Η μέθοδος έχει τόσο πολύ απαξιωθεί, ώστε δεν τολμάει πλέον να εμφανιστεί με το πραγματικό όνομά της. Όταν, τον περασμένο Ιούνιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση δρομολόγησε εναντίον επτά χωρών διαδικασίες λόγω υπερβολικού ελλείμματος, απαιτώντας την αποκατάσταση της ισορροπίας των εθνικών λογαριασμών τους υπό την απειλή κυρώσεων, ο επίτροπος Οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι αρνήθηκε με έντονο ύφος ότι επρόκειτο για κάποια μορφή λιτότητας. Βέβαια, παραδέχτηκε, οι Βρυξέλλες απαιτούν προσπάθειες μετά τις γενναιόδωρες παροχές που δόθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας Covid-19, ωστόσο «δεν θα πρέπει να συγχέουμε τη σύνεση στις δαπάνες, που είναι υποχρεωτική για τις χώρες με υψηλό έλλειμμα και χρέος, με τη λιτότητα» (Il Messagero, 20 Ιουνίου 2024). Μερικούς μήνες αργότερα, η γαλλική κυβέρνηση, για να καμουφλάρει τα 40 δισ. ευρώ περικοπών στις δημόσιες δαπάνες που προβλέπει για το 2025, αναφερόταν σε έναν «προϋπολογισμό ανόρθωσης», «ευθύνης» και «αλήθειας». Με τη σειρά της, η ιταλική κυβέρνηση, που προβλέπει μια δραστική περικοπή 13 δισ. ευρώ ετησίως για τα επόμενα επτά χρόνια, κάνει λόγο για «τροχιά προσαρμογής». Η χρήση του όρου είναι απαγορευμένη ακόμα και στο γαλλόφωνο Κεμπέκ του Καναδά, όπου, παρά την εξαγγελία ενός παγώματος προσλήψεων σε αρκετά υπουργεία, η πρόεδρος του διυπουργικού Συμβουλίου Δημόσιων Οικονομικών ήταν κατηγορηματική: «Δεν είναι αλήθεια, δεν υπάρχει λιτότητα».
Έτσι επιστρέφει λοιπόν. Όχι με τη μορφή της θεραπείας του σοκ, αλλά σταδιακά, διακριτικά, σχεδόν ντροπαλά. Από την εποχή των προγραμμάτων λιτότητας που επιβλήθηκαν στη Νότια Ευρώπη μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, πολλά πράγματα άλλαξαν και κατέστησαν επονείδιστη την επίκληση αυτής της συνταγής. Όλοι είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν τα αποτελέσματά της στην Ελλάδα: εκρηκτική αύξηση της ανεργίας, των αυτοκτονιών, της τοξικομανίας, της παιδικής θνησιμότητας, των λοιμώξεων από HIV, των κρουσμάτων φυματίωσης… Οι Βρυξέλλες αξίωναν υπομονή. Οι Έλληνες περίμεναν, παρακολουθώντας τη χώρα τους να μεταμορφώνεται σε συγκρότημα Airbnb για εύπορους Ευρωπαίους τουρίστες. Και, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η λιτότητα εξακολουθεί να βασιλεύει. Το ΑΕΠ της χώρας παραμένει κατά 25% χαμηλότερο σε σχέση με εκείνο πριν από την κρίση, όπως εξάλλου και ο ετήσιος μέσος μισθός, ενώ το χρέος της ανέρχεται στο 160% του ΑΕΠ, έναντι 103% για το 2007. Στη Γερμανία, ο νομισματικός κορσές έχει τόσο πολύ στεγνώσει τις δημόσιες επενδύσεις ώστε οι γέφυρες καταρρέουν –και οι επιβάτες εκπλήσσονται όταν ένας συρμός της Deutsche Bahn, της κρατικής σιδηροδρομικής εταιρείας, φτάνει στην ώρα του. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι στη Γερμανία, από την εποχή της περιοριστικής πολιτικής του καγκελαρίου Χάινριχ Μπρούνινγκ το 1932, «η λιτότητα είναι μια επικίνδυνη ιδέα»: ψάχνει στις τσέπες εκείνων που δεν δημιούργησαν το πρόβλημα για μια λύση που δεν λειτουργεί (1).
Σε έναν κόσμο ιδιαίτερα αβέβαιο, όπου ένας παγκόσμιος πόλεμος μοιάζει να μπορεί να ξεσπάσει κάθε εβδομάδα, όπου η κλιματική αλλαγή εγκυμονεί αναρίθμητες απειλές για το μέλλον μας, δεν φαντάζει διόλου γοητευτική η προοπτική να σφίξουμε το ζωνάρι για μια περίοδο δεκαετιών προκειμένου να επιτευχθούν αμφίβολα αποτελέσματα. Πόσο μάλλον όταν οι πολίτες έχουν πάψει να πιστεύουν στο μύθο της «μίας και μόνης εφικτής πολιτικής». Μετά την κατάρρευση του 2008, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αγόρασε μαζικά τίτλους κρατικού χρέους, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ισλανδία κρατικοποίησαν τράπεζες και η Κύπρος «κούρεψε» όλες τις τραπεζικές καταθέσεις πάνω από τα 100.000 ευρώ. Στις αρχές της πανδημίας Covid-19, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανήγγειλε τη γενική αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων της, το γαλλικό κράτος ανέλαβε την κάλυψη του μισθού εκατομμυρίων εργαζόμενων που είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα, ενώ το Κογκρέσο των ΗΠΑ έστειλε επιταγές 1.200 δολαρίων στα νοικοκυριά της χώρας. Έτσι, κατά τη διάρκεια των απανωτών κρίσεων, εξαερώθηκαν οι κανόνες και τα δόγματα που θεωρούνταν ακατάλυτα. Η σύρραξη στην Ουκρανία απέδειξε ότι υπήρχε η δυνατότητα να θεσπιστεί ανώτατη τιμή για την ενέργεια. Στη Γαλλία, η ίδια εξέλιξη δικαιολογεί και την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κατά 40%, δηλαδή κατά 423 δισ. ευρώ μέχρι το 2030. Πρόκειται για μια «πολεμική οικονομία», την οποία η κυβέρνηση σκοπεύει να χρηματοδοτήσει μέσω ενός οικονομικού πολέμου εναντίον των ανέργων, των συνταξιούχων, των δημοσίων υπαλλήλων και των πολιτών που χρησιμοποιούν τις δημόσιες υπηρεσίες.