el | fr | en | +
Accéder au menu

Η φωνή του χρόνου

Από χώρα σε χώρα, από εποχή σε εποχή, ο Γκαλεάνο σκιαγραφεί τα κακώς κείμενα, με γλώσσα αμείλικτα σκληρή. Μια ιστορία από τη χώρα μας, θα είχε σίγουρα τη θέση της ανάμεσα στις άλλες. Δημοσιογράφος και ποιητής, παραμυθάς και ιστορικός, καταγράφει τις –συχνά κωμικές- σκηνές ενός ξεχασμένου παρόντος και μας θυμίζει ότι, μερικές φορές, μια εξαιρετικά σύντομη ιστορία μάς λέει πολύ περισσότερα πράγματα απ’ όσα μια μακροσκελής ανάλυση. Το κείμενο είναι ένα απόσπασμα από το έργο του «Bocas del tiempo», το οποίο εκδόθηκε στη γαλλική γλώσσα με τον τίτλο «Les Voix du temps», Lux, Μόντρεαλ, 2011.

Ο ήλιος

Κάπου στην Πενσιλβάνια, η Αν Μάρεκ εργάζεται ως βοηθός του ήλιου.

Απ’ όσο μπορεί να θυμηθεί τον εαυτό της, ανέκαθεν είχε αυτό το πόστο. Κάθε πρωί, η Αν σηκώνει τα χέρια της και σπρώχνει τον ήλιο για να ξεπροβάλει στον ουρανό• και κάθε βράδυ, κατεβάζει τα χέρια της για να τον στείλει να κοιμηθεί πίσω από τον ορίζοντα.

Εδώ και μισόν αιώνα, τη θεωρούν τρελή. Όλο αυτό το διάστημα, η Αν πέρασε από διάφορα ψυχιατρικά άσυλα και πλήθος ψυχίατρων προσπάθησε να τη θεραπεύσει δίνοντάς της να καταπιεί τεράστιες ποσότητες χαπιών.

Ποτέ δεν έγινε δυνατόν να τη θεραπεύσουν.

Ευτυχώς.

Ο υποδειγματικός τραπεζίτης

Ο Τζον Πιέρποντ Μόργκαν ήταν ιδιοκτήτης της ισχυρότερης τράπεζας σε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς και ογδόντα οκτώ άλλων επιχειρήσεων.

Καθώς, δε, ήταν εξαιρετικά πολυάσχολος άνθρωπος, είχε ξεχάσει να πληρώσει τους φόρους του. Δεν είχε υποβάλει φορολογική δήλωση επί τρία χρόνια, από τότε που ξέσπασε η κρίση του 1929.

Το νέο προκάλεσε την οργή του πλήθους που είχε καταστραφεί από το κραχ της Γουόλ Στριτ. Το σκάνδαλο συγκλόνισε τη χώρα.

Για να απαλλαγεί από την εικόνα του αρπακτικού τραπεζίτη, ο επιχειρηματίας ζήτησε τη βοήθεια του υπεύθυνου των δημοσίων σχέσεων του τσίρκου Ringling Brothers.

Ο ειδικός τον συμβούλεψε να προσλάβει τη Λία Γκραφ, ένα πραγματικό φαινόμενο της φύσης, μια τριαντάχρονη γυναίκα ύψους εξήντα οκτώ εκατοστών, αλλά με πρόσωπο και σώμα που δεν θύμιζε διόλου γυναίκα νάνο.

Έτσι, οργανώθηκε μια μεγάλη διαφημιστική εκστρατεία• το αποκορύφωμά της ήταν μια φωτογραφία, η οποία παρουσίαζε τον τραπεζίτη να κάθεται σε έναν θρόνο με ύφος καλού οικογενειάρχη, έχοντας στα γόνατά του αυτήν τη γυναικεία μινιατούρα. Η ιδέα που επιθυμούσε να προβάλει αυτή η εκστρατεία ήταν ότι η χρηματοοικονομική εξουσία προστάτευε τον λαό από τις συνέπειες της κρίσης.

Η διαφημιστική εκστρατεία υπήρξε μια αποτυχία.

Μάθημα ιατρικής

Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στους ασθενείς του πανεπιστημιακού νοσοκομείου του Μπουένος Άιρες, ο Ρουμπέν Ομάρ Σόσα μελέτησε την περίπτωση της Μαξιμιλιάνα: επρόκειτο για το σημαντικότερο μάθημα που έλαβε κατά τη διάρκεια των σπουδών του.

Ο καθηγητής περιέγραψε ως εξής την κατάσταση: η δόνα Μαξιμιλιάνα, εξαντλημένη καθώς πέρασε μια ολόκληρη ζωή δίχως Κυριακές, είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο πριν από λίγο καιρό και, κάθε μέρα, ζητούσε το ίδιο ακριβώς πράγμα:

 Σας παρακαλώ γιατρέ, μπορείτε να πάρετε τον σφυγμό μου;

Ο ειδικευόμενος γιατρός πίεζε ελαφρά τον καρπό της με τα δάχτυλά του και στη συνέχεια έλεγε:

 Είναι πολύ καλός. Εβδομήντα οκτώ. Τέλειος.

 Α, ευχαριστώ γιατρέ. Και τώρα, σας παρακαλώ, μήπως θα μπορούσατε να πάρετε τον σφυγμό μου;

Κι ο γιατρός ξανάπαιρνε τον σφυγμό της και της εξηγούσε και πάλι ότι όλα πήγαιναν καλά, ότι δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερος.

Αυτή η σκηνή επαναλαμβανόταν καθημερινά. Κάθε φορά που περνούσε κοντά από το δωμάτιο της δόνας Μαξιμιλιάνα, εκείνη τον φώναζε με τη βραχνή φωνούλα της και του έτεινε το λεπτό σαν κλαδάκι χέρι της, ξανά και ξανά.

Κι αυτός υπάκουε, γιατί ο καλός γιατρός οφείλει να είναι υπομονετικός με τους ασθενείς του, αλλά μέσα του σκεφτόταν: Αυτή η γριά μου σπάει τα νεύρα, θα πρέπει να της έχει λασκάρει καμιά βίδα.

Μονάχα πολλά χρόνια αργότερα κατάλαβε ότι ζητούσε απλούστατα να την αγγίξει ένας άνθρωπος.

Οι λέξεις

Μέσα στη ζούγκλα του Παρανά, ένας φορτηγατζής μου συνέστησε να είμαι πολύ προσεκτικός:

 Προσοχή στους Άγριους. Στα περίχωρα υπάρχουν ακόμα μερικοί που κυκλοφορούν ελεύθεροι. Ευτυχώς όχι για πολύ ακόμα. Άρχισαν να τους μαντρώνουν σε ζωολογικούς κήπους.

Μου μιλούσε στα ισπανικά. Ωστόσο, στην καθημερινή του ζωή δεν μιλούσε αυτήν τη γλώσσα. Η μητρική του γλώσσα ήταν τα γκουαράνι, η γλώσσα αυτών ακριβώς των Αγρίων που φοβόταν και περιφρονούσε.

Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, στην Παραγουάη μιλάνε τη γλώσσα των ηττημένων.

Πράγμα ακόμα πιο περίεργο, οι ηττημένοι πιστεύουν, συνεχίζουν να πιστεύουν, ότι οι λέξεις είναι ιερές. Οι λέξεις που ψεύδονται προσβάλλουν αυτό που ονοματίζουν, ενώ αντίθετα, εκείνες που λένε την αλήθεια αποκαλύπτουν την ψυχή των πραγμάτων. Οι ηττημένοι υποστηρίζουν ότι η ψυχή κείτεται μέσα στις λέξεις με τις οποίες περιγράφεται. Εάν σου δώσω τις λέξεις μου, δίνομαι. Η γλώσσα δεν είναι ένας σκουπιδότοπος.

Η παγκόσμια αγορά

Δέντρα με χρώμα κανελί, καρποί χρυσαφένιοι.

Σκουρόχρωμα χέρια, στις αποχρώσεις του ακαζού, τυλίγουν τους λευκούς σπόρους αυτών των καρπών μέσα σε μεγάλα πράσινα φύλλα.

Οι σπόροι υφίστανται ζύμωση κάτω από την κάψα του ήλιου. Κι ύστερα καθαρίζονται κι απλώνονται στον ήλιο που τους στεγνώνει και τους δίνει ένα μπρούτζινο χρώμα.

Τότε, το κακάο ξεκινάει το ταξίδι του πάνω στη γαλάζια θάλασσα. Μέχρι να φτάσει από τα χέρια που το καλλιεργούν ώς τα στόματα που θα το φάνε, το κακάο υφίσταται επεξεργασία στα εργοστάσια της Cadbury, της Mars, της Nestlé ή της Hershey’s και στη συνέχεια πωλείται στα σουπερμάρκετ ολόκληρου του πλανήτη: για κάθε δολάριο που πληρώνει ο καταναλωτής, στα χωριά όπου παράγεται το κακάο φτάνουν 3,5 σεντς.

Ο Ρίτσαρντ Σουίφτ, Καναδός δημοσιογράφος από το Τορόντο, επισκέφθηκε ένα από αυτά τα χωριά στην Γκάνα.

Περιηγήθηκε στις φυτείες.

Όταν κάποια στιγμή κάθισε να ξαποστάσει, έβγαλε από την τσέπη του ένα πακέτο σοκολάτα. Πριν καν προλάβει να δαγκώσει το πρώτο κομμάτι, μαζεύτηκε γύρω του ένα πλήθος παιδιών, γεμάτα περιέργεια.

Ποτέ τους δεν είχαν δοκιμάσει τέτοιο πράγμα. Τους έδωσε τη σοκολάτα και τους άρεσε πολύ.

Η γέννηση

Στο δημόσιο νοσοκομείο που βρίσκεται στην πιο εύπορη γειτονιά του Ρίο ντε Τζανέιρο, περιθάλπονταν καθημερινά περίπου χίλιοι ασθενείς. Όλοι τους φτωχοί ή πάμφτωχοι.

Ένας γιατρός που έκανε εφημερία διηγήθηκε την εξής ιστορία στον Χουάν Μπεντουάν:

  Την περασμένη εβδομάδα αναγκάστηκα να διαλέξω ανάμεσα σε δύο νεογέννητα κοριτσάκια. Εδώ έχουμε μονάχα ένα μηχάνημα αναπνευστικής υποβοήθησης. Έφτασαν στο τμήμα μου την ίδια στιγμή, ετοιμοθάνατες. Χρειάστηκε να αποφασίσω ποια από τις δύο θα ζούσε.

Δεν είναι δική μου δουλειά να αποφασίσω, σκέφτηκα στην αρχή, ας αποφασίσει ο Θεός.

Όμως ο Θεός σιωπούσε, ούτε μια λέξη.

Όποια απόφαση κι αν έπαιρνα, θα διέπραττα έγκλημα.

Κι αν δεν έκανα τίποτα, θα διέπραττα δύο εγκλήματα.

Δεν είχα άλλα περιθώρια να καθυστερήσω: οι μικρούλες είχαν φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου, είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν αυτόν τον κόσμο.

Έκλεισα τα μάτια. Η μια καταδικάστηκε να πεθάνει, η άλλη καταδικάστηκε να ζήσει.

Εργατικό δυναμικό

Ο Μοχάμεντ Ασράφ δεν πηγαίνει σχολείο.

Από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου, κόβει και τρυπάει κομμάτια δέρμα, και τα ράβει φτιάχνοντας μπάλες ποδοσφαίρου που φεύγουν από το πακιστανικό χωριό του Ουμαρκότ και κυλάνε στα γήπεδα ολόκληρου του κόσμου.

Ο Μοχάμεντ είναι 11 χρόνων και κάνει αυτή τη δουλειά από τότε που ήταν 5.

Αν ήξερε να διαβάζει κι ήξερε και αγγλικά, θα μπορούσε να καταλάβει τι γράφει η ετικέτα που κολλάει πάνω σε καθένα από τα έργα των χεριών του: «Αυτή η μπάλα δεν παρήχθη με παιδική εργασία».

Κόντρα στο ρεύμα

Οι ιδέες της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Marcha» είχαν μια κάποια συγγένεια με το κόκκινο χρώμα, αλλά τα οικονομικά της βρίσκονταν για τα καλά στο κόκκινο. Στην εφημερίδα, σπάνια έβλεπε κανείς χαρούμενο τον Ούγκο Αλφάρο, ο οποίος, εκτός από τα δημοσιογραφικά του καθήκοντα, ήταν επιφορτισμένος και με τα διαχειριστικά ζητήματα και την πραγματικά ανθυγιεινή δουλειά της πληρωμής των λογαριασμών:

 Αυτό είναι! Έχουμε λεφτά για να πληρώσουμε το επόμενο φύλλο!

Βρέθηκαν διαφημίσεις! Σε ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία του ανεξάρτητου Τύπου, παρόμοιο γεγονός θεωρείται απόδειξη ότι υπάρχει Θεός, και γιορτάζεται δεόντως.

Αντίθετα, ο Κάρλος Κουιζάνο, ο διευθυντής της εφημερίδας, χλόμιαζε: επρόκειτο για το χειρότερο δυνατό γεγονός που μπορούσε ένα φανταστεί. Αφού υπήρχε διαφήμιση, θα έπρεπε να της αφιερώσει μία ή και περισσότερες σελίδες. Γι’ αυτόν, ακόμα και η μικρότερη γωνιά της κάθε σελίδας αποτελούσε έναν χώρο ιερό, με τεράστια σημασία! Προοριζόταν για την αμφισβήτηση των βεβαιοτήτων, για να πέσουν οι μάσκες, για να γκρεμιστεί η σφηκοφωλιά και για να γίνει μια προσπάθεια έτσι ώστε το αύριο να μην είναι συνώνυμο του σήμερα.

Η στρατιωτική δικτατορία που ενέσκηψε στην Ουρουγουάη έθεσε τέλος στην τριαντατετράχρονη ύπαρξη της «Marcha», όπως επίσης και σε κάμποσες άλλες παρόμοιες τρέλες.

Η φυλακή

Το 1984, ο Λουίς Νίνιο, εκπροσωπώντας μια οργάνωση για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, επιθεώρησε τη φυλακή του Λουρινγκάτσο στη Λίμα του Περού.

Βυθίστηκε μέσα σε αυτό το πλήθος της μοναξιάς που είχε στοιβαχθεί ανάμεσα στους τοίχους της και προσπάθησε, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στους γυμνούς ή στους κουρελήδες κρατούμενους.

Στη συνέχεια, ζήτησε να μιλήσει με τον διευθυντή της φυλακής. Καθώς αυτός απουσίαζε, έγινε δεκτός από τον αρχίατρο που διηύθυνε το ιατρείο της φυλακής.

Του εξήγησε ότι είχε δει κρατούμενους να χαροπαλεύουν, να φτύνουν αίμα, να ψήνονται στον πυρετό, να έχουν το σώμα τους καλυμμένο από κακοφορμισμένες πληγές, αλλά δεν είχε δει κοντά τους ούτε έναν γιατρό. Ο αρχίατρος του εξήγησε:

  Εμείς οι γιατροί παρεμβαίνουμε μονάχα όταν μας καλέσουν οι νοσοκόμοι.
  Και πού είναι οι νοσοκόμοι;
  Στον προϋπολογισμό μας δεν έχει προβλεφθεί κονδύλι για την πρόσληψη νοσοκόμων.

Ο κλέψας του κλέψαντος

Στη Λατινική Αμερική, τα δικτατορικά καθεστώτα έκαιγαν τα ανατρεπτικά βιβλία. Στις σημερινές δημοκρατίες, αυτό που καίνε είναι τα λογιστικά βιβλία. Οι στρατιωτικές δικτατορίες εξαφάνιζαν τους ανθρώπους, μετατρέποντάς τους σε αγνοούμενους. Οι οικονομικές δικτατορίες εξαφανίζουν το χρήμα.

Μια μέρα, οι τράπεζες της Αργεντινής αρνήθηκαν να δώσουν στους πελάτες τους τα χρήματα που εκείνοι τους είχαν εμπιστευθεί.

Ο Νορμπέρτο Ρόγκλις είχε καταθέσει όλες του τις οικονομίες στην τράπεζα, για να μην του τις ροκανίσουν οι αρουραίοι και για να μην τις αρπάξουν οι κλέφτες. Όταν τον λήστεψε η τράπεζά του, ο δον Νορμπέρτο ήταν πολύ άρρωστος γιατί το γήρας ουκ έρχεται μόνο. Κι η σύνταξή του δεν έφτανε για να πληρώσει τα φάρμακά του. Δεν είχε άλλη επιλογή: απελπισμένος, μπήκε μέσα σε αυτό το οικονομικό οχυρό και, δίχως να ζητήσει από κανέναν την άδεια, κατόρθωσε να φτάσει μέχρι το γραφείο του γενικού διευθυντή. Στο χέρι του κρατούσε μια χειροβομβίδα:

 Ή μου δίνετε πίσω τα λεφτά μου, ή θα σας τινάξω όλους στον αέρα!

Η χειροβομβίδα ήταν ψεύτικη, πλαστική, τη δουλειά της όμως την έκανε μια χαρά: η τράπεζα του έδωσε πίσω τα χρήματά του.

Στη συνέχεια, τον έβαλαν στη φυλακή. Ο εισαγγελέας ζήτησε ποινή φυλάκισης δεκαέξι ετών. Για τον δον Νορμπέρτο, όχι για την τράπεζα…

Παγκόσμια ενημέρωση

Μερικούς μήνες μετά την κατάρρευση των δίδυμων πύργων, το Ισραήλ βομβάρδισε την Τζενίν.

Από το στρατόπεδο των Παλαιστινίων προσφύγων απόμεινε μονάχα μια γιγάντια τρύπα γεμάτη διαμελισμένα κορμιά που θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια.

Ο κρατήρας της Τζενίν ήταν εξίσου βαθύς με εκείνον των δίδυμων πύργων της Νέας Υόρκης.

Ωστόσο, εκτός από τους επιζώντες που έψαχναν στα ερείπια για να βρουν τα σώματα των συγγενών τους, ποιος άλλος τα είδε όλα αυτά;

Φάμπρικες

Βρισκόμαστε στο 1964 και η Λερναία Ύδρα του διεθνούς κομμουνισμού απειλεί τη Χιλή, ανοίγοντας διάπλατα τα σαγόνια των επτά κεφαλιών της για να κατασπαράξει τη χώρα.

Η κοινή γνώμη βομβαρδίζεται από εικόνες φλεγόμενων εκκλησιών, στρατοπέδων συγκέντρωσης, ρωσικών τανκ, ενός Τείχους του Βερολίνου να ορθώνεται καταμεσής του Σαντιάγκο, και γενειοφόρων ανταρτών που απάγουν παιδάκια.

Κι ήρθε η ώρα των εκλογών.

Ο φόβος θριάμβευσε κι ο Σαλβατόρ Αλιέντε ηττήθηκε. Κατά τη διάρκεια αυτών των οδυνηρών στιγμών, τον ρώτησα τι τον είχε πληγώσει περισσότερο.

Κι ο Αλιέντε μου διηγήθηκε κάτι που είχε συμβεί λίγο πιο πέρα, σε ένα σπίτι στη συνοικία της Προβιντένσια. Μια γυναίκα που σκοτωνόταν στη δουλειά κάνοντας χρέη μαγείρισσας, υπηρέτριας και νταντάς με αντάλλαγμα έναν γλίσχρο μισθό, είχε βάλει όλα της τα ρούχα μέσα σε μια πλαστική σακούλα και την είχε θάψει στον κήπο του αφεντικού της, ελπίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα τα γλυτώσει από τους ληστές που επιβουλεύονταν την ιδιωτική περιουσία.

Eduardo Galeano

Ουρουγουανός δημοσιογράφος και συγγραφέας της τριλογίας «Τριλογία: Μνήμες φωτιάς», εκδ. Εξάντας, και του «Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου», Ελληνικά Γράμματα, 1998. Το 1975 και το 1978 τιμήθηκε με το μεγαλύτερο βραβείο της Λατινικής Αμερικής, το Casa de las Americas, το 1989 με το American Book Award για τις «Μνήμες φωτιάς» (Washington University, ΗΠΑ) και το 1999 με το Βραβείο Cultural Freedom Award, που του απονεμήθηκε από το Ίδρυμα Lannan Foundation (Σάντα Φε, ΗΠΑ).
Παπακριβόπουλος Βασίλης (μτφ)

Μοιραστείτε το άρθρο