Τον περασμένο χρόνο διοργανώθηκαν δύο παγκόσμια πρωταθλήματα ποδοσφαίρου. Ενα για τους αθλητές με σάρκα και οστά. Το άλλο, ταυτόχρονα, για τα ρομπότ. Οι ομάδες των ανθρωποειδών διεκδίκησαν το RoboCup 2002, στην ιαπωνική πόλη Φουκουόκα, απέναντι από τις ακτές της Κορέας. (1)
Τα τουρνουά των ρομπότ διοργανώνονται κάθε χρόνο και σε διαφορετική πόλη. Οι διοργανωτές ελπίζουν να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν σε λίγο καιρό τις καλύτερες ανθρώπινες ομάδες. Έτσι κι αλλιώς, ένας υπολογιστής νίκησε τον πρωταθλητή Γκάρι Κασπάροφ στο σκάκι, υποστηρίζουν. Φαντάζονται ότι μηχανοκίνητοι αθλητές μπορούν να καταφέρουν το ίδιο κατόρθωμα μέσα στο γήπεδο.
Τα ρομπότ, που προγραμματίζονται από μηχανικούς, είναι δυνατά στην άμυνα και γρήγορα και με καλό σκορ στην επίθεση. Δεν κουράζονται και δεν παραπονιούνται ποτέ. Κανένα ρομπότ δεν έπεσε νεκρό στο γήπεδο. Και δεν καθυστερούν πολύ με την μπάλα: εκτελούν αδιαμαρτύρητα στις εντολές του προπονητή και ούτε για μια στιγμή δεν διανοούνται να πιστέψουν ότι οι παίκτες «παίζουν».
Ποιο είναι το πιο δημοφιλές όνειρο για τα αφεντικά, τους τεχνοκράτες, τους γραφειοκράτες και τους ιδεολόγους της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας; Σ’ αυτό το όνειρο, που πλησιάζει όλο και περισσότερο την πραγματικότητα, οι παίκτες μιμούνται τα ρομπότ.
Θλιβερό σημάδι των καιρών, ο 21ος αιώνας αγιοποιεί τη μετριότητα στο όνομα της αποτελεσματικότητας και θυσιάζει την ελευθερία στο βωμό της επιτυχίας. «Δεν κερδίζουμε επειδή έχουμε αξία, έχουμε αξία επειδή κερδίζουμε», διαπίστωνε, χρόνια πριν, ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Δεν αναφερόταν στο ποδόσφαιρο αλλά είναι σαν να το έκανε.
Απαγορεύεται να χάνεις χρόνο, απαγορεύεται να χάνεις. Το παιχνίδι είναι πια μια δουλειά, υπακούει στους νόμους του κέρδους, έχει σταματήσει να είναι διασκέδαση. Κάθε μέρα που περνά, όπως και όλα τα υπόλοιπα, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο καθορίζεται από την ΕΕΟ (Ενωση των Εχθρών της Ομορφιάς), μια ισχυρή οργάνωση που παρ’ όλη την ανυπαρξία της διευθύνει τα πάντα.
Ο Ιγνάσιο Σαλβατιέρα, διαιτητής που έχει μείνει άδικα άγνωστος, αξίζει να ανακηρυχθεί άγιος. Υπήρξε μάρτυρας της αληθινής πίστης. Πριν από επτά χρόνια, ξόρκισε το δαίμονα της φαντασίας στην πόλη Τρινιντάντ της Βολιβίας. Ο διαιτητής Σαλβατιέρα απέβαλε από το γήπεδο τον παίκτη Αμπελ Βάκα Σοσέντο. Του έδειξε κόκκινη κάρτα: «Για να μάθει να παίρνει στα σοβαρά το ποδόσφαιρο». Ο Βάκα Σοσέντο διέπραξε ένα ασυγχώρητο... γκολ. Απέφυγε την αντίπαλη ομάδα με ντρίμπλες, προσποιήσεις, πάσες και σέντρες που έπιανε ο ίδιος, περάσματα μέσα από τα πόδια των αντιπάλων του και άλλα ζογκλερικά, και έδωσε τέλος στο όργιο αυτό με την πλάτη στα δίχτυα, καρφώνοντας την μπάλα στη γωνία του τέρματος με τον πισινό του!
Υπακοή, ταχύτητα, δύναμη και όχι πρωτοτυπίες: αυτό είναι το πρότυπο που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση. Κατασκευάζουν μαζικά ένα ποδόσφαιρο που είναι πιο κρύο και από παγόβουνο. Και πιο αμείλικτο από αλεστική μηχανή.
Έξι χρόνια στο γήπεδο
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε το «France Football», ο ενεργός χρόνος των επαγγελματιών παικτών μειώθηκε στο μισό τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ήταν δώδεκα χρόνια ενώ σήμερα είναι έξι. Οι εργάτες του ποδοσφαίρου είναι όλο και περισσότερο ανταγωνιστικοί αλλά αντέχουν όλο και λιγότερο. Για να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις του ρυθμού δουλειάς, πολλοί από αυτούς δεν έχουν άλλη λύση από το να προσφύγουν στη χημεία. Οι ενέσεις και τα χάπια επιταχύνουν τη φθορά τους, τα ναρκωτικά έχουν χίλια ονόματα αλλά όλα γεννιούνται από την υποχρέωση να κερδίσεις, και θα έπρεπε να τα ονομάζουμε «επιτυχίνη».
Δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν από τον Σεπ Μπλάτερ, (2) οι αθλητές συμμετείχαν σε αγώνες, γυμνοί και χωρίς κανένα διαφημιστικό τατουάζ στο κορμί τους. Οι Έλληνες, χωρισμένοι σε πολλές πόλεις-κράτη, που η καθεμία είχε τους δικούς της νόμους και στρατό, συγκεντρώνονταν με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων. Με τον αθλητισμό, οι διασκορπισμένες φυλές δήλωναν: «Είμαστε Έλληνες». Σαν να απάγγειλαν με το κορμί τους στίχους από την Ιλιάδα, θεμέλιο της εθνικής τους συνείδησης.
Πολύ αργότερα, στη διάρκεια ενός μεγάλου μέρους του 20ού αιώνα, το ποδόσφαιρο ήταν το άθλημα που εξέφρασε καλύτερα και επιβεβαίωσε με τον πιο καθαρό τρόπο την εθνική ταυτότητα. Οι διαφορετικοί τρόποι παιξίματος αποκαλύπτουν και δοξάζουν τους διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης.
Όμως η διαφορετικότητα του κόσμου υποκύπτει σιγά σιγά στην υποχρεωτική ομογενοποίηση. Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, που η τηλεόραση μετέτρεψε σε ιδιαίτερα κερδοφόρο μαζικό θέαμα, επιβάλλει ένα και μοναδικό μοντέλο. Σβήνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως γίνεται μερικές φορές με κάποια πρόσωπα που μεταμορφώνονται σε πανομοιότυπες μάσκες, μετά από διαδοχικές επεμβάσεις χειρουργικής αισθητικής.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα οφείλεται στην πρόοδο. Όμως ο ιστορικός Αρνολντ Τόινμπι διέσχισε πολλά παρελθόντα πριν διαπιστώσει ότι «το μονιμότερο χαρακτηριστικό των πολιτισμών σε παρακμή είναι η τάση τους για τυποποίηση και ομοιογένεια».
Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο λειτουργεί όπως η δικτατορία. Οι παίκτες δεν μπορούν να ανοίξουν το στόμα τους στο δεσποτικό βασίλειο των αρχόντων της μπάλας, οι οποίοι από το κάστρο της FIFA, εξουσιάζουν και ληστεύουν. Η απόλυτη εξουσία δικαιολογείται από τη συνήθεια: είναι αυτό γιατί πρέπει να είναι έτσι, και είναι έτσι γιατί πρέπει να είναι αυτό.
Ήταν όμως πάντα έτσι; Θα πρέπει να θυμηθούμε το πείραμα στη Βραζιλία, πριν από είκοσι χρόνια, την εποχή της στρατιωτικής δικτατορίας. Οι παίκτες κατάφεραν να αρπάξουν την προεδρία της ομάδας «Κορίνθιανς», μία από τις ισχυρότερες στη χώρα, και άσκησαν την εξουσία το 1982 και το 1983. Ασυνήθιστο και πρωτόγνωρο: οι παίκτες αποφάσιζαν για τα πάντα, με πλειοψηφία μεταξύ τους. Συζητούσαν και ψήφιζαν δημοκρατικά για τη μέθοδο της προπόνησης, το σύστημα του παιχνιδιού, τη διαχείριση των χρημάτων και τα υπόλοιπα. Στις φανέλες τους είχαν γράψει «Democracia Corinthiana».
Κάποιοι διασκεδάζουν
Μέσα σε δύο χρόνια, οι εκδιωγμένοι άρχοντες ξαναπήραν τα ηνία και σταμάτησαν τα πάντα. Όσο, όμως, διήρκεσε η δημοκρατία, η «Κορίνθιανς», με τη διαχείριση των παικτών, προσέφερε το πιο τολμηρό και φαντασμαγορικό ποδόσφαιρο όλης της χώρας, έφερε το μεγαλύτερο πλήθος στα γήπεδα και κέρδισε δύο φορές το πρωτάθλημα.
Τα κατορθώματά τους και η δεξιοτεχνία τους εξηγούνται από τη χρήση ναρκωτικού. Ενός ναρκωτικού που το επαγγελματικό ποδόσφαιρο δεν μπορεί να αποκτήσει: το μαγικό φίλτρο που δεν έχει τιμή και που ονομάζεται ενθουσιασμός. Στη γλώσσα της αρχαίας Ελλάδας, ενθουσιασμός σημαίνει «να έχεις τους θεούς μέσα σου».
Όπως όλοι γνωρίζουμε, πέρσι στο Τόκιο η Βραζιλία κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο έχοντας αντίπαλο τη Γερμανία. Την ίδια στιγμή, μακριά από την Ιαπωνία και χωρίς κανείς να το έχει παρατηρήσει, παιζόταν ένας άλλος τελικός. Διοργανώθηκε στην κορυφή των Ιμαλαΐων. Δύο από τις χειρότερες εθνικές ομάδες, η τελευταία και η προτελευταία της παγκόσμιας κατάταξης, έπαιζαν αντίπαλες: το βασίλειο του Μπουτάν ενάντια στη νήσο Μονσερά της Καραϊβικής.
Το τρόπαιο του παιχνιδιού ήταν ένα μεγάλο επάργυρο κύπελλο που περίμενε τους νικητές στην άκρη του γηπέδου. Οι παίκτες, όλοι ανώνυμοι, χωρίς κανέναν σταρ ανάμεσά τους, διασκέδαζαν σαν τρελοί. Η μόνη τους υποχρέωση ήταν να ψυχαγωγηθούν όσο γίνεται περισσότερο. Και όταν ο αγώνας τελείωσε, το κύπελλο, που ήταν χωρισμένο σε δύο μισά κολλημένα μεταξύ τους, διαχωρίστηκε και μοιράστηκε στις δύο ομάδες.
Το Μπουτάν είχε κερδίσει και το Μονσερά είχε χάσει. Όμως αυτή η λεπτομέρεια δεν είχε την παραμικρή σημασία.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»