el | fr | en | +
Accéder au menu

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ

Οι φόβοι που στοιχειώνουν τον έποικο

Πολλοί Ισραηλινοί ανησυχούν ότι η αναγνώριση ίσων δικαιωμάτων στους Παλαιστίνιους θα σημάνει την έναρξη ενός σαρωτικού κύματος βίας εναντίον τους. Ανάλογους φόβους είχαν οι λευκοί Αφρικάνερς επί απαρτχάιντ ή οι προτεστάντες της Βόρειας Ιρλανδίας πριν από το 1998 –και ποτέ δεν επαληθεύθηκαν, αφού οι καταπιεζόμενοι πληθυσμοί απέκτησαν ειρηνικά τα δικαιώματά τους.

Ο εβραϊκός εξαιρετισμός είναι λιγότερο εξαιρετικός απ’ όσο φανταζόμαστε. Ως Εβραίοι, δεν είμαστε ο μόνος λαός που χρησιμοποιεί ρητορική θυματοποίησης προκειμένου να δικαιολογήσουμε την υπεροχή μας. Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι Αφρικάνερς, οι απόγονοι των λευκών Ολλανδών αποίκων, είχαν σπείρει τη Νότια Αφρική με μνημεία για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου τους είχαν κλείσει οι Βρετανοί στρατιώτες κατά τον δεύτερο πόλεμο των Μπόερς (1899-1902). Παρ’ όλο που αυτή η ιστορία είναι παραγνωρισμένη και μας φαίνεται επουσιώδης σε σχέση με τους διωγμούς που έχουμε υποστεί επί χιλιετίες, δεν παύει να έχει επηρεάσει ευρέως την αντίληψή τους για τον κόσμο. Διότι αισθάνονταν πως απειλούνταν έσωθεν και έξωθεν: στον δικό τους τόπο από τους μαύρους, που υποτίθεται ότι ήθελαν τον θάνατό τους, και από το εξωτερικό από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις άλλες δυτικές χώρες, απρόβλεπτα υποκριτικές και έτοιμες να αφήσουν τα πράγματα στην τύχη τους.

Όσο αλλόκοτος και παράλογος κι αν φαίνεται σήμερα αυτός ο μύθος, μπορώ να βεβαιώσω, έχοντας περάσει ένα μέρος της παιδικής ηλικίας μου στο Κέιπ Τάουν κατά τη διάρκεια του απαρτχάιντ, ότι οι Αφρικάνερς και οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους λευκούς Νοτιοαφρικανούς πίστευαν ακράδαντα σε αυτόν. Εξάλλου, είτε το θέλουμε είτε όχι, δεν διαφέρει και τόσο πολύ από την ιστορία που συχνά αφηγούνται μεταξύ τους οι Εβραίοι σχετικά με το Ισραήλ. Πολλοί ανάμεσά τους, όταν φαντάζονται ένα κράτος που εγγυάται ίσα δικαιώματα στους Παλαιστίνιους «από το ποτάμι έως τη θάλασσα», φαντάζονται ένα άσπιλο Τελ-Αβίβ επάνω στο οποίο αίφνης θα ξεχυνόταν ορμητικά η βαρβαρότητα και το χάος που συσχετίζουν με τη Μέση Ανατολή. Οι λευκοί της Νότιας Αφρικής, που δεν είχαν καλύτερη γνώμη για την ήπειρό τους, υποκινούνταν από παρόμοιους φόβους. Μιλούσαν για τη Νιγηρία και για το Κονγκό με τον ίδιο τρόμο με τον οποίο μιλούν αυτή τη στιγμή οι Εβραίοι για τη Συρία ή το Ιράκ. Σε αυτές τις περιοχές όπου η βία είναι ενδημική, ψιθύριζαν αναμεταξύ τους, οι ανυπεράσπιστες μειονότητες δεν έχουν καμία πιθανότητα να επιβιώσουν.

Το παράδειγμα της γειτονικής τους Ζιμπάμπουε τούς τρομοκρατούσε όλως ιδιαιτέρως. Το 1987, η ίδια η Χέλεν Σούζμαν, προοδευτική Νοτιοαφρικανή βουλευτής, υπενθύμιζε ότι το τέλος της λευκής κυριαρχίας στη χώρα εκείνη «είχε στοιχίσει είκοσι χιλιάδες ζωές», προβλέποντας ότι «η μεταβίβαση της εξουσίας στη Νότια Αφρική θα στοιχίσει πολύ περισσότερες». Τον τελευταίο καιρό, όταν κάποιος μου εξηγεί ότι Εβραίοι και Παλαιστίνιοι δεν θα μπορέσουν ποτέ να ζήσουν μαζί και ισότιμα διότι κάτι τέτοιο δεν υφίσταται στη Μέση Ανατολή, έχω την εντύπωση ότι γυρίζω σαράντα χρόνια πίσω, στην εποχή όπου ορισμένα μέλη της οικογένειάς μου επικαλούνταν τις δικτατορίες και τους εμφύλιους πολέμους που μάστιζαν τις περιοχές βόρεια του ποταμού Λιμπόπο –το σύνορο της Νότιας Αφρικής στον βορρά– για να αποδείξουν ότι μια δημοκρατική συνύπαρξη μεταξύ μαύρων και λευκών στη χώρα ήταν αδύνατη. Οι μόνοι Νοτιοαφρικανοί που δεν άκουσα ποτέ να χρησιμοποιούν αυτό το επιχείρημα ήταν οι μαύροι, όπως ακριβώς σπάνια το ακούμε από το στόμα των Παλαιστινίων.

Οι λευκοί Νοτιοαφρικανοί στοιχειώνονταν από την αγωνία ότι θα τους πετάξουν στη θάλασσα, όπως ακριβώς και οι Ισραηλινοί Εβραίοι του σήμερα –και ίσως ακόμα περισσότερο, αφού η βαρύτητά τους στον συνολικό πληθυσμό ήταν μικρότερη και οι διεθνείς σύμμαχοί τους λιγότεροι. Από την οπτική γωνία τους, το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο (ANC) του Νέλσον Μαντέλα ήταν μια τρομοκρατική ομάδα –αυτή ήταν επίσης η θέση της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Ο αντίπαλός του, το Παναφρικανικό Κογκρέσο (PAC), του οποίου το επίσημο σύνθημα ήταν «Ένας έποικος, μία σφαίρα», τους ανησυχούσε ακόμη περισσότερο. Ακόμα και ο μαύροι που δεν είχαν προσωπική εμπλοκή στη βίαιη αντίσταση, όπως ο αρχιεπίσκοπος Ντέσμοντ Τούτου, στον οποίον απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης το 1984, απέρριπταν μετά βδελυγμίας την ιδέα να την καταδικάσουν –ένας ενδοιασμός που συναντάται και πάλι σε πολλούς Παλαιστίνιους στην παρούσα συγκυρία. Το συμπέρασμα που έβγαζαν συνήθως οι λευκοί από αυτό ήταν ότι, χωρίς την προστασία ενός στρατού από λευκούς οπλίτες, η ζωή τους θα κινδύνευε. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση του 1979, σε ποσοστό 84% θεωρούσαν ότι η φυσική ασφάλειά τους «θα ετίθετο σε κίνδυνο με μια κυβέρνηση μαύρων». Για εκείνους, σημείωνε ο δημοσιογράφος Άλιστερ Σπαρκς, «η φυλετική ενσωμάτωση ήταν συνώνυμη με “εθνική αυτοκτονία”» (1) –μια εξίσωση που επικαλούνται σήμερα και πολλοί Ισραηλινοί Εβραίοι.

Καμιά δεκαριά χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το Γιοχάνεσμπουργκ, οι προτεστάντες της Βόρειας Ιρλανδίας δικαιολογούσαν την κυριαρχία τους χρησιμοποιώντας τον ίδιο τύπο ρητορικής θυματοποίησης. Κάθε χρόνο, τον Ιούλιο, κράδαιναν λάβαρα και τραγουδούσαν ύμνους σε ανάμνηση της άρσης της πολιορκίας του Λοντοντέρι (1689), κατά τη διάρκεια της οποίας οι πρόγονοί τους είχαν προτιμήσει να πεθάνουν από την πείνα παρά να υποταχθούν σε έναν καθολικό βασιλιά, ή ακόμα και της ιρλανδικής εξέγερσης του 1641, όπου σημειώθηκε το περιστατικό καθολικοί να πνίξουν προτεστάντες στον ποταμό Μπαν. Και εκείνοι αισθάνονταν να απειλούνται από δύο μέτωπα: από τη μια πλευρά οι ορδές των καθολικών ήθελαν να αποκόψουν τη Βόρεια Ιρλανδία από το Ηνωμένο Βασίλειο και να την απορροφήσουν σε ένα ιρλανδικό κράτος το οποίο, στα μάτια των προτεσταντών, ήταν σχεδόν το ίδιο καθυστερημένο και απολυταρχικό με την Αφρική στα μάτια των λευκών Νοτιοαφρικανών και με τη Μέση Ανατολή σε εκείνα πολλών Εβραίων σήμερα. Από την άλλη, είχαν τον έντονο φόβο ότι το Λονδίνο θα τους εγκατέλειπε, όπως ακριβώς ο φόβος να προδοθούν από μια ύπουλη και ανεύθυνη Δύση στοίχειωνε τους Αφρικάνερς τον 20ό αιώνα και στοιχειώνει ακόμη πολλούς Εβραίους στην εποχή μας.

Η ιδέα της ισότητας τρομοκρατούσε τους προτεστάντες. Απορροφημένοι από τη βιαιότητα των καθολικών του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), δεν έβλεπαν σε εκείνη μια αντίδραση στην καταπίεση αλλά «μια γνήσια βαρβαρότητα σαν από πρωτόγονες φυλές», για να επαναλάβουμε τα λόγια ενός Ιρλανδού πολιτικού επιστήμονα. Η σκέψη αυτών των δολοφόνων να έχουν περιβληθεί με κρατικές εξουσίες τούς έλουζε με κρύο ιδρώτα. Το μόνο στο οποίο μπορούσε να οδηγήσει κάτι τέτοιο ήταν μια επανάληψη της πολιορκίας του Λοντοντέρι. Όταν το 1998, υπό την πίεση της βρετανικής, της ιρλανδικής και της αμερικανικής κυβέρνησης, οι προτεστάντες κατέληξαν να παραιτηθούν από την πολιτική ηγεμονία τους υπογράφοντας τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, ο πιο διάσημος ηγέτης τους, ο Ίαν Πέισλι (2), μίλησε για «προοίμιο γενοκτονίας».

Οι Αφρικάνερς είχαν τον πόλεμο των Μπόερς, οι Βορειοϊρλανδοί προτεστάντες είχαν το Λοντοντέρι και, για τους λευκούς του Νότου των ΗΠΑ, το αφήγημα της θυματοποίησης ήταν εδραιωμένο στην επονομαζόμενη «περίοδο της Ανασυγκρότησης», που ακολούθησε τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1861-1865). Σύμφωνα με τα θρυλούμενα, ο Νότος τότε είχε λεηλατηθεί από έναν εσωτερικό εχθρό –τους βίαιους μαύρους– και από έναν άλλον, πιο μακρινό –την ομοσπονδιακή κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με τον Τζόρτζ Ουάλας, κυβερνήτη της Αλαμπάμα, είχε πολύ ξεκάθαρα «δεχθεί επίθεση». Το 1963, ο Ουάλας προειδοποιούσε τους λευκούς του Νότου ότι, με τον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα, αυτές οι δύο εχθρικές δυνάμεις επέστρεφαν: οι μαύροι, που σκόπευαν να καταλάβουν την εξουσία, και οι προοδευτικοί του Βορρά, που τους βοηθούσαν να το κάνουν. Έφτασε στο σημείο να συγκρίνει τη μοίρα που επιφύλασσε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση στους λευκούς του Μισισίπι με εκείνη που επιφύλαξαν οι Ναζί στους Εβραίους. Παρότι η αναλογία ήταν ακραία, οι φόβοι που την στήριζαν ήταν απολύτως συνηθισμένοι. Στα μέσα του 20ού αιώνα, η πλειοψηφία των λευκών του Νότου διέκρινε στη φυλετική ισότητα μια χίμαιρα που στόχο είχε την κακοποίησή τους. Όπως τονίζει ο ιστορικός Τζέισον Σόκολ, «σκέφτονταν με όρους λευκής ή μαύρης υπεροχής. Εάν οι μαύροι αποκτούσαν δικαιώματα, θα ήταν η σειρά των λευκών να ζήσουν κάτω από τον ζυγό» (3).

Γιατί αυτοί οι φοβισμένοι υπέρμαχοι της ανωτερότητάς τους πλανήθηκαν; Γιατί κανείς δεν είδε, μετά το τέλος του απαρτχάιντ, τους οπαδούς του ANC και του PAC να εφορμούν σε προάστια όπως εκείνο όπου ζούσε η γιαγιά μου για να σφάξουν τους λευκούς κραυγάζοντας «Ένας έποικος, μία σφαίρα»; Γιατί ο IRA δεν πολιόρκησε τις προτεσταντικές γειτονιές του Λοντοντέρι; Η απάντηση είναι αφοπλιστικά απλή: επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι –μαύροι, λευκοί, καθολικοί, μουσουλμάνοι, Παλαιστίνιοι ή όποιοι άλλοι θέλετε– δεν επιθυμούν ούτε να σκοτώσουν ούτε να σκοτωθούν. Δεν παίρνουν τα όπλα ελαφρά τη καρδία, αλλά ως ύστατη λύση. Αποκτώντας πρόσβαση στην πολιτική εκπροσώπηση, οι καταπιεσμένοι αποκτούν ένα μέσο για να εκφράσουν τις διεκδικήσεις τους χωρίς να διακινδυνεύουν τη ζωή τους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η πολιτική βία εξαφανίζεται από το προσκήνιο, τείνει όμως να υποχωρεί. Ο λόγος για τον οποίο η Νότια Αφρική δεν γνώρισε δεκαπέντε χρόνια αιματηρού ανταρτοπόλεμου όπως η Ζιμπάμπουε είναι ότι οι ηγέτες της κατάλαβαν νωρίτερα πως ο μόνος τρόπος για να ανασχεθεί η εξέγερση των μαύρων ήταν να τους δοθεί εκλογικό βιβλιάριο. Και ο λόγος για τον οποίον οι δρόμοι της Αλαμπάμα δεν μετατράπηκαν σε ποτάμια αίματος είναι ότι οι μαύροι του Νότου απέκτησαν δικαίωμα ψήφου το 1965.

Η πολιτική συμπερίληψη παράγει ασφάλεια: αυτή ακριβώς είναι η θέση του πολιτικού επιστήμονα Μαχμούντ Μαμντάνι, επικυρωμένη από μια μικρή στοίβα επιστημονικών εργασιών (4). Το 2010, λόγου χάρη, μια μελέτη η οποία κάλυπτε 146 περιπτώσεις συγκρούσεων μεταξύ εθνοτήτων που έλαβαν χώρα στον κόσμο μετά το 1945 αποκάλυψε ότι οι αποκλεισμένες από την εξουσία ομάδες είχαν τριπλάσια πιθανότητα να στραφούν στον ένοπλο αγώνα σε σχέση με εκείνες που είχαν πρόσβαση στην εκπροσώπηση. Ομοίως, η Ισραηλινή ερευνήτρια Λιμόρ Γεχούντα έδειξε στο βιβλίο της Collective Equality (Cambridge University Press, 2023) ότι οι χώρες που εφάρμοζαν «πολιτικό αποκλεισμό και δομικές διακρίσεις» διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο να βρεθούν αντιμέτωπες με εμφύλιους πολέμους.

Ένα εύγλωττο παράδειγμα εν προκειμένω είναι η μοίρα της νοτιοαφρικανικής πρακτικής που ονομαζόταν «βασανιστήριο του περιδέραιου». Η διαδικασία ήταν να κρεμούν ένα λάστιχο αυτοκινήτου στον λαιμό του δύστυχου θύματος, να το καταβρέχουν με βενζίνη και να του βάζουν φωτιά. Τη μέθοδο χρησιμοποιούσαν οι μαχητές του ANC για να τιμωρήσουν τα άτομα που κατηγορούνταν για συνεργασία με το καθεστώς του απαρτχάιντ. Το κόμμα αρνούνταν να την καταδικάσει και η ίδια η σύζυγος του Μαντέλα, Γουίνι, μία από τις πλέον εξέχουσες μορφές της μαύρης Νότιας Αφρικής, την ενθάρρυνε το 1985: «Με τα σπιρτόκουτα και τα φλεγόμενα λάστιχά μας θα απελευθερώσουμε αυτή τη χώρα». Οι λευκοί έτρεμαν από φρίκη στην ιδέα να παραδώσουν τα κλειδιά της εξουσίας σε τέτοια άτομα. Εντούτοις, όπως υπενθυμίζει ο Μαμντάνι, «με το που άρχισε να σκιαγραφείται το πλαίσιο μιας μη βίαιης εξόδου από το απαρτχάιντ, η πρακτική αυτή έχασε σχεδόν όλους τους υπερμάχους της». Το «περιδέραιο», μια βάναυση απάντηση σε ένα βάναυσο σύστημα, εξαφανίστηκε μαζί του.

Peter Beinart

Αμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου Being Jewish After the Destruction of Gaza. A Reckoning), Atlantic Books - Alfred Knopf, Λονδίνο - Νέα Υόρκη, 2025
Μετάφραση: Γιάννης Κυπαρισσιάδης

(1Allister Sparks, Tomorrow is Another Country. The Inside Story of South Africa’s Road to Change, The University of Chicago Press, 1996.

(2Βλ. επίσης Cédric Gouverneur, Η βαλκανοποίηση της Βόρειας Ιρλανδίας, Le Monde diplomatique - ελληνική έκδοση, Αύγουστος 2006.

(3Jason Sokol, There Goes My Everything. White Southerners in the Age of Civil Rights, 1945-1975, Knopf, Νέα Υόρκη, 2006.

(4Mahmood Mamdani, Neither Settler nor Native. The Making and Unmaking of Permanent Minorities, Harvard University Press, Κέιμπριτζ (Μασαχουσέτη), 2020. Σ.τ.Μ.: Ο Μαχμούντ Μαμντάνι είναι ο πατέρας του σοσιαλιστή Δημοκρατικού υποψηφίου για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης στις επικείμενες εκλογές της 4ης Νοεμβρίου 2025. Βλ. σχετικά Alexander Zevin, Η “κόκκινη” ιστορία της Νέας Υόρκης και το όραμα του Ζόραν Μαμντάνι, Le Monde diplomatique - ελληνική έκδοση, 26 Οκτωβρίου 2025.

Μοιραστείτε το άρθρο