Η περιοχή της Αρκτικής είναι ένα από τα παράπλευρα θύματα της σύρραξης που πυροδότησε η Μόσχα στις 14 Φεβρουαρίου 2022. Λιγότερο εξαιτίας της αυξανόμενης στρατιωτικοποίησής της και περισσότερο λόγω της παράλυσης της διακυβέρνησής της εδώ και δύο χρόνια. Η αμφισβήτηση αυτή επηρεάζει την πολιτική σταθερότητα μιας εξαιρετικά ευαίσθητης περιοχής, αλλά και την επιστημονική έρευνα, απαραίτητη για την κατανόηση των κλιματικών φαινομένων και την περιβαλλοντική διατήρηση της περιοχής. Ο πόλεμος ανέτρεψε επίσης τις κλασικές θαλάσσιες οδούς μεταφοράς υδρογονανθράκων και καθιέρωσε τη διέλευση μέσω της Βόρειας Θαλάσσιας Οδού (Northern Sea Route, NSR), η οποία διέρχεται από ένα ιδιαίτερα ευάλωτο περιβάλλον (1). Απρόβλεπτη συνέπεια: οι ΗΠΑ αναθεώρησαν τα σχέδιά τους σχετικά με τη διεκδίκηση 500.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων υφαλοκρηπίδας στις θάλασσες Τσούκτσι και Μποφόρ.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου επέτρεψε τη δημιουργία μιας μοναδικής μορφής διακυβέρνησης στην Αρκτική. Από το 1996, στο Αρκτικό Συμβούλιο συμμετέχουν τα οκτώ κράτη της αρκτικής ζώνης (Καναδάς, Δανία για λογαριασμό της Γροιλανδίας, ΗΠΑ, Φινλανδία, Ισλανδία, Νορβηγία, Ρωσία, Σουηδία), εκπρόσωποι έξι οργανώσεων αυτόχθονων λαών της περιοχής και δεκατρία κράτη παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, τα οποία συμμετέχουν στις ομάδες εργασίας. Αυτό το διακυβερνητικό φόρουμ συνεργάζεται στενά για την αντιμετώπιση κοινών ζητημάτων, ιδίως την προστασία του περιβάλλοντος. Μόνο τα αρκτικά κράτη έχουν δικαίωμα λήψης αποφάσεων και ασκούν εκ περιτροπής την προεδρία για διάρκεια δύο ετών. Η Ρωσία είχε αναλάβει την προεδρία το 2021 και επρόκειτο να την ασκήσει έως το 2023.
Μετά την εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, τα υπόλοιπα επτά μέλη του Συμβουλίου αποφάσισαν να αναστείλουν τη συνεργασία τους με τη Μόσχα και να συνεχίσουν να εργάζονται μόνο πάνω σε ζητήματα όπου η συμμετοχή της Ρωσίας δεν θα ήταν επιβεβλημένη. Δεν τέθηκε ποτέ θέμα οριστικού αποκλεισμού της, καθώς μόνη της καταλαμβάνει το ήμισυ των ακτών και αντιπροσωπεύει το ήμισυ των πληθυσμών που ζουν πέρα από τον Αρκτικό Κύκλο. Ούτε και η ίδια όμως εξέφρασε κάποια επιθυμία αποχώρησης από το Συμβούλιο, υπογραμμίζοντας έτσι την αξία της συνεργασίας σε έναν τομέα που θεωρεί στρατηγικό.
Παρά την απουσία των υπόλοιπων επτά κρατών, η ρωσική προεδρία συνέχισε την εφαρμογή του προγράμματός της με την υποστήριξη φίλων χωρών-παρατηρητών όπως η Κίνα και η Ινδία. Αυτή η κάπως τραγελαφική κατάσταση παρατάθηκε μέχρι τον Μάιο του 2023, οπότε και η Ρωσία παρέδωσε επισήμως την προεδρία στη Νορβηγία μέσω τηλεδιάσκεψης, καθώς κανένα άλλο μέλος του Συμβουλίου δεν δέχθηκε να παραβρεθεί στην υπουργική σύνοδο που συγκάλεσε η Μόσχα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι για την παράδοση αυτή εκδόθηκε κοινό ανακοινωθέν, υπογεγραμμένο από τα οκτώ κράτη-μέλη, όπου υπογραμμιζόταν «ο μοναδικός και ιστορικός ρόλος του Συμβουλίου για την υλοποίηση εποικοδομητικών συνεργασιών, τη σταθερότητα και τον διάλογο μεταξύ των λαών της περιοχής». Στο ίδιο έγγραφο, τα μέλη δεσμεύτηκαν να εργαστούν για την ενίσχυση του Συμβουλίου και την εφαρμογή του στρατηγικού πλάνου του, που υιοθετήθηκε το 2021. Με αυτόν τον τρόπο, αναγνώριζαν την αλληλεξάρτησή τους στην περιοχή της Αρκτικής, υπολογίζοντας ταυτόχρονα το μέγεθος των διαφορών τους στη διεθνή σκηνή. Ο πρωθυπουργός της Νορβηγίας Γιούνας Γκαρ Στέρε εξέφρασε προσφάτως το κοινό αίσθημα, υποστηρίζοντας ότι δεν θα πρέπει «να κλείσουμε τις πόρτες [του Συμβουλίου] και να πετάξουμε τα κλειδιά. Μια μέρα μπορεί να ξανανοίξουν και να ξαναβρεθούμε όλοι μαζί γύρω από το τραπέζι της Αρκτικής» (2).
Συνηθισμένη σε διαπραγματεύσεις με τον «δύσκολο» γείτονά της, η νορβηγική διπλωματία πλέει μέσα σε ιδιαίτερα ταραγμένα νερά. Τον Φεβρουάριο του 2024, ο Ρώσος πρεσβευτής για τη διεθνή συνεργασία στην περιοχή της Αρκτικής Νικολάι Κορτσούνοβ δήλωσε ότι εξετάζει όλες τις επιλογές, συμπεριλαμβανομένης της αποχώρησης από το Συμβούλιο, προτού ανακοινώσει την αναστολή της χρηματοδότησης της γραμματείας του θεσμού «έως ότου το Συμβούλιο επανακτήσει το σύνολο των δραστηριοτήτων του». Πρόκειται για μια μάλλον συμβολική κίνηση, δεδομένου ότι αυτή η μικρή γραμματεία, που εδρεύει στο Τρούμσε της Νορβηγίας, δεν χρηματοδοτεί κανένα έργο και η επαφή με τη Μόσχα διατηρείται: όλοι περιμένουν καλύτερες μέρες (3).
Η δραστηριότητα του Συμβουλίου βασίζεται επίσης σε έξι ομάδες εργασίας με κύριο αντικείμενο την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Οι διαβουλεύσεις τους επιφέρουν πραγματικές προόδους: το 2018, έξι αρκτικά κράτη, μεγάλες αλιευτικές δυνάμεις (Κίνα, Ιαπωνία και Νότια Κορέα) και η Ευρωπαϊκή Ένωση συνήψαν συμφωνία για την απαγόρευση της αλιείας στα ύδατα που δημιουργούνται από το λιώσιμο των παγονησίδων. Μετά τον Φεβρουάριο του 2022, οι ομάδες εργασίας συνεχίζουν τις τρέχουσες δραστηριότητές τους, χωρίς όμως να συνεδριάζουν, κάτι που δημιουργεί προβλήματα. Έτσι, η έρευνα για την κλιματική μεταβολή πάσχει εξαιτίας της έλλειψης δεδομένων από τη ρωσική επικράτεια. Υπό αυτές τις συνθήκες, καθίσταται σχεδόν αδύνατος ο υπολογισμός των επιπτώσεων της τήξης του μόνιμα παγωμένου υπεδάφους (πέρμαφροστ), η οποία θεωρείται ωρολογιακή βόμβα λόγω της πιθανής απελευθέρωσης σημαντικών ποσοτήτων διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου, με ισχυρή επίδραση στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Μια ενθαρρυντική ένδειξη έδωσε η ανακοίνωση της νορβηγικής προεδρίας, στις αρχές Μαρτίου 2024, ότι οι ομάδες εργασίας θα είναι σύντομα σε θέση να συνεχίσουν το έργο τους, μέσω τηλεδιάσκεψης, με τη συμμετοχή Ρώσων επιστημόνων.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία επηρεάζει επίσης τη ναυσιπλοΐα στη Βόρεια Θαλάσσια Οδό κατά μήκος των ρωσικών αρκτικών ακτών, η ανάπτυξη των οποίων αποτελεί μία από τις δηλωμένες φιλοδοξίες του Βλαντιμίρ Πούτιν. Οι επιβληθείσες από τη Δύση κυρώσεις παραμένουν περιορισμένες και τα ρωσικά δεξαμενόπλοια εξακολουθούν να τροφοδοτούν με υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) τερματικούς σταθμούς στην Ισπανία, το Βέλγιο και τη Γαλλία, με τα φορτία τους να παρουσιάζουν μικρότερο περιβαλλοντικό κίνδυνο καθώς διέρχονται από τη θάλασσα του Μπάρεντς, η οποία δεν έχει πάγους καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Επαναπροσανατολισμένο στις αγορές της Ινδίας και της Κίνας, το μεγαλύτερο μέρος του ρωσικού πετρελαίου διακινείται μέσω των παραδοσιακών οδών, πρωτίστως μέσω των τερματικών σταθμών στα λιμάνια της Βαλτικής και της Μαύρης Θάλασσας και κατόπιν μέσω της Μεσογείου και της διώρυγας του Σουέζ. Οι κυρώσεις έχουν επίσης παγώσει την ανάπτυξη του σχεδίου εκμετάλλευσης φυσικού αερίου Arctic LNG 2 της εταιρείας Novatek, διότι τα πλοία που έχουν παραγγελθεί στον ιαπωνικό όμιλο Mitsui δεν έχουν παραδοθεί. Αντιθέτως, ο στόλος του συγκροτήματος Yamal LNG χρησιμοποιεί τη Βόρεια Θαλάσσια Οδό με κατεύθυνση τον Ειρηνικό Ωκεανό. Έχουν αναφερθεί πετρελαιοφόρα με προορισμό κινεζικά λιμάνια, μεταξύ των οποίων ένα τάνκερ χωρίς πιστοποίηση ναυσιπλοΐας σε πάγο, απαραίτητης σε αυτά τα νερά. Για πρώτη φορά μετά το 2018, πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων χρησιμοποίησαν επίσης την ίδια οδό, παρότι θεωρείται δύσκολη για το είδος τους, λόγω της έλλειψης λιμενικών υποδομών κατά μήκος των 5.600 χιλιομέτρων της. Πρόκειται για «μικρά» πλοία με χωρητικότητα μεταξύ 1.500 και 3.000 «κουτιών» –ή μονάδων ισοδύναμων των είκοσι ποδών (TEU), ναυλωμένα κατά τα φαινόμενα από κινεζική εταιρεία, δύσκολα συγκρίσιμα με τα θαλάσσια μεγαθήρια της κατηγορίας (20.000 TEU ή παραπάνω).
Όλοι αυτοί οι παράγοντες εξηγούν γιατί, παρά τη δυσμενή συγκυρία, η κυκλοφορία στη Βόρεια Θαλάσσια Οδό παρουσίασε ελαφρά αύξηση το 2023. Σύμφωνα με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της ROSATOM, της κρατικής εταιρείας πυρηνικής ενέργειας της Ρωσίας, η οποία επιβλέπει την ανάπτυξη της Βόρειας Θαλάσσιας Οδού, η κίνηση προέρχεται κατά το ήμισυ από δεξαμενόπλοια μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου και κατά το υπόλοιπο από την αντίστροφη ροή άλλων εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένων πρώτων υλών (κυρίως πετρελαίου και νικελίου) με κατεύθυνση από τη δύση προς την ανατολή και προορισμό κυρίως κινεζικά λιμάνια. Δεδομένα που απέχουν πολύ από το στόχο των 80 εκατομμυρίων τόνων έως το 2025 που εξήγγειλε το 2019 ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Η αντιστροφή ορισμένων θαλάσσιων ροών ως απόρροια του πολέμου στην Ουκρανία παγίωσε κατά κάποιον τρόπο τη χρήση αυτής της οδού και υπογράμμισε τη χρησιμότητά της για την Κίνα.
Επίσης, έφερε στην επιφάνεια και ένα εντελώς διαφορετικό διακύβευμα. Ο κεντρικός Αρκτικός Ωκεανός καταδεικνύει όντως υποδειγματικά τη δυνατότητα των παράκτιων κρατών να επεκτείνουν την υφαλοκρηπίδα τους πέρα από τον όριο των 200 ναυτικών μιλίων των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ) τους. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) έχει αναθέσει στην Επιτροπή Ορίων Υφαλοκρηπίδας (CLCS) το έργο της επαλήθευσης και επικύρωσης των αξιώσεων των παράκτιων κρατών (4). Η Ρωσία ήταν η πρώτη που κατέθεσε σχετικό φάκελο το 2001, όμως, παρά την υποβολή συμπληρωματικών πληροφοριών το 2015, η Επιτροπή δεν έχει ακόμη επικυρώσει τα αιτήματά της εξαιτίας σημαντικών διαφορών όσον αφορά τον γεωλογικό χαρακτηρισμό του βυθού του Αρκτικού Ωκεανού και προπάντων της ωκεάνιας κορυφογραμμής Λομονόσοφ που τον διασχίζει. Τόσο η Δανία, το 2014, όσο και ο Καναδάς, το 2019, έχουν επίσης καταθέσει φακέλους για την ίδια περιοχή, αλλά η Επιτροπή Ορίων Υφαλοκρηπίδας δεν τις έχει εξετάσει ακόμη, λόγω φόρτου εργασίας της μικρής αυτής οντότητας.
Οι ΗΠΑ, που έχουν πρόσβαση στον Αρκτικό Ωκεανό μέσω των ακτών της Αλάσκας, δεν συμμετείχαν σε αυτήν την κούρσα για την υφαλοκρηπίδα της Αρκτικής. Στην πραγματικότητα βρίσκονται σε μια αρκετά εκκρεμή θέση. Λόγω της αντίθεσης ορισμένων Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών, η Ουάσιγκτον δεν έχει επικυρώσει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) και δεν αποτελεί μέλος της Επιτροπής Ορίων Υφαλοκρηπίδας (CLCS). Έτσι, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν οι ΗΠΑ μπορούν παρ’ όλα αυτά να ζητήσουν επέκταση της υφαλοκρηπίδας τους. Η Σύμβαση δεν φαίνεται να θέτει τέτοιο περιορισμό, καθώς αναφέρεται στο δικαίωμα των παράκτιων κρατών και όχι σε εκείνο των κρατών-μελών. Όμως, παραμένουν οι αμφιβολίες σχετικά με τη στάση των μελών της CLCS, τα οποία έχουν το δικαίωμα να αντιταχθούν σε αίτημα που υποβάλλεται από άλλο κράτος. Κάποιοι το πράττουν, όταν οι διεκδικήσεις τους αφορούν την ίδια περιοχή, και δεν έχει τεθεί ποτέ το ζήτημα της κατάθεσης φακέλου από κράτος που δεν είναι συμβαλλόμενο στην UNCLOS. Ωστόσο, οι κίνδυνοι παρεμπόδισης είναι υπαρκτοί. Πριν από τον Φεβρουάριο του 2022, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ σχεδίαζε να υποβάλει στην CLCS έναν φάκελο που θα περιλάμβανε όλες τις θαλάσσιες περιοχές των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του Αρκτικού Ωκεανού στα ανοικτά της Αλάσκας, όμως η κατάσταση έχει αλλάξει. Στην παρούσα συγκυρία, είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος ότι η Ρωσία δεν θα εμπόδιζε τις διεκδικήσεις της Ουάσιγκτον στην εκτεταμένη υφαλοκρηπίδα. Κι αυτό χωρίς να αναφέρουμε την αναγγελθείσα «εξαγορά» της Γροιλανδίας.
Γι’ αυτό και τα αιτήματα των ΗΠΑ δημοσιοποιήθηκαν με μια απλή δήλωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, την 19η Δεκεμβρίου 2023, συνοδευόμενη από ένα έγγραφο που διευκρίνιζε ότι τα επιστημονικά δεδομένα που συμμορφώνονται με την UNCLOS και τις τεχνικές κατευθυντήριες γραμμές που έχει θεσπίσει η CLCS θα διαβιβαστούν σε αυτήν μετά την προσχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών στη Σύμβαση. Εξετάζεται επίσης η δυνατότητα διαβίβασης των δεδομένων πριν από την προσχώρηση, όμως αυτό προϋποθέτει την ομόφωνη έγκριση των μελών της Επιτροπής. Με τον τρόπο αυτό, η Ουάσιγκτον μπορεί να κατοχυρώσει την ημερομηνία του αιτήματός της και να θεωρήσει ότι οι αξιώσεις της, που καλύπτουν συνολικά ένα εκατομμύριο τετραγωνικά χιλιόμετρα, εκ των οποίων τα μισά στην Αρκτική, έχουν γίνει δημοσίως γνωστές. Ωστόσο, η κατάσταση σε σχέση με το διεθνές δίκαιο παραμένει μη ικανοποιητική και υπογραμμίζει την ιδιορρυθμία της Ουάσιγκτον σε αυτό το ζήτημα.
Οι αξιώσεις των ΗΠΑ δεν αφορούν την κεντρική Αρκτική, την οποία διεκδικούν ο Καναδάς, η Δανία και η Ρωσία, αλλά το ωκεάνιο πλατό Τσούκτσι που εφάπτεται με την υφαλοκρηπίδα στην προέκταση της Ρωσικής Άπω Ανατολής. Η Ουάσιγκτον και η Μόσχα είχαν οριοθετήσει τις θαλάσσιες περιοχές τους στο Βόρειο Ειρηνικό και τον Αρκτικό Ωκεανό με συμφωνία που υπογράφηκε την 1η Ιουνίου 1990, λίγο πριν από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Το κείμενο ορίζει ότι η οριοθέτηση των συνόρων στον Αρκτικό Ωκεανό ακολουθεί τις γεωγραφικές συντεταγμένες ενός μεσημβρινού και «εκτείνεται όσο επιτρέπει το διεθνές δίκαιο». Εκείνη την εποχή, οι δύο χώρες δεν ήθελαν να προδικάσουν την έκταση αυτού του πλατό, καθώς δεν είχαν πραγματοποιήσει τις απαραίτητες επιτόπιες επιστημονικές έρευνες. Έτσι, η οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας καθορίζεται μεν κατά μήκος του μεσημβρινού που επιλέχθηκε το 1990, αλλά η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι το όριο της υφαλοκρηπίδας σταματά στις 82 μοίρες βόρειου γεωγραφικού πλάτους, ενώ η Μόσχα θεωρεί ότι η δική της υφαλοκρηπίδα εκτείνεται μέχρι τον Βόρειο Πόλο, στις 90 μοίρες.
Η Ρωσία, με μια δήλωση που έγινε στις 18 Μαρτίου 2024 στη Διεθνή Αρχή Θαλάσσιων Βυθών (ISA) και δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του υπουργείου Εξωτερικών της, απέρριψε την αμερικανική διεκδίκηση της υφαλοκρηπίδας στην Αρκτική, υπενθυμίζοντας ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών έχουν υποβάλει τα αιτήματά τους στην Επιτροπή Ορίων Υφαλοκρηπίδας και κάλεσε τις ΗΠΑ να προσχωρήσουν στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας Σεργκέι Λαβρόφ συνέτισε μέλη της Δούμα που ήθελαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη συμφωνία οριοθέτησης που υπογράφηκε τον Ιούνιο του 1990. Είναι άραγε ένα σημάδι κατευνασμού;