Αν και η Ευρώπη υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα τόπος που «εξήγε» μετανάστες, έχει σήμερα μετατραπεί σε τόπο υποδοχής τους, με το δυτικό τμήμα της να είναι ιδιαίτερα ελκυστικό. Συνολικά, κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, η Ευρώπη γνώρισε μια πληθυσμιακή απογείωση, σημαδεμένη από πολιτικές και κοινωνικές αναστατώσεις.
Πρόκειται για υποθέσεις έρωτα, ζωής, θανάτου… και όχι μόνο. Οι αριθμοί και οι λέξεις των δημογράφων –γαμηλιότητα, γονιμότητα, γεννητικότητα, θνησιμότητα– αποκαλύπτουν με εντυπωσιακή ακρίβεια την ιστορία του καιρού μας, τις αγωνίες του και τις καμπές του. Η Ευρώπη εισέρχεται σε μια νέα εποχή. Ο συνολικός πληθυσμός της δεν αυξάνεται πλέον από το 1993 και υπολογίζεται ότι σε μερικά χρόνια θα αρχίσει να φθίνει με αργό ρυθμό, κάτι που ήδη παρατηρείται στην πλειονότητα των χωρών της (1).
Το ιστορικό σημείο καμπής εντοπίζεται στα τέλη του 1989, με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Αν εξετάσουμε το ζήτημα αναδρομικά, αυτό το ισχυρό σύμβολο της επανένωσης της ηπείρου σηματοδότησε την εμφάνιση νέων διαιρέσεων, κυρίως όσον αφορά την κατανομή της εργασίας και του πλούτου. Οι ανισότητες προκάλεσαν στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη έναν δημογραφικό κατακλυσμό, ισχυρότερο και μεγαλύτερης διάρκειας από εκείνον που προκάλεσε στη Δυτική Ευρώπη ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1950-1970, η συνύπαρξη των δύο μεγάλων γεωπολιτικών συστημάτων δεν εμπόδισε μια σημαντική σύγκλιση. Αν εξαιρεθούν ορισμένες περιφερειακές διαφοροποιήσεις, η θνησιμότητα μειωνόταν παντού, ενώ η γεννητικότητα την ξεπερνούσε σε σημαντικό βαθμό και οι καμπύλες του προσδόκιμου ζωής απογειώνονταν. Ο πληθυσμός της Ανατολικής Ευρώπης πλησίαζε με αργούς ρυθμούς εκείνον της Δυτικής: το 1950, η διαφορά τους ήταν 60 εκατομμύρια, ενώ το 1989 είχε περιοριστεί στα 302) (2). Στη συνέχεια, παρατηρήθηκαν τεράστιες ανατροπές στο δημογραφικό πεδίο, όχι μόνον γιατί ολοκληρώθηκε η δημογραφική μετάβαση (οι καμπύλες της γεννητικότητας συνάντησαν τις καμπύλες της θνησιμότητας), αλλά κυρίως λόγω της οικονομικής και κοινωνικής μετάβασης των Ανατολικών Χωρών. Αρκεί να συγκρίνουμε τον πληθυσμό της Γαλλίας και της Ουκρανίας. Μέχρι το 1989, σημειωνόταν παρόμοια πρόοδος του πληθυσμού και στις δύο χώρες. Στη συνέχεια, η πρώτη κέρδισε 9 εκατομμύρια κατοίκους, ενώ η δεύτερη έχασε ακριβώς τον ίδιο αριθμό…
Εάν εξετάσουμε λεπτομερέστερα την κατάσταση, οι εξελίξεις των 30 τελευταίων ετών δημιουργούν τρεις ομάδες χωρών με αρκετά ξεκάθαρα χαρακτηριστικά. Στην πρώτη βρίσκονται οι χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης (σκανδιναβικές χώρες, Μεγάλη Βρετανία, Ιρλανδία, Κάτω Χώρες, Ελβετία, Γαλλία), στις οποίες ο αριθμός των γεννήσεων συνεχίζει να υπερβαίνει τον αριθμό των θανάτων. Το σταθερά θετικό φυσικό ισοζύγιο συνδυάζεται με ένα θετικό ισοζύγιο μετανάστευσης (περισσότερες αφίξεις από αναχωρήσεις σε μια επικράτεια). Το αποτέλεσμα των τάσεων αυτών είναι μια αύξηση του πληθυσμού τουλάχιστον κατά 10% από το 1989. Παρά την ύπαρξη ενός δείκτη γονιμότητας μεγαλύτερου του ευρωπαϊκού μέσου όρου, οι συγκεκριμένες χώρες δεν θα αποφύγουν τη γήρανση του πληθυσμού, κυρίως λόγω των ιδιαίτερα πολυάριθμων ηλικιακών ομάδων της περιόδου 1945-1965 και της αύξησης του προσδόκιμου ζωής.
Στις χώρες της δεύτερης κατηγορίας (γερμανόφωνες και χώρες του Νότου), το φυσικό δημογραφικό ισοζύγιο έχει γίνει μηδενικό, ακόμη και αρνητικό, αλλά αντισταθμίζεται από ένα θετικό ισοζύγιο μετανάστευσης. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 για τη Γερμανία και από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 για την Αυστρία και την Ιταλία, ο δείκτης γονιμότητας κατέρρευσε, για να καθηλωθεί μόνιμα μεταξύ 1,4-1,5 παιδιών ανά γυναίκα –μεγέθη κατά πολύ χαμηλότερα από το όριο ανανέωσης των γενεών (2,1 παιδιά). Η Γερμανία κατόρθωσε να αποφύγει τη δημογραφική ερήμωση προσελκύοντας μαζικά ξένους εργαζόμενους, κυρίως από τις γειτονικές χώρες (βλ. χάρτη). Μετά το 1987, το μεταναστευτικό ισοζύγιό της χαρακτηρίζεται από ένα κολοσσιαίο πλεόνασμα: 10 εκατομμύρια άτομα…
Η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα γνώρισαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 την ίδια πτώση στη γονιμότητα και, στη συνέχεια, την εισροή μεταναστών κατά τη δεκαετία του 1990. Έτσι, η Ισπανία προσέλκυσε 6 εκατομμύρια άτομα περισσότερα από όσα έχασε: προέρχονταν κυρίως από το Μαρόκο, τη Λατινική Αμερική και την Κεντρική Ευρώπη, χωρίς να ξεχνάμε και τους πολυάριθμους Βρετανούς ή Γερμανούς συνταξιούχους ούτε τους Ισπανούς μετανάστες που επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Σύμφωνα με πολλούς δείκτες (παιδική θνησιμότητα, προσδόκιμο ζωής, κλπ.), οι τρεις αυτές χώρες, που βρίσκονταν υπό τον ζυγό δικτατοριών μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, υστερούσαν σε σχέση με την Ανατολική και την Κεντρική Ευρώπη, την οποία στη συνέχεια ξεπέρασαν σε μεγάλο βαθμό. Αφού πρώτα γνώρισαν έντονους ρυθμούς αποδημίας, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, και στη συνέχεια προσέλκυσαν μεγάλους αριθμούς μεταναστών, σήμερα, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, βλέπουν ξανά ένα μέρος της νεολαίας τους να αναζητεί εργασία στο εξωτερικό –και θα βρεθούν αντιμέτωπες με το πρόβλημα της ταχύτατης γήρανσης του πληθυσμού τους.
Στην τρίτη ομάδα ανήκει σχεδόν ολόκληρη η Ανατολική και η Κεντρική Ευρώπη, χωρίς ωστόσο να εντάσσουμε τη Ρωσία σε αυτήν λόγω των ιδιαιτεροτήτων της (3). Η συγκεκριμένη περιοχή συνδυάζει ένα αρνητικό φυσικό ισοζύγιο και ένα εξίσου αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο. Όπως συνοψίζει ένας τοπικός αστεϊσμός, «το χειρότερο στον κομμουνισμό είναι το τέλος του κομμουνισμού!» Μέσα σε 30 χρόνια, η Ρουμανία έχασε 3,2 εκατομμύρια κατοίκους, δηλαδή το 14% του πληθυσμού της του 1987. Η αιμορραγία υπήρξε ακόμα εντονότερη στις γειτονικές της χώρες: 16,9% στη Μολδαβία, 18% στην Ουκρανία, 19,9% στη Βοσνία, 20,8% στη Βουλγαρία και στη Λιθουανία, 25,3% στην Λετονία.
Συνολικά με κάπως υψηλότερα ποσοστά γονιμότητας από τη Δυτική Ευρώπη πριν από το 1989, στη συγκεκριμένη ζώνη ωστόσο καταγράφηκε, κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, υψηλότερη θνησιμότητα, ενώ το προσδόκιμο ζωής είχε αγγίξει το ανώτατο όριό του και παρέμεινε στάσιμο. Αποτελεσματικό όσον αφορά την αντιμετώπιση των μολυσματικών ασθενειών, το σύστημα υγείας αποδείχθηκε ανίκανο να περιορίσει τον αριθμό των καρδιοαγγειακών παθήσεων και των καρκίνων. Καθώς το υγειονομικό χάσμα εντεινόταν τη δεκαετία του 1970, οι σοβιετικές αρχές έφθασαν μέχρι το σημείο να αναστείλουν τη δημοσιοποίηση ορισμένων δεδομένων…
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την επιβολή του άγριου καπιταλισμού, όλες οι μορφές θνησιμότητας πραγματοποίησαν άλμα, ιδίως στους άνδρες, ενώ η γονιμότητα κατέρρευσε. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ανατολικής Γερμανίας όπου, μετά το 1990, μέσα σε μια τριετία διπλασιάστηκαν τα κρούσματα κίρρωσης του ήπατος και τα θύματα τροχαίων ατυχημάτων, ενώ ο αριθμός των παιδιών ανά γυναίκα μειώθηκε στο ήμισυ. Αντί να προσεγγίσουν το επίπεδο της Δύσης, αρχικά πολλοί δείκτες απομακρύνθηκαν από αυτό, ιδίως το προσδόκιμο ζωής.
Το κυριότερο χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη είναι η πληθυσμιακή έξοδος που παρατηρείται εκεί και αφορά συχνά το πιο νεανικό, το πιο μορφωμένο και το πιο δυναμικό τμήμα του πληθυσμού. Επωφελούμενοι από τη νέα ελευθερία μετακίνησης και εγκατάστασης, πολλοί είδαν στη μετανάστευση τη λύση για να αποφύγουν τον σίγουρο ταξικό υποβιβασμό και την εκπτώχευση. Αποτελεί μια διαρκή απάντηση στο κοινωνικό ντάμπινγκ καθώς, για την ίδια δουλειά, ο μισθός αντιστοιχεί μόλις και μετά βίας στο ένα τρίτο εκείνου που δίνεται στην άλλη πλευρά των συνόρων, όπως συμβαίνει μεταξύ της Μπρατισλάβα και της Βιέννης. Η μετανάστευση αυτή ξεπερνά εκείνη που παρατηρείται στην Αφρική, με ένα συνολικό αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο που υπερβαίνει παντού το 10% του πληθυσμού του 1987, φτάνοντας το 16% στη Λετονία, το 17,1% στη Μολδαβία και το 17,8% στη Λιθουανία! Περιθωριοποιημένες από τη λογική της ελκυστικότητας των οικονομιών που επιβάλλουν οι ευρωπαϊκές πολιτικές, οι χώρες αυτές δείχνουν να έχουν απορροφηθεί από μια δίνη.
Η ιδιαίτερη διαδρομή της Σλοβενίας, η οποία από δημογραφική άποψη προσεγγίζει τη δεύτερη κατηγορία, μας υπενθυμίζει την άρνησή της να δεχθεί τις «θεραπείες σοκ» και την επιλογή της να προχωρήσει σε μια πολύ πιο σταδιακή υιοθέτηση της οικονομίας της αγοράς. Το ίδιο ισχύει εν μέρει και για την Τσεχία, που ήδη από το 1992 απέρριψε τις πολιτικές των μισθολογικών περικοπών που υπαγόρευαν οι δυτικοί εμπειρογνώμονες και οργάνωσε τη δημιουργία ενός πυκνού ιστού μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Τέλος, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ορισμένες βαλκανικές χώρες (Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο και Κόσοβο) είχαν θετικό φυσικό ισοζύγιο και ένα εξαιρετικά αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο (-37,6% του πληθυσμού για την Αλβανία). Οι συγκεκριμένες χώρες ενδέχεται να βρεθούν σύντομα στην τρίτη κατηγορία, εάν συνεχιστεί η πρόσφατη εξέλιξη της γονιμότητάς τους που πέρασε σε επίπεδα χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Ορισμένες προκλήσεις όπως η έλλειψη εργατικού δυναμικού ή το βάρος των συνταξιούχων και των εξαρτώμενων ατόμων θα είναι κοινά σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, όσο κι αν η πρόωρη θνησιμότητα καθυστερεί την εμφάνισή τους στις ανατολικές χώρες. Όμως, η κατάσταση εμφανίζεται πολύ διαφορετική μεταξύ αυτών των τριών ομάδων κρατών. Τα μέσα για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων προκλήσεων δεν θα έχουν κοινό άξονα, καθώς –σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα– το μέσο εισόδημα ενός Μολδαβού αντιστοιχεί μόλις στο ένα τριακοστό του αντίστοιχου ενός Λουξεμβούργιου.
Η αναζήτηση καλύτερης ισορροπίας ανάμεσα στις γενιές προϋποθέτει την εγκατάλειψη των παλαιών αντιλήψεων περί οικογένειας και θέσης της γυναίκας στην κοινωνία. Οι χώρες όπου γεννιούνται περισσότερα παιδιά είναι εκείνες όπου καταγράφονται οι περισσότερες γεννήσεις παιδιών εκτός γάμου και όπου οι γυναίκες είναι οικονομικά πιο ενεργές (ομάδα της Βορειοδυτικής Ευρώπης). Όπως παρατηρεί ο δημογράφος Αλαίν Μονιέ, στη Σκανδιναβία «ένα σύστημα ρυθμίσεων προσφέρει στις γυναίκες που έχουν παιδιά τη δυνατότητα να εργάζονται, απολαμβάνοντας μια εκτεταμένη κοινωνική προστασία που τους επιτρέπει να ατενίζουν το οικογενειακό μέλλον χωρίς ανησυχία. Παράλληλα, εμπεδώνει αντιλήψεις που εξασφαλίζουν μεγαλύτερη ισότητα ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες» (4). Ένας καθοριστικός ρόλος αναλογεί στους άνδρες, καθώς η γονιμότητα παραμένει αναιμική όταν δεν αναλαμβάνουν το μερίδιο των υποχρεώσεών τους στην ιδιωτική σφαίρα (φύλαξη παιδιών, γονική άδεια, δουλειές του νοικοκυριού) –κάτι που ισχύει ιδιαίτερα για τη Νότια Ευρώπη.
Τα μέτρα που επικεντρώνονται μονάχα στην αύξηση των γεννήσεων, όπως εκείνα που εφαρμόστηκαν στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας το 1976 και στην Σουηδία τη δεκαετία του 1980, μπορούν να φέρουν αποτελέσματα, τα οποία όμως σπάνια διαρκούν. Τη διαφορά κάνει μια συντονισμένη κοινωνική πολιτική που επιτρέπει στους γονείς να αποκτούν όσα παιδιά επιθυμούν, ξεκαθαρίζει μια ομάδα δημογράφων: «Οι πολιτικές με πραγματικό αντίκτυπο στις αποφάσεις των ζευγαριών είναι εκείνες που διαρκούν σε βάθος χρόνου και συμβάλλουν στη δημιουργία ενός κοινωνικού κλίματος ευνοϊκού για τις οικογένειες, εξασφαλίζοντας συνεχή και συνεκτική υποστήριξη καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας» (5).
Όσον αφορά το γεωπολιτικό επίπεδο, η δημογραφία ίσως να μην αποτελεί αμελητέο παράγοντα. Η Γαλλική Επανάσταση πιθανότατα δεν θα είχε τον ίδιο αντίκτυπο εάν η χώρα του Ροβεσπιέρου δεν ήταν τότε η πιο πολυπληθής στη Δύση. Με 28 εκατομμύρια κατοίκους (6) , η Γαλλία είχε τριπλάσιο πληθυσμό από την Αγγλία και την Ουαλία (8 εκατομμύρια) και σχεδόν ίσο με εκείνον ολόκληρης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ή του αθροίσματος της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Όμως, την ίδια περίοδο, στην Κίνα αντιστοιχούσε περισσότερο από το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή δεκαπλάσιος της Γαλλίας, ενώ είχε περιορισμένη ακτινοβολία στην Ασία (7). Μετά από δύο αιώνες, η σχετική δημογραφική βαρύτητα της Κίνας σε σχέση με τον παγκόσμιο πληθυσμό μειώθηκε στο ήμισυ, όχι όμως και το γεωπολιτικό βάρος της.
Εξαντλημένοι από τους ναπολεόντειους πολέμους και υφιστάμενοι τις συνέπειες της βιομηχανικής επανάστασης και της αστυφιλίας, οι Γάλλοι υπήρξαν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που μείωσαν τη γονιμότητά τους. Σε τέτοιο βαθμό ώστε, παρά τα περιορισμένα μεταναστευτικά κύματα προς το εξωτερικό, το 1950 η Γαλλία πλέον ήταν πληθυσμιακά η πέμπτη χώρα της ευρωπαϊκού ηπείρου, έχοντας 4 εκατομμύρια κατοίκους λιγότερους από την Ιταλία. Σήμερα, οι «παρακμιολόγοι» θα έπρεπε να ξαναδιαβάσουν τα (άκυρα) κινδυνολογικά κείμενα των προκατόχων τους Μισέλ Ντεμπρέ και Πιερ Σωνύ, που πρόβλεπαν ότι τη δεκαετία του 1970 η χώρα θα πληγεί από μια «λευκή πανούκλα»: την «κοινωνία δίχως παιδιά». Η Γαλλία έχει φτάσει ήδη στην τρίτη θέση, με 67 εκατομμύρια κατοίκους, και θα μπορούσε να προσπεράσει τη Γερμανία σε 25 χρόνια (8). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το 2050 οι Ευρωπαίοι θα αποτελούν μονάχα το ένα δέκατο τρίτο του πληθυσμού του πλανήτη. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να εκλαμβάνουμε τις πληθυσμιακές προβολές ως πραγματικότητα: αλήθεια, ποιος είχε προβλέψει την πτώση του Τείχους του Βερολίνου;
(1) Η χρονολογία που θεωρείται ως απόγειο είναι λίγο μεταγενέστερη εάν λάβουμε υπόψη μονάχα την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εάν δεν υπάρχει αναφορά περί του αντιθέτου, τα στοιχεία προέρχονται από το παρισινό Εθνικό Ινστιτούτο Δημογραφικών Μελετών (INED).
(2) Ευρωπαϊκό τμήμα της ΕΣΣΔ, Αλβανία, Ανατολική Γερμανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Τσεχοσλοβακία και Γιουγκοσλαβία.
(3) Βλ. «Μπρος σε πληθυσμιακή κατάρρευση η Ρωσία», Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση, 2011, https://monde-diplomatique.gr/bros-se-plithysmiaki-katarrefsi-i-rosia/
(4) Alain Monnier, «Démographie contemporaine de l’Europe. Evolutions, tendances, défis», Armand Colin, Παρίσι, 2006.
(5) Alexandre Avdeev (επιμ.), «Population et tendances démographiques des pays européens (1980-2010)», «Population», τόμος 66, τ. 1, INED, 2011.
(6) Michel-Louis Lévy, «La population de la France en 1989 et 1789», «Population & Sociétés», τ. 233, INED, Μάρτιος 1989.
(7) Jean-Claude Casanova και Béatrice Dedinger, «L’Europe de 1800 à 2055», «Commentaire», τ. 161, Παρίσι, Άνοιξη 2018.
(8) ΟΗΕ, προβολές για τον παγκόσμιο πληθυσμό, 2018.