Το 2008, η εκλογή του Μπάρακ Ομπάμα στον Λευκό Οίκο θεωρούνταν ο προάγγελος της έλευσης μιας νέας Αμερικής, εξυπνότερης, δικαιότερης και με μεγαλύτερη πολιτισμική πολυμορφία. Τότε αποφαίνονταν ότι η νίκη των Δημοκρατικών δεν αποτελούσε μια ιδεολογική ή πολιτική ρήξη –δεδομένου ότι ο πρώτος Αφροαμερικανός πρόεδρος στην ιστορία της χώρας του ήταν ένας διανοούμενος που απεχθανόταν τις αντιπαραθέσεις– αλλά την κατάληξη μιας δημογραφικής και κοινωνιολογικής μεταμόρφωσης. Αφενός, η άφιξη νέων μεταναστών περιόριζε όλο και περισσότερο μέσα στο εκλογικό σώμα το ειδικό βάρος των λευκών ψηφοφόρων, στην πλειονότητά τους Ρεπουμπλικανών. Αφετέρου, και ταυτόχρονα, νέες γενιές, πιο μορφωμένες, και συνεπώς με καλύτερη επίγνωση των πραγμάτων, είχαν αντικαταστήσει τις παλαιότερες, που ήταν προσκολλημένες σε ξεπερασμένες παραδόσεις.
Πόσο μάλλον όταν η επαγγελία μιας παρόμοιας εποχής ευδαιμονίας εμφανιζόταν ως θεόσταλτο δώρο, στον βαθμό που δεν απαιτούσε σχεδόν καμία προσπάθεια ή αγώνα, καθώς η δημογραφία είχε ανυψωθεί στο επίπεδο του πολιτικού πεπρωμένου. Έτσι, αυτές οι καλές ειδήσεις μάγεψαν την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που αντιμετώπιζε δυσκολίες. Και στη Γαλλία ενέπνευσε τη «στρατηγική Terra Nova», που παρουσιάστηκε τον Μάιο του 2011 σε ένα σημείωμα της ομώνυμης δεξαμενής σκέψης, η οποία επιδίωκε να στηρίξει τον τότε πρόεδρο του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν στην προσπάθειά του να κερδίσει τις γαλλικές προεδρικές εκλογές της επόμενης χρονιάς. Ο Γάλλος σοσιαλιστής πρώην υπουργός Οικονομικών είχε ήδη θεωρητικοποιήσει από το 2002 την απώλεια της εργατικής ψήφου από την Αριστερά. Και είχε συμβιβαστεί με την ιδέα (1). Έτσι, η Terra Nova πρότεινε τη δημιουργία ενός νέου μπλοκ, αποτελούμενου από τις γυναίκες, τους νέους, τους πτυχιούχους, «τις μειονότητες και τις λαϊκές υποβαθμισμένες συνοικίες», δηλαδή το γαλλικό ισοδύναμο του «συνασπισμού Ομπάμα», που θα επέτρεπε στους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες να υπερβούν την εγκατάλειψή τους από τους ψηφοφόρους των λαϊκών τάξεων. «Ο ιστορικός συνασπισμός της Αριστεράς που ήταν επικεντρωμένος στην εργατική τάξη βρίσκεται σε παρακμή», ανέλυε η Terra Nova. «Ένας νέος συνασπισμός αναδύεται: “η Γαλλία του αύριο”, με μεγαλύτερες αναφορές στους νέους, στις γυναίκες και στην πολιτισμική πολυμορφία» (2). Όλοι γνωρίζουμε πού κατέληξαν όλα αυτά.
Σήμερα, η απογοήτευση και η απώλεια των ψευδαισθήσεων είναι ακόμα πιο έντονη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εάν στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου είχαν αντιπαρατεθεί ο Τραμπ και ένας ηλικιωμένος απερχόμενος πρόεδρος με φθίνουσες διανοητικές ικανότητες, το κόστος του αποτελέσματος θα ήταν πολύ μικρότερο. Διότι η Κάμαλα Χάρις όχι μόνο φαινόταν να ενσαρκώνει τη χαρούμενη και πολυπολιτισμική «νέα Αμερική» απέναντι σε έναν εκδικητικό αντίπαλο που ισχυριζόταν ότι θα αποκαταστήσει το υποτιθέμενο παλαιότερο μεγαλείο (με το σύνθημα «Make America Great Again», που συνοψίζεται στο ακρωνύμιο MAGA), αλλά επιπλέον η Δημοκρατική υποψήφια ρίχτηκε στη μάχη υποστηριζόμενη από ένα ενωμένο κόμμα, διαθέτοντας κολοσσιαία ποσά για την εκστρατεία της και με τα μέσα ενημέρωσης εκστασιασμένα μαζί της.
Συν τοις άλλοις, δεν διέπραξε σημαντικά λάθη και υπερίσχυσε του αντιπάλου της στη μοναδική τηλεμαχία στην οποία αναμετρήθηκαν. Παρ’ όλα αυτά, ο Τραμπ κατήγαγε μια αδιαφιλονίκητη νίκη, την οποία οι Δημοκρατικοί αυτή τη φορά δεν έχουν τη δυνατότητα να αποδώσουν στις μηχανορραφίες του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Από τη δική τους οπτική γωνία, το χειρότερο δεν είναι τόσο η αύξηση των ψήφων υπέρ του Τραμπ μεταξύ 2016 και 2024, παρά το υβρεολόγιό του, τις δίκες, τις καταδίκες και την εμπλοκή του στην εξέγερση του Καπιτωλίου, αλλά το γεγονός ότι αυτά τα δεκατρία εκατομμύρια επιπλέον ψήφων που απέσπασε προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τη «νέα Αμερική». Διότι ο Τραμπ δεν οφείλει τόσο την εκλογή του σε μια υπερ-κινητοποίηση των παραδοσιακών προπυργίων του (κάτοικοι της υπαίθρου, Ευαγγελιστές, λευκοί) όσο στη μεταστροφή υπέρ του ενός σημαντικού τμήματος των νέων, των ισπανόφωνων και των μαύρων (3).
Από την πλευρά της, η Χάρις βελτίωσε τις επιδόσεις των Δημοκρατικών προκατόχων της μονάχα σε δύο πληθυσμιακές ομάδες: στους λευκούς άντρες και στα άτομα με ετήσιο εισόδημα άνω των 100.000 δολαρίων. Παρά το φύλο της και μια προεκλογική εκστρατεία που πρόβαλε το ζήτημα της ελευθερίας των αμβλώσεων, παρά το υπερβολικό «αντριλίκι» στη συμπεριφορά του αντιπάλου της, στην πραγματικότητα κινητοποίησε σε μικρότερο βαθμό το γυναικείο εκλογικό σώμα, ακόμα και στις ηλικίες 18-29 ετών, συγκριτικά με τον Μπάιντεν τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Εξάλλου, παρ’ όλο που διαρκώς υπενθυμιζόταν ο ρατσισμός του, ο Τραμπ αύξησε το ποσοστό του στους μαύρους ψηφοφόρους. Και οι επιδόσεις του ήταν ακόμα εντυπωσιακότερες στους ισπανόφωνους. Αν και παρουσίασε τους Λατινοαμερικανούς μετανάστες ως εν δυνάμει εγκληματίες, ενίσχυσε τη θέση του στη Φλόριδα και κέρδισε στις 12 από τις 14 κομητείες του Τέξας που βρίσκονται στα σύνορα με το Μεξικό. Ανάμεσά τους και η κομητεία του Σταρ, όπου ο πληθυσμός είναι κατά 97% ισπανόφωνος και όπου το 2016 η Χίλαρι Κλίντον είχε αποσπάσει το 79% των ψήφων… Όλα αυτά διαψεύδουν ταυτόχρονα τόσο τα δημογραφικά στοιχήματα της Terra Nova όσο και τις παρανοϊκές θεωρίες περί «μεγάλης αντικατάστασης» των λευκών πληθυσμών από «ορδές μεταναστών».
Η μάχη των ερμηνειών βρίσκεται σε εξέλιξη. Καταρχάς στους κόλπους του Δημοκρατικού Κόμματος. Ορισμένοι, όπως είχαν κάνει και το 2017, ετοιμάζονται να περάσουν στην αντίσταση μέσα από τα τηλεοπτικά τους στούντιο. Η παρουσιάστρια του MSNBC Ρέιτσελ Μάντοου, με ισχυρή επιρροή στην προοδευτική μπουρζουαζία, έκλεισε το βράδυ των εκλογών αναστενάζοντας: «Καλά θα ήταν να είχαμε κερδίσει αυτές τις εκλογές. Δεν έγινε. ΟΚ. Τώρα, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να σώσουμε τη χώρα». Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως θα μας εξηγήσει ότι η λευκή Αμερική παρέμεινε ρατσιστική, ότι οι Ισπανόφωνοι είναι «μάτσο» φαλλοκράτες και ότι οι λιγότερο μορφωμένοι Αμερικανοί –εκείνοι που αφήνονται να ξεγελαστούν από τα fake news αντί να διαβάζουν τους New York Times– είναι τόσο αμοραλιστές ώστε δέχονται, εν γνώσει τους, να επανεκλέξουν στον Λευκό Οίκο έναν ψεύτη, κλέφτη και βιαστή, έναν πραξικοπηματία, πράκτορα των Ρώσων, έναν φασίστα και ναζί. Βέβαια, όλες αυτές οι θεματικές έχουν αναλυθεί και επαναληφθεί μέχρις εξαντλήσεως. Όμως, στο MSNBC, όπως και σε πολλά άλλα μέσα ενημέρωσης, εδώ και πολύ καιρό, το ζητούμενο δεν είναι πλέον η ενημέρωση για όσα αλλάζουν, με κίνδυνο να αιφνιδιαστεί το κοινό, αλλά η διατήρηση μιας πελατείας ριζοσπαστικοποιημένων πιστών, παρουσιάζοντάς τους μια εικόνα κύρους και αίγλης για τον εαυτό τους.
Υπάρχουν άλλα διδάγματα;
Σε άλλους πολιτικούς κύκλους, η ανάλυση για το εκλογικό αποτέλεσμα δεν προχωράει αναγκαστικά σε μεγαλύτερο βάθος. Η δεξιά πτέρυγα των Δημοκρατικών κατηγορεί τη Χάρις ότι έκλινε υπερβολικά προς τα αριστερά, ξεχνώντας ότι είχε κλείσει την προεκλογική εκστρατεία της μαζί με την νεοσυντηρητική Ελίζαμπεθ («Λιζ») Τσένι, με την ελπίδα ότι θα προσέλκυε τους Ρεπουμπλικανούς ψηφοφόρους που διάκεινταν εχθρικά απέναντι στον Τραμπ. Ο Μπέρνι Σάντερς αντίθετα εκτιμά ότι το Δημοκρατικό Κόμμα, που εξαρτάται υπερβολικά «από τους ισχυρούς του χρήματος και από καλοπληρωμένους συμβούλους», αποδείχθηκε ανίκανο «να κατανοήσει την οδύνη και την πολιτική αποξένωση που βιώνουν δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανών». Εντούτοις, στις 27 του περασμένου Ιουλίου, ο γερουσιαστής του Βέρμοντ υπενθύμιζε στο MSNBC ότι ο Μπάιντεν υπήρξε «ο πρώτος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ που συμμετείχε σε απεργιακή κινητοποίηση» και ότι του οφείλαμε «τις πιο προοδευτικές προτεραιότητες και επιτεύγματα στη σύγχρονη ιστορία».
Και πράγματι, το σχέδιο του Μπάιντεν για την επαναβιομηχάνιση της χώρας, με την ατυχή ονομασία «νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού», αποσκοπούσε στην αύξηση των θέσεων απασχόλησης για εργάτες και στην προσφορά ικανοποιητικών μισθών στους μη πτυχιούχους Αμερικανούς (4). Όμως, καθώς η επιτυχία ενός τέτοιου σχεδίου δεν είχε προλάβει να γίνει επαρκώς αισθητή την περίοδο των εκλογών, η ρητορική των Δημοκρατικών που πρόβαλε με υμνητικά σχόλια τον «καλό οικονομικό απολογισμό» τους σαρώθηκε από τη στασιμότητα του επιπέδου ζωής των λαϊκών τάξεων και την εκτίναξη των τιμών που οφειλόταν στην υγειονομική κρίση και στον πόλεμο στην Ουκρανία.
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όλοι επίσης προσπαθούν να αντλήσουν από την αμερικανική επικαιρότητα τα διδάγματα εκείνα που επιβεβαιώνουν τις αναλύσεις τους. Για την άκρα Δεξιά, η νίκη του Τραμπ αποδεικνύει ότι ο λαός απεχθάνεται τους μετανάστες και την «ιδεολογία woke», αλλά και δεν απαιτεί από τους πλούσιους να πληρώσουν υψηλότερους φόρους. Για τους σοσιαλιστές, που αισθάνονται ολομόναχοι όταν ο Αμερικανός «ηγεμόνας» δεν είναι Δημοκρατικός, οι εξελίξεις αποδεικνύουν ότι πρέπει να φτιάξουμε την Ευρώπη. Όσο για την Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν, η αποτυχία της Χάρις φαίνεται να επιβεβαιώνει τη θεωρία της περί «διαφορικής αποχής», δηλαδή περί της ύπαρξης ενός αριστερού εκλογικού σώματος με προδιάθεση να σνομπάρει την κάλπη όταν η Αριστερά δεν φροντίζει να το κινητοποιεί. «Ο Τραμπ δεν σημείωσε πρόοδο, έχασε δύο εκατομμύρια ψήφους», συμπέρανε ο βουλευτής Αντουάν Λεομάν. «Όμως, η Καμάλα Χάρις έχασε δεκατέσσερα εκατομμύρια ψήφους σε σύγκριση με τον Τζο Μπάιντεν» (5). Πράγματι, η υποψήφια των Δημοκρατικών ενθουσίασε λιγότερο τη βάση του κόμματος απ’ ό,τι ο Μπάιντεν πριν από τέσσερα χρόνια. Ωστόσο, η διαφορά ανάμεσα στις δύο εκλογικές επιδόσεις των Δημοκρατικών είναι λίγο πάνω από έξι εκατομμύρια ψήφους, όχι δεκατέσσερα. Όσο για τον νικητή, κάθε άλλο παρά έχασε δύο εκατομμύρια ψήφους: τόσες ήταν οι ψήφοι που κέρδισε, και για την ακρίβεια ένα εκατομμύριο παραπάνω (6).
Η νίκη του Τραμπ προκαλεί αμφιβολίες σε όσους ελπίζουν ότι η καταγγελία του ρατσισμού, των βιαιοπραγιών της αστυνομίας και της άκρας Δεξιάς θα αποτελέσει το εργαλείο που θα επιτρέψει την αφύπνιση όσων επιλέγουν την αποχή. Αυτές οι θεματικές δεν καθορίζουν από μόνες τους μια πολιτική ταυτότητα και την εκλογική συμπεριφορά που απορρέει από αυτήν, δεδομένου ότι ο Τραμπ απέσπασε ένα απροσδόκητα υψηλό αριθμό της μαύρης και κυρίως της ισπανόφωνης ψήφου. Γνωρίζουμε εδώ και πολύ καιρό ότι ένα διόλου αμελητέο τμήμα των ψηφοφόρων από τις λαϊκές τάξεις ψηφίζουν Δεξιά παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτουν κανένα οικονομικό συμφέρον να το πράξουν, λόγω των θρησκευτικών πιστεύω τους, της οικογενειακής ιστορίας τους, των τοπικών κοινωνικών σχέσεων κ.λπ. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι ισπανόφωνοι μπορεί να εκλέξουν έναν ξενοφοβικό πρόεδρο επειδή προσάπτουν στην αντίπαλό του την υπερβολικά μεγάλη άνοδο των τιμών ή επειδή φοβούνται μήπως τους εμπλέξει σε πόλεμο –ή ακόμα κι επειδή είναι αντίθετοι σε μια φιλελεύθερη μεταναστευτική πολιτική.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο σημερινός εκλογικός συνασπισμός του προέδρου Τραμπ, ο οποίος δεν θα ξαναμπορέσει να είναι υποψήφιος, φαντάζει εξίσου εύθραυστος με εκείνον του προέδρου Ομπάμα. Αυτή η συσπείρωση Ευαγγελιστών και ελευθεροφρόνων σφυρηλατήθηκε από μια ασυνήθιστη προσωπικότητα, που ενσαρκώνει ταυτόχρονα την ατομική επιτυχία και το μίσος απέναντι στο «σύστημα». Η ανθεκτικότητα, ο δύστροπος χαρακτήρας και οι υπερβολές του Τραμπ τον μετέτρεψαν σε ένα υποψήφιο που χαίρει της εκτίμησης ετερόκλητων εκλογικών σωμάτων, τα οποία θεωρούν ότι, όπως κι αυτός, πρέπει να πάρουν τη ρεβάνς τους. Σε μια χώρα δύσπιστη απέναντι στο κράτος, στα μέσα ενημέρωσης, στους δικηγόρους και στους αιρετούς άρχοντες, αυτός ο επίμονος, ανεξέλεγκτος και δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό δισεκατομμυριούχος, που διαλύει κόμματα, κάνει πραγματική συλλογή από απαγγελίες κατηγοριών και συγκεντρώνει το μίσος των δημοσιογράφων, διέθετε ήδη ένα σημαντικό πλεονέκτημα πριν καν οι δύο απόπειρες δολοφονίας εναντίον του τον μετατρέψουν σε αλεξίσφαιρο ήρωα. Ο Τζο Ρόγκαν, παρουσιαστής του πλέον δημοφιλούς podcast στις ΗΠΑ, «ανέκρινε» τον Τραμπ επί τρεις ώρες μερικές ημέρες πριν από τις εκλογές (70 εκατομμύρια προβολές). Συμπέρανε ότι «μονάχα ένας εντελώς παλαβός τύπος μπορεί να βγάλει στη φόρα τη διαφθορά του συστήματος». Δεν πρόκειται για μια ιδιαίτερα σκεπτόμενη εξήγηση και σίγουρα δεν είχε αξία πρόγνωσης. Μας θυμίζει όμως ότι, σε αυτές τις εκλογές, το κατεστημένο και η συμμόρφωση στο σύστημα ενσαρκώνονταν από τη Χάρις, ενώ η αλλαγή και ο αγώνας εκπροσωπούνταν από τον Τραμπ.
Καθώς επωφελήθηκε από τη στήριξη και τις συμβουλές του Έλον Μασκ, η ρεβάνς του Τραμπ απέναντι στο «βαθύ κράτος» θα μπορούσε να μετατραπεί στην ιδιωτικοποίηση ολόκληρου του κράτους. Ωστόσο, οι Αμερικανοί που αντιτίθενται σε κάτι τέτοιο δεν θα κατορθώσουν να επιτύχουν τίποτε αν συνεχίσουν να παραθέτουν στον λόγο τους, αλλάζοντας απλώς τη σειρά, τις σταθερά επαναλαμβανόμενες εκφράσεις όπως «φασιστοειδή ρομποτάκια», «νέο απαρτχάιντ», «τοξική αρρενωπότητα», «φανατικός πουριτανισμός», «αχαλίνωτη μανία για εξορύξεις», «τερατώδεις πόλεμοι», με όλα αυτά να «απειλούν μία από τις παλαιότερες δημοκρατίες του δυτικού κόσμου» (7). Τέτοιοι πομπώδεις εξορκισμοί δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έκφραση μιας πολιτικής ανημπόριας.
Κάντε «deals», όχι πόλεμο
Στις 30 Οκτωβρίου 2024, έξι ημέρες πριν από την εκλογή του, ο Τραμπ ρωτήθηκε για την ενεργή υποστήριξη της Λιζ Τσένι στην υποψήφια των Δημοκρατικών. Εξήγησε ότι, εάν η κόρη του πρώην Ρεπουμπλικανού αντιπροέδρου «δεν μπορεί πια να με ανεχτεί, είναι επειδή ήθελε διαρκώς να πυροδοτεί νέους πολέμους. Εάν εξαρτιόταν μονάχα από εκείνη, θα είχαμε αυτή τη στιγμή εμπλοκή σε πενήντα χώρες. Δώστε της όμως ένα τουφέκι και δείτε πώς θα τα φέρει βόλτα απέναντι σε εννέα κάννες που θα ξερνάνε φωτιά εναντίον της. Όλοι τους είναι γεράκια όσο βρίσκονται βολεμένοι σε ένα ωραίο κτίριο στην Ουάσιγκτον λέγοντας: “Άντε, ας στείλουμε δέκα χιλιάδες στρατιώτες στο στόμα του λύκου”». Αυτή η απάντηση υπήρξε πιθανότατα μία από τις πλέον σχολιασμένες –και αλλοιωμένες– φράσεις που ακούστηκαν στο τέλος της προεκλογικής εκστρατείας. Οι New York Times, η Washington Post, το MSNBC και το CNN, τα οποία αμέσως ακολούθησαν πολλά ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης, ερμήνευσαν αυτά τα λόγια με τον τρόπο που το έκανε η ίδια η Τσένι. Στο Χ (πρώην Twitter) έγραψε: «Οι δικτάτορες καταστρέφουν τα ελεύθερα έθνη δρώντας με αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Απειλούν με θάνατο όσους τους εναντιώνονται». Και πρόσθετε τα hashtag #Womenwillnotbesilenced («Οι γυναίκες δεν θα φιμωθούν») και #VoteKamala.
Έτσι λοιπόν, μια παρατήρηση που υπονοούσε ότι ορισμένοι από τους πλέον φιλοπόλεμους Αμερικανούς πολιτικούς θα παρίσταναν λιγότερο τα παλικάρια εάν χρειαζόταν να βρεθούν οι ίδιοι αντιμέτωποι με τα εχθρικά πυρά (μια κατηγορία που το 2003 είχε απευθυνθεί στους Τζορτζ Μπους και Ντικ Τσένι, καθώς δεν είχαν πολεμήσει στο Βιετνάμ) μετατράπηκε σε «απειλή θανάτου» που προοριζόταν για τους πολιτικούς αντιπάλους του Τραμπ. Ο νεοσυντηρητικός σχολιαστής του CNN Τζόνα Γκόλντμπεργκ ισχυρίστηκε: «Λέει απολύτως ρητά και χωρίς περιστροφές ότι η Λιζ Τσένι θα έπρεπε να οδηγηθεί ενώπιον του εκτελεστικού αποσπάσματος. Το “Ας εκτελέσουμε έναν πολιτικό αντίπαλο που τυχαίνει να είναι γυναίκα, απλά και μόνο επειδή δεν μου αρέσει”, δεν αποτελεί καλή θεματολογία για το τέλος της προεκλογικής εκστρατείας». Θα παραδεχθεί το λάθος του, αφού όμως προηγουμένως η παραπλανητική ερμηνεία του είχε διαδοθεί εκθετικά στο Διαδίκτυο. Ήταν όμως πολύ αργά για να αντισταθεί ο γαλλικός ραδιοφωνικός σταθμός France Culture στον πειρασμό να αναμεταδώσει την μπαρούφα του. Στις 3 Νοεμβρίου, η Αν-Λορέν Μπυζόν, αρχισυντάκτρια του περιοδικού Esprit (8) και σύμβουλος στο πρόγραμμα «Αμερικές» του Γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (IFRI), αναφώνησε στην εκπομπή «L’Esprit Public»: «Ο Τραμπ, ειδικά απέναντι στις γυναίκες αντιπάλους του, χαρακτηρίζεται από υπερβολική βιαιότητα. (…) Τώρα, μας εξηγεί ότι η Λιζ Τσένι θα έπρεπε να σταλεί ενώπιον του εκτελεστικού αποσπάσματος».
Αυτή η διαστρέβλωση –υπό άλλες συνθήκες θα μιλούσαμε για fake news– είναι απλώς η τελευταία σε μια μακρά σειρά. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της υπερθέρμανσης μιας πολεμικής που επιμένει να αστοχεί. Όπως τώρα το κατανοούν ορισμένοι παράγοντες των Δημοκρατικών, οι προτεραιότητές τους αγκαλιάζουν υπερβολικά συχνά εκείνες των προοδευτικών μέσων ενημέρωσης, συχνά εγκατεστημένων στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον, των οποίων το βασικό καύσιμο είναι η αγανάκτηση (9). Με κίνδυνο να συντηρείται μια παραμορφωμένη εικόνα της χώρας και του τι ακριβώς σημαίνει το φαινόμενο Τραμπ.
Για παράδειγμα, στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, ο νέος πρόεδρος αυτοπαρουσιάστηκε ως εκείνος που, έχοντας αποφύγει τους πολέμους κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, θα επέλυε τις κρίσεις που του κληροδοτούν μέσα από τη διαπραγμάτευση deals, επιχειρηματικών συμφωνιών, με τους γεωπολιτικούς αντιπάλους του. Ορισμένες από τις επιλογές ατόμων για την κυβέρνησή του –όχι όλες– κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, ιδίως εκείνη της Τούλσι Γκάμπαρντ ως επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών. Αυτή η πρώην βουλευτής των Δημοκρατικών έγινε κυρίως γνωστή εξαιτίας της αντίθεσής της με τους νεοσυντηρητικούς του κόμματός της. Και ίσως, ακριβώς επειδή οι συγκεκριμένοι ήδη φοβούνται μια αλλαγή της διπλωματικής πορείας της χώρας, σε αυτό να οφείλεται ότι το τέλος της προεδρίας Μπάιντεν συμπίπτει με μια κλιμάκωση των διεθνών εντάσεων και με νέες αποστολές όπλων στην Ουκρανία. Κάπως σαν να έπρεπε, λίγο πριν από μια ανακωχή που φοβόμαστε ότι επίκειται, να ρίξουμε τις τελευταίες σφαίρες ενός χαμένου πολέμου.
Το αποτέλεσμα είναι ότι, ενώ οι κακές ειδήσεις θα σαρώσουν τις ΗΠΑ στα μέτωπα της δημοσιονομικής πολιτικής, της μετανάστευσης, του περιβάλλοντος και των δικαιωμάτων των γυναικών, οι Δημοκρατικοί έχουν σχεδόν κατορθώσει να μην λυπόμαστε εντελώς για την αποχώρησή τους από την εξουσία.