Το πρωινό εκείνο του Ιανουαρίου 2022, στην έρημο Νεγκέβ, στο Νότιο Ισραήλ, η ορμή του ανέμου ανακατευόταν με τις οργισμένες διαμαρτυρίες των εκατό περίπου συγκεντρωμένων Βεδουίνων. Εδώ και δεκαετίες, η μειονότητα αυτή –μεταξύ των πιο περιθωριοποιημένων της χώρας– καταγγέλλει τη βίαιη κατάληψη των πατρογονικών εδαφών της από το ισραηλινό κράτος. Αφορμή αυτού του ξεσηκωμού, ένα πρόγραμμα δενδροφύτευσης –που έκτοτε εγκαταλείφθηκε– υπό την αιγίδα του Εβραϊκού Εθνικού Ταμείου (JNF), ενός ιδιωτικού φορέα που διαχειρίζεται το μεγαλύτερο μέρος των δασών του Ισραήλ. «Έφτασαν ένα πρωί στο χωριό Σα’ουά και άρχισαν να φυτεύουν δέντρα ανάμεσα στις κατοικίες, με σκοπό να δημιουργήσουν ένα δάσος. Ήταν τελείως τρελό», θυμάται ο Χαλίλ Αλ-Αμούρ, δικηγόρος και υπερασπιστής των δικαιωμάτων των βεδουίνικων χωριών της Νεγκέβ. Ο Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, ο ακροδεξιός νυν υπουργός Εθνικής Ασφάλειας του Ισραήλ, είχε μεταβεί αυτοπροσώπως στην περιοχή για να στηρίξει το εγχείρημα και να φυτέψει δένδρα στα περίχωρα του χωριού.
«Αυτό το πρόγραμμα δενδροφύτευσης είναι ένας καρκίνος που θέλουν να βάλουν στο σώμα μας», αναφωνούσε στη συγκέντρωση ο Αττία Αλ-Ασάμ, πρόεδρος του Περιφερειακού Συμβουλίου των μη αναγνωρισμένων χωριών της Νεγκέβ (RCUV). Βίαια κατεσταλμένες από την ισραηλινή αστυνομία, οι διαδηλώσεις αυτές είναι μέρος ενός μακροχρόνιου αγώνα ενάντια στην πολιτική εκτοπισμού των Παλαιστίνιων Βεδουίνων και της αρπαγής της γης τους, την οποία το ισραηλινό κράτος δικαιολογεί στο όνομα της καταπολέμησης της ερημοποίησης. «Κάθε φορά που μια οικογένεια Βεδουίνων εκδιώκεται από τη γη της, την επόμενη κιόλας ημέρα έρχονται να φυτέψουν δέντρα», εξηγεί ο Αλ Αμούρ.
Μερικά χιλιόμετρα μακριά από τη Σα’ουά, το «μη αναγνωρισμένο» από το Ισραήλ βεδουίνικο χωριό Ουμ Αλ Χιράν απειλείται κι αυτό με αφανισμό από το 2003, τη χρονιά κατά την οποία το ισραηλινό Εθνικό Συμβούλιο Σχεδιασμού και Κατασκευών ενέκρινε τη δημιουργία ενός εβραϊκού οικισμού στο ίδιο μέρος. Στις παρυφές αυτού του χωριού των ούτε επτακοσίων κατοίκων εκτείνονται οι λόφοι του Γιατίρ (1), το μεγαλύτερο φυτεμένο δάσος του Ισραήλ, που έχει πάρει το όνομά του από «μια λευιτική πόλη, τα ερείπια της οποίας υπάρχουν ακόμη», όπως εξηγεί ένα φυλλάδιο του JNF. Με τα πρώτα δέντρα να φυτεύονται το 1964, το δάσος επεκτάθηκε χάρη σε δωρεές από τη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ιταλία, τη Νότια Αμερική και αλλού. Κωνοφόρα δένδρα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, οικογένειες που έρχονται για πικνίκ στις ειδικές εγκαταστάσεις και μονοπάτια για τους λάτρεις της πεζοπορίας... Ένας αέρας Ευρώπης στο κατώφλι των ημιερημικών εκτάσεων της Νεγκέβ.
Η επέκταση του πευκοδάσους προμηνύει το μέλλον των γύρω βεδουίνικων χωριών. Εδώ και πολλά χρόνια, το δάσος του Γιατίρ φιλοξενεί μια κοινότητα ορθόδοξων Εβραίων, οι οποίοι περιμένουν με ανυπομονησία τον εκτοπισμό του γειτονικού βεδουίνικου πληθυσμού ώστε να μπορέσουν να εγκαταστήσουν εκεί τον οικισμό Χιράν, συνεχίζοντας το έργο της «ιουδαιοποίησης της Νεγκέβ». Οι οικογένειες αυτές ζουν προς το παρόν σε τροχόσπιτα χρηματοδοτημένα από το αμερικανικό παράρτημα του JNF. «Λένε ότι το μόνο που κάνει το JNF είναι να φυτεύει δέντρα και να μοχθεί για “να κάνει την έρημο να ανθίσει”. Είναι ψέμα. Αποτελούν πυλώνα της εποικιστικής επέκτασης του Ισραήλ», επιβεβαιώνει ο Αλ Αμούρ.
Το ζήτημα των δέντρων σπάνια σχετίζεται με την ισραηλινοπαλαιστινιακή διένεξη. «Εντούτοις, το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο είναι πιθανότατα η σημαντικότερη σιωνιστική οργάνωση όλων των εποχών», υπογραμμίζει η Άιρους Μπρέιβερμαν, εθνολόγος και καθηγήτρια δικαίου και γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης (2). «Οι πρωτοπόροι Εβραίοι που έφτασαν στη χώρα του Ισραήλ στα τέλη του 19ου αιώνα βρήκαν μια έρημη γη χωρίς ίχνος σκιάς», υπογραμμίζει το JNF στην ιστοσελίδα του. Από την ίδρυσή του το 1901 έως και σήμερα, αυτός ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός υπερηφανεύεται για τη φύτευση 250 εκατομμυρίων δένδρων. Αποτελεί σήμερα τον κυριότερο φορέα χωροταξικού σχεδιασμού και τον βασικό διαχειριστή των δασών της χώρας. Από τις πρώτες ημέρες της ίδρυσής του, στόχος του ήταν η κτήση γης «με στόχο την εγκατάσταση των Εβραίων», κατ’ επίκληση ενός αποσπάσματος του Λευιτικού (τρίτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, 25:23): «Τα κτήματά σας δεν θα πωλούνται με τρόπο οριστικό και αμετάκλητο, διότι ιδική μου είναι η γη...».
Η στήριξη από την εβραϊκή διασπορά
Με τη δημιουργία του Ισραήλ το 1948 και τον εκτοπισμό των παλαιστινιακών πληθυσμών κατά τη διάρκεια της Νάκμπα («καταστροφή» στα αραβικά), το JNF ήδη κατείχε πάνω από 1.000.000 στρέμματα γης. Το νέο κράτος κατέλαβε τα «εγκαταλελειμμένα» εδάφη και ανέθεσε τη διαχείρισή τους στο JNF, σε συνεργασία με την Ισραηλινή Κτηματική Αρχή (ILA). «Ένα από τα πρώτα εθνικά έργα, ήδη από το 1948, ήταν η δημιουργία δασών. Έπρεπε να φυτευτούν μαζικά και όσο το δυνατόν πιο γρήγορα», λέει ο Ναντάβ Ζοφ, αρχιτέκτονας τοπίου, ακτιβιστής και συν-συγγραφέας μιας μελέτης με τίτλο «Η δενδροφύτευση στην Παλαιστίνη/Ισραήλ ως όπλο του σιωνιστικού σχεδίου».
Η αποστολή του JNF παρέμεινε αναλλοίωτη από τη δημιουργία του, με το καταστατικό του να ορίζει ως μοναδικό σκοπό του την εκμίσθωση και τη διαμόρφωση εδαφών για τους Εβραίους. «Το JNF θεωρεί τον εαυτό του ως μια οντότητα επιφορτισμένη με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του εβραϊκού λαού και μόνο. Συνεπώς, υιοθετεί τη θέση ότι τα εδάφη του πρέπει να διατίθεται μόνο σε Εβραίους», παρά το γεγονός ότι σχεδόν το 25% του σημερινού πληθυσμού του Ισραήλ δεν ακολουθούν το εβραϊκό θρήσκευμα.
Ένα πραγματικό «σιωνιστικό εργαλείο στην υπηρεσία του εποικισμού», σύμφωνα με την περιγραφή του ιστορικού Ιλάν Παπέ (3), το JNF είχε ως επικεφαλής του, από το 1932 έως το 1966, τον Γιοσέφ Βιτς, γνωστό ως «πατέρα των δασών», αλλά και έναν από τους εγκεφάλους της Επιτροπής Μετεγκατάστασης, του οργάνου που ενορχήστρωσε τον εκτοπισμό του παλαιστινιακού πληθυσμού κατά τη διάρκεια της Νάκμπα. «Ξεκινήσαμε την επιχείρηση εκκαθάρισης, απομακρύνοντας τα ερείπια και προετοιμάζοντας τα χωριά για τις καλλιέργειες και τον εποικισμό. Κάποια από αυτά θα γίνουν πάρκα», έγραφε στο ημερολόγιο του στις 30 Μαΐου 1948, δεκαπέντε ημέρες μετά τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. «Μέσα από τον Γιοσέφ Βιτς είναι που αντιλαμβανόμαστε ξεκάθαρα τη σχέση ανάμεσα στη διαμόρφωση της φύσης και τον εποικισμό», αναλύει ο Ζοφ.
Με ένα γενναίο προϋπολογισμό σχεδόν 500 εκατομμυρίων δολαρίων για το έτος 2022, το JNF απολαμβάνει την πιστή υλική υποστήριξη της εβραϊκής διασποράς, κυρίως μέσω των blue boxes, των «μπλε κουτιών» που από το 1904 διανέμονται σε εκατομμύρια εβραϊκά νοικοκυριά ανά τον κόσμο και χρησιμοποιούνται για τη συλλογή χρημάτων για το Ταμείο. Ο οργανισμός έχει επίσης προβάλλει ιδιαίτερα την εορτή Του Μπισβάτ («Το νέο έτος των δένδρων»), προσκαλώντας κάθε χρόνο τις ισραηλινές οικογένειες για δενδροφύτευση, τιμώντας την περίσταση. «Λεωφορεία μεταφέρουν τον κόσμο σε έτοιμα για φύτευση οικόπεδα. Οι επισκέπτες, αφού τοποθετήσουν ένα δενδρύλλιο στη γη, φεύγουν με δώρο μια σημαία που γράφει: "Φύτεψα ένα δέντρο στο Ισραήλ"», συνεχίζει ο Ζοφ.
Στον αυτοκινητόδρομο 1, που συνδέει το Τελ Αβίβ με την Ιερουσαλήμ, το πάρκο Αγιαλόν-Κάναντα καλύπτει περισσότερα από 12.000 στρέμματα γης. Με τις φυσικές λιμνούλες του και τις πολυάριθμες διαδρομές πεζοπορίας και ορεινής ποδηλασίας αποτελεί αγαπημένο παραθεριστικό προορισμό για τους 300.000 ετήσιους επισκέπτες του. Ενημερωτικές πινακίδες, διάσπαρτες σε ολόκληρο το πάρκο, συνοδεύουν τους πεζοπόρους στην ανακάλυψη της μακρόχρονης ιστορίας του τόπου: εκεί έχουν ανακαλυφθεί ερείπια της περιόδου του Δευτέρου Ναού (516 π.Χ. - 70 μ.Χ.), καθώς και ρωμαϊκά λουτρά και υδραγωγεία. Η διαρρύθμιση του πάρκου ακολουθεί το μοντέλο που χρησιμοποιείται από το JNF σε ολόκληρη τη χώρα: «Η φύτευση δένδρων που θυμίζουν την αρχαία παρουσία [των Εβραίων στην περιοχή] και η απόδοση βιβλικών ονομάτων σε αυτά τα μέρη έχει στόχο την επαναφορά θραυσμάτων της θεμελιώδους [εβραϊκής] αφήγησης στο περιβάλλον», αναλύει η ανθρωπολόγος Συλβί Φριντμάν (4).
Ωστόσο, οι πινακίδες αυτές παραλείπουν οποιαδήποτε αναφορά στην παρουσία των παλαιστινιακών χωριών Ίμουας, Γιάλου και Μπέιτ Νούμπα, από τα οποία σχεδόν έξι χιλιάδες κάτοικοι εκδιώχθηκαν το 1967, κατά τη διάρκεια του πολέμου των Έξι Ημερών, μετά την κατάκτηση της περιοχής από το Ισραήλ. Μάλιστα, τα χωριά αυτά βρίσκονταν σε εδάφη εκτός των ορίων διαίρεσης της Παλαιστίνης όπως θεσπίστηκαν από τον ΟΗΕ το 1948. Τη χρονιά εκείνη σχεδόν όλες οι κατοικίες ισοπεδώθηκαν, ενώ πέντε χρόνια αργότερα, κατά τα επίσημα εγκαίνια του πάρκου το 1972, η νεαρή βλάστηση είχε καλύψει κάθε ίχνος της παλαιστινιακής παρουσίας. «Όλα παρουσιάζονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ οι Παλαιστίνιοι», σχολιάζει η Γάντα Σάσα, συγγραφέας μιας διατριβής πάνω στον «πράσινο» εποικισμό της Παλαιστίνης στο Πανεπιστήμιο ΜακΜάστερ του Καναδά.
Η ιστορία του πάρκου Αγιαλόν-Κάναντα δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Τα πάρκα, τα δάση και οι εθνικοί δρυμοί του Ισραήλ καλύπτουν σχεδόν διακόσια κατεδαφισμένα παλαιστινιακά χωριά, σύμφωνα με έρευνα της Νόγκα Καντμάν, ισραηλινής ερευνήτριας και συγγραφέα ενός βιβλίου για την καταστροφή των αραβικών χωριών το 1948 (5).
Πέραν της αποσιώπησης της σύγχρονης ιστορίας, η αναδάσωση επίσης εμποδίζει την επιστροφή των εκτοπισμένων παλαιστινιακών πληθυσμών. Ανεπτυγμένα σαν τείχη βλάστησης που επιτρέπουν τη διατήρηση της ισραηλινής παρουσίας, τα δάση χρησιμεύουν για την οριοθέτηση των συνόρων του κράτους έως και τα εποικισμένα εδάφη. «Όταν φυτεύεις ένα δένδρο, φυτεύεις την παρουσία σου στο τοπίο. Αυτό επίσης σου επιτρέπει να εγκατασταθείς χωρίς να συνδεθείς άμεσα με μια βίαιη μορφή εκδίωξης», εξηγεί η Άιρους Μπρέιβερμαν. «Με άλλα λόγια, σε αυτή την περιοχή, ο ξεριζωμός του ενός επιτρέπει στον άλλο να ριζώσει.» Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα δέντρα χρησίμευσαν επίσης και ως προσωρινά εργαλεία κατοχής, ώσπου να αντικατασταθούν από κατοικίες ή άλλες υποδομές.
Ενάντια σε αυτή την εσκεμμένη αμνησία, η ισραηλινή ΜΚΟ Ζοχρότ («Θυμάμαι») έχει θέσει ως στόχο της, εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, να ευαισθητοποιήσει τον ισραηλινό πληθυσμό σχετικά με την ιστορία και τις συνέπειες της Νάκμπα. Οι εθελοντές της οργάνωσης διοργανώνουν ξεναγήσεις στα πάρκα της χώρας, με την παρουσία μαρτύρων της καταστροφής ή απογόνων των θυμάτων της Νάκμπα, για να διηγηθούν μια αντι-ιστορία της περιοχής. «Ο σιωνισμός δίνει μεγάλη έμφαση στη γνώση της γης και της ιστορίας της. Όμως η γνώση αυτή δεν είναι ολοκληρωμένη αν δεν αφηγηθούμε και την παλαιστινιακή ιστορία αυτής της γης», διευκρινίζει ο Εϊτάν Μπρόνστιν, ιδρυτής της Ζοχρότ. Το 2005, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ έκρινε υπέρ της οργάνωσης, σε αγωγή της κατά του JNF σχετικά με τις πρακτικές σήμανσης στο πάρκο Αγιαλόν-Κάναντα. Το JNF αναγκάστηκε τότε να αλλάξει τις πινακίδες του, μερικές εκ των οποίων όμως εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς λίγο αργότερα...
Όπως η πλειοψηφία των «πράσινων εποικισμών» που έχουν υλοποιηθεί από το JNF (όπως τους ορίζει η Γάντα Σάσα), το πάρκο Αγιαλόν-Κάναντα αποτελείται στο μεγαλύτερο μέρος του από κωνοφόρα και κυρίως από τη χαλέπιο πεύκη («πεύκο της Ιερουσαλήμ» στα εβραϊκά), είδος που προτιμά ο οργανισμός σε όλα του τα έργα φύτευσης. Η επιλογή δεν είναι τυχαία. «Είναι το ιδανικό δέντρο για την ικανοποίηση των σιωνιστικών εδαφικών φιλοδοξιών», εξηγεί ο Ναντάβ Ζοφ: ανθεκτικό στην ξηρασία, γρήγορο στην ανάπτυξη, με βλάστηση καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς, αποτέλεσε από πολύ νωρίς σύμμαχο της επεκτατικής πολιτικής του Ισραήλ. Πέραν του ότι αποτελούν εργαλείο για την ασφάλεια και την επέκταση του ισραηλινού κράτους, τα κωνοφόρα συμβάλλουν επίσης σε έναν μετασχηματισμό του τοπίου: «Είναι απόδειξη του εβραϊκού-ισραηλινού ελέγχου των εδαφών, ενώ τα δέντρα που αποδίδουν καρπούς, ιδίως τα ελαιόδενδρα, παραπέμπουν σε μια τοπική και αγροτική (παλαιστινιακή) παρουσία», εξηγεί η Άιρους Μπρέιβερμαν. Από το 1967, πάνω από 800.000 παλαιστινιακά ελαιόδενδρα έχουν ξεριζωθεί από τις αρχές και τους Ισραηλινούς εποίκους. Εσχάτως, παρατηρείται μια τάση προς οικειοποίηση. Η ελιά, αν και το απόλυτο σύμβολο της σύνδεσης των Παλαιστινίων με τη γη τους, ψηφίστηκε ως «το δένδρο της χρονιάς» για το 2022 από το JNF, με το επιχείρημα ότι «είναι ένα από τα πιο συμβολικά δέντρα του Ισραήλ, αντιπροσωπεύοντας την ευλογία, την υγεία και το ρίζωμα του λαού».
Μολονότι υπηρετεί ένα σχέδιο που παρουσιάζεται ως «οικολογικό», η μονοκαλλιέργεια κωνοφόρων δεν χαίρει ομόφωνης αποδοχής από τους υπερασπιστές του περιβάλλοντος. «Ορισμένοι τις χαρακτηρίζουν ακόμη και “ερήμους πεύκων”, τόσο πολύ έχουν εξαντλήσει τα οικοσυστήματα», επισημαίνει η Σάσα. Οι πευκοβελόνες που καλύπτουν το έδαφος αυτών των δασών κάνουν όξινο το χώμα, εμποδίζοντας την ανάπτυξη κάθε ενδημικής χλωρίδας ή πανίδας. Η πολιτική αυτή έχει επίσης επικριθεί έντονα από την Εταιρεία για την Προστασία της Φύσης, τη σημαντικότερη περιβαλλοντική ΜΚΟ του Ισραήλ, σύμφωνα με την οποία «η κατά τυχαίο τρόπο φύτευση δασών σε ζώνες φυσικού περιβάλλοντος (…) δεν συμβάλλει στη διατήρηση του εδάφους και στον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής, ενώ αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιών».
Τον Αύγουστο του 2021, μια πυρκαγιά στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ κατέστρεψε περισσότερα από είκοσι χιλιάδες στρέμματα πευκοδάσους. Μόλις έσβησαν οι φλόγες, στα αποκαΐδια αποκαλύφθηκαν τα απομεινάρια παλαιστινιακών χωριών και αγροτικών αναβαθμίδων που είχαν θαφτεί μέσα στα πρόσφατα δάση. Σήμερα, οι ελαιώνες και οι παλαιστινιακές οικογένειες που τους φροντίζουν δέχονται συνεχείς επιθέσεις και βανδαλισμούς από τους εποίκους και τις ισραηλινές αρχές στη Δυτική Όχθη και την Ιερουσαλήμ, με τις εντάσεις να έχουν κλιμακωθεί μετά τις 7 Οκτωβρίου 2023. Περισσότερα από τρεις χιλιάδες ελαιόδενδρα ξεριζώθηκαν κατά τη διάρκεια της συγκομιδής του 2023, σύμφωνα με την Παλαιστινιακή Αρχή. Και ο πόλεμος των δένδρων συνεχίζεται.