el | fr | en | +
Accéder au menu

Η νέα σκακιέρα της Μεσογείου

Οι πολεμικές συρράξεις στη Συρία και τη Λιβύη, αλλά και η προσπάθεια πολιτικής κυριαρχίας της Τουρκίας, διαμορφώνουν μια νέα σκακιέρα στη Μεσόγειο, όπου οι παγκόσμιοι παίκτες προσπαθούν να τοποθετήσουν τα πιόνια τους με τον καλύτερο -για τον καθένα- δυνατό τρόπο.

Το 2020, η ανθρωπότητα βιώνει ταυτόχρονα μια τετραπλή κρίση: υγειονομική, οικονομική, κοινωνική και κλιματική, με θολές προοπτικές εξόδου. Στο διεθνές σκηνικό κυριαρχεί η αβεβαιότητα. Τη δεκαετία χαρακτηρίζει η αμφισβήτηση της αμερικάνικης κυριαρχίας από τις υπόλοιπες υπερδυνάμεις, Κίνα και Ρωσία. Ο ψυχρός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας θα είναι η νέα κανονικότητα, με τη Ρωσία σε ρόλο ενδιάμεσο, λόγω οικονομικής αδυναμίας. Η ΕΕ θα ήθελε, αλλά αδυνατεί, να είναι ο τέταρτος παίκτης στην παγκόσμια παρτίδα. Όμως, και για τις τρεις υπερδυνάμεις, η Ευρώπη παραμένει το κρίσιμο επίδικο για την παγκόσμια κυριαρχία.

Στην ευρωπαϊκή ιστορία, το ειδικό στρατηγικό βάρος αρχικά το είχε η Μεσόγειος, κατόπιν μεταφέρθηκε στις μεγάλες πεδιάδες του ευρωπαϊκού βορρά και, τώρα, η Μεσόγειος γίνεται ξανά προνομιακό πεδίο αντιπαράθεσης των τριών υπερδυνάμεων και των χωρών επιρροής τους. Το γεγονός αυτό δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα στις χώρες της περιοχής και στην ΕΕ, η οποία είναι μέρος του προβλήματος, αλλά και της λύσης του. Ο ευρύτερος χώρος της Μεσογείου (που συμπεριλαμβάνει τη Μέση Ανατολή) είναι στρατηγικά καθοριστικός για τα άλλα μεγάλα επίδικα των υπερδυνάμεων, την Αρκτική, την Αφρική, τον Ινδικό Ωκεανό και τον Ανατολικό Ειρηνικό. Αρνητικός παράγοντας για τα κράτη της περιοχής είναι η κλιματική αλλαγή, που θα επηρεάσει το μεσογειακό κλίμα (ξηρασία και καύσωνες, μείωση παραγωγής στον πρωτογενή τομέα, έλλειψη υδάτινων πόρων, ασθένειες), γεγονός που αυξάνει την πιθανότητα νέων συγκρούσεων.

Στην αμερικάνικη ηγεμονία στη Μεσόγειο, μέσω του ΝΑΤΟ, η Ρωσία απάντησε με την προσάρτηση της Κριμαίας, τη δημιουργία βάσης στη Λαττάκεια, αξιοποιώντας τον κυρίαρχο ρόλο της στη Συρία, ενώ διεκδικεί μέρος της Λιβύης. Η Κίνα, στο πλαίσιο της μερικής παγκοσμιοποίησης με την Ευρώπη, χρησιμοποιεί τη Μεσόγειο για την υλοποίηση των στρατηγικών της σχεδίων, του New Silk Road και του Belt and Road Initiative.

Από πλευράς ΕΕ, Γαλλία και Ιταλία έχουν παραδοσιακά τη μεγαλύτερη επιρροή στην περιοχή, ενώ δεν πρέπει να υποτιμάται η γεωοικονομική παρέμβαση της Γερμανίας, αλλά και ο στρατηγικός ρόλος του Ηνωμένου Βασιλείου, κάποτε κυρίαρχου της Μεσογείου.

Είναι, όμως, το αναθεωρητικό αφήγημα του Ερντογάν με στόχο τη δημιουργία τετελεσμένων στην περιοχή που βάζει φωτιά στη σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου.

Ο ρόλος της Τουρκίας

Η Τουρκία μπορεί μεν να είναι μέλος του G-20, αλλά η οικονομία της παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα (διψήφιο πληθωρισμό, καλπάζουσα υποτίμηση της τουρκικής λίρας, τεχνική ύφεση 2018-19). Ο προϋπολογισμός της για το 2020 προέβλεπε οικονομική μεγέθυνση 5%, αλλά η ύφεση είναι ήδη πραγματικότητα και η επίσημη ανεργία αναμένεται να ξεπεράσει το 17% (ανεπίσημη στο 25%). Τουρισμός, κατασκευές και εξαγωγές, οι τρεις βασικοί μοχλοί της οικονομίας, είναι σε κάθετη πτώση. Στα θετικά της χώρας συγκαταλέγεται το χαμηλό δημόσιο χρέος (30,8% του ΑΕΠ). Όμως, τον επόμενο χρόνο, η Τουρκία θα πρέπει να αναχρηματοδοτήσει περίπου 170 δις χρέους μέσα σε συνθήκες παγκόσμιας κρίσης. Ο Ερντογάν θέλει να αποφύγει την προσφυγή στο ΔΝΤ, αλλά δύσκολα θα βρει εναλλακτικές, παρά την πρόσφατη ανάσα ρευστότητας που του έδωσε το Κατάρ. Στο ενεργειακό πεδίο, η Τουρκία είναι η μεγάλη χαμένη στη Μ. Ανατολή, μένοντας εκτός των δρόμων των κοιτασμάτων.

Στην εξωτερική πολιτική, η στρατηγική του Ερντογάν έγκειται στη δημιουργία σφαιρών επιρροής (Βόρειο Ιράκ, Βόρεια Συρία, Γάζα, Λιβύη, Σομαλία, χώρες Σαχέλ, Βαλκάνια, Κατάρ, Αζερμπαϊτζάν), ενώ προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ Ρωσίας – ΗΠΑ, αλλά και Κίνας. Οι στενές σχέσεις με τη Μ. Βρετανία του Μπόρις Τζόνσον αναμένεται να επικυρωθούν με ειδική οικονομική συνεργασία. Η Τουρκία συμπεριφέρεται ως ηγεμονική δύναμη στην περιοχή, το δείχνουν οι προωθημένες βάσεις της στο Κέρας της Αφρικής και στον Περσικό. Ο τουρκικός στόχος της πρωτοκαθεδρίας στο Σουνιτικό στρατόπεδο εντάσσεται στην ίδια στρατηγική.

Ειδικά η γραμμή Λιβύη-Αιγαίο-Κύπρος-Συρία-Ιράκ αποτελεί την αιχμή του δόρατος της επεκτατικής πολιτικής του Ερντογάν για την πραγματοποίηση του ονείρου της «Γαλάζιας Πατρίδας», που απεικονίζει όλες εκείνες τις ζώνες που παράνομα διεκδικεί η Άγκυρα. Οι «Δυόμιση Πόλεμοι» του Νταβούτογλου (Ελλάδα, Συρία, τουρκικό Κουρδιστάν) κινούνται στο ίδιο πλαίσιο, της επέκτασης του ζωτικού της χώρου. Όσο για την απόρριψη της Συνθήκης της Λωζάνης, αποτελεί την επιτομή του τουρκικού αναθεωρητισμού.

Το λιβυκό ζήτημα είναι διεθνές

Στο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» ενσωματώθηκε η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης (Τρίπολης), ώστε να διεκδικήσει η Τουρκία ΑΟΖ έως τα νοτιοανατολικά της Κρήτης και να «κόψει» την ελληνοκυπριακή ΑΟΖ. Σε αντιστάθμισμα, η Άγκυρα προσέφερε στον Αλ Σαράζ «μεγαλύτερη ΑΟΖ» από ό,τι μια σχετική συμφωνία με την Ελλάδα. Με τη βοήθεια του Κατάρ, ο Ερντογάν στηρίζει με κάθε μέσο τον στρατό του Αλ Σαράζ (GNA) έναντι του Χαφτάρ, ο οποίος από την πλευρά του στηρίζεται από Ρωσία, Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία και ΗΑΕ. Όμως, ο Εθνικός Λιβυκός Στρατός (LNA) ελέγχει ολόκληρη την Κυρηναϊκή. Επιθυμία της Τουρκίας είναι η εδαφική ακεραιότητα της Λιβύης, μέσω μιας ισχυρής κεντρικής κυβέρνησης της Τρίπολης, με τουρκική στρατιωτική βάση στη χώρα και πρόσβαση στα ενεργειακά της πεδία. Οι Ρώσοι υποστηρίζουν μια διαιρεμένη δομή (Τρίπολη- Βεγγάζη), με αδύναμη κεντρική κυβέρνηση, διαμοιρασμό κοιτασμάτων και δημιουργία στρατιωτικής βάσης τους στην Κεντρική Μεσόγειο.

Γάλλοι και κυρίως Ιταλοί έπαιξαν διπλό παιχνίδι με τους αντιμαχόμενους, με αποτέλεσμα να βγουν παροδικά από το κάδρο. Όμως, η πιθανότητα να φτάσουν στα νώτα τους Τούρκοι και Ρώσοι τους αναγκάζει να ξαναμπούν ενεργά στο στρατηγικό παιχνίδι. Μπορεί η Τουρκία να είναι από τους καλύτερους εμπορικούς εταίρους της Ιταλίας και να μην αμφισβητεί τις ενεργειακές συμφωνίες της Ρώμης με την Τρίπολη, αλλά δεν είναι αποδεκτή ως περιφερειακή υπερδύναμη στα στενά της Σικελίας, με δυνατότητα επέκτασης σε όλο το μήκος και πλάτος της Β. Αφρικής, έχοντας τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών. Παρόμοια γεωστρατηγική και γεωενεργειακή θεώρηση έχει και η Γαλλία. Στο «παζάρι» εμπλέκεται ακόμα και το Ιράν, που στηρίζει την Τουρκία στη Λιβύη με αντάλλαγμα την αποφυγή σύγκρουσής τους στα δυτικά του Ευφράτη. Γι’ αυτό η Τεχεράνη έδωσε και το πράσινο φως στην Τουρκία για τους βομβαρδισμούς στο ιρακινό Κουρδιστάν.

Στάση αναμονής κρατούν οι ΗΠΑ, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, η οποία παραδοσιακά αφήνει ένα κενό πρωτοβουλιών του αμερικάνικου παράγοντα. Προς το παρόν, η αμερικανική κυβέρνηση χαρακτηρίζει «προκλητικό και αντιπαραγωγικό» το παράνομο μνημόνιο Τουρκίας- Τρίπολης. Οι Αμερικανοί ενδιαφέρονται κυρίως να μην ενισχυθεί η επιρροή της Ρωσίας και της Κίνας στην περιοχή, δεν θέλουν να παγιωθεί ο άξονας Ρωσίας-Τουρκίας στη Λιβύη, όπως και αλλού. Ο Τραμπ θέλει να σπάσει αυτή τη συμμαχία, «παίζοντας» με τον Ερντογάν.

Πάντως, το κόστος του πολέμου στη Λιβύη, τόσο για την Τουρκία όσο και για τη Ρωσία, είναι δυσβάσταχτο και, συνεπώς, αποζητούν γρήγορα λύση. Οι μισθοφόροι τους είναι ένα επιπρόσθετο πρόβλημα.

Τέλος, η τουρκική διπλωματία προσπαθεί να προσεγγίσει την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και το Ισραήλ, «δώρα φέροντας», προκειμένου να απομονώσει την Ελλάδα και την Κύπρο στην Ανατολική Μεσόγειο. Ειδικά τώρα που διαφαίνεται ότι τα ενεργειακά αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου δεν είναι άμεσα εκμεταλλεύσιμα. Οι κινήσεις του Ισραήλ είναι απρόβλεπτες, η Αίγυπτος, όμως, είναι το κέντρο του αραβικού έθνους και είναι κάθετα αρνητική σε μια τουρκική επικυριαρχία στην περιοχή. Η Αίγυπτος είναι έτοιμη να στηρίξει στρατιωτικά τον LNA, με επικεφαλής τον Πρόεδρο του Λιβυκού Κοινοβουλίου και όχι τον Χαφτάρ. Η «κόκκινη γραμμή» για κήρυξη πολέμου στον Φαγέζ αλ Σαράζ είναι η περιοχή της Σύρτης.

Η θέση της Ελλάδας

Με τη συμφωνία των Πρεσπών, η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει την επιρροή της Τουρκίας στα Βαλκάνια, να αναβαθμίσει διεθνώς τη χώρα μας και να τονώσει την εικόνα της ως παράγοντα σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή. Οι Πρέσπες, τηρουμένων των αναλογιών, θα πρέπει να αποτελέσουν οδηγό και για τα ελληνοτουρκικά.

Η ελληνική διπλωματία οφείλει να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας στο πλαίσιο των συμβάσεων του διεθνούς δικαίου. Και μπορεί μεν να τάσσεται κατά του τουρκικού αναθεωρητισμού, αλλά οφείλει να κρατήσει ανοικτούς τους διαύλους διαλόγου με τη γείτονα. Μια πολιτική επανεκκίνησης του διαλόγου για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης κρίνεται αναγκαία, πέραν της ενίσχυσης της αμυντικής θωράκισης της χώρας. Το να θεωρείς την Τουρκία απομονωμένη ισοδυναμεί με απόκρυψη της πραγματικότητας. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας απαιτεί μια συγκροτημένη, πολυεπίπεδη εθνική στρατηγική.

Η σύναψη συμφωνίας για την ΑΟΖ με την Ιταλία ήταν ήδη έτοιμη από το 2016, ενταγμένη σε ένα συνολικό σχέδιο στρατηγικής διπλωματίας που περιλάμβανε την επέκταση των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο και τη σύναψη ΑΟΖ όχι μόνο με την Ιταλία, αλλά, επίσης, με την Αλβανία και την Αίγυπτο. Η συγκυρία της τουρκο-λιβυκής συμφωνίας επέτρεψε την πρόσφατη υλοποίησή της.

Όσο για την ελληνο-αιγυπτιακή ΑΟΖ, είναι στρατηγικά σημαντική, ακόμα και τμηματική, εφόσον στην πράξη ακυρώνει τη ζώνη που παράτυπα συμφώνησαν Τουρκία και Λιβύη και τις υποχρεώνει σε διαπραγματεύσεις. Όμως, παρόλο που οι συνομιλίες Αθήνας – Καΐρου έχουν ξεκινήσει εδώ και πολύ καιρό, η κατάληξή τους δεν θα είναι εύκολη, ακόμα και σε μια περίοδο όπου οι σχέσεις της Αιγύπτου με την Τουρκία βρίσκονται στο ναδίρ. Παίρνοντας θέση στην ελληνοτουρκική διαφορά, η Αίγυπτος ρυθμίζει η ίδια την διαφορά και κόβει εντελώς τους δεσμούς της με την Τουρκία και γι’ αυτό πιθανόν να προτιμήσει τελικά την μερική οριοθέτηση που θ’ αφήνει εκτός το Καστελόριζο. Σε αυτήν την περίπτωση, η μπάλα θα γυρίσει στην Αθήνα, όπου η απόφαση δεν θα είναι καθόλου εύκολη. Κι αυτό γιατί σήμερα, παρά τις κορώνες, δεν υπάρχει συγκεκριμένη στρατηγική, αλλά οι πολιτικές κινήσεις καθορίζονται λίγο έως πολύ από την συγκυρία.

Λευτέρης Στουκογιώργος

Μοιραστείτε το άρθρο