Το πάθος για το ποδόσφαιρο δεν έχει σταματήσει να αυξάνεται τα τελευταία χρόνια. Στη Γαλλία, μετά τη νίκη του 1998, το φαινόμενο του Παγκόσμιου Κυπέλλου ενισχύθηκε από τη νίκη στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, το οποίο οργανώθηκε το 2000 από το Βέλγιο και την Ολλανδία. Και, στην αρχή της τρίτης χιλιετίας, η Γαλλία φαίνεται να είναι μία από τις χώρες που έχουν διαποτιστεί περισσότερο από την ιδεολογία του ποδοσφαίρου.
Τα τέσσερα χρόνια που χωρίζουν το τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο, το οποίο διεξήχθη στη Γαλλία, από αυτό που διεξάγεται σήμερα στη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία σημαδεύτηκαν από σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς.
Συχνά το ποδόσφαιρο αναλύεται ως πηγή ευχαρίστησης, κοινωνικοποίησης, εκμάθησης κανόνων και νόμων, σεβασμού για τον άλλο. Πολλοί κοινωνιολόγοι και φιλόσοφοι δεν διστάζουν να αποδώσουν στο ποδόσφαιρο εξαιρετικές ιδιότητες, χωρίς, ωστόσο, να υπογραμμίζουν αυτό που αποτελεί το κεντρικό παράδοξό του: είναι επίσης μια βιομηχανία που βασίζεται σ’ ένα καπιταλιστικό υπερεθνικό σύστημα και συγχρόνως σ’ ένα τοπικιστικό, περιφερειακό και εθνικιστικό αίσθημα.
Στην πραγματικότητα, το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο ένα άθλημα. Είναι επίσης, και κυρίως, στις εμπορευματικές κοινωνίες μας, ένας οικονομικός τομέας που είχε υποτιμηθεί για μεγάλο διάστημα και ο οποίος αναδεικνύεται, με την ευκαιρία αυτού του Παγκόσμιου Κυπέλλου, ως ένας από τους κύριους στρατηγικούς καπιταλιστικούς μηχανισμούς, γιατί προετοιμάζει τα άτομα για την «οικονομική φρίκη» και τη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, κάνοντάς τα να αποδέχονται τον ανταγωνισμό, την επιλογή, την επισφαλή εργασία και τη νέα «μισθοφορική» εργασία. (1)
Άραγε, το ποδόσφαιρο παίζει κάποιο ρόλο στη διάδοση της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης; Αναμφίβολα ναι, αν δεχθούμε ότι αυτό το άθλημα-βιομηχανία αναπτύσσει στο έπακρο τις δύο πιο μισητές παραμέτρους του καπιταλιστικού συστήματος.
Από τη μια πλευρά, υπάρχει μια μαφιόζικη λειτουργία που βασίζεται στην επιδίωξη του μεγίστου κέρδους (οι ηγετικοί παράγοντες δεν διστάζουν να προσφεύγουν σε εταιρείες off shore σε χώρες-φορολογικούς παραδείσους, οι οποίες χρησιμεύουν για να ξεπλένουν το βρόμικο χρήμα, να διαφθείρουν, να καταστρώνουν κομπίνες στο εσωτερικό των συλλόγων, να χρηματοδοτούν το ντοπάρισμα ή να στήνουν παράνομα στοιχήματα).
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια ιδεολογία που βασίζεται στην αρχή του υπερανθρώπου, της δύναμης, της βίας, καθώς και σε ένα έντονα τοπικό εθνικιστικό αίσθημα (κάτι που δεν είναι καθόλου περίεργο αφού, από τη μία άκρη της Ευρώπης ώς την άλλη, οι πιο σκληρές και πιο βίαιες οργανώσεις οπαδών διεκδικούν σαφώς ρατσιστικές ιδέες και επικαλούνται την ακροδεξιά).
Όπως και τα καρτέλ του εγκλήματος, «το ανώτατο στάδιο και την ίδια την ουσία του τρόπου καπιταλιστικής παραγωγής», (2) το ποδόσφαιρο επωφελείται από «την ανοσοποιητική ανεπάρκεια των κυβερνώντων της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας». Η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία προσφέρει απεριόριστες δυνατότητες για να καταστρατηγούνται οι νόμοι και θεωρεί «φυσιολογικές» τις ενοποιημένες αγορές, αλλά καθιστά τον έλεγχό τους ιδιαίτερα περίπλοκο.
Σύμφωνα με τον Ζαν Ζιγκλέρ, η αποτελεσματικότητα των καρτέλ του εγκλήματος βασίζεται σε τρεις μορφές οργάνωσης. Κατ’ αρχάς, το καρτέλ είναι «μια οικονομική και χρηματοπιστωτική οργάνωση καπιταλιστικού τύπου, η οποία διαρθρώνεται με βάση τις ίδιες παραμέτρους μεγιστοποίησης του κέρδους, κάθετου ελέγχου και παραγωγικότητας με οποιαδήποτε νόμιμη και κανονική πολυεθνική εταιρεία, βιομηχανική, εμπορική ή τραπεζική. Ταυτόχρονα, το καρτέλ είναι μια στρατιωτική ιεραρχία (...). Η τρίτη μορφή οργάνωσης στην οποία αναφέρεται το εγκληματικό καρτέλ είναι η συγγένεια των φατριών, η εθνική δομή». (3)
Ιδού, ενδεικτικά, δύο υποθέσεις -η υπόθεση μιας επιχείρησης, της ISL Worldwide, και η υπόθεση μιας ομοσπονδίας, της Βραζιλίας- οι οποίες σκιαγραφούν επαρκώς το μαφιόζικο χαρακτήρα ορισμένων τομέων που συνδέονται με τον κόσμο του ποδοσφαίρου.
Η εταιρεία ISL Worldwide, που δημιουργήθηκε από τον Χορστ Ντάσλερ, είχε αναλάβει να εξασφαλίσει τις παγκόσμιες αθλητικές χορηγίες. Οι λογαριασμοί της δεν είχαν δημοσιευθεί, πράγμα που επέτρεπε να αποκρύβονται λογιστικές πράξεις, ιδιαίτερα εκείνες που χρησίμευαν για το ξέπλυμα χρήματος. (4)
Επιπλέον, τα συμβόλαια δεν αποτελούσαν αντικείμενο καμιάς πρόσκλησης προσφορών. Η ISL Γαλλίας είχε βρεθεί, εξάλλου, κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1998, στο κέντρο ενός σκανδάλου που συνδεόταν με την πώληση πλαστών εισιτηρίων... Έπειτα από αυτή την απάτη, η ISL Worldwide, η οποία διέθετε μόνο το 49% του κεφαλαίου της ISL Γαλλίας, αποφάσισε να αποκτήσει το σύνολο αυτής της θυγατρικής.
Όμως, από το 1999, η επιχείρηση συνάντησε σοβαρές χρηματοοικονομικές δυσκολίες που συνδέονταν με επισφαλείς επενδύσεις στο τένις, καθώς επίσης και «στο ποδόσφαιρο στη Βραζιλία και την Κίνα». (5)
Στις 18 Απριλίου 2001, η Διεθνής Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (FIFA) δημιούργησε μια εταιρεία μελετών, τη FIFA Marketing S.A. Το Μάιο του 2001, ο κόσμος του αθλητισμού και ο κόσμος της οικονομίας ανακάλυψαν ότι η ISL Worldwide διέθετε, όπως συμβαίνει συχνά σ’ αυτούς τους κύκλους, αδήλωτους πόρους σε μυστικό τραπεζικό λογαριασμό στο Λιχτενστάιν. Στις 21 Μαΐου, το τοπικό ελβετικό δικαστήριο του Ζουγκ κήρυξε σε πτώχευση την ISL και στις 28, η FIFA υπέβαλε μήνυση εναντίον της ISL Worldwide με την «υποψία για απάτη και υπεξαίρεση κεφαλαίων».
Η FIFA κατηγορεί την ISL ότι έχει «υπεξαιρέσει 60 εκατομμύρια δολάρια που προέρχονται από το βραζιλιάνικο τηλεοπτικό σταθμό TV Globo, στο πλαίσιο της απόδοσης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων» (6) του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2002. `
Η σωτηρία
Ωστόσο, η FIFA, η οποία διοικείται από το 1998 από τον Ζεπ Μπλάτερ, φίλο του Χορστ Ντάσλερ (7) και ύποπτο για εξαγορά ψήφων που επέτρεψαν την εκλογή του στην ηγεσία της ομοσπονδίας, καταφέρνει, σε αντίθεση με τις τράπεζες, να σώσει με μια πραξικοπηματική ενέργεια «τα δύο σημαντικότερα ενεργητικά της ISL (τα τηλεοπτικά δικαιώματα και τα δικαιώματα για το μάρκετινγκ των δύο επόμενων Παγκοσμίων Κυπέλλων)», χάρη σ’ «ένα περίεργο είδος νομικού τεχνάσματος». (8)
Τα προβλήματα συσσωρεύονται εναντίον του προέδρου της FIFA, αφού έντεκα από τα είκοσι τέσσερα μέλη της ομοσπονδίας τού υποβάλλουν μήνυση. Στις αρχές Μαΐου 2002, ο γενικός γραμματέας της FIFA, Μισέλ Ζεν Ρουφίνεν, δημοσιοποίησε μια έκθεση που κατηγορεί τον Ζεπ Μπλάτερ για διαφθορά, κατάχρηση αρμοδιοτήτων και ύποπτες χρηματοοικονομικές συναλλαγές: 550 εκατομμύρια ευρώ φέρονται να έχουν εξαφανιστεί.
Η κερδοσκοπία των κύκλων του ποδοσφαίρου στη Βραζιλία είναι γνωστή. Σε αντίθεση με αυτό που νομίζουμε, λόγω του θαυμασμού που τρέφουν οι λάτρεις του αθλήματος για τους παίκτες αυτής της χώρας, το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη διαφθορά και την απάτη.
Για παράδειγμα, ο πρώην προπονητής της εθνικής ομάδας της Βραζιλίας, Βάντερλεϊ Λουξεμπούργκο, κατηγορήθηκε πρόσφατα, ανάμεσα στα άλλα, για φοροδιαφυγή, πλαστογραφία επίσημων εγγράφων, ψευδομαρτυρία, διαφυγή συναλλάγματος και συνεργασία με κακοποιούς. Διέθετε τριάντα τραπεζικούς λογαριασμούς, από τους οποίους οι είκοσι εννέα δεν ήταν δηλωμένοι στην εφορία! Ανάμεσα στο 1995 και το 1999, είχαν κατατεθεί σε αυτούς τους λογαριασμούς περίπου 6,5 εκατομμύρια ευρώ. Κατηγορείται επίσης ότι έκρυβε κοκαΐνη και σύχναζε σε «ένα κλαμπ με γυναίκες», που χρηματοδοτούνταν από τα μυστικά ταμεία των βραζιλιάνικων συλλόγων...
Ο πρόεδρος της Βραζιλιάνικης Συνομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (CBF), Ρικάρντο Τεσέιρα, πρώην γαμπρός του τέως προέδρου της FIFA, Ζοάο Αβελάνζε, κατηγορήθηκε, από την πλευρά του, ότι ήταν αναμεμειγμένος σε είκοσι επτά υποθέσεις που αφορούσαν ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, λαθρεμπόριο συναλλάγματος και φοροδιαφυγή. (9)
Τέλος, στο λογαριασμό μιας εικονικής εταιρείας που ανήκε στον Τεσέιρα, οι ανακριτές βρήκαν ενδείξεις μεταφοράς κεφαλαίων συνολικά ποσού πάνω από ένα εκατομμύριο ευρώ με προέλευση το Λιχτενστάιν. Η CBF κατηγορήθηκε επίσης ότι είχε χρηματοδοτήσει τις προεκλογικές εκστρατείες ορισμένων μελών του Κοινοβουλίου. Πρόεδροι συλλόγων και τοπικών ομοσπονδιών θεωρούνται επίσης ύποπτοι για συμμετοχή στις απάτες, στις κομπίνες και στις μηχανορραφίες.
Επιπλέον, οι ανακριτές υποψιάζονται ότι η Βραζιλία είναι το σταυροδρόμι των υποθέσεων με πλαστά διαβατήρια. Πολλοί βραζιλιάνοι παίκτες που μετακόμισαν στην Ευρώπη κατηγορήθηκαν, πράγματι, ότι διέθεταν πλαστά πορτογαλικά διαβατήρια, τα οποία τους επέτρεψαν να μετεγγραφούν ως ευρωπαίοι υπήκοοι και όχι ως ξένοι...
Στη Γαλλία, για παράδειγμα, δύο παίκτες της Σεντ-Ετιέν, ο Άλεξ και ο Αλοΐζιο, κατηγορήθηκαν ότι είχαν ψεύτικα χαρτιά. (10) Αυτά τα πλαστά διαβατήρια προέρχονται από τη Βραζιλία, όπου μπορεί να τα προμηθευτεί κανείς αντί 20.000 δολαρίων. (11)
Ο εισαγγελέας που ανέλαβε το φάκελο στο Παρίσι διαβεβαιώνει: «Τα δίκτυα που προμηθεύουν αυτά τα διαβατήρια είναι ίδια με εκείνα που τα πωλούν επίσης στους παράνομους μετανάστες και τις πόρνες από τις ανατολικές χώρες».
Η επιχείρηση
Για να τροφοδοτήσουν αυτό το λαθρεμπόριο, πολλές χιλιάδες πλαστά διαβατήρια φέρονται να έχουν κλαπεί «από ειδικούς» στα πορτογαλικά προξενεία, πριν ξαναπουληθούν σε επαγγελματίες ποδοσφαιριστές.
Όλες αυτές οι υποθέσεις δείχνουν ότι το ποδόσφαιρο λειτουργεί σύμφωνα με το μοντέλο των επιχειρήσεων καπιταλιστικού τύπου, έχοντας ως κύριο μέλημα τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Η κάθετη ιεραρχία και ο νόμος της σιωπής, που συνδέονται με τη φιλοσοφία της υπακοής στους αρχηγούς, γίνονται τις περισσότερες φορές σεβαστά.
Ταυτόχρονα, το ποδόσφαιρο, όπως κάθε μαφιόζικη οργάνωση, βασίζεται σε μια εθνοκεντρική δομή, ένα σύστημα φατριών, το οποίο οργανώνει την αναπαραγωγή των «νονών» στους κόλπους των θεσμών. Οι διάφορες «οικογένειες» του ποδοσφαίρου, και θα έλεγε κανείς ο θεσμός στο σύνολό του, βουλιάζουν μέσα στην κερδοσκοπία.
Τα παρασκήνια αυτής της κοινωνίας του θεάματος, που ενθουσιάζει δεκάδες εκατομμύρια άτομα, δεν είναι, στα ανώτερα κλιμάκια, παρά ένας μαφιόζικος βούρκος.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»