el | fr | en | +
Accéder au menu

EDITORIAL

Όταν οι ψηφιακοί γίγαντες ταπεινώθηκαν μπροστά στην εξουσία

Η υποταγή των αφεντικών του τεχνολογικού τομέα στον πρόεδρο Τραμπ δείχνει ότι η πολιτική, παρά το κυρίαρχο αφήγημα των τελευταίων δεκαετιών, μπορεί ακόμη να επιβληθεί στην οικονομία. Είναι ένα μάθημα που μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμο στο μέλλον.

Με τη χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίησή τους που κάνει το ΑΕΠ αρκετών χωρών να ωχριά, τον ασφυκτικό έλεγχό τους στη διάδοση της πληροφορίας και την πανταχού παρουσία τους στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, οι αμερικανικοί ψηφιακοί γίγαντες είχαν καταλήξει να μοιάζουν πιο ισχυροί από τα κράτη. Είτε πρόκειται για κοπή (ψηφιακού) νομίσματος είτε για την κατάκτηση του διαστήματος, η όρεξή τους για βασιλικού τύπου κυριαρχία έμοιαζε να μην έχει όρια.

Ωστόσο, η εντυπωσιακή υποταγή των ηγετών του τεχνολογικού τομέα στον Ντόναλντ Τραμπ αποκαλύπτει γυμνούς βασιλιάδες, εξαρτημένους από την πολιτική εξουσία. Ο Τζεφ Μπέζος, το αφεντικό της Amazon, εισπράττει δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια χάρη στα πολλά και ποικίλα συμβόλαιά του με το ομοσπονδιακό κράτος. Ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ιδρυτής της Meta (Facebook, Instagram, WhatsApp), στηρίζεται στον Λευκό Οίκο για να γλιτώνει τα κολοσσιαία πρόστιμα που θα μπορούσαν να του στοιχίσουν, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, οι παραβιάσεις των αντιμονοπωλιακών κανόνων. Αμφότεροι τρέμουν την οργή του Τραμπ. Τον Ιούνιο του 2018, κατά την πρώτη προεδρική θητεία του, ένα απλό tweet του δισεκατομμυριούχου με αποδέκτη τη Harley-Davidson είχε προκαλέσει πτώση της αξίας της μετοχής του κατασκευαστή μοτοσυκλετών κατά 10% (1). Οπότε ο Ζάκερμπεργκ, ο Μπέζος, ή και ο Σαμ Άλτμαν, ιδρυτής της Open AI δημιουργού του ChatGPT, επιδεικνύουν όλο και περισσότερα σημάδια υποτέλειας. Ο πρώτος, άλλοτε υπέρμαχος της πολιτιστικής πολυμορφίας και της συμπερίληψης, πλέον εκθειάζει την «αρρενωπή ενέργεια» και διαμαρτύρεται για τη «λογοκρισία του συντηρητικού λόγου» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τον 11ο αιώνα, οι πρίγκηπες γονάτιζαν ενώπιον του πάπα για να άρει τον αφορισμό τους. Χίλια χρόνια αργότερα, οι βαρόνοι της ψηφιακής τεχνολογίας φιλούν το δαχτυλίδι του προέδρου.

Συνεπώς, πολλά μπορούν να αποκομιστούν από ένα αφεντικό πολυεθνικής εταιρείας, αρκεί να αισθάνεται ότι απειλείται από το κράτος. Η διαπίστωση αυτή ίσως προκαλεί έκπληξη μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια επανάληψης της επωδού περί αδυναμίας του πολιτικού κόσμου. Οι αιρετοί άρχοντες, περιορισμένοι μέσα σε έναν σφιχτό «κύκλο λογικής» υπαγορευμένο από την οικονομία, όφειλαν κατά προτεραιότητα να ανοίγουν νέες αγορές για τους επιχειρηματίες της επικράτειάς τους, να τους παρέχουν φθηνό εργατικό δυναμικό και ευνοϊκή φορολόγηση. Έπρεπε επίσης να αντιμετωπίζουν το χρέος και τα δημόσια ελλείματα, να συγκρατούν τον πληθωρισμό και να διασφαλίζουν τη νομισματική σταθερότητα.

Όμως, εδώ και μερικά χρόνια, οι αρχές αυτές καταπατούνται με άνεση. Κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, οι κυβερνήσεις εγκατέλειψαν τη δημοσιονομική ορθοδοξία χωρίς να προξενήσουν την οργή των οίκων αξιολόγησης ή πανικό στα χρηματιστήρια (2). Περιφρονούν τη φιλελεύθερη κατήχηση όταν, στο όνομα μιας έκτακτης ανάγκης σε κάποιο θέμα ασφάλειας και πολιτισμού, υποστηρίζουν τον περιορισμό της μετανάστευσης, που ενδεχομένως αποστερεί χιλιάδες επιχειρήσεις από φτηνό εργατικό δυναμικό. Και, εν προκειμένω, η γήρανση του πληθυσμού μετατρέπει το σχέδιο του νέου προέδρου των ΗΠΑ σε οικονομική αίρεση. Η γεωργία, ο ξενοδοχειακός κλάδος και οι υπηρεσίες προσωπικής φροντίδας θα αντιμετωπίσουν έλλειψη εργαζομένων και οι τιμές θα αυξηθούν (3). Όμως ο Τραμπ αδιαφορεί. Για εκείνον, προέχει η ξενοφοβία.

Για άλλους αρχηγούς κρατών, προέχει ο ατλαντισμός. Αποφασίζοντας να επιβάλουν κυρώσεις στη Ρωσία, οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί ηγέτες ανάγκασαν τις εταιρείες McDonald’s, Nike, Starbucks, Coca Cola, Apple, L’Oréal αλλά και την Ikea να εγκαταλείψουν μια σημαντική αγορά και να ξεπουλήσουν τα εκεί περιουσιακά στοιχεία τους. Πυροδότησαν εν γνώσει τους μια ενεργειακή κρίση που βύθισε τις χώρες τους σε έναν πληθωριστικό φαύλο κύκλο, καθηλώνοντας παράλληλα την ανάπτυξη στη Γηραιά Ήπειρο. Έθεσαν σε κίνδυνο τη θέση του δολαρίου στις διεθνείς συναλλαγές, τονώνοντας τον βασικό ανταγωνιστή, την Κίνα.

Το μάθημα είναι χρήσιμο. Με επίγνωση αυτών των ιστορικών προηγουμένων, μια δημοκρατική κυβέρνηση αύριο θα μπορεί να αντιμετωπίσει τη δυσαρέσκεια των οικονομικών κύκλων και των δυτικών «συμμάχων» όταν θα αποφασίσει να θέσει υπό αμφισβήτηση κανόνες που έχουν την εθελοδουλία ως τη μόνη δικαιολόγησή τους.

Benoît Bréville

Διευθυντής της «Le Monde diplomatique»
Μετάφραση: Γιάννης Κυπαρισσιάδης

(1Jerey Sonnenfeld και Steven Tian, «How CEOs hope to improve Donald Trump’s presidency», Time, Νέα Υόρκη, 17 Ιανουαρίου 2025.

(2Βλ. Pierre Rimbert και Grégory Rzepski, «Le Comité de salut privé», Le Monde diplomatique, Αύγουστος 2022.

(3Wendy Edelberg, Cecilia Esterline, Stan Veuger και Tara Watson, «Immigration and the macroeconomy after 2024», Brookings Institution, Ουάσιγκτον, 16 Οκτωβρίου 2024.

Μοιραστείτε το άρθρο