Σαν να πνίγονται. Κάπως έτσι αισθάνονται σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι πολίτες που στραγγαλίζονται από τόσους πολλούς περιορισμούς και μειώσεις. Ένα συναίσθημα που εντείνεται από τη διαπίστωση ότι η πολιτική εναλλαγή στην εξουσία δεν αλλάζει τη «λύσσα για λιτότητα» (1) των κυβερνώντων.
Στην Ισπανία, για παράδειγμα, η κοινωνία υπέφερε από τις υπέρμετρες δόσεις που επέβαλε ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός Θαπατέρο, από τον Μάιο του 2010. Έτσι, κατά τις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, ο Μαριάνο Ραχόι, υποψήφιος του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος, υποσχέθηκε την «αλλαγή» και την «επιστροφή της ευτυχίας». Τίποτα λιγότερο. Ωστόσο, από την επομένη της εκλογής του κιόλας, με το τσεκούρι ανά χείρας, ξεκίνησε την πιο καταστροφική διάλυση των κοινωνικών κεκτημένων στην ιστορία της Ισπανίας.
Θα μπορούσαμε να δώσουμε κι άλλα παραδείγματα, όπως αυτό της Πορτογαλίας. Στη χώρα αυτή, τον Ιούνιο του 2011, ο πρωθυπουργός Σόκρατες έχασε –όπως αναμενόταν- τις εκλογές, αφού πρώτα επέβαλε τέσσερα μη δημοφιλή προγράμματα «φορολογικής πειθαρχίας» και αφού υποτάχθηκε στο «σχέδιο σωτηρίας» της τρόικας (2). Παρ’ όλο που άσκησε δριμεία κριτική στα μέτρα προσαρμογής των σοσιαλιστών, ο νέος συντηρητικός πρωθυπουργός, Πέδρο Πάσος Κοέλιο, διαβεβαίωσε, αμέσως μετά την εκλογή του, ότι θα σεβόταν τις απαιτήσεις της Ε.Ε. και θα εφάρμοζε «μια ακόμα μεγαλύτερη δόση λιτότητας»… (3)
Τι χρειάζονται, λοιπόν, οι εκλογές, αν στους σημαντικούς τομείς –τα οικονομικά και τα κοινωνικά θέματα- οι νέοι κυβερνώντες εφαρμόζουν την ίδια πολιτική με τους προκατόχους τους; Πώς να μην αμφισβητούμε τη λειτουργία της ίδιας της δημοκρατίας; Γιατί ο καθένας διαπιστώνει πως, στο πλαίσιο της Ε.Ε., δεν ασκείται έλεγχος από τους πολίτες σε μια σειρά αποφάσεων που καθορίζουν τη δική τους ζωή. Και ότι οι απαιτήσεις –που θεωρούνται ότι έχουν προτεραιότητα- και τις οποίες καθορίζουν οι αγορές, οι οίκοι αξιολόγησης και οι κερδοσκόποι, περιορίζουν σημαντικά τις βασικές αρχές της Δημοκρατίας (4). Πολλοί κυβερνώντες (της Δεξιάς αλλά και της Αριστεράς) είναι πεπεισμένοι ότι οι αγορές έχουν πάντα δίκιο, όποιες και να είναι οι συνέπειες για τους πολίτες. Στα μάτια τους, οι αγορές είναι η λύση, η δημοκρατία είναι το πρόβλημα.
Όλο και περισσότεροι πιστεύουν ότι στην Ε.Ε. υπάρχει μια «κρυφή ατζέντα», που υπαγορεύεται από τις αγορές και η οποία έχει δύο συγκεκριμένους στόχους: 1) Να μειώσει στο μέγιστο την εθνική κυριαρχία των κρατών-μελών (σε δημοσιονομικά και φορολογικά θέματα) και 2) να διαλύσει ότι έχει απομείνει από το κράτος πρόνοιας (για να μεταφέρει στον ιδιωτικό τομέα την εκπαίδευση, την υγεία και τα ασφαλιστικά συστήματα). Απόδειξη της ύπαρξης μιας τέτοιας ατζέντας είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του Μάριο Ντράγκι, προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: «Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο έχει τελειώσει και όποιος οπισθοχωρήσει σε θέματα κοινωνικού προϋπολογισμού, θα δεχθεί αμέσως την τιμωρία των αγορών… Όσο για το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας, (5) πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα μείζον πολιτικό βήμα, γιατί χάρη σ’ αυτό, τα κράτη χάνουν ένα μέρος της κυριαρχίας τους (6)». Δεν γίνεται να είναι κάποιος πιο ξεκάθαρος.
Στην πραγματικότητα, ζούμε σ’ ένα καθεστώς φωτισμένου δεσποτισμού. Με τον τρόπο που λειτουργεί, η δημοκρατία δεν καθορίζεται τόσο από την ψήφο ή τη δυνατότητα επιλογής, όσο από την υποχρεωτική υποταγή στους κανόνες και τις συνθήκες (Μάαστριχτ, Λισαβόνα, ΕΜΣ., (7) Σύμφωνο Σταθερότητας…) που υιοθετήθηκαν παλιότερα ή που βρίσκονται σε διαδικασία επικύρωσης, εν μέσω γενικευμένης αδιαφορίας. Τα κείμενα αυτά γίνονται πραγματικές «νομικές φυλακές», απ’ όπου η διαφυγή είναι σχεδόν αδύνατη.
Τι νόημα έχει, λοιπόν, να ψηφίζουμε, αν είμαστε καταδικασμένοι να εκλέγουμε κυβερνήσεις των οποίων η αποστολή περιορίζεται στην εφαρμογή των προκαθορισμένων οδηγιών και των συνθηκών; (8)
Μπροστά στα μάτια μας έχουμε μια «δημοκρατική απόκρυψη», εκείνη του Ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας. Γιατί δεν υπήρξε δημόσια συζήτηση για το περιεχόμενο του Συμφώνου (το οποίο επικυρώνεται κεκλεισμένων των θυρών από τα εθνικά κοινοβούλια) το οποίο θα κατευθύνει τις ζωές μας; Το ίδιο ισχύει και για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), από τον οποίο εξαρτάται. Ωστόσο, τα δύο αυτά εργαλεία αποτελούν μετωπικές επιθέσεις στα δικαιώματα των πολιτών. Θα επιβάλουν στις χώρες που τα υπέγραψαν να μειώσουν ακόμα περισσότερο την περίμετρο του κράτους (σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές δαπάνες, τη βοήθεια στις δημόσιες υπηρεσίες ή το ποσό των συνάξεων). Θα θέσουν υπό την κηδεμονία της Ε.Ε. τις δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών μελών. Και θα ροκανίσουν τις αρμοδιότητες των εθνικών κοινοβουλίων μετατρέποντας μερικές φορές τις χώρες σε κρίση σε ευρωπαϊκά προτεκτοράτα (9).
Μπορούμε να βγούμε από την καταπίεση της λιτότητας; Οι γαλλικές προεδρικές εκλογές ανοίγουν, ίσως, κάποιες δυνατότητες. Όχι γιατί εκατομμύρια εκλογέων, οι οποίοι, απελπισμένοι ή απηυδισμένοι, ψήφισαν, στον πρώτο γύρο την ξενόφοβη ακροδεξιά. Αλλά γιατί ο σοσιαλιστής υποψήφιος –και νυν πρόεδρος- υποσχέθηκε «αλλαγή» σ’ αυτό το θέμα.
Έχοντας συνείδηση ότι η εκλογή του μπορεί να σημάνει νέα εποχή για την Ευρώπη, ο Ολάντ ζητά να προστεθεί στο Σύμφωνο Σταθερότητας ένα τμήμα με μέτρα υπέρ της ανάπτυξης (10) Ζητά επίσης να δανείζει η ΕΚΤ απ’ ευθείας τα κράτη (και όχι τις ιδιωτικές τράπεζες), για να ανοίξει όσο πιο γρήγορα γίνεται ο δρόμος της ανάκαμψης. Και προτείνει τη χρηματοδότηση νέων υποδομών μέσω συγκεκριμένων ομολόγων (project bonds), την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, έναν πραγματικό φόρο στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές και την επανεπένδυση των ευρωπαϊκών κονδυλίων που δεν απορροφήθηκαν.
Ακόμα και αν αυτά που ζητά είναι τα ελάχιστα -και σίγουρα δεν είναι αρκετά- ο Ολάντ καταφέρνει πλήγμα στο δόγμα της Γερμανίδας καγκελάριου Μέρκελ και της Μπούντεσμπανκ, που εμπνεύστηκαν τις πολιτικές προσαρμογής της Ε.Ε.. Ο Γάλλος πρόεδρος έχει προειδοποιήσει ότι, εάν η Γερμανία δεν δεχθεί να επαναδιαπραγματευτεί το Σύμφωνο Σταθερότητας (και χωρίς αμφιβολία και τον ΕΜΣ), το Παρίσι δεν θα το επικυρώσει. Είναι μια σημαντική αλλαγή, εάν τη συγκρίνουμε με τη θέση υποταγής του Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από τον ευρωπαϊκό τύπο ως ο «Γάλλος πρόεδρος που υποτάχτηκε περισσότερο στους Γερμανούς από την εποχή του Πετέν» (11).
Πώς θα αντιδράσουν, όμως, οι αγορές, αν ο Ολάντ μείνει σταθερός στη θέση του να τονώσει την ανάπτυξη; Δύο σενάρια είναι πιθανά: 1) Να εκτραχυνθεί η κερδοσκοπία και να επιτεθεί στη Γαλλία, όπως ανακοίνωσε ο Μάριο Ντράγκι (12), να κάνει πίσω ο Ολάντ και τελικά να υποχωρήσει μπροστά στις αγορές, όπως έκαναν πριν από αυτόν οι φίλοι του σοσιαλδημοκράτες Θαπατέρο, Σόκρατες και Παπανδρέου, και, όπως και οι ίδιοι, να γίνει ο πιο μισητός ηγέτης της Αριστεράς στην ιστορία της Γαλλίας. 2) Πεπεισμένος ότι στο εσωτερικό της Ε.Ε. τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη Γαλλία, τη δεύτερη οικονομία της ευρωζώνης (και πέμπτη στον κόσμο), ο Ολάντ να κρατήσει τη θέση του, να βασιστεί στην κινητοποίηση των λαϊκών δυνάμεων (ξεκινώντας από τις ενθουσιώδεις δυνάμεις του Μετώπου της Αριστεράς) και να λάβει υποστήριξη από πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (της αριστεράς και της δεξιάς) που επίσης υποστηρίζουν τις πολιτικές της ανάκαμψης και της ανάπτυξης. Η Γερμανία και η Μπούντεσμπανκ θα μαλακώσουν, ενώ η κερδοσκοπία θα υποχωρήσει. Η πολιτική βούληση θα νικήσει, αποδεικνύοντας ότι σε μια δημοκρατία, όταν αυτή η βούληση συνδυάζεται με την ψήφο του λαού, κανένας στόχος δεν είναι ανέφικτος.