el | fr | en | +
Accéder au menu

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η γεωπολιτική του Ντόναλντ Τραμπ

Απορρίπτοντας την απόφαση του προέδρου Τζο Μπάιντεν για παράδοση πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς στην Ουκρανία, ο Ντόναλντ Τραμπ επιβεβαίωσε ότι πρόθεσή του, στο συγκεκριμένο θέμα, είναι η ανατροπή των προτεραιοτήτων του προκατόχου του. Για τον υπόλοιπο κόσμο, το «Πρώτα η Αμερική» θα σημάνει εκβιασμούς για παραχωρήσεις και πόρους από άλλα κράτη και «deals» χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ιδεολογίες και συμμαχίες.

Η παγκόσμια τάξη που ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει αναλάβει να επιτηρεί για λογαριασμό των ΗΠΑ μετά την ορκωμοσία του θα είναι εκείνη που γνώρισε ο Τζο Μπάιντεν στο τέλος της δικής του θητείας. Ωστόσο, ο νέος πρόεδρος θα προσεγγίσει την εξωτερική πολιτική με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό από εκείνον του προκατόχου του: το μέλημά του να προωθήσει το «Πρώτα η Αμερική» θα φέρει βαθιές αλλαγές στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με τον έξω κόσμο.

Ενώ ο πρόεδρος Μπάιντεν και οι συνεργάτες του αντιλαμβάνονταν τον κόσμο ως μια μεγάλη σκακιέρα, όπου φιλικά και εχθρικά μπλοκ συμμαχιών επιδιώκουν να αποκτήσουν γεωπολιτικό πλεονέκτημα σε αμφισβητούμενες περιοχές, ο Ντόναλντ Τραμπ θεωρεί ότι ο πλανήτης είναι ένα μεγάλο παιχνίδι Μονόπολης, όπου πολλοί αντίπαλοι μάχονται για τον έλεγχο πολύτιμων αγαθών, είτε πρόκειται για ακίνητη περιουσία είτε για αγορές είτε για πόρους. Υπό τον Μπάιντεν, εκείνο που προείχε ήταν η ιδεολογία: η «δημοκρατία», ο «σεβασμός του κράτους δικαίου», η προσήλωση στις «δυτικές αξίες» θεωρούνταν ότι συγκροτούσαν τη συνεκτική ουσία του ΝΑΤΟ και των άλλων συμμαχικών συστημάτων που καθοδηγούνται από τις ΗΠΑ. Αντίθετα, με τον Τραμπ, η αμερικανική εξωτερική πολιτική οφείλει να διέπεται από τη φρενήρη επιδίωξη της οικονομικής και της στρατηγικής υπεροχής.

Στις 6 Νοεμβρίου, στο κοινωνικό δίκτυο Χ (πρώην Twitter), ο γερουσιαστής Μάρκο Ρούμπιο, επιλεγμένος από τον Τραμπ για τη θέση του υπουργού Εξωτερικών, έδωσε μια συνοπτική περίληψη του οράματος του νέου προέδρου για τον κόσμο: «Με την τρέχουσα διαμόρφωση των παγκόσμιων υποθέσεων, μια υπεύθυνη εξωτερική πολιτική εκ μέρους της Αμερικής δεν θα πρέπει να βασίζεται σε ιδεαλιστικές φαντασιώσεις αλλά σε πραγματιστικές αποφάσεις, που θα εξυπηρετούν πρωτίστως τα ουσιώδη εθνικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών». Τι ακριβώς εννοεί ο γερουσιαστής Ρούμπιο όταν λέει «ουσιώδη εθνικά συμφέροντα»; Δύσκολο να πούμε, αφού ο ίδιος, όπως και ο Τραμπ, έχει εκφραστεί για αυτά με διάφορους, και ενίοτε αμοιβαία αντιφατικούς, τρόπους. Προκύπτουν όμως τέσσερις θεμελιώδεις επιταγές: διαιώνιση της παγκόσμιας υπεροχής της χώρας, περιορισμός της Κίνας, χαλάρωση των συμμαχιών, έμφαση στην εξόρυξη πόρων. Οι στόχοι αυτοί συνοψίζουν την εξωτερική πολιτική της νέας κυβέρνησης.

Η διατήρηση της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας ήταν σίγουρα ο κύριος στόχος της εξωτερικής και της στρατιωτικής πολιτικής των ΗΠΑ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το 1992, το υπουργείο Άμυνας δήλωνε σε ένα απόρρητο έγγραφο, που αργότερα δημοσιεύθηκε από τους New York Times: «Ο πρώτος στόχος μας είναι να εμποδίσουμε την εμφάνιση ενός νέου αντιπάλου. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να φροντίσουμε να εμποδίσουμε μια εχθρική δύναμη να κυριαρχήσει σε μια περιοχή της οποίας οι πόροι θα ήταν ικανοί να την καταστήσουν παγκόσμια δύναμη εάν εδραίωνε τον έλεγχό της» (1). Όταν αυτό το έγγραφο αρχείου –που αποδίδεται στον Πολ Γούλφοβιτς, τότε υφυπουργό Άμυνας– δημοσιοποιήθηκε, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έσπευσαν να καταδικάσουν το περιεχόμενό του και έκτοτε κανείς τους δεν υποστήριξε τέτοιου είδους θέσεις. Συνοψίζει εντούτοις το πνεύμα ενός τμήματος του περιβάλλοντος του Τραμπ: η Ουάσιγκτον πρέπει να εργαστεί με αφοσίωση προκειμένου η Αμερική να παραμείνει η πρώτη παγκόσμια δύναμη.

Απελευθέρωση από τον σφιχτό εναγκαλισμό των συμμάχων

Την εποχή που ο Γούλφοβιτς διατύπωνε αυτή τη θέση, οι ΗΠΑ ήταν πολύ ισχυρότερες από τους δυνητικούς ανταγωνιστές τους. Η Κίνα δεν είχε ξεκινήσει να διαγράφει την ανοδική τροχιά της προς την οικονομική επιτυχία, η Ρωσία δεν είχε ανασυγκροτήσει τον στρατό της και άλλοι ανταγωνιστές, όπως η Ινδία, δεν απειλούσαν την αμερικανική πρωτοκαθεδρία. Συν τω χρόνω, το προβάδισμα της Αμερικής απέναντι σ’ αυτές τις χώρες περιορίστηκε. Προκειμένου να επανορθώσει την κατάσταση, ο πρόεδρος Μπάιντεν επιχείρησε να συσφίξει ξανά τους δεσμούς με τα ευρωπαϊκά και τα ασιατικά κράτη που έχουν κοινό προσανατολισμό με την Ουάσιγκτον, με την αιτιολογία πως αυτές οι συμμαχίες επέτρεπαν την αύξηση της ισχύος των συμμετεχόντων. Οι οπαδοί του Τραμπ σε αυτή την προσέγγιση διακρίνουν μια ένδειξη αδυναμίας και όχι ισχύος. Προκειμένου «η Αμερική να αποκτήσει ξανά το μεγαλείο της», όπως λένε, οι ΗΠΑ θα πρέπει να είναι ικανές να απελευθερωθούν από το σφιχταγκάλιασμα των φίλιων και συμμάχων χωρών. Επιπλέον, εκείνοι που θα επιφορτιστούν να εφαρμόσουν αυτή την πολιτική δεν θα είναι νεοσυντηρητικοί, όπως κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ αλλά, όπως ο Ρούμπιο και ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς, άνθρωποι που έχουν προσηλυτιστεί με ζέση στη νέα διατύπωση του συνθήματος του Τραμπ: «America First» –Πρώτα η Αμερική.

Στα μάτια τους, η διατήρηση αυτής της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας σημαίνει αποκατάσταση των οικονομικών επιδόσεων, με τη μετεγκατάσταση βασικών βιομηχανικών δραστηριοτήτων στο εξωτερικό, η παγκοσμιοποίηση και το ελεύθερο εμπόριο αποδυνάμωσαν την εθνική οικονομία. Η επιβολή εξωφρενικών τελωνειακών δασμών κατ’ αυτούς θα επιτρέψει στη χώρα να ανακτήσει τον δυναμισμό της, μειώνοντας τον όγκο των εισαγωγών –συμπεριλαμβανομένων και των προερχόμενων από συμμαχικές χώρες και μέλη του ΝΑΤΟ. Οι δασμοί, δήλωνε ο Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, είναι «το πιο ωραίο πράγμα που εφευρέθηκε ποτέ».

Όταν ο Γούλφοβιτς έγραφε ότι έπρεπε να παρεμποδιστεί κάθε πιθανός ανταγωνιστής, καμία χώρα δεν είχε την ικανότητα να καταστεί δύναμη παγκόσμιας εμβέλειας. Πλέον, η Κίνα βρίσκεται στα πρόθυρα να το καταφέρει. Οπότε, ο κύριος στόχος της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ, από την πρώτη θητεία του κιόλας, ήταν να την εμποδίσει να φτάσει στο επίπεδο των ΗΠΑ.

Προκειμένου να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία της, η Ουάσιγκτον σκοπεύει να αυξήσει τις επενδύσεις της στις τεχνολογίες αιχμής, να αρνηθεί στο Πεκίνο την πρόσβαση στις αμερικανικές τεχνολογικές καινοτομίες και να εντείνει τη στρατιωτική παρουσία της στον δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό. Οι Ασιάτες σύμμαχοί τους, παρ’ όλο που καλούνται να βοηθήσουν τις ΗΠΑ να περιορίσουν την ανέλιξη της Κίνας, δεν θα μπορούν να υπολογίζουν στην αυτόματη στήριξη από τους Αμερικανούς. Και θα χρειαστεί να επενδύσουν περισσότερα στη δική τους άμυνα.

Η ίδια θέση ισχύει και για την Ταϊβάν, της οποίας η ικανότητα να αντιμετωπίσει μια ενδεχόμενη κινεζική εισβολή αποτελεί ουσιαστικό στόχο της αμερικανικής πολιτικής κατά την άποψη των «αντικινεζικών γερακιών» του Κογκρέσου, όπως της Δημοκρατικής Νάνσι Πελόζι (της οποίας η προκλητική επίσκεψη στο νησί, τον Αύγουστο του 2022, προκάλεσε μια μαζική στρατιωτική απάντηση από το ναυτικό και την αεροπορία της Κίνας) και των Ρεπουμπλικανών Μάρκο Ρούμπιο και Μάικλ Γουόλτς, ο οποίος επελέγη για τη θέση του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας. Όμως, στις 16 Ιουλίου 2024, ο Τραμπ δήλωνε στο περιοδικό Bloomberg Businessweek: «Νομίζω ότι η Ταϊβάν θα έπρεπε να μας πληρώνει για να την υπερασπιστούμε».

Η πολιτική χαλάρωσης των συμμαχιών αφορά επίσης την Ουκρανία και το ΝΑΤΟ. Οι Τραμπ και Βανς έχουν συχνά υποστηρίξει ότι οι Ουκρανοί θα συνεχίσουν να λαμβάνουν αμερικανική στρατιωτική βοήθεια μόνο εάν δεχθούν να διαπραγματευθούν μια ειρηνευτική συμφωνία με τη Ρωσία. Ωστόσο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι μια τέτοια συμφωνία θα είχε ως προϋπόθεση το Κίεβο να παραχωρήσει τουλάχιστον το ένα πέμπτο της επικράτειάς του στη Μόσχα (2). Κατά τον ίδιο τρόπο, η ομάδα του Ντόναλντ Τραμπ έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ θα πρέπει να συνεισφέρουν περισσότερα για τη δική τους άμυνα, ειδάλλως οι ΗΠΑ θα μειώσουν κατά πολύ τη βοήθεια που τους παρέχουν. Μια αύξηση των στρατιωτικών δαπανών –με στόχο πλέον το 3% του ΑΕΠ– θα μπορούσε να αποδειχθεί θείο δώρο για τους Αμερικανούς κατασκευαστές οπλικών συστημάτων, ο όγκος εξαγωγών των οποίων σημείωσε ρεκόρ το 2023, φτάνοντας τα 238 δισεκατομμύρια δολάρια (3).

Διατυπώνοντας αυτές τις απαιτήσεις, το περιβάλλον του Τραμπ υπογράμμισε ότι, μπροστά στον στόχο να περιοριστεί η δύναμη της Κίνας, η άμυνα της Ευρώπης θα περάσει σε δεύτερη μοίρα. «Οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν τη στρατιωτική δυνατότητα να επεμβαίνουν παντού», εξήγησε ο Έλμπριτζ Κόλμπι, πρώην αναπληρωτής υφυπουργός Άμυνας της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ και πλέον επιλεγμένος για υφυπουργός Άμυνας με αρμοδιότητα την αμυντική πολιτική. Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν είναι δυνατό να διατεθούν τόσοι στρατιωτικοί πόροι για την αντιμετώπιση της Ρωσίας στην Ευρώπη, τη στιγμή που «οι Κινέζοι αντιπροσωπεύουν μια πιο επικίνδυνη και πιο σημαντική απειλή» (4).

Η εμμονή με την παραγωγή και την απόκτηση ζωτικών πόρων αποτελεί άλλη μία σημαντική πτυχή της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ. Ο νέος πρόεδρος σκοπεύει να παρατείνει την εποχή της κυριαρχίας των ορυκτών καυσίμων και να προμηθευτεί τα συστατικά και τις πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για την οικονομική και την τεχνολογική πρόοδο των ΗΠΑ.

Δεν έχει κρύψει την πρόθεσή του να εγκαταλείψει τις πρωτοβουλίες στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που δρομολογήθηκαν από την κυβέρνηση Μπάιντεν και να συνεχίσει με αυξημένο ρυθμό την άντληση πετρελαίου και φυσικού αερίου στο αμερικανικό έδαφος. Παρά το γεγονός ότι πλέον οι ΗΠΑ είναι σε μεγάλο βαθμό αυτάρκεις σε αυτό το επίπεδο, ο Τραμπ έχει προβάλει την εγγύτητά του με ηγέτες άλλων χωρών που παράγουν φυσικό αέριο και πετρέλαιο, ιδίως της Σαουδικής Αραβίας και των πετρελαιοπαραγωγών βασιλείων του Κόλπου. Έτσι, δημιούργησε στενούς δεσμούς με τον Σαουδάραβα πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του και έκτοτε ορισμένα μέλη της οικογένειάς του –όπως ο γαμπρός του Τζάρεντ Κούσνερ– εξασφάλισαν προσοδοφόρα εμπορικά συμβόλαια στην περιοχή (5).

Αν και οι δεσμοί αυτοί βασίζονται κατά μεγάλο μέρος σε οικονομικά συμφέροντα και σε μια αμοιβαία αντιπάθεια προς το Ιράν, μαρτυρούν επίσης μια κοινή αποφασιστικότητα για τη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας των ορυκτών καυσίμων. Οι Σαουδάραβες έχουν αντισταθεί στις απόπειρες περιορισμού της κατανάλωσης ορυκτών πηγών ενέργειας κατά τη διάρκεια των συνόδων των χωρών που συμμετέχουν στη σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (και, άρτι προσφάτως, κατά την τελευταία διάσκεψη των συμβαλλομένων μερών, τη λεγόμενη COP 29, που διεξήχθη στο Μπακού), ενώ από την πλευρά του ο Τραμπ υποσχέθηκε ότι οι ΗΠΑ θα αποσυρθούν από αυτή τη σύμβαση την ημέρα κιόλας που θα αναλάβει τα καθήκοντά του (6).

Λόγω της στάσης αυτής, κάποιοι φαντάζονται πως ο νέος πρόεδρος θα θελήσει να βρει τρόπους συνεννόησης με τους υπόλοιπους μεγάλους παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου, κυρίως τη Ρωσία, το Ιράν και τη Βενεζουέλα. Αν και αντιμετωπίζει εχθρικά εδώ και καιρό τις τελευταίες δύο χώρες και κρατά διφορούμενη στάση απέναντι στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, δεν έχει αποκλείσει τη συμφιλίωση μαζί τους. Εάν η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας που προτάθηκε από τη νέα κυβέρνηση καρποφορήσει, ο πρόεδρος των ΗΠΑ ενδεχομένως να άρει τις κυρώσεις που βαρύνουν από το 2022 τις ρωσικές βιομηχανίες πετρελαίου και αερίου. Τότε, οι επιχειρήσεις των δύο χωρών θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν σχέσεις συνεργασίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, μια νέα συμφωνία για την πυρηνική ενέργεια με το Ιράν θα επέτρεπε την επαναφορά στη δυτική αγορά των πετρελαιοπηγών και των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της χώρας, κάτι που θα ενίσχυε τη κυριαρχία των ορυκτών καυσίμων.

Επιπλέον, ένας από τους πλούσιους δωρητές του Ρεπουμπλικανού υποψήφιου, ο Χάρι Σάρτζεντ Γ΄, έχει συνηγορήσει υπέρ της άρσης των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Βενεζουέλα. Εάν το αίτημά του ικανοποιηθεί, οι αμερικανικές εταιρείες θα μπορούσαν να επενδύσουν στην τοπική πετρελαιοβιομηχανία (7). Επειδή όμως τέτοια μέτρα ενδέχεται να έρθουν σε αντίθεση με την υπόσχεση του Τραμπ να βοηθήσει το Ισραήλ στον αγώνα του κατά του Ιράν, δεν είναι διόλου σίγουρο ότι θα ληφθούν, δεδομένης μάλιστα της τιμωρητικής διάθεσής του απέναντι στην Τεχεράνη και το Καράκας. Ωστόσο, η επίκλησή τους και μόνο αποτυπώνει την αδυναμία που έχει ο Τραμπ στα «deals», κυρίως με τους άλλους παραγωγούς πετρελαίου.

Ο συνολικός προσανατολισμός του τον στρέφει επίσης στο κοβάλτιο, το λίθιο και τις σπάνιες γαίες, στοιχεία απαραίτητα για τις βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας, ιδίως στα πεδία της πληροφορικής, των μπαταριών για τα ηλεκτρικά οχήματα και του εξοπλισμού της αεροδιαστημικής βιομηχανίας, παραγωγικούς κλάδους στενά συνδεδεμένους με τους μεγιστάνες Έλον Μασκ και Πίτερ Τιλ, καθώς και με άλλους κοντινούς συμβούλους του νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου. Μεγάλο μέρος αυτών των πρώτων υλών εξορύσσεται είτε δέχεται επεξεργασία στην Κίνα, ή προέρχεται από ορυχεία στην Αφρική και στη Λατινική Αμερική που ανήκουν σε κινεζικές εταιρείες. Κατά συνέπεια, μία από τις προτεραιότητες θα είναι η αύξηση της παραγωγής ορυκτών στις ΗΠΑ. Εντούτοις, τα κοιτάσματα της χώρας δεν είναι πάντα τόσο καθαρά από προσμείξεις ούτε τόσο σημαντικά όσο εκείνα από άλλες περιοχές του κόσμου και το άνοιγμα νέων εθνικών ορυχείων θα εξαρτηθεί από μια δαπανηρή και δύσκολη διαδικασία (που συνδέεται κυρίως με περιβαλλοντικούς κινδύνους). Συνεπώς, θα είναι σκόπιμο να συσφιχθούν οι δεσμοί με χώρες που διαθέτουν μεγάλα αποθέματα των περιζήτητων ορυκτών, για παράδειγμα τη Χιλή, το Περού και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.

Δύο αντιφατικές τάσεις

Οι αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν θα τείνουν άραγε στην αύξηση ή στη μείωση του κινδύνου στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ σε ένοπλες συγκρούσεις; Από πολλές απόψεις, ο βασικός προσανατολισμός του Τραμπ μοιάζει να δείχνει χαμηλή διάθεση για τέτοιου είδους εμπλοκή. Προκειμένου να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία της χώρας του, προτιμά να καταφύγει στη χρήση οικονομικών και τεχνολογικών μέσων. Και, παρ’ όλο που μπορεί να αναγκαστεί να επισείσει τη στρατιωτική ισχύ της Αμερικής για να αποθαρρύνει πιθανούς ανταγωνιστές, έχει αποφύγει εσκεμμένα να ρίξει τις ΗΠΑ στο τέλμα «ατελείωτων πολέμων» παρόμοιων με εκείνους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Επιπροσθέτως, η ενίσχυση των δεσμών με τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, όπως δείχνει να επιθυμεί, θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο μιας σύγκρουσης με το Ιράν και τη Βενεζουέλα.

Ωστόσο, από τη στιγμή που σκοπεύει επίσης να περιορίσει την ανάπτυξη της Κίνας και να διατηρήσει την αμερικανική κυριαρχία στον δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό, ένας λανθασμένος υπολογισμός θα μπορούσε να καταλήξει σε πόλεμο. Ομοίως, οι προσπάθειες να αποκτήσει πρόσβαση στους σημαντικούς ορυκτούς πόρους ξένων χωρών ενέχουν τον κίνδυνο να οδηγήσουν σε σύγκρουση με τοπικές δυνάμεις, ακόμα και με την Κίνα ή τη Ρωσία.

Ποια από αυτές τις αντιφατικές τάσεις θα υπερισχύσει; Αν και κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να προβλεφθεί, μπορούμε βάσιμα να αμφιβάλλουμε ότι ο Τραμπ παρακινείται από τις ιδεαλιστικές φαντασιώσεις –τον σεβασμό των «κανόνων», τη βελτίωση της «δημοκρατίας», την «προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων»– που διάνθιζαν τις ομιλίες των προκατόχων του, και Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών. Με όλους τους περιορισμούς που εμπεριείχαν στην πράξη αυτές οι εξαγγελίες. Οι Παλαιστίνιοι, για να αναφέρουμε μόνο μία περίπτωση, είχαν πικρή εμπειρία από τέτοιες πρακτικές, ιδίως κατά την τελευταία χρονιά της θητείας του Τζο Μπάιντεν.

Michael T. Klare

Καθηγητής του Κολλεγίου Χάμσαϊρ στο Άμχερστ (Μασαχουσέτη) και συγγραφέας μεταξύ άλλων του All Hell Breaking Loose: The Pentagon’s Perspective on Climate Change, Metropolitan Books, Νέα Υόρκη, 2019.
Μετάφραση: Γιάννης Κυπαρισσιάδης

(1Excerpts from 1992 draft “Defense planning guidance”, PBS. Βλ. επίσης Paul-Marie de La Gorce, «Washington et la maîtrise du monde», Le Monde diplomatique, Απρίλιος 1992

(2Julian E. Barnes, Helene Cooper, Andrew E. Kramer και Eric Schmitt, «Trump’s vow to end the war could leave Ukraine with few options», The New York Times, 21 Νοεμβρίου 2024.

(3Mike Stone, US arms exports hit record high in fiscal 2023, Reuters, 29 Ιανουαρίου 2024.

(4Αναφέρεται από τον Michael Hirsh, Trump’s plan for NATO is emerging, Politico Magazine, 2 Ιουλίου 2024.

(5Βλ. Ibrahim Warde, «Trump ou l’art de faire du business», στο Manière de voir, τ. 197, «États-Unis, l’empire fracturé», Οκτώβριος-Νοέμβριος 2024.

(6Lisa Friedman, «Saudi Arabia is a “wrecking ball” in global climate talks», The New York Times, 18 Νοεμβρίου 2024.

(7Πρβλ. Patricia Garip και Kejal Vyas, «More oil for fewer migrants: Trump is urged to make deal with Venezuela», The Wall Street Journal, Νέα Υόρκη, 28 Νοεμβρίου 2024.

Μοιραστείτε το άρθρο