Η διεθνής ενημέρωση δεν αποτελεί προτεραιότητα για τους διευθυντές σύνταξης των διάφορων μέσων ενημέρωσης: κοστίζει ακριβά και συγκεντρώνει μικρότερο κοινό από τα κουτσομπολιά για την προσωπική ζωή των διασημοτήτων. Ωστόσο, ορισμένες χώρες, γεωγραφικά και πολιτισμικά πλησιέστερες, έχουν μεγαλύτερη δημοσιογραφική κάλυψη απ’ ό,τι άλλες. Η μελέτη της διαχείρισης τριών πρόσφατων τρομοκρατικών επιθέσεων από τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης παρουσιάζει με πολύ διαφωτιστικό τρόπο αυτή τη δυναμική.
Στις 2 Νοεμβρίου του προηγούμενου έτους, οι ακροατές της πρωινής ζώνης του σταθμού France Inter είχαν την ευκαιρία να ζήσουν μια μοναδική ραδιοφωνική στιγμή. Στο εβδομαδιαίο ένθετό της, η κωμικός Νικόλ Φερρονί εξήγησε ότι κλήθηκε να τροποποιήσει την παρέμβασή της στην εκπομπή –επικεντρωμένη στο ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης– και να αφιερώσει το ένθετό της στην τρομοκρατία, λόγω των γεγονότων που είχαν διαδραματιστεί την 31η Οκτωβρίου στη Νέα Υόρκη: ο οδηγός ενός οχήματος είχε εκ προθέσεως παρασύρει πολλούς περαστικούς, με αποτέλεσμα τον θάνατο οκτώ ανθρώπων και τον τραυματισμό άλλων δώδεκα. Φανερά συγχυσμένος, ο Νικολά Ντεμοράντ, παρουσιαστής της εκπομπής, αντιδρά: «Μόλις ανακαλύψατε, αγαπητή Νικόλ, ότι η πραγματικότητα ανατρέπει καμιά φορά τους σχεδιασμούς μας». Ακολουθεί μια αμήχανη σιωπή. «Είναι καλύτερο να μην μιλάμε για όλα αυτά; Αυτό είναι, εάν καταλαβαίνω καλά, το ηθικό δίδαγμα του ενθέτου σας;», συνεχίζει. Η Φερρονί εξήγησε ότι προβληματιζόταν «για το νόημα που έχει να μιλάμε τόσο συχνά γι’ αυτό το ζήτημα». Ο παρουσιαστής της δεύτερης πιο δημοφιλούς πρωινής εκπομπής στη Γαλλία, έκλεισε τη συζήτηση με αυτά τα λόγια: «Ευχαριστώ. Δυστυχώς, θα μιλάμε γι’ αυτό το ζήτημα όσο συχνά γίνονται επιθέσεις. Θα το κάνουμε όμως προσπαθώντας να σκεφτόμαστε κιόλας».
Την ίδια εβδομάδα, τα δελτία των οκτώ του ραδιοσταθμού France Inter αφιέρωσαν έξι λεπτά και είκοσι πέντε δευτερόλεπτα στην επίθεση στο Μανχάταν. Δύο εβδομάδες νωρίτερα, η επίθεση στην πρωτεύουσα της Σομαλίας Μογκαντίσου –η φονικότερη τρομοκρατική επίθεση στην ιστορία της Αφρικής, με 512 νεκρούς (1)– αξιώθηκε μόνο μία σύντομη αναφορά στις ειδήσεις των οκτώ του πρώτου δημόσιου γαλλικού ραδιοφώνου: η συνολική της διάρκεια ήταν εικοσιένα δευτερόλεπτα, δηλαδή δεκαοκτώ φορές μικρότερη. Τέλος, μεταξύ 18 και Αυγούστου 2017, οι επιθέσεις στη Βαρκελώνη και στην πόλη Καμπρίλς –με δεκαέξι νεκρούς– των οποίων η ευθύνη ανελήφθη από το Ισλαμικό Κράτος, προβλήθηκαν από τα ίδια δελτία ειδήσεων επί είκοσι τέσσερα λεπτά και πενήντα τρία δευτερόλεπτα, δηλαδή εβδομηνταμία φορές περισσότερο απ’ ό,τι η επίθεση στο Μογκαντίσου. Οι τρεις αυτές επιθέσεις, οι οποίες σημειώθηκαν σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα και σε διάφορα σημεία του πλανήτη, αποτελούν ένα καλό παράδειγμα της εξαιρετικά μεταβλητής σημασίας που αποδίδουν οι δημοσιογράφοι σε τέτοιου είδους γεγονότα.
Mε την αξιοπρόσεκτη εξαίρεση του Διεθνούς Ραδιοφώνου της Γαλλίας (RFI), το σύνολο των μέσων ενημέρωσης που μελετήσαμε για τις μετρήσεις που ακολουθούν επεφύλαξαν στις επιθέσεις στην Καταλονία μια ποσοτική κάλυψη σαφώς μεγαλύτερη σε σχέση με τη μεταχείριση που επεφύλαξαν στη σφαγή του Μογκαντίσου. Για του λόγου το αληθές, το τηλεοπτικό κανάλι TF1 άρχισε έξι φορές το βραδινό τηλεοπτικό δελτίο του με αυτά τα γεγονότα, στα οποία και αφιέρωσε μία ώρα, ένα λεπτό και δέκα επτά δευτερόλεπτα μεταξύ 17ης και 23ης Αυγούστου. Ωστόσο, μεταξύ της 14ης και 20ης Οκτωβρίου, δεν αφιέρωσε παρά ένα λεπτό και σαράντα οκτώ δευτερόλεπτα στην επίθεση στο Μογκαντίσου, δηλαδή συγκριτικά τριάντα τέσσερις φορές λιγότερο.
Μήπως θα πρέπει να δεχθούμε ότι αυτό οφείλεται στην ελάχιστη απόσταση που χωρίζει την Βαρκελώνη από την έδρα των παρισινών μέσων ενημέρωσης –εκείνο που σε ορισμένες σχολές δημοσιογραφίας αποκαλείται «ο νόμος του χιλιομετρικού θανάτου»; Το απλό κριτήριο της γεωγραφικής εγγύτητας καταρρέει, αφ’ ης στιγμής συγκρίνουμε τη δημοσιογραφική κάλυψη από το TF1 των επιθέσεων σε Νέα Υόρκη και σε Μογκαντίσου, πόλεις που βρίσκονται αντιστοίχως σε απόσταση 5.845 και 6.625 χιλιομέτρων από το Παρίσι. Για το χρονικό διάστημα από την 1η έως την 7η Νοεμβρίου, τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Νέα Υόρκη προβλήθηκαν τρεις φορές, με συνολική διάρκεια εικοσιενός λεπτών και δεκαπέντε δευτερολέπτων, δηλαδή δώδεκα φορές περισσότερο από τον χρόνο που αφιερώθηκε στους νεκρούς της Σομαλίας από το κανάλι.
Μεταξύ των παραγόντων που καθορίζουν το μέγεθος της δημοσιογραφικής κάλυψης στην Αφρική, θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε την εμπλοκή των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων ή την παρουσία Γάλλων πολιτών μεταξύ των θυμάτων. H παρουσία δημοσιογράφων στην περιοχή είναι επίσης ζωτικής σημασίας: κανένα από τα τρία γαλλικά ραδιοφωνικά δίκτυα που συγκεντρώνουν την υψηλότερη ακροαματικότητα στην πρωινή ζώνη –France Inter, RTL, Europe 1– δεν διαθέτει μόνιμους ανταποκριτές στην Αφρική. To (κρατικό) τηλεοπτικό κανάλι France 2 διατηρεί έναν ανταποκριτή στο Ντακάρ, παρά το κλείσιμο της εξειδικευμένης στην Αφρική υπηρεσίας του το 2014 (2), ενώ αντίστοιχα το τηλεοπτικό κανάλι TF1 συνεργάζεται πλέον στην αφρικανική ήπειρο μόνο με ελεύθερους επαγγελματίες δημοσιογράφους, που πληρώνονται με το κομμάτι. Όσον αφορά τον ημερήσιο Τύπο, η εφημερίδα «Le Monde» βασίζεται σε δύο μόνιμους ανταποκριτές, έναν στο Γιοχάνεσμπουργκ κι έναν στην Τύνιδα, ενώ η «Le Figaro» στην Αφρική δεν διαθέτει πλέον κανένα δημοσιογράφο με μόνιμη σχέση εργασίας. Ξεχωρίζει μονάχα ο γαλλικός δημόσιος ραδιοσταθμός RFI –ο οποίος έχει άλλωστε ως έμβλημα τη φράση «οι φωνές του κόσμου»– με τέσσερις μόνιμους ανταποκριτές σε Ντακάρ, Αμπιτζάν, Κινσάσα και Ναϊρόμπι. Η κάλυψη των τριών αυτών επιθέσεων ήταν πολύ πιο ισορροπημένη σε σχέση με εκείνη όλων των υπόλοιπων μέσα ενημέρωσης.
«Μετά τις επιθέσεις, ας αποφύγουμε την υπερβολική δόση παρουσίασης στα μέσα ενημέρωσης»: αυτός ήταν ο τίτλος ενός άρθρου γνώμης που δημοσιεύθηκε στη «Monde», στις 25 Αυγούστου 2017. Όσον αφορά τους νεκρούς στο Μογκαντίσου, στους οποίους η εφημερίδα θα αφιέρωνε εν συνεχεία οκτώ φορές λιγότερους τυπογραφικούς χαρακτήρες απ’ ό,τι στους νεκρούς της Βαρκελώνης και του Καμπρίλς, η υπερβολική δόση είχε αποφευχθεί έτσι και αλλιώς.
(1) Βλ. «Le bilan de l’attentant en Somalie en octobre bondit à 512 morts», 2 Δεκεμβρίου 2017, lemonde.fr