Η επιστροφή του γερμανικού μιλιταρισμού, η κούρσα των εξοπλισμών στην Ευρώπη και η αχαλίνωτη επιθετικότητα της Ουάσιγκτον: όλα συμβάλλουν στην κλιμάκωση. Όπως πάντα όμως, εκείνοι που βρίσκονται «από κάτω» πληρώνουν το τίμημα και είναι αυτοί που κομίζουν την ελπίδα για ειρήνη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, υποδαυλισμένος από γεωπολιτικά συμφέροντα και από τον ανταγωνισμό για την πρόσβαση σε πόρους, έχει ήδη προκαλέσει εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες και έχει αναγκάσει εκατομμύρια άτομα σε φυγή. Και, αν εξαρτάται από τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε, ο πόλεμος και η στρατιωτική κλιμάκωση δεν θα τερματιστούν σύντομα. «Η ειρήνη θα έχει διάρκεια μόνο εάν η Ουκρανία εμφανιστεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σε θέση ισχύος. Για να γίνει αυτό, έχει ανάγκη τη συνεχή βοήθειά μας, περισσότερα όπλα και πιο γρήγορα», δήλωνε στις 13 του περασμένου Ιανουαρίου ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο ισχυρισμός ότι περισσότερα όπλα θα φέρουν την ειρήνη διαιωνίζει μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση τόσο για την Ουκρανία όσο και για την Ευρώπη.
Αυτός ο πόλεμος είχε πάντα δύο όψεις. Από τη μία, η ρωσική επιθετικότητα αποτελεί μια ολοφάνερη παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας, μια πραγματικότητα που έχει καταλάβει καλά ο Παγκόσμιος Νότος ο οποίος, χωρίς αμφιβολία, έχει καλύτερη αντίληψη της σημασίας της εθνικής κυριαρχίας και του διεθνούς δικαίου. Από την άλλη, διεξάγεται ένας πόλεμος δι’ αντιπροσώπων μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας, σε βάρος των Ουκρανών, με δεκάδες χιλιάδες νέους από τη χώρα να έχουν σταλεί ως βορά στα κανόνια.
Η Ουάσιγκτον δεν το κρύβει πλέον, ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν ένας πόλεμος με ανάδοχο, τροφοδότη και καθοδηγητή, εν μέρει, τις ΗΠΑ. Αλλά για τον Ντόναλντ Τραμπ ο στόχος είναι ξεκάθαρος, η Ρωσία δεν είναι πια ο πρωταρχικός εχθρός που πρέπει να καταπολεμηθεί. Στο εξής, όλες οι προσπάθειες οφείλουν να επικεντρωθούν στην επόμενη σύγκρουση που ετοιμάζουν οι ΗΠΑ κατά της Κίνας.
Αυτό συνόψιζε ο Μάρκο Ρούμπιο, που ορίστηκε υπουργός Εξωτερικών από τον Ντόναλντ Τραμπ, κατά τη διάρκεια της ακρόασής του ενώπιον της Γερουσίας στις 15 Ιανουαρίου: «Η Κίνα είναι ο πιο ισχυρός και ο πιο επικίνδυνος αντίπαλος που έχουν αντιμετωπίσει ποτέ οι ΗΠΑ. (…) Όταν θα γράφεται η ιστορία του 21ου αιώνα, θα υπάρχουν μερικά κεφάλαια σχετικά με τον Πούτιν, αλλά η ουσία του βιβλίου θα αφορά τις σχέσεις μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ». Όλα αυτά επειδή η Ουάσιγκτον βλέπει την οικονομική ηγεμονία της να τίθεται υπό αμφισβήτηση από το Πεκίνο, που κυριαρχεί σε πολλούς τομείς του μέλλοντος: τους υπερυπολογιστές, την πράσινη ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες 6G, την αεροδιαστημική, τη γενετική βιοτεχνολογία και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Το απρόσμενο άλμα της κινεζικής εταιρείας DeepSeek στο πεδίο της παραγωγικής τεχνητής νοημοσύνης αποτελεί παράδειγμα του τι εκτυλίσσεται αυτή τη στιγμή.
Η αμερικανική στρατηγική με στόχο την επιμήκυνση του πολέμου στην Ουκρανία μέσω τεράστιων επενδύσεων, προκειμένου να εξαντληθεί οικονομικά και στρατιωτικά η Ρωσία, πλησιάζει στο τέλος της. Η Ουάσιγκτον βρίσκεται μπροστά σε μια επιλογή: να επέμβει πιο απροκάλυπτα, με κίνδυνο να προκληθεί ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, ή να βρει διπλωματικές διεξόδους. Από καιροσκοπισμό και όχι από ειρηνοφιλία, οι ΗΠΑ επιλέγουν τη δεύτερη εναλλακτική, ελπίζοντας ότι θα ωφεληθούν τα μέγιστα από αυτή. Ο Τραμπ επιθυμεί να επιβάλει μια συμφωνία που θα κάνει την Ευρώπη να υποστεί όλο το κόστος του πολέμου, ενώ οι ΗΠΑ θα αποκτήσουν, μέσω ενός νέου ταμείου, τον έλεγχο της εξόρυξης των φυσικών πόρων και των μετάλλων της Ουκρανίας. Σκοπεύει έτσι να αντιμετωπίσει την Ουκρανία σαν αποικία, μια μοίρα που επιφυλάσσεται σε πολλές χώρες του Παγκόσμιου Νότου.
Η ανικανότητα των ευρωπαϊκών κρατών, ύστερα από τρία χρόνια πολέμου, να κάνουν ένα σοβαρό διπλωματικό διάβημα για την παύση του πυρός γίνεται αισθητή. Οι ηγέτες επιμένουν πεισματικά να υπόσχονται μια «στρατιωτική νίκη» –όπως έκανε και πάλι η Ύπατη Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής Κάγια Κάλας, στο Χ την 1η Δεκεμβρίου: «Το μήνυμά μου είναι σαφές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλει η Ουκρανία να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο. Και θα κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο για να το επιτύχουμε».
Μια τέτοια υπόσχεση είναι ανεδαφική. Ήδη από τις 16 Νοεμβρίου του 2022, ο στρατηγός Μαρκ Μίλεϊ, τότε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των ΗΠΑ, παραδεχόταν σε μια συνέντευξη Τύπου: «Η Ρωσία και η Ουκρανία οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι μια στρατιωτική νίκη είναι αδύνατη και ότι είναι ανάγκη να υπάρξει διέξοδος από τη σύγκρουση με διαπραγμάτευση, προκειμένου να μπει τέλος στα δεινά του πολέμου». Σήμερα, ο Τραμπ αναλαμβάνει μόνος του πρωτοβουλία και διαπραγματεύεται απευθείας με τη Ρωσία. Ωστόσο, αντί να διδαχθεί από αυτό, ένα μέρος του ευρωπαϊκού κατεστημένου επιμένει να παρατείνει τον πόλεμο πάση θυσία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό την ώθηση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, παρουσίασε το χρηματοδοτικό σχέδιο ReArm Europe, που συγκεντρώνει έως και 800 δισεκατομμύρια ευρώ για την αύξηση των αμυντικών δαπανών. Επειδή, σύμφωνα με τα λόγια της προέδρου της Κομισιόν, «εάν η Ευρώπη θέλει να αποφύγει τον πόλεμο, θα πρέπει να προετοιμαστεί για τον πόλεμο» (1).
Οι ίδιοι που, χθες ακόμη, διαβεβαίωναν ότι η νίκη κατά της Μόσχας ήταν ζήτημα χρόνου, σήμερα υποστηρίζουν ότι όπου να ’ναι η Ρωσία θα κάνει απόβαση στην κεντρική πλατεία των Βρυξελλών εάν η Ευρώπη δεν επανεξοπλιστεί επειγόντως. Ο Μαρκ Ρούτε ζητά από τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους στο 3,5% του ΑΕΠ τους: «Εάν δεν το κάνετε», προειδοποιεί, «κάντε μαθήματα ρωσικών ή φύγετε για τη Νέα Ζηλανδία» (2).
Το μείγμα Γερμανία-σοβινισμός-μιλιταρισμός είναι μια κακή ιδέα. Όσοι μεγάλωσαν τον 20ό αιώνα το γνωρίζουν. Οι κατασκευαστές όπλων της κοιλάδας του Ρουρ τροφοδότησαν δύο από τους πλέον καταστροφικούς πολέμους της ιστορίας. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ευρώπη είχε πάρει μια απόφαση: ποτέ πια γερμανικός μιλιταρισμός. Σήμερα όμως, οι κατασκευαστές αρμάτων μάχης επιστρέφουν. Η Γερμανία πρέπει να γίνει ξανά σπουδαία. Στις 18 Μαρτίου του 2025, η Μπούντεσταγκ υιοθέτησε συνταγματικές τροποποιήσεις που επιτρέπουν την υλοποίηση του μεγαλύτερου επανεξοπλιστικού προγράμματος από το 1945. Αυτή η ιστορική μεταρρύθμιση αναμένεται να εξαιρέσει τις στρατιωτικές δαπάνες από τους συνήθεις δημοσιονομικούς κανόνες. Ένα σημαντικότατο σημείο καμπής για μια χώρα όπου ο περιορισμός της προσφυγής στο χρέος αποτελεί ιερό πιστεύω. Η κυβέρνηση θέλει να αποδεσμεύσει 400 δισεκατομμύρια ευρώ προκειμένου να επανεξοπλίσει την Bundeswehr, τον ομοσπονδιακό στρατό. Εκείνο που επί χρόνια ήταν αδύνατο να γίνει για τις κοινωνικές δαπάνες ή για τις πολιτικές για το κλίμα ξαφνικά γίνεται απολύτως εφικτό. Η Γερμανία έχει ήδη έναν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς στον κόσμο, με περίπου 70 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Τώρα, ανεβάζει ταχύτητα και περνά στο επίπεδο kriegstüchtig («ετοιμοπόλεμη»).
Οι έμποροι του φόβου διαγκωνίζονται στα τηλεοπτικά πλατό. Θα ήταν φρονιμότερο, ωστόσο, να γίνει μια προσέγγιση της κατάστασης με διαύγεια και ψυχραιμία. Σε ονομαστική αξία, το ΑΕΠ της Ρωσίας είναι της τάξης εκείνου της Μπενελούξ (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο). Μετά από τρία χρόνια πολέμου, ο ρωσικός στρατός δυσκολεύεται να διατηρήσει υπό την κατοχή του πάνω από το 20% της Ουκρανίας. Αγωνίζεται εδώ και μήνες να καταλάβει την πόλη του Ποκρόφσκ, έχοντας απέναντί του εξαντλημένους Ουκρανούς στρατιώτες, χωρίς να το καταφέρνει. Και αυτός ο στρατός θα μπορούσε να νικήσει τις ενωμένες δυνάμεις της Πολωνίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου; Ακόμα και με τη βοήθεια βορειοκορεατικών στρατευμάτων, οι Ρώσοι χρειάστηκαν τρεις μήνες για να ανακαταλάβουν τα δύο τρίτα του Κουρσκ. Η Ευρώπη αυτή τη στιγμή διαθέτει τέσσερις φορές περισσότερα πολεμικά πλοία, τρεις φορές περισσότερα τανκς και δύο φορές περισσότερα μαχητικά αεροσκάφη από τη Ρωσία. Όσοι θέλουν πραγματικά την ειρήνη, διαπραγματεύονται τον αφοπλισμό.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι η «αμυντική ικανότητα» της Ευρώπης δεν έχει τιμή. Μα, βεβαίως και έχει. Σε βάρος της εκπαίδευσης, της υγείας, του πολιτισμού, της συνεργασίας… Στο Βέλγιο, ο υπουργός Άμυνας, ο Φλαμανδός εθνικιστής Τέο Φράνκε (από το κόμμα Nieuw-Vlaamse Alliantie, N-VA), διατείνεται: «Για πολύ καιρό γελούσαμε με τους Αμερικανούς, με τη φτώχεια τους, τους εθισμούς τους, την απουσία κοινωνικής ασφάλισης ή με το κόστος των 1.000 δολαρίων για μία επίσκεψη στον οδοντίατρο. Δεν θέλαμε να βιώνουμε την ίδια κατάσταση, επειδή ξόδευαν όλα τα χρήματά τους για την ασφάλεια. Εννοείται πως είναι πιο ευχάριστο να ξοδεύεις χρήματα για τις συντάξεις, για τους ανέργους, για ένα μοντέλο Κούβας όπου μπορείς να βγεις από το φαρμακείο με μια μεγάλη τσάντα με φάρμακα για 13 ευρώ. Τώρα όμως, ποιος έχει δίκιο;» (εφημερίδα De Tijd, 15 Φεβρουαρίου 2025). Η νέα βελγική κυβέρνηση σκοπεύει να μειώσει τους προϋπολογισμούς για τις συντάξεις και για τις παροχές ανεργίας κατά σχεδόν 5 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως έως το 2029. Ταυτόχρονα, εξετάζει το ενδεχόμενο μιας αύξησης των στρατιωτικών πιστώσεων κατά τουλάχιστον 4 δισεκατομμύρια ευρώ.
Μέχρι και στα κουτιά της πίτσας…
Σε όλη την Ευρώπη συμβαίνει το ίδιο. Οι τιμές των μετοχών των εξοπλιστικών κολοσσών εκτινάσσονται. Η BAE Systems, η Dassault, η Leonardo, η Saab και η Thales θησαυρίζουν. Και η εργατική τάξη πληρώνει τον λογαριασμό. «Για τους εργάτες, δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μια οικονομία πολέμου», υπενθυμίζει εύλογα η Σοφί Μπινέ, γενική γραμματέας της γαλλικής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGT). Σε αυτά προστίθεται μια ύπουλη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας. Στη Γερμανία, διαφημίσεις της βιομηχανίας όπλων Rheinmetall εμφανίζονται πλέον στα στέγαστρα των στάσεων των λεωφορείων και στα γήπεδα ποδοσφαίρου, ενώ τα μηνύματα της Bundeswehr εμφανίζονται απρόσκλητα μέχρι και πάνω στα κουτιά της πίτσας. Ενόσω το στρατιωτικό παρελθόν και παρόν δοξάζονται, επιβάλλεται όλο και περισσότερο η επικίνδυνη νοοτροπία «ή μαζί μας ή εναντίον μας». Στο Βέλγιο, όσοι δεν συμφωνούν με το κυρίαρχο αφήγημα βρίσκονται κατηγορούμενοι ως «πέμπτη φάλαγγα του Πούτιν», όπως το έθεσε ο πρωθυπουργός Μπαρτ ντε Βέβερ στις 13 Μαρτίου στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Η στρατιωτική βιομηχανία ισχυρίζεται ότι οι εξοπλισμοί θα επανεκκινήσουν την οικονομία. Είναι κάτι που της αρέσει να αποκαλεί «στρατιωτικό κεϋνσιανισμό», ώστε να παροτρύνει τις κυβερνήσεις να την στηρίξουν μαζικά. Ενώ η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία αντιμετωπίζει δυσκολίες και η Γερμανία μπαίνει σε ύφεση για τρίτη συναπτή χρονιά, η άρχουσα τάξη της χώρας υποστηρίζει ότι θα ήταν προτιμότερο να γίνει στροφή από την παραγωγή αυτοκινήτων στην παραγωγή τανκς. Οι οικογένειες δεν αγοράζουν τανκς. Και όμως, αυτά πρέπει να πουληθούν, και συνεπώς να εξασφαλιστεί ότι θα χρησιμοποιηθούν. Η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας ασκεί μια διαρκή πίεση προς την κατεύθυνση του πολέμου.
Είναι μύθος να πιστεύουμε ότι η στρατιωτική βιομηχανία δημιουργεί πολλές θέσεις εργασίας, το αντίθετο μάλιστα. Ένα ευρώ επένδυσης στα νοσοκομεία δημιουργεί δυόμισι φορές περισσότερες θέσεις εργασίας από ό,τι ένα ευρώ επένδυσης στα όπλα. Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των επενδύσεων σε σχέση με την απασχόληση, η άμυνα βρίσκεται μόλις στην εβδομηκοστή θέση μεταξύ εκατό κλάδων οικονομικής δραστηριότητας. Γι’ αυτό και πολλές μελέτες δείχνουν τον περιορισμένο, έως και αρνητικό, αντίκτυπο τέτοιων επενδύσεων.
Σύμφωνα με τη νέα Λευκή Βίβλο για την Ευρωπαϊκή Άμυνα, το 78% των αγορών για την άμυνα γίνονται εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως στις ΗΠΑ. Η Λευκή Βίβλος συνιστά ριζική αλλαγή αυτής της κατάστασης: έως το 2035, η Ευρώπη θα πρέπει να παράγει τουλάχιστον το 60% του στρατιωτικού υλικού. Είναι όμως κάτι τέτοιο εφικτό με μια βιομηχανία όπλων οργανωμένη σε εθνικό επίπεδο; Οι ανταγωνισμοί μεταξύ Γερμανών, Γάλλων, Ιταλών και Βρετανών κατασκευαστών, καθώς όλοι τους διψούν για τα επιπλέον δισεκατομμύρια που πέφτουν ως μάννα εξ ουρανού, είναι πολλοί. Ενώ το Βερολίνο ανοίγει τέρμα τις χρηματοπιστωτικές στρόφιγγες για τη Rheinmetall και τους ομοειδείς ομίλους, γαλλοϊταλικές και γαλλοβρετανικές συμφωνίες συνεργασίας προσπαθούν να προσπεράσουν τη Γερμανία. Δεν υπάρχει καν ενιαία διοίκηση. Μπορεί το Ινστιτούτο του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία (ifW) να επιχειρηματολογεί για 300.000 επιπλέον στρατιώτες στην Ευρώπη, στην πραγματικότητα όμως αυτοί θα εξαρτώνται από 29 εθνικούς στρατούς.
Η παγκόσμια κούρσα των εξοπλισμών δεν έχει πια κανένα όριο, ύστερα από τις προτάσεις περί διάθεσης του 3% του ΑΕΠ στις στρατιωτικές δαπάνες, διαβάζουμε εκκλήσεις αυτό το ποσοστό να φτάσει γρήγορα στο 5%. Πρόκειται πάντα για την ίδια λογική, όταν μια χώρα εκσυγχρονίζεται στρατιωτικά, η άλλη ακολουθεί. Όποιος ακολουθεί την οδό της αποτροπής μέχρι τέλους θα καταλήξει αναπόφευκτα να υποστηρίζει τον πυρηνικό εξοπλισμό της Γερμανίας και της Ευρώπης. Στη χειρότερη περίπτωση, αυτός ο φαύλος κύκλος θα οδηγήσει σε έναν μεγάλο πόλεμο. Μόνο οι συμφωνίες αμοιβαίου αφοπλισμού μπορούν να σταματήσουν τούτη την επικίνδυνη περιδίνηση. Το 1962, κατά τη διάρκεια της κρίσης των πυραύλων στην Κούβα, η διπλωματία –και όχι η στρατιωτική λογική– ήταν εκείνη που επέτρεψε να αποφευχθεί η πυρηνική Αποκάλυψη. Η Σοβιετική Ένωση απέσυρε τους πυραύλους της από το νησί, οι ΗΠΑ αποσυναρμολόγησαν διακριτικά τους δικούς τους στην Τουρκία και στην Ιταλία. Δεν υπεγράφη καμία επίσημη συμφωνία, μια χειραψία μεταξύ μεγάλων δυνάμεων ήταν αρκετή για την εκτόνωση της αντιπαράθεσης. Κάτι τέτοιο απαιτεί μια πραγματιστική διπλωματία, αλλά και ένα ισχυρό διεθνές αντιπολεμικό κίνημα, ικανό να ασκήσει πίεση από τα κάτω.
Ο Βέλγος πρωθυπουργός Ντε Βέβερ και οι παρατρεχάμενοί του αρέσκονται να επικαλούνται το ρητό του τέλους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: «Si vis pacem, para bellum» («Εάν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο»). Δεν ήταν ποτέ ένα σύνθημα για την ειρήνη, ήταν πάντοτε ένα σύνθημα στρατιωτικοποίησης, έως και πολέμου. Και δεν βοήθησε πολύ τους Ρωμαίους, αφού η αυτοκρατορία τους τελικά οδηγήθηκε στην κατάρρευση. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι απλή: εάν θέλετε πόλεμο, προετοιμαστείτε για πόλεμο. Εάν θέλετε ειρήνη, προετοιμαστείτε για ειρήνη.