el | fr | en | +
Accéder au menu

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η «κόκκινη» ιστορία της Νέας Υόρκης και το όραμα του Ζόραν Μαμντάνι

Παράδεισος των πλουσίων και των μεγαλοεργολάβων, η Νέα Υόρκη είναι επίσης η πόλη όπου το 1872 εγκαταστάθηκε η Διεθνής που ίδρυσε ο Καρλ Μαρξ. Για πολλά χρόνια υπήρξε πρότυπο στη διαχείριση των δημόσιων αγαθών, με δωρεάν παιδικούς σταθμούς, μουσεία και θέατρα. Αν εκλεγεί ο σοσιαλιστής υποψήφιος, θα μπορέσει να επαναφέρει κάτι από το κοινωνικό πρόσωπό της;

Αν και η πολιτική σκηνή της Νέας Υόρκης συχνά προκαλεί αμηχανία με τις ιδιομορφίες της, μερικές φορές οι ανατροπές της καταλήγουν να συναρπάζουν τον κόσμο. Το 1886, η ανεξάρτητη εκλογική εκστρατεία του Χένρι Τζορτζ για τη δημαρχία φάνηκε να ανακατεύει την τράπουλα της εξουσίας στην αμερικανική μητρόπολη. Με ποσοστό 31%, ο οικονομολόγος ξεπέρασε τον Ρεπουμπλικανό Θίοντορ Ρούζβελτ (27,5%), ο οποίος αργότερα θα γινόταν πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, και ταρακούνησε την πανίσχυρη δημοκρατική μηχανή, της οποίας ο υποψήφιος Άμπραμ Χιούιτ (41%) είχε επωφεληθεί από τις ψήφους πολλών Ρεπουμπλικανών που ανησυχούσαν για το πρόγραμμα του Τζορτζ.

Εντυπωσιασμένος από το επίτευγμα, που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του νεοσύστατου Ενωμένου Εργατικού Κόμματος –μιας συμμαχίας περίπου διακοσίων συνδικάτων που είχε δημιουργηθεί λίγους μήνες νωρίτερα– ο Φρίντριχ Ένγκελς χαιρέτισε τη δημιουργικότητα των αμερικανικών μαζών, οι οποίες εκείνη την «ιστορική μέρα» είχαν επιβληθεί ως αυτόνομη πολιτική δύναμη. Έμοιαζε προφανές ότι τα μεγάλα καπιταλιστικά συμφέροντα του εμπορίου και της βιομηχανίας δεν είχαν καταφέρει να επικρατήσουν παρά μόνο μέσω δωροδοκιών, καλπονοθείας και άλλων ξεδιάντροπων δολιοτήτων. Παρά τις επιφυλάξεις του για το πρόγραμμα του Τζορτζ, το οποίο θεωρούσε «ασαφές» και «ανεπαρκές», ο Ένγκελς έδειχνε αισιόδοξος: «Όπου οι αστοί αναγκάζονται να παλεύουν με τέτοια μέσα, η κατάληξη δεν αργεί να έρθει. Κι αν στην Ευρώπη δεν επιταχύνουμε, η Αμερική σύντομα θα μας ξεπεράσει» (1).

Δεν μπορούμε να πούμε ότι η Νέα Υόρκη είδε στη συνέχεια πολλούς υποψηφίους προερχόμενους από εργατικά κινήματα να διεκδικούν εκλογές, και ακόμη λιγότερους να τις κερδίζουν. Ωστόσο, ο σοσιαλισμός αποτελεί μέρος του τοπίου της πόλης για πολύ περισσότερο απ’ όσο συνήθως πιστεύουν οι επικριτές του, ακόμη κι αν δεν ανατρέξουμε στο 1872, όταν η έδρα της Πρώτης Διεθνούς μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη.

Φυσικά, η ίδια η λέξη «σοσιαλισμός» έχει καλύψει, με το πέρασμα του χρόνου, μια μεγάλη ποικιλία θέσεων και πολιτικών μέτρων. Για τον Καρλ Μαρξ και τον Ένγκελς, η πρόταση του Τζορτζ για έναν ενιαίο φόρο στη γη και την ακίνητη περιουσία απείχε πολύ από τον σοσιαλισμό, τον οποίο όριζαν ως συλλογική ιδιοκτησία. Δεν έπαυε όμως να έχει ισχυρή απήχηση στους εργάτες της Νέας Υόρκης, που νοίκιαζαν τα παραμελημένα σπίτια τους από αδιάφορους ιδιοκτήτες, και ιδίως στους Ιρλανδούς μετανάστες, την εποχή που η πατρίδα τους συγκλονιζόταν από αγροτικές εξεγέρσεις γύρω από αυτό ακριβώς το ζήτημα (2).

Αν και, σε αντίθεση με τον Τζορτζ, ο Ζόραν Μαμντάνι κατεβαίνει σήμερα με τα χρώματα των Δημοκρατικών, παραμένει ουσιαστικά εκτός του πυρήνα του κόμματος, αφού η πολιτική παιδεία του αποκτήθηκε στους Δημοκρατικούς Σοσιαλιστές της Αμερικής (DSA). Πώς μπορεί να τοποθετηθεί το όραμά του για τον σοσιαλισμό μέσα σε αυτό το ρευστό ιστορικό λεξιλόγιο; Και μπορούμε από αυτό να βγάλουμε συμπεράσματα για τον τρόπο που θα διοικούσε την πόλη;

Ανάμεσα στις πηγές έμπνευσης που επικαλείται συγκαταλέγεται το ρεύμα των λεγόμενων «σοσιαλιστών των υπονόμων». Αποκλήθηκαν έτσι επειδή έδωσαν έμφαση στη διαχείριση των δημοτικών υπηρεσιών και τη δημόσια υγεία στις αμερικανικές πόλεις που διοικούσαν (περισσότερες από 180 στο απόγειο της επιρροής τους, μεταξύ 1911 και 1920) (3).

Ωστόσο, το παράδειγμα που επικαλείται συχνότερα ο Μαμντάνι είναι εκείνο των προοδευτικών Δημοκρατικών. Αναφέρει συχνά τη δήμαρχο της Βοστώνης Μισέλ Γου, που εξελέγη το 2021 υποσχόμενη να επεκτείνει τον έλεγχο των ενοικίων, να διευρύνει την πρόσβαση στην προσχολική εκπαίδευση και να καθιερώσει τη δωρεάν μετακίνηση στα δημόσια μέσα μεταφοράς. Δηλώνει επίσης ότι πήρε παράδειγμα από τον πρώην δήμαρχο της Νέας Υόρκης Μπιλ ντε Μπλάζιο και το πρόγραμμα καθολικής προσχολικής εκπαίδευσης, πάνω στο οποίο βασίστηκε η πρότασή του για δωρεάν παιδική φροντίδα. Μια συνάφεια που οι New York Times επισήμαναν με μια κάποια απέχθεια, ανακοινώνοντας στις 16 Ιουνίου 2025 ότι, αντίθετα με τη συνήθειά τους, δεν θα υποστήριζαν κανέναν υποψήφιο στις προκριματικές εκλογές.

Ο κίνδυνος χρεοκοπίας το 1975

Με τη μετριοπαθή ενίσχυση της δημόσιας παρέμβασης, χρηματοδοτούμενη από μια μικρή αύξηση της φορολογίας στους πλουσίους και στις επιχειρήσεις, το πρόγραμμα του Μαμντάνι δεν έχει τίποτα το επαναστατικό σε σύγκριση με τις θητείες δημάρχων όπως ο Φιορέλο Λα Γκουάρντια, ο Ρόμπερτ Βάγκνερ ή ακόμη και ο Τζον Λίντσεϊ, κανένας από τους οποίους δεν ήταν σοσιαλιστής (ο Λα Γκουάρντια και ο Λίντσεϊ ήταν μάλιστα Ρεπουμπλικανοί, αλλά της προοδευτικής τάσης). Κι όμως, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε το αντίθετο, βλέποντας την κατακραυγή που ξεσήκωσε στους κύκλους της χρηματοπιστωτικής, ασφαλιστικής και κτηματομεσιτικής ελίτ, δυνάμεων που εδώ και περίπου τριάντα χρόνια είναι οι σχεδόν απόλυτοι κυρίαρχοι της πολιτικής οικονομίας της Νέας Υόρκης μέσω των λόμπι τους, όπως το Association for a Better New York και το Real Estate Board.

Έως τα μέσα του 20ού αιώνα, οι γίγαντες της Wall Street δεν ήταν οι μόνοι που αποφάσιζαν για την τύχη της πόλης και της Πολιτείας: άλλοι καπιταλιστές, αλλά και άλλες κοινωνικές τάξεις, είχαν επίσης λόγο στις εξελίξεις. Όλοι αυτοί οι ανταγωνιστές μοιράζονταν ακόμη και τον ίδιο χώρο, καθώς οι στενοί δρόμοι στη νότια άκρη του Μανχάταν, στη σκιά των ουρανοξυστών του χρηματοπιστωτικού κέντρου, φιλοξενούσαν τις αποβάθρες του πιο πολυσύχναστου λιμανιού του κόσμου, μικρές βιοτεχνίες και χονδρεμπόρους τροφίμων.

Η Νέα Υόρκη ήταν ταυτόχρονα η μεγαλύτερη πόλη των Ηνωμένων Πολιτειών και εκείνη με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση βιομηχανικών εργατών, το ένα τέταρτο των οποίων ήταν συνδικαλισμένοι (4). Βασισμένοι σε αυτή την εργατική βάση, οι δημοτικοί αξιωματούχοι δημιούργησαν ένα πυκνό πλέγμα δημόσιων υποδομών και υπηρεσιών: πάρκα και πισίνες, κοινωνικές κατοικίες, νοσοκομεία και κλινικές, αξιόπιστα και φτηνά μέσα μεταφοράς (το εισιτήριο κόστιζε 10 σεντς το 1950), δωρεάν μουσεία και θέατρα, καθώς και δωρεάν εκπαίδευση από το νηπιαγωγείο ώς τις ανώτατες σπουδές σε δημόσια πανεπιστήμια, των οποίων ο αριθμός αυξανόταν συνεχώς.

Και αυτά είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που έκαναν τότε τη Νέα Υόρκη μια πόλη ξεχωριστή. Τουλάχιστον μέχρι το 1975. Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς, καθώς η πόλη βρισκόταν στα πρόθυρα στάσης πληρωμών, αδυνατώντας να δανειστεί στις αγορές, ο πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ αρνήθηκε να την διασώσει. Η εφημερίδα Daily News αποτύπωσε το γεγονός με ένα εκρηκτικό πρωτοσέλιδο: «Ο Φορντ λέει στη Νέα Υόρκη: Ψόφα».

Αν και πολλές άλλες αμερικανικές μητροπόλεις βίωναν παρόμοια κατάσταση (πτώση των βιομηχανικών και συνδικαλισμένων θέσεων εργασίας, φυγή των μεσαίων τάξεων προς τα προάστια, περικοπές στις ομοσπονδιακές κοινωνικές δαπάνες ακριβώς τη στιγμή όπου οι ανάγκες γίνονταν πιο πιεστικές), οι επιπτώσεις της κρίσης ήταν ιδιαίτερα έντονες στη Νέα Υόρκη, λόγω του μεγέθους και των φιλοδοξιών του δημόσιου τομέα. Και επιπλέον, επειδή οι φυλετικές διαιρέσεις δυσκόλευαν τη συγκρότηση μιας κοινής αντίστασης απέναντι στις πολιτικές λιτότητας.

Στο βιβλίο της Fear City (5), η ιστορικός Κιμ Φίλιπς-Φάιν αφηγείται πώς ο κυβερνήτης κατόρθωσε τελικά να αποφύγει τη χρεοκοπία, διαπραγματευόμενος με τις τράπεζες την επανεκκίνηση της αγοράς δημοτικών ομολόγων, με αντάλλαγμα συνδικαλιστικές παραχωρήσεις στον δημόσιο τομέα, μαζικές απολύσεις και περικοπές δαπανών που κατεδάφισαν οριστικά το κοινωνικό κράτος χάρη στο οποίο η Νέα Υόρκη ήταν ακόμη μια πόλη όπου άξιζε να ζεις. Όλα αυτά συνοδεύτηκαν από όρους που λίγο-πολύ ισοδυναμούσαν με την ένταξη της πόλης σε καθεστώς κηδεμονίας, στο όνομα του επίμονου μύθου ότι οι υπερβολικές δαπάνες και η κακή διαχείρισή της μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να την οδηγήσουν στην κατάρρευση.

Επιστροφή στο New Deal;

Η απήχηση του μηνύματος του Μαμντάνι για το υψηλό κόστος ζωής αποτελεί ταυτόχρονα αντίδραση στην εκτίναξη των ανισοτήτων μετά το 1975 και απόρριψη των πολιτικών λιτότητας που επιβλήθηκαν ως απάντηση. Αν κερδίσει τις εκλογές, η προσωπική του εκδοχή του δημοκρατικού σοσιαλισμού θα βρει τη θέση της σε κάποιο σημείο αυτού του ιστορικού μετώπου αντιπαράθεσης μεταξύ, από τη μία πλευρά, των αυξανόμενων προσδοκιών από τις δημόσιες αρχές που είχαν καλλιεργηθεί στην προ του 1975 εποχή και, από την άλλη, της νεοφιλελεύθερης περιόδου που ακολούθησε, σημαδεμένης από την κερδοσκοπία στην αγορά ακινήτων και τη συρρίκνωση των δημοτικών υπηρεσιών (με εξαίρεση την αστυνομία).

Εντέλει, η προσέγγισή του ίσως αντλεί περισσότερα από τον προοδευτισμό του New Deal παρά από τον σοσιαλισμό καθαυτό: στις αρχές της Μεγάλης Ύφεσης, ο Φιορέλο Λα Γκουάρντια –μια αναφορά που εμφανίζεται ολοένα και συχνότερα στον λόγο του Μαμντάνι– είχε επιδείξει μεγάλη δημιουργικότητα στα προγράμματα δημόσιων έργων και δαπανών που υλοποίησε σε συνεργασία με τον Φράνκλιν Ρούζβελτ, προκειμένου να ανακόψει τις πολιτικές λιτότητας.

Ακόμη κι αν οι στόχοι του Ζόραν Μαμντάνι είναι πολύ πιο μετριοπαθείς, στην εποχή του Ντόναλντ Τραμπ θα χρειαστεί αναμφίβολα να ξαναζωντανέψει το σοσιαλιστικό σύνθημα των αρχών του 20ού αιώνα, «Αυτονομία για τη Νέα Υόρκη», και να διεκδικήσει την εξουσία να φορολογεί, να δαπανά, να ρυθμίζει, να σχεδιάζει και να αναπτύσσεται με πλήρη ανεξαρτησία.

Alexander Zevin

Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο City της Νέας Υόρκης
Μετάφραση: Βάλια Καϊμάκη

(1Επιστολή του Friedrich Engels στον Friedrich Adolph Sorge, 29 Νοεμβρίου 1886, στο Marx and Engels, Collected Works, vol. 47, Letters 1883-86, Lawrence & Wishart, London, 2010.

(2Edward T. O’Donnell, Henry George and the Crisis of Inequality. Progress and Poverty in the Gilded Age, Columbia University Press, New York, 2017.

(3Shelton Stromquist, Zohran Mamdani is part of municipal socialism’s long history, Jacobin, 20 Αυγούστου 2025.

(4Kevin Baker, The Fall of a Great American City. New York and the Urban Crisis of Affluence, City Point Press, Westport, 2019. David Reid, The Brazen Age. New York City and the American Empire. Politics, Art, and Bohemia, Pantheon Books, New York, 2016.

(5Kim Phillips-Fein, Fear City. New York’s Fiscal Crisis and the Rise of Austerity Politics, Metropolitan Books, New York, 2017.

Μοιραστείτε το άρθρο