρώσεις που οργανώνονται από μέλη του κυβερνητικού Λικούντ και εκπροσώπους κομμάτων της ακροδεξιάς για να απαιτήσουν τον αποικισμό της Γάζας και στη συνέχεια τη δημιουργία του «Μεγάλου Ισραήλ» δεν έχουν περάσει απαρατήρητες στο Κάιρο. Ούτε και οι συνεχώς επαναλαμβανόμενες δηλώσεις, με το ίδιο περιεχόμενο, του Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ και του Μπεζαλέλ Σμότριτς. Αυτοί οι δύο υπουργοί του Νετανιάχου, επιφορτισμένοι αντίστοιχα με την εθνική ασφάλεια και τα οικονομικά, δεν διστάζουν διόλου να δηλώνουν ανερυθρίαστα –βασισμένοι σε μια ιδιαίτερη ερμηνεία των βιβλικών κειμένων– υπέρμαχοι ενός ισραηλινού κράτους που θα συμπεριλάμβανε τμήμα του Λιβάνου, της Συρίας, του Ιράκ, της Ιορδανίας, της Σαουδικής Αραβίας, αλλά και της Ανατολικής Αιγύπτου, μαζί με τη χερσόνησο του Σινά. Τις τελευταίες εβδομάδες, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πολλοί Αιγύπτιοι έχουν αναδημοσιεύσει στιγμιότυπα οθόνης που δείχνουν Ισραηλινούς στρατιώτες στη Γάζα να φέρουν στις επωμίδες τους θυρεούς όπου απεικονίζεται αυτή η νέα περιφερειακή γεωγραφία.

Εάν η ιδέα ότι οι Ισραηλινοί ονειρεύονται να προσαρτήσουν ένα τμήμα της επικράτειάς τους κάνει –για την ώρα τουλάχιστον– τους ηγέτες του Ιράκ ή της Σαουδικής Αραβίας να ανασηκώνουν αδιάφορα τους ώμους, δεν συμβαίνει το ίδιο στον Λίβανο, όπου κανείς δεν ξεχνάει το γεγονός ότι το αρχικό σιωνιστικό σχέδιο προέβλεπε την προσάρτηση του νότιου τμήματος της Χώρας των Κέδρων. Το ίδιο συμβαίνει και στην Αίγυπτο όπου, πέρα από την εχθρότητα μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, ένα τμήμα των ελίτ εξακολουθεί να μην έχει αποδεχτεί τη συμφωνία ειρήνης που συνήφθη με το Ισραήλ στα τέλη της δεκαετίας του 1970 (8). Αυτοί οι κύκλοι ανησυχούν για τις ακραίες πολεμικές διαθέσεις του Νετανιάχου και για την απαίτηση για νέες εδαφικές κατακτήσεις που προβάλλεται από τους συμμάχους του. Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, αυτή τη στιγμή διεξάγεται ένας έντονος διάλογος στους κόλπους της ιεραρχίας του αιγυπτιακού στρατού, όπου πλέον τίθεται το ζήτημα της αύξησης των πολεμικών δυνατοτήτων του. Δηλαδή μιας επιχείρησης επανεξοπλισμού που θα συνοδευόταν από την προληπτική επαναστρατιωτικοποίηση της χερσονήσου του Σινά. Γιατί, στη Μέση Ανατολή, το μόνο που επιθυμεί το μέτωπο του πολέμου είναι να διευρυνθεί.

Akram Belkaïd

Αρχισυντάκτης της Le Monde diplomatique
Μετάφραση: Βασίλης Παπακριβόπουλος

(1Βλ. Η αραβική σιωπή, Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση, Απρίλιος 2024.

(2Βλ. Hasni Abidi και Angélique Mounier-Kuhn, «Riyad-Tel-Aviv, coup de frein à la normalisation», Le Monde diplomatique, Νοέμβριος 2023.

(3Βλ. Marc Pellas, «Une monarchie de plomb règne sur Bahreïn», Le Monde diplomatique, Νοέμβριος 2021.

(4Βλ. Marie Jordac, «L’étrange séquestration de Saad Hariri», Manière de voir, τ. 174, «Liban, 1920-2020, un siècle de tumulte», Δεκέμβριος 2020 - Ιανουάριος 2021.

(5Βλ. Gilbert Achkar, «Le triomphe sanglant de Benyamin Netanyahou», Le Monde diplomatique, Νοέμβριος 2024.

(6Fatiha Dazi-Heni, Le pari gagnant et risqué des Émirats arabes unis au Proche Orient, Orient XXI, 14 Οκτωβρίου 2024.

(7Βλ. Thomas Vescovi, «Quel avenir pour les palestiniens?», Le Monde diplomatique, Νοέμβριος 2024.

(8Marwa El-Shinawy, Netanyahu revives the Greater Israel plan, Daily News Egypt, 15 Οκτωβρίου 2024.

Μοιραστείτε το άρθρο