el | fr | en | +
Accéder au menu

ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Παρά την κρίση, οι αποδοχές στη Γερμανία αυξάνονται

Ο πληθωρισμός έπληξε σκληρά τους Γερμανούς εργαζόμενους. Ωστόσο, από πέρυσι, οι συμφωνίες στις συλλογικές και τις εταιρικές συμβάσεις οδηγούν σε σημαντικές αυξήσεις, ιδιαίτερα υψηλές στον τομέα των υπηρεσιών. Και μάλιστα, τη στιγμή όπου η οικονομία της χώρας βρίσκεται σε ύφεση και η ανεργία αυξάνεται.

Τελευταίες στιγμές του μεσημεριανού διαλείμματος. Μια ντουζίνα εργαζόμενοι του εργοστασίου Weitkowitz στο Πέιν, μια πόλη 50.000 κατοίκων στη Βόρεια Γερμανία, καπνίζουν κάτω από ένα υπόστεγο. Σε αυτή τη θυγατρική ενός ομίλου με έδρα το ιταλικό Νότιο Τυρόλο παράγονται εξαρτήματα καλωδιώσεων που προορίζονται για τις βιομηχανίες κατασκευής αυτοκινήτων, σιδηροδρομικού υλικού και ανεμογεννητριών. Μόλις έχει τελειώσει η εβδομαδιαία συνεδρίαση της «επιτροπής της επιχείρησης». Πρόκειται για τη δομή διαβουλεύσεων μεταξύ των μισθωτών και της εργοδοσίας που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της γερμανικού τύπου συνδιαχείρισης των επιχειρήσεων. Στη συγκεκριμένη παραγωγική μονάδα, η επιτροπή αυτή ιδρύθηκε το 2022 χάρη στον αγώνα των συνδικαλισμένων εργαζομένων.

Οι οργανωμένοι στο σωματείο εξακολουθούν να είναι ενθουσιασμένοι με την πρώτη τους νίκη, την οποία πέτυχαν στις αρχές του χρόνου μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις, που όμως διεξήχθησαν χωρίς προσφυγή σε απεργία: απέσπασαν σημαντικές αυξήσεις χάρη σε μια συμφωνία σε επίπεδο επιχείρησης, η οποία ενσωματώνει τα μισθολόγια της συλλογικής σύμβασης για τη μεταλλουργική και την ηλεκτρική βιομηχανία. Για ορισμένους εργαζόμενους, από αυτή τη συμφωνία προκύπτει αύξηση μισθού έως και 20%. «Προηγουμένως, ο αρχικός μισθός ενός χειριστή εργαλειομηχανών κυμαινόταν γύρω στα 2.150 ευρώ μεικτά, ενώ τώρα ανέρχεται στα 2.789», φέρνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τριανταπεντάχρονος Γιόνας Χαρτγενστάιν, εργάτης και πρόεδρος της επιτροπής της επιχείρησης. Για το σύνολο των 185 μισθωτών, η μέση αύξηση ανέρχεται στο 10%. «Πολλοί βλέπουν μια σημαντική διαφορά όταν παίρνουν στα χέρια τους το εκκαθαριστικό της μισθοδοσίας», συνεχίζει ο συνάδελφός του Μαρσέλ Χοπ, ηλεκτρολόγος. Επιπλέον, ο εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας μειώθηκε από τις 37 σε 36 ώρες.

Τη στιγμή όπου οι εργαζόμενοι στο Weitkowitz αποσπούσαν αυξήσεις, μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μακρύτερα οι εκπρόσωποι των εργαζομένων του ομίλου Volkswagen προσπαθούσαν, αντίθετα, να σώσουν χιλιάδες εργαζόμενους από την ανεργία. Τον Σεπτέμβριο του 2024, η ναυαρχίδα της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας είχε εξαγγείλει την κατάργηση 35.000 θέσεων εργασίας στη χώρα μέχρι το 2030. Κάτω από την πίεση του ισχυρού συνδικάτου IG Metall, ο περιορισμός του προσωπικού της επιχείρησης δεν θα σημάνει μαζικές απολύσεις, αλλά κίνητρα για εθελούσια έξοδο. Ωστόσο, παρόμοιες εξαγγελίες πολλαπλασιάζονται στις εμβληματικές επιχειρήσεις της γερμανικής βιομηχανίας. Κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών, 11.000 θέσεις εργασίας θα χαθούν στην ThyssenKrupp, 14.000 στην βιομηχανία παραγωγής εξαρτημάτων για την αυτοκινητοβιομηχανία ZF, 2.900 στην Ford, 2.800 στα γερμανικά εργοστάσια της Siemens, 7.500 σε εκείνα της Audi… «Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα όσον αφορά την εξέλιξη της απασχόλησης, κυρίως στις επιχειρήσεις που συνδέονται άμεσα με την αυτοκινητοβιομηχανία», επιβεβαιώνει ο Γιαν Λάγκινγκ, γραμματέας του συνδικάτου IG Metall, ο οποίος είχε αναλάβει την υποστήριξη των εργαζόμενων της Weitkowitz κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων.

Αυξήσεις διπλάσιες συγκριτικά με τη Γαλλία

Η γερμανική βιομηχανία βρίσκεται σε κρίση, και μαζί με αυτήν το σύνολο της οικονομίας της χώρας, με καταγραμμένη ύφεση επί δύο συνεχόμενα έτη, το 2023 και το 2024. Για το 2025, οι Γερμανοί οικονομολόγοι προβλέπουν στασιμότητα. Το ποσοστό της ανεργίας τον Ιούλιο βρισκόταν στο 6,3%, πρωτοφανές για την τελευταία δεκαετία.

Παρ’ όλους αυτούς τους αρνητικούς δείκτες, τα συνδικάτα και οι εργοδότες συμφώνησαν σε μισθολογικές αναπροσαρμογές προς τα πάνω. «Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι αυξάνονται οι μισθοί. Όμως, από το 2024, έχουμε δει εξαιρετικά υψηλές αυξήσεις, πολύ ανώτερες από τον πληθωρισμό», διευκρινίζει ο Θόρστεν Σούλτεν, ερευνητής του Ινστιτούτου Οικονομικών Αναλύσεων του Ιδρύματος Hans Böckler, το οποίο πρόσκειται στη Γερμανική Συνομοσπονδία Συνδικάτων (1). Το 2024, οι μισθοί στη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 5,4% (λίγο πάνω από 3% εάν αφαιρεθεί ο πληθωρισμός). «Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση από το 2008», επισημαίνει η γερμανική Στατιστική Υπηρεσία (2). Συγκριτικά, στη Γαλλία, το προηγούμενο έτος η άνοδος των μισθών μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού ήταν 1,6% (3).

«Θα πρέπει ωστόσο να υπογραμμίσουμε ότι, κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων ετών, οι Γερμανοί μισθωτοί είχαν χάσει πραγματικό εισόδημα λόγω του πληθωρισμού. Οι αυξήσεις του 2024 αντιστάθμισαν μόνο εν μέρει αυτές τις απώλειες», προσθέτει ο Σούλτεν. Ο ερευνητής επισημαίνει ένα δεύτερο, πιο απρόσμενο φαινόμενο: «Το γερμανικό οικονομικό μοντέλο ήταν ανέκαθεν επικεντρωμένο στη βιομηχανία. Εκείνη ήταν που έδινε τον τόνο όσον αφορά τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις. Εξαιτίας της κρίσης στη μεταλλουργία, στα χημικά και στην αυτοκινητοβιομηχανία, οι αυξήσεις μισθών που συμφωνήθηκαν σε αυτούς τους κλάδους ήταν μάλλον χαμηλές: τα συνδικάτα έδωσαν προτεραιότητα στη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Αντίθετα, οι αυξήσεις ήταν πολύ υψηλότερες στον τομέα των υπηρεσιών. Πρόκειται για κάτι το ιδιαίτερα ασυνήθιστο στη Γερμανία. Η μισθολογική ανισότητα ανάμεσα στους κλάδους της οικονομίας έχει αρχίσει να περιορίζεται».

Οι αυξήσεις που συμφωνήθηκαν το 2024 όντως παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις ανάλογα με τον κλάδο οικονομικής δραστηριότητας. Το IG Metall πέτυχε αυξήσεις της τάξης του 5,1% σε βάθος διετίας για τους 3,9 εκατομμύρια εργαζομένους που καλύπτονται από τη συλλογική σύμβαση της ηλεκτρικής και της μεταλλουργικής βιομηχανίας, στην οποία περιλαμβάνεται και η αυτοκινητοβιομηχανία (όσο για τους εργαζόμενους της Volkswagen, παραιτήθηκαν από τις αυξήσεις προκειμένου να αποφευχθούν οι απολύσεις). Η σημαντικότερη αύξηση δόθηκε στον τομέα της ενέργειας: 4,6% σε επίπεδο έτους. Όμως, οι αυξήσεις στον κλάδο του λιανικού εμπορίου κυμάνθηκαν κατά μέσο όρο στο 14%. Επίσης, φέτος τον Μάρτιο, τα συνδικάτα και οι εργοδότες συμφώνησαν να χορηγηθούν στους 120.000 εργαζόμενους της γρήγορης εστίασης αυξήσεις από 10% έως και πάνω από 18% για το διάστημα μέχρι το τέλος του 2026. Η Κριστίνα Χαρέρ-Κουλίεφ, επικεφαλής της νομικής υπηρεσίας της ένωσης αυτών των επιχειρήσεων, δηλαδή πολυεθνικών όπως η McDonald’s και η Burger King, θεωρεί ότι αυτές οι αυξήσεις βρίσκονται «στα όρια» του εφικτού. Για τον Τιμ Λουμπέτσκι, υπεύθυνο των κλαδικών διαπραγματεύσεων στο συνδικάτο διατροφής και εστίασης NGG (Gewerkschaft Nahrung-Genuss-Gaststätten), η συμφωνία αποτελεί «ένα σημαντικό βήμα, παρά το ότι οι μισθοί εξακολουθούν να παραμένουν χαμηλοί και δεν επιτρέπουν πάντα να λάβεις μια αξιοπρεπή σύνταξη».

Οι συζητήσεις σχετικά με την αύξηση του βασικού μισθού, που είχαν ξεκινήσει με την έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας στις αρχές της χρονιάς, ασφαλώς διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο, υπογραμμίζει ο Λουμπέτσκι: «Άσκησαν πίεση στις επιχειρήσεις». Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που συμμετέχει στη νέα κυβέρνηση, ζητούσε μεικτό ωρομίσθιο 15 ευρώ, έναντι των 12,82 σήμερα (11,88 στη Γαλλία). Τελικά, η απόφαση που ελήφθη στα τέλη Ιουνίου προβλέπει την αύξησή του στα 13,90 ευρώ για το 2026 και στα 14,60 για το 2027. Η οργάνωση του Λουμπέτσκι εξασφάλισε επίσης αυξήσεις στη αγροδιατροφική βιομηχανία. «Αντίθετα με την αυτοκινητοβιομηχανία και τη χημική βιομηχανία, αυτός ο κλάδος βγήκε κερδισμένος από την πληθωριστική κρίση. Οι επιχειρήσεις αύξησαν τις τιμές τους περισσότερο απ’ όσο αυξήθηκε το κόστος παραγωγής. Και αναζητούν απεγνωσμένα προσωπικό. Όλα αυτά μας δίνουν τη δυνατότητα να απαιτήσουμε μισθολογικές αυξήσεις. Για τους ειδικευμένους εργαζόμενους της ζαχαρουργίας, της γαλακτοβιομηχανίας και της ζυθοποιίας, αυτή τη στιγμή έχουμε φτάσει σε μεικτούς μισθούς που ξεπερνούν τα 4.000 ευρώ για εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας 38 ωρών. Αυτή η αύξηση αντιπροσωπεύει ένα άλμα αρκετών εκατοντάδων ευρώ κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών.»

Στη βερολινέζικη επιχείρηση δημόσιων μεταφορών BVG, η έλλειψη εργατικού δυναμικού επίσης βάρυνε στις διαπραγματεύσεις που ολοκληρώθηκαν τον περασμένο Μάρτιο μετά από μήνες συζητήσεων και επαναλαμβανόμενων απεργιών. Η νέα συμφωνία προβλέπει αυξήσεις έως και 20% για τους οδηγούς και 15% κατά μέσο όρο για το σύνολο των 16.000 μισθωτών, σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 380 ευρώ επιπλέον τον μήνα. «Ο μέσος όρος ηλικίας είναι τέτοιος ώστε το προσωπικό θα πρέπει να ανανεωθεί σχεδόν πλήρως μέχρι το 2030», επισημαίνει η Κριστίνε Μπέλε, αντιπρόεδρος της Ver.di (Vereinte Dienstleistungsgewerkschaft), της ομοσπονδίας των συνδικάτων στις υπηρεσίες. Επιπλέον, η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν είχε δώσει αυξήσεις εδώ και τέσσερα χρόνια.

Στον χορό μπήκαν και οι δημόσιες υπηρεσίες, ομοσπονδιακές και δημοτικές: η Ver.di υπέγραψε τον Απρίλιο μια νέα κλαδική σύμβαση για 2,5 εκατομμύρια μισθωτούς, που προβλέπει αύξηση 5,8% κλιμακωτά σε διάστημα 27 μηνών, καθώς και μπόνους. Το συνδικάτο ζητούσε ενιαία αύξηση 8% για όλους εντός ενός έτους. Όμως, είναι μια δύσκολη περίοδος για τα δημόσια οικονομικά της Γερμανίας. Και ένα μέρος των γερμανικών Δήμων αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα: το έλλειμμα της τοπικής αυτοδιοίκησης το 2024 ανήλθε στο επίπεδο-ρεκόρ των 24,8 δισ. ευρώ, έναντι 6,6 δισ. ευρώ για την προηγούμενη χρονιά. Πώς να απαιτήσεις αυξήσεις μισθών κάτω από αυτές τις συνθήκες; «Οι αιρετοί της τοπικής αυτοδιοίκησης προφανώς μας θέτουν το ερώτημα: πώς θα σας πληρώσουμε; Όμως, ειλικρινά τώρα, ο ρόλος του συνδικάτου μας δεν είναι να φροντίζουμε για τη χρηματοδότηση του εργοδότη μας, αλλά να αγωνιζόμαστε προκειμένου να μπορούν οι υπάλληλοι να εργάζονται στον δημόσιο τομέα. Διότι το Δημόσιο βρίσκεται σε ανταγωνισμό με τον ιδιωτικό τομέα για τις προσλήψεις», απαντά η Κριστίνε Μπέλε.

«Οι εκπρόσωποι της εργοδοσίας δεν ήταν διόλου έτοιμοι να διαπραγματευτούν», επιβεβαιώνει η Ανέτ Λίντνερ, υπεύθυνη των διαπραγματεύσεων του συνδικάτου της εκπαίδευσης GEW (Gewerkschaft Erziehung und Wissenschaft). «Εμείς, τα συνδικάτα, στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς, πριν από την εκλογή Τραμπ και χωρίς να γνωρίζουμε ότι θα είχαμε πρόωρες εκλογές τον Φεβρουάριο και μια νέα κυβέρνηση την άνοιξη, είχαμε ορίσει ως διεκδίκησή μας την αύξηση μισθών κατά 8%. Οι οικονομικές συνθήκες έχουν επιδεινωθεί σημαντικά από τότε. Γι’ αυτό και χρειάστηκαν τέσσερις κύκλοι διαπραγματεύσεων ώσπου να καταλήξουμε σε αποτέλεσμα.»

«Αποτελεί προφανώς μεγάλη πρόκληση η διαπραγμάτευση μέσα στη σημερινή συγκυρία», επιβεβαιώνει ο Όλιβερ Χάινριχ, ο οποίος ασχολείται με το ζήτημα για λογαριασμό της Ομοσπονδίας Ορυχείων, Χημικών και Ενέργειας (IG BCE). Το συνδικάτο του απέσπασε το περασμένο καλοκαίρι αύξηση 6,85% σε βάθος διετίας για τη χημική βιομηχανία και 5,9% για την περίοδο μέχρι το τέλος του 2026 για τη χαρτοβιομηχανία. Ωστόσο, αυτοί οι δύο κλάδοι δεν διανύουν την καλύτερή τους περίοδο. «Έχουμε κρίση. Η παραγωγή μειώνεται», συνοψίζει ο Σεμπάστιαν Κάουτσκυ, εκπρόσωπος της Ομοσπονδίας Εργοδοτών της Χημικής Βιομηχανίας. Είναι άραγε επαρκής ο λόγος για να μπλοκαριστεί κάθε μισθολογική πρόοδος; «Οι δυσκολίες που προκύπτουν από τις τιμές της ενέργειας ή τη δασμολογική πολιτική υπερβαίνουν κατά πολύ το ζήτημα των μισθών», παρατηρεί ο Όλιβερ Χάινριχ. «Δεν θα σώσουμε θέσεις εργασίας μέσω της στασιμότητας ή της μείωσης των μισθών. Αντίθετα, πρέπει να δημιουργήσουμε στην Ευρώπη τέτοιες συνθήκες ώστε να διατηρήσουμε μια λειτουργική βιομηχανία και να αντιμετωπίσουμε τον ανταγωνισμό της Ασίας, της Αμερικής κ.λπ.» Ο Γιαν Λάγκινγκ της IG Metall συμφωνεί με αυτή την άποψη. Παραδέχεται ότι, «προκειμένου να διεκδικήσουμε αυξήσεις μισθών, θα πρέπει βεβαίως οι επιχειρήσεις να μπορούν να τις καταβάλουν». Προσθέτει όμως πως «στη Γερμανία δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ποντάρουμε στη μαζική παραγωγή για να αντιμετωπίσουμε την Ασία ή ακόμα και την Ανατολική Ευρώπη. Ο μοναδικός τρόπος για να ξεχωρίσουμε είναι η ποιότητα. Κάτι που προϋποθέτει ότι θα έχουμε εξειδικευμένους εργαζόμενους και καλές συλλογικές συμβάσεις».

Ωστόσο, φέτος, καθώς οι οικονομικές προοπτικές εξακολουθούν να είναι σκοτεινές, «τα συνδικάτα μετριάζουν τις απαιτήσεις τους», διαπιστώνει ο Χάγκεν Λες, διευθυντής μελετών στο Ινστιτούτο για τη Γερμανική Οικονομία της Κολονίας. Το ίδιο μήνυμα επιθυμεί να στείλει και ο πρόεδρος των Γερμανών εργοδοτών, ο επιχειρηματίας Ράινερ-Βίκτορ Ντούλγκερ. «Βρισκόμαστε στριμωγμένοι στην τρίτη χρονιά της ύφεσης. Η αγορά εργασίας και οι επιχειρήσεις χρειάζονται σήμερα συνδικάτα που θα έχουν την αίσθηση του μέτρου και της οικονομικής πραγματικότητας», εκτιμά σε δήλωση που κοινοποίησε το γραφείο Τύπου του.

«Στήριξη της αγοραστικής δύναμης και συνεπώς της οικονομίας»

Η έκκληση του εκπροσώπου των εργοδοτών φαίνεται να εισακούστηκε λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με τον κλάδο. Στις συζητήσεις που διεξάγονται από τις αρχές του 2025, ορισμένοι διεκδικούν τριπλάσιες αυξήσεις συγκριτικά με άλλους. Στον τουρισμό, η Ver.di διεκδικεί αυξήσεις τουλάχιστον κατά 19,5% και τουλάχιστον 550 ευρώ επιπλέον τον μήνα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, στον συγκεκριμένο κλάδο, δεν έχει δοθεί αύξηση στα μισθολόγια από το 2018. Στις ασφάλειες, το συνδικάτο διεκδικεί αυξήσεις 12%. Οι απαιτήσεις είναι αισθητά πιο περιορισμένες στη βιομηχανία: οι εκπρόσωποι των εργαζόμενων στη χημική βιομηχανία έχουν στόχο ετήσιες αυξήσεις 6,7% για τον κλάδο του καουτσούκ, στα τρόφιμα ζητούν επιπλέον 6,5% για τις μερικές χιλιάδες εργαζόμενων στις αρτοβιομηχανίες, ενώ η IG Metall διεκδικεί αύξηση 6% για τους εργαζόμενους στα βιομηχανικά πλυντήρια.

«Οι απαιτήσεις μας πάντα βασίζονται σε οικονομικούς δείκτες. Λαμβάνουμε υπόψη τον στόχο που έχει για τον πληθωρισμό η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον δείκτη παραγωγικότητας στη Γερμανία και μια αναδιανεμητική συνιστώσα, δηλαδή οι μισθωτοί να λαμβάνουν ένα μέρος της παραγόμενης αξίας», εξηγεί η Ναντίν Μπογκουσλάφσκι, υπεύθυνη για τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις στην IG Metall και ηλεκτρονικός στο επάγγελμα. «Γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε να σώσουμε θέσεις εργασίας κάνοντας υποχωρήσεις αποκλειστικά στο ζήτημα των μισθολογικών αυξήσεων. Αυτό δεν λειτουργεί. Ακόμα και στις επιχειρήσεις που βρίσκονται σε κρίση, δεν πρέπει να παραιτούμαστε από τις αυξήσεις. Εάν κατορθώσουμε όχι μόνο να διατηρήσουμε τους μισθούς μας, αλλά και να τους αυξήσουμε, στηρίζουμε την αγοραστική δύναμη –και συνεπώς την οικονομία. Εάν, αντίθετα, οι πραγματικοί μισθοί παραμένουν στάσιμοι, πέρα από τη δύσκολη οικονομική κατάσταση, θα βρεθούμε και σε μια κατάσταση κοινωνικής ανασφάλειας», αναλύει το στέλεχος της IG Metall. «Και το αποτέλεσμα θα είναι ο φόβος του ταξικού ξεπεσμού, που στρώνει τον δρόμο στην ακροδεξιά.»

Rachel Knaebel

Δημοσιογράφος
Μετάφραση: Βασίλης Παπακριβόπουλος

(1Thorsten Schulten, «Tarifpolitischer Jahresbericht 2024. Anhaltend hohe Tarifabschlüsse trotz rückläufiger Inflationsraten», Wirtschafts und Sozialwissenschaftliche Institut (WSI), Ντίσελντορφ, Μάρτιος 2025.

(2Reallöhne im Jahr 2024 um 3,1 % gestiegen, Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία (DESTATIS), 26 Φεβρουαρίου 2025.

(3Kevin Garcia, «Évolution des salaires de base dans le secteur privé. Résultats définitifs du quatrième trimestre 2024», Dares Indicateurs, αρ. 13, Παρίσι, Μάρτιος 2025.

Μοιραστείτε το άρθρο