Η φήμη του συγγραφέα του έργου Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος είναι, φυσικά, ο ένας λόγος. Το ρίγος που προκαλεί η ένδοξη λιποταξία από τις τάξεις του νεοσυντηρητισμού είναι ο άλλος, αναμφισβήτητα ο κυριότερος. Όμως το να δούμε το βιβλίο του Η Αμερική στο σταυροδρόμι (America at the Crossroads) ως μια απλή ένδειξη των πολιτικών εξελίξεων –αν και, φυσικά, είναι και αυτό– θα μείωνε το πνευματικό ενδιαφέρον του, το οποίο ουσιαστικά συνίσταται στη σχέση του με το έργο που έκανε τον Φουκουγιάμα γνωστό.
Το επιχείρημα της Αμερικής στο σταυροδρόμι έχει τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος, ο Φουκουγιάμα ανιχνεύει εκ νέου την προέλευση του σύγχρονου νεοσυντηρητισμού. Η ιστορία του Φουκουγιάμα αρχίζει στη Νέα Υόρκη με μια ομάδα διανοουμένων, Εβραίων ως επί το πλείστον, οι οποίοι στα νιάτα τους ήταν σοσιαλιστές αλλά κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου συντάχθηκαν με την αστερόεσσα και κατόπιν έμειναν ανένδοτοι απέναντι στη Νέα Αριστερά τον καιρό που οι Ηνωμένες Πολιτείες πολεμούσαν τον κομμουνισμό στο Βιετνάμ. Την κατάλληλη στιγμή ο χώρος τους λανσάρει και μια κοινωνική ατζέντα: Η κριτική του κοινωνικού φιλελευθερισμού αναπτύχθηκε στο περιοδικό Public Interest, που εκδιδόταν από τον Ίρβιγκ Κρίστολ (Irving Kristol) και τον Ντάνιελ Μπελ (Daniel Bell). Εντωμεταξύ, η ηθική αντίδραση ενάντια στη χαλαρότητα της δεκαετίας του ’60 αποκτά φιλοσοφικό βάθος από τον Λήο Στράους (Leo Strauss) στο Σικάγο και πολιτισμικό δυναμισμό από τον μαθητή του, τον Άλλαν Μπλουμ (Allan Bloom). Τις εξηγήσεις για τα στρατιωτικά, καθώς και την τεχνική πείρα, παρέχει ο Άλμπερτ Ουωλστέττερ (Albert Wohlstetter), ειδικός στη στρατηγική των πυρηνικών, θεωρητικός των αντιποίνων με χρήση πυρηνικών και προφήτης του ηλεκτρονικού πολέμου. Ο Φουκουγιάμα εξηγεί ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εμπλεκόταν προσωπικά σε όλα αυτά τα εγχειρήματα. Όμως ο απολογισμός του είναι ήρεμος και ισορροπημένος και, εάν μη τι άλλο, μειώνει την επίδραση του πολιτικού αυτού μείγματος. Δίνει περισσότερη έμφαση στην τελική σύγκλισή τους με τα πιο πλατιά και δημοφιλή ρεύματα του συντηρητισμού –πίστη στον περιορισμένο ρόλο της κυβέρνησης, θρησκευτική ευσέβεια, εθνικισμός– στη βάση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ο συνδυασμός όλων αυτών αποτελεί τον πολιτικό χείμαρρο που τροφοδότησε την άνοδο της προεδρίας Ρέηγκαν.
Όμως ο μέγιστος θρίαμβος της συντηρητικής κυριαρχίας –η νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο– εμπεριείχε, όπως προτείνει, τους σπόρους της δυνάμει ανατροπής του νεοσυντηρητισμού, καθώς η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησε υπερβολική αυτοπεποίθηση για τη δυνατότητα αναδιαμόρφωσης του κόσμου σε ευρεία κλίμακα από την Αμερική. Υπερβάλλοντας για το ρόλο των αμερικανικών οικονομικών και στρατιωτικών πιέσεων μετά την ξαφνική κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η οποία στην πραγματικότητα βρισκόταν σε κατάσταση εσωτερικής αποσύνθεσης, μια νεότερη σειρά φιλοσόφων –αναφέρονται ενδεικτικά ο Ουίλλιαμ Κρίστολ (William Kristol) και ο Ρόμπερτ Κέηγκαν (Robert Kagan)– θεώρησε ότι η τυραννία θα μπορούσε να ηττηθεί και η ελευθερία να «εμφυτευθεί» με ανάλογη ταχύτητα και αλλού. Αυτή η παραίσθηση, σύμφωνα με τον Φουκουγιάμα, οδήγησε στην επίθεση στο Ιράκ. Αγνοώντας όχι μόνο το αρκετά διαφορετικό πολιτικό τοπίο της Μέσης Ανατολής, αλλά και τις προειδοποιήσεις των πραγματικών νεοσυντηρητικών απέναντι στα υπερβολικά βολονταριστικά σχέδια κοινωνικής ανοικοδόμησης, όσοι προγραμμάτισαν την εισβολή φόρτωσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες με μια καταστροφή από την οποία θα κάνουν χρόνια να συνέλθουν. Η προσφυγή στη μονομερή χρήση βίας ασκόπως έχει απομονώσει την Αμερική από την παγκόσμια κοινή γνώμη, προπάντων από τους Ευρωπαίους σύμμαχους της, αποδυναμώνοντας παρά ενισχύοντας την αμερικανική θέση στον κόσμο.
Ο Φουκουγιάμα αφιερώνει το υπόλοιπο του βιβλίου του στην περιγραφή, σε αδρές γραμμές, μιας εναλλακτικής εξωτερικής πολιτικής που θα αποκαθιστούσε την Αμερική στη νόμιμη θέση της στον κόσμο. Ένας «ρεαλιστικός ουιλσονισμός», που μετριάζει τις καλύτερες νεοσυντηρητικές πεποιθήσεις με μια εκσυγχρονισμένη συναίσθηση της απειθαρχίας των άλλων πολιτισμών και των ορίων της αμερικανικής δύναμης, θα διατηρούσε την ανάγκη για προληπτικό πόλεμο ως την ύστατη λύση και ως μόνιμο στόχο την προώθηση της δημοκρατίας σε όλη την υδρόγειο. Έτσι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συσκέπτονταν με τους συμμάχους, θα προσέφευγαν συχνότερα στο δόγμα της ήπιας και όχι της σκληρής δύναμης, θα αναλάμβαναν την ανασυγκρότηση των κρατών με τα φώτα των κοινωνικών επιστημών και θα ενθάρρυναν τη διάδοση νέων, προσαρμοσμένων μορφών πολύπλευρης δράσης που θα παρέκαμπτε τα αδιέξοδα των Ηνωμένων Εθνών. «Ο σημαντικότερος τρόπος που η αμερικανική εξουσία μπορεί να ασκηθεί», καταλήγει ο Φουκουγιάμα, «δεν είναι μέσω της εφαρμογής της στρατιωτικής ισχύος αλλά μέσω της δυνατότητας των Ηνωμένων Πολιτειών να διαμορφώσουν τα διεθνή όργανα». Αυτό που μπορούν να κάνουν είναι να «μειώσουν το κόστος διεξαγωγής των επιχειρήσεων προκειμένου να επιτύχουν συναίνεση» για τις αμερικανικές ενέργειες.
Στην τριμερή δομή της Αμερικής στο σταυροδρόμι περιλαμβάνεται η σύντομη ιστορία του νεοσυντηρητισμού, η κριτική για το τι πήγε στραβά στο Ιράκ και οι προτάσεις για μια βελτιωμένη εκδοχή του, όμως ο πυρήνας του επιχειρήματος βρίσκεται στο δεύτερο μέρος. Ο απολογισμός του Φουκουγιάμα για το περιβάλλον στο οποίο ανήκε, και για το ρόλο του την παραμονή του πολέμου, είναι ψύχραιμος και πληροφοριακός. Αποτελεί όμως μια άποψη «από τα μέσα» που συνιστά μια αποκαλυπτική οφθαλμαπάτη. Όλα συμβαίνουν λες και οι νεοσυντηρητικοί ήταν η βασική κατευθυντήρια δύναμη πίσω από την προέλαση στη Βαγδάτη, λες και η Αμερική θα επανέλθει στη σωστή πορεία αν οι ιδέες τους διορθωθούν.
Στην πραγματικότητα, το μέτωπο της κοινής γνώμης που πίεσε για την επίθεση στο Ιράκ ήταν πολύ ευρύτερο από μια μεμονωμένη ρεπουμπλικανική φατρία. Περιελάμβανε πολλούς φιλελεύθερους και Δημοκρατικούς. Άλλωστε, η πλέον λεπτομερής και πειστική επιχειρηματολογία για την επίθεση ενάντια στον Σαντάμ Χουσεΐν ανήκε στον Κέννεθ Πόλλακ (Kenneth Pollack), αξιωματούχο της κυβέρνησης Κλίντον. Η μακράν πιο πειστική θεωρητικοποίηση του προγράμματος για την αμερικανική στρατιωτική επέμβαση, προκειμένου να καταστραφούν τα καθεστώτα παρίες και να υποστηριχτούν τα ανθρώπινα δικαιώματα σε ολόκληρο τον κόσμο, παραμένει το έργο του Φίλιπ Μπόμπιτ (Philip Bobbitt), ανιψιού του Λύντον Τζόνσον, που κόσμησε τα ανώτερα κλιμάκια της εθνικής πολιτικής ασφαλείας στην κυβέρνηση Κλίντον. Μπροστά στις εννιακόσιες σελίδες του magnum opus του, Η ασπίδα του Αχιλλέα (The Shield of Achilles), ένα έργο απέραντης ιστορικής φιλοδοξίας που τελειώνει με μια σειρά δραματικών σεναρίων για τους επερχόμενους πολέμους, για τους οποίους η Αμερική πρέπει να προετοιμαστεί, οι συγγραφείς του περιοδικού The Weekly Standard ωχριούν (1) . Κανένας νεοσυντηρητικός δεν έχει παραγάγει τίποτα συγκρίσιμο. Ούτε σε καμιά περίπτωση έλειπαν οι θιασώτες στο φιλελεύθερο άκρο του φάσματος –τύπου Ιγκνάτιεφ και Μπέρμαν– (2) για μια αποστολή στη Μέση Ανατολή. Τίποτε το παράλογο δεν υπάρχει σε αυτό. Ο πόλεμος των Δημοκρατικών στα Βαλκάνια, που απεμπόλησε την εθνική κυριαρχία ως αναχρονισμό, αποτέλεσε το πρόσφορο έδαφος και τη δοκιμή για τον πόλεμο των Ρεπουμπλικάνων στη Μεσοποταμία – απλώς η γενοκτονία στο Κόσοβο δεν ήταν τόσο μεγαλοποιημένη όσο τα όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ. Οι επιχειρήσεις αυτές, που ο Φουκουγιάμα επιτρέπει στον εαυτό του –σε σπάνιες στιγμές παραδρομής– να αποκαλεί «αμερικανική υπερπόντια αυτοκρατορία», ήταν και εξακολουθούν να είναι διαχρονικά δικομματικές.
Στο ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο, επιπλέον, οι νεοσυντηρητικοί διανοούμενοι ήταν μόνο το ένα, και όχι το σημαντικότερο, στοιχείο στον αστερισμό που ώθησε την κυβέρνηση Μπους στο Ιράκ. Από τους έξι «Vulcans» (3) στην έγκυρη μελέτη του Τζέημς Μαν (James Mann) για το ποιος έστρωσε το δρόμο για τον πόλεμο, μόνο ο Πωλ Γούλφοβιτς –ο οποίος αρχικά ήταν Δημοκρατικός– αναφέρεται στην ανασκόπηση του Φουκουγιάμα. Καμιά από τις τρεις ηγετικές μορφές στο σχεδιασμό και την υπεράσπιση της επίθεσης, ο Ράμσφελντ, ο Τσέινυ και η Ράις, δεν είχαν ιδιαίτερα νεοσυντηρητικές πεποιθήσεις. Ο Φουκουγιάμα το γνωρίζει, αλλά δεν προσφέρει καμία εξήγηση, παρατηρώντας μόνο ότι «δεν ξέρουμε σε αυτό το σημείο την προέλευση των απόψεών τους». Και τι έχει να πει για τη δική του θέση στο γαλαξία που περιγράφει; Εδώ –πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι χαρακτηριστικό– αλλάζει την ιστορία. Σφυρίζοντας αδιάφορα, λέει ότι ενώ ήταν αρχικά «αρκετά πολεμοχαρής στην προοπτική του Ιράκ» την εποχή που δεν είχε προβλεφθεί καμιά εισβολή, όταν στη συνέχεια η επίθεση εξαπολύθηκε, ήταν αντίθετος.
Στο σημείο αυτό η μνήμη του τον έχει προδώσει. Τον Ιούνιο του 1997 ο Φουκουγιάμα ίδρυσε, από κοινού με τους Ράμσφελντ, Τσέινυ, Νταν Κουέυλ (Dan Quayle), Γούλφοβιτς, Σκούτερ Λίμπυ (Scooter Libby), Ζαλμάυ Χαλιλζάντ (Zalmay Khalilzad), Νόρμαν Πόντορετς (Norman Podhoretz), Έλλιοτ Έημπραμς (Elliott Abrams) και Τζεμπ Μπους, το Πρόγραμμα για τον Νέο Αμερικανικό Αιώνα, του οποίου η δήλωση αρχών ζητούσε «ρεηγκανική πολιτική στρατιωτικής ισχύος και ηθικής σαφήνειας», ώστε «να προωθηθεί ο στόχος της πολιτικής και οικονομικής ελευθερίας στο εξωτερικό». Τον Ιανουάριο του 1998 ήταν ένας από τους δεκαοκτώ του Προγράμματος που υπέγραψαν ανοικτή επιστολή προς τον Κλίντον και κόπτονταν για το αναγκαίο της «πρόθυμης ανάληψης στρατιωτικής δράσης» προκειμένου να εξασφαλιστεί «η εκδίωξη του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν από την εξουσία», δηλώνοντας ότι «οι ΗΠΑ έχουν την εξουσία βάσει των υπαρχόντων ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα» και να πράξουν αναλόγως. Τέσσερις μήνες αργότερα, ήταν μεταξύ εκείνων που κατήγγειλαν την έλλειψη τέτοιας δράσης ως «συνθηκολόγηση με τον Σαντάμ» και ως «ανυπολόγιστο πλήγμα στην αμερικανική ηγεσία και αξιοπιστία», λέγοντας ρητά τι μέτρα απαιτούνταν ενάντια στο καθεστώς Μπάαθ: «Πρέπει να βοηθήσουμε την εγκαθίδρυση και την υποστήριξη (με οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά μέσα) μιας προσωρινής, αντιπροσωπευτικής και ελεύθερης κυβέρνησης» στις «απελευθερωμένες περιοχές στο Βόρειο και Νότιο Ιράκ» υπό την προστασία «των ΗΠΑ και της συμμαχικής στρατιωτικής δύναμης». Με άλλα λόγια: Μια εισβολή για να εγκαθιδρυθεί το καθεστώς Τσαλαμπί στη Βασόρα ή τη Νατζάφ, και για να ανατραπεί ο Σαντάμ από αυτή τη βάση.
Υπό την κυβέρνηση Μπους, το Πρόγραμμα –οι τάξεις του απαρτίζονται πια από ισχυρά πρόσωπα, όπως οι παλαίμαχοι Δημοκρατικοί Στήβεν Σόλαρζ (Stephen Solarz) και Μάρσαλ Ουίτμαν (Marshall Wittmann) που βρίσκονται τώρα στο Συμβούλιο Αρχηγίας των Δημοκρατικών– (4) επανέφερε την ιδέα της επίθεσης, και ο Φουκουγιάμα επέστρεψε στις επάλξεις πιέζοντας για μια επίθεση στο Ιράκ. Στις 20 Σεπτεμβρίου 2001, κάτι παραπάνω από μια εβδομάδα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, πρόσθεσε την υπογραφή του σε μια ρητή απαίτηση για πόλεμο, που παρέβλεπε οτιδήποτε είχε να κάνει με διασυνδέσεις με την Αλ Κάιντα και δεν έκανε καν τον κόπο να επισείσει την απειλή των όπλων μαζικής καταστροφής:
«Μπορεί η ιρακινή κυβέρνηση να παρείχε κάποια συνδρομή στην πρόσφατη επίθεση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά ακόμα και αν τα στοιχεία δεν συνδέουν άμεσα το Ιράκ με την επίθεση, οποιαδήποτε στρατηγική στοχεύει στην εξόντωση της τρομοκρατίας και των υποκινητών της πρέπει να περιλαμβάνει μια αποφασιστική προσπάθεια για την απομάκρυνση του Σαντάμ Χουσεΐν από την εξουσία στο Ιράκ. Η αποτυχία ανάληψης μιας τέτοιας προσπάθειας θα αποτελέσει μια πρόωρη και ίσως αποφασιστική υποχώρηση στον πόλεμο ενάντια στη διεθνή τρομοκρατία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επομένως να παράσχουν πλήρη στρατιωτική και οικονομική αρωγή στην ιρακινή αντιπολίτευση. Η αμερικανική στρατιωτική δύναμη πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να δημιουργήσει μια “ασφαλή ζώνη” στο Ιράκ, στην οποία η αντιπολίτευση να μπορεί να λειτουργήσει. Και οι αμερικανικές δυνάμεις πρέπει να είναι προετοιμασμένες να υποστηρίξουν τη δέσμευσή μας απέναντι στην ιρακινή αντιπολίτευση με όλα τα απαραίτητα μέσα.»
Για καλό και για κακό, οι υπογράφοντες πρόσθεσαν ότι «οποιοσδήποτε πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία πρέπει να στοχεύει τη Χεζμπολάχ» και να προετοιμάζεται για «κατάλληλα αντίποινα» ενάντια στη Συρία, στο Ιράν και στους υποστηρικτές τους.
Δεν υπενθυμίζουμε αυτή την καμπάνια για αίμα και ατσάλι στη Μέση Ανατολή προκειμένου να ενοχοποιήσουμε τον Φουκουγιάμα αποκλειστικά. Ούτως ή άλλως το Κογκρέσο θα έδινε το πράσινο φως για τον πόλεμο στο Ιράκ, ουσιαστικά με απόλυτη δικομματική ομοφωνία. Ωστόσο, η εμπλοκή του Φουκουγιάμα, βαθύτερη στην περίπτωση της Βαγδάτης απ’ ό,τι θα ήθελε τώρα να πιστέψουμε, εγείρει ένα σημαντικό ερώτημα: Γιατί, ενώ αρχικά είχε δεσμευτεί τόσο πολύ απέναντι στην περιπέτεια του Ιράκ, αργότερα διέκοψε έτσι απότομα τις σχέσεις με τους πρώην πνευματικούς συμμάχους του; Οι καταστροφές της κατοχής είναι, φυσικά, ο προφανέστερος λόγος – όλα τα πλάσματα, μεγάλα και μικρά, εγκαταλείπουν τη βάρκα που μπάζει νερά. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο ο Φουκουγιάμα άλλαξε γνώμη. Ισχυρίζεται ότι είχε πάψει να πιστεύει στην εισβολή πριν αρχίσει ο πόλεμος, και δεν υπάρχει κανένας λόγος να το αμφισβητήσουμε. Επιπλέον, η απομυθοποίηση, λόγω της έλλειψης επιτυχίας στην πράξη, μιας επιχείρησης που θεωρούνταν σε γενικές γραμμές αξιέπαινη, είναι μάλλον κοινή μεταξύ των συντηρητικών, χωρίς όμως να οδηγεί στο είδος της ιστορικής κριτικής και της αποστασιοποίησης την οποία έχει υιοθετήσει ο Φουκουγιάμα. Θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η επιχείρηση Ιρακινή Ελευθερία έχει πάει στραβά, ή ακόμα και εξετάζοντάς την αναδρομικά ότι ήταν από την αρχή λάθος, χωρίς να γραφτεί η νεκρολογία για το νεοσυντηρητισμό. Τι απομάκρυνε ξαφνικά τον Φουκουγιάμα από τους πνευματικούς συντρόφους του;
Δύο είναι οι διασπαστικοί παράγοντες που μπορούν να συναχθούν από την Αμερική στο σταυροδρόμι και το δοκίμιο «Η στιγμή των νεοσυντηρητικών» («The Neoconservative Moment») στο Public Interest που προηγήθηκε. Ο Φουκουγιάμα δεν ασπαζόταν στον ίδιο βαθμό με τους Εβραίους συναδέλφους του τη δέσμευση απέναντι στο Ισραήλ. Στο Public Interest παραπονέθηκε όχι ακριβώς επειδή οι αμερικανικοί στόχοι στη Μέση Ανατολή υποτάσσονται στους ισραηλινούς, αλλά περισσότερο επειδή πάρα πολλοί σύντροφοί του συμμερίζονται την ισραηλινή θεώρηση του αραβικού κόσμου. Η απειλή της ένοπλης επέμβασης στην περιοχή ίσως να φαίνεται λογική για το Τελ Αβίβ, παρατήρησε, τα πράγματα όμως δεν είναι απαραιτήτως έτσι και για την Ουάσιγκτον. Η κριτική του ήταν αρκετά διακριτική, αλλά η απάντηση που πήρε οργισμένη. Ο Τσαρλς Κραουτχάμμερ (Charles Krauthammer) χρέωσε τον Φουκουγιάμα με την επινόηση ενός «νέου τρόπου εξιουδαϊσμού του νεοσυντηρητισμού», λιγότερο ανεπεξέργαστου από τις συκοφαντίες του Πατ Μπιουκάναν (Pat Buchanan) και του Μαλαισιανού πρώην πρωθυπουργού Μαχατίρ Μπιν Μοχάμαντ, αλλά εξίσου γελοίου – οδηγώντας τον Φουκουγιάμα στη συνέχεια να εναντιωθεί στις κατηγορίες για αντισημιτισμό. Προφανώς καμένος από αυτόν το διαπληκτισμό, και ενήμερος για τη γενικότερη ευαισθησία του θέματος, ο Φουκουγιάμα δεν επανέρχεται στην Αμερική στο σταυροδρόμι, εξηγώντας ότι η νοοτροπία που είχε επικρίνει, «ενώ υπάρχει όντως σε ορισμένα άτομα, δεν μπορεί να αποδοθεί ευρύτερα στους νεοσυντηρητικούς», προσφέροντας τον κλάδο ελαίας της καθολικής υποστήριξης των κυβερνητικών πολιτικών για την Παλαιστίνη. Πίσω από την τυπική ευγένεια, είναι αμφισβητήσιμο κατά πόσο οι επιφυλάξεις του έχουν εξαφανιστεί.
Ένας άλλος λόγος, εντούτοις, υπήρξε αναμφισβήτητα σημαντικότερος. Ένα ταξίδι στην Ευρώπη το καλοκαίρι του 2003, όπως έχει εξηγήσει ο Φουκουγιάμα, του άνοιξε τα μάτια για το φόβο που αισθάνονταν πολλοί, ακόμα και από τους πλέον αφοσιωμένους θαυμαστές της Αμερικής, απέναντι στη μονομέρεια της προεδρίας Μπους. Η απογοήτευση που εκφράστηκε από έναν τέτοιο στυλοβάτη του ατλαντισμού, όπως ο συντάκτης της Financial Times, οδήγησε σε προβληματισμό. Αξίζει πραγματικά τον κόπο μια εξωτερική πολιτική που θα αποξένωνε τους πιο στενούς συμμάχους μας; Αντίθετα από το Ισραήλ, το οποίο μετά την αρχική αποκήρυξη του Φουκουγιάμα μόλις και μετά βίας εμφανίζεται στην Αμερική στο σταυροδρόμι, η Ευρώπη παρουσιάζεται σε όλη της τη διάσταση. Ο Φουκουγιάμα κρούει τον ύστατο κώδωνα για τις αντιδράσεις στην κυβέρνηση Μπους. Η ρωγμή που προκλήθηκε από τον πόλεμο στο Ιράκ δεν είναι μια τυχαία φιλονικία, όπως θεωρεί. Πρόκειται για μια «δομική μεταστροφή» στη δυτική συμμαχία. Με εκατομμύρια ανθρώπους στους δρόμους, «η Ευρώπη δεν είχε ποτέ πριν εμφανιστεί τόσο αυθόρμητα ενωμένη γύρω από ένα θέμα, γι’ αυτό και ο πρώην Γάλλος υπουργός Οικονομικών Στρως-Καν αποκάλεσε τις διαδηλώσεις “γέννηση του ευρωπαϊκού έθνους”». Ο αντιαμερικανισμός αφηνιάζει πέρα από τον Ατλαντικό και θέτει σε κίνδυνο την ενότητα της Δύσης.
Αναδημοσίευση από το Monthly Review Μετάφραση: Κατερίνα Λαμπρινού. Αρχική Δημοσίευση, The Nation, 24-4-2006.
Διαβάστε ακόμα Ο Φουκουγιάμα ψήφισε Ομπάμα, του Βασίλη Βενιζέλου, στην Αυγή