To 2015, το Πακιστάν –προς έκπληξη όλων– αρνήθηκε να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις προς ενίσχυση της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη, φοβούμενο τη δυσαρέσκεια του Ιράν. Αποτέλεσμα ήταν να ενταθούν οι σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών, έκτοτε όμως αποκαταστάθηκαν. Το Ριάντ έχει ανάγκη το Πακιστάν για λόγους ασφαλείας: ο πακιστανικός στρατός –ένας από τους ισχυρότερους στον μουσουλμανικό κόσμο– είναι εκείνος που δίνει τις περισσότερες εγγυήσεις στη σαουδική βασιλική οικογένεια. Μετά το 2015, το Πακιστάν θα πολλαπλασιάσει τις χειρονομίες καλής θελήσεως, όπως για παράδειγμα εγκρίνοντας, τον Απρίλιο του 2017, τον διορισμό του στρατηγού Ραχεέλ Σαρίφ, πρώην αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων του Πακιστάν, ως επικεφαλής της Ισλαμικής Στρατιωτικής Συμμαχίας κατά της τρομοκρατίας (IMCTC) (1), η οποία ενδέχεται να εμπλακεί στον πόλεμο στην Υεμένη, όπως επεσήμανε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Άμυνας της Σαουδικής Αραβίας (2). Ή ακόμα στέλνοντας το 2018 χίλιους στρατιώτες στη Σαουδική Αραβία –πλέον των 670 που βρίσκονται ήδη εκεί (3), επισήμως με εκπαιδευτικά και συμβουλευτικά καθήκοντα (4).
Εξάλλου, το Πακιστάν εξαρτάται οικονομικά από τη Σαουδική Αραβία, λόγω των κεφαλαίων που στέλνουν στην πατρίδα τους οι περίπου 2,7 με 3 εκατομμύρια Πακιστανοί εργαζόμενοι στη χώρα (περισσότερα από είκοσι δισεκατομμύρια δολάρια για το 2018-2019) και κυρίως χάρη στις δωρεές και επενδύσεις που πραγματοποιούνται από το Ριάντ στη «χώρα των καθαρών» (5) με τη διαχρονικά ελλειμματική οικονομία. Η οικονομική κρίση στο Πακιστάν είναι τόσο σοβαρή ώστε το πρώτο επίσημο ταξίδι του πρωθυπουργού Ίμραν Χαν στο εξωτερικό, έναν μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στις 18 Αυγούστου 2018, πραγματοποιήθηκε στην Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ). Λίγο αργότερα, ο πρίγκηπας διάδοχος Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν ανακοίνωσε μια ενίσχυση ύψους τριών δισεκατομμυρίων δολαρίων και ένα ποσό του ίδιου ύψους για τη διευκόλυνση των πληρωμών στην αγορά πετρελαίου, ενώ και τα ΗΑΕ προσέφεραν μια βοήθεια ύψους 3 δισ. δολαρίων. Ο Ίμραν Χαν επισκέφθηκε εκ νέου το Ριάντ τον Οκτώβριο του 2018 (6). Μερικούς μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2019, o Μπιν Σαλμάν επεφύλασσε, με τη σειρά του, για το Πακιστάν την πρώτη του επίσκεψη «προς την ανατολή». Υποσχέθηκε επενδύσεις ύψους είκοσι δισεκατομμυρίων δολαρίων, εκ των οποίων οκτώ δισ. για την κατασκευή ενός γιγαντιαίου διυλιστηρίου στο Γκουαντάρ, το λιμάνι βαθέων υδάτων που κατασκευάζει η Κίνα στη θάλασσα του Ομάν, στο πλαίσιο των νέων δρόμων του μεταξιού (Belt and Road Initiative, BRI).
Ο πρίγκηπας διάδοχος δεν λησμόνησε και το διπλωματικό σκέλος της επίσκεψής του. Εκτός από την ανακοίνωση της απελευθέρωσης δύο χιλιάδων Πακιστανών κρατούμενων (σε σύνολο τριών χιλιάδων), καλόπιασε το Ισλαμαμπάντ καταγγέλλοντας τις προσπάθειες «πολιτικοποίησης» της λίστας τρομοκρατών του ΟΗΕ –ένας τρόπος να απονομιμοποιήσει τις προσπάθειες της Ινδίας να προσθέσει σε αυτήν τον Μασούντ Αζχάρ, τον επικεφαλής της Τζάις-ε-Μοχάμεντ, τρομοκρατικής οργάνωσης με έδρα στο Πακιστάν, υπεύθυνης για την επίθεση στην επαρχία Πουλβάμα στο Τζαμού και Κασμίρ τον περασμένο Φεβρουάριο (με περισσότερους από σαράντα νεκρούς Ινδούς στρατιώτες). Μολαταύτα, ο Αζχάρ προστέθηκε στη λίστα την 1η Μαΐου 2019.
Δύο ακόμη παράγοντες συμβάλλουν στη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Από τη μια πλευρά, η Σαουδική Αραβία και το Πακιστάν επιθυμούν να εργαστούν από κοινού για τη διαπραγμάτευση μιας λύσης στο ζήτημα του Αφγανιστάν, με τέτοιο τρόπο ώστε η Ινδία και το Ιράν να μην επωφεληθούν από την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων για να ενισχύσουν τις δικές τους σχέσεις με την Καμπούλ. Για τον λόγο αυτό, ο Μπιν Σαλμάν φαίνεται να υπολογίζει στον Χαν, και ακόμη περισσότερο στον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων του Πακιστάν, τον στρατηγό Καμάρ Τζάβεντ Μπάτζβα, τον οποίο γνώρισε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του. Από την άλλη, το Ισλαμαμπάντ σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τον σαουδαραβικό δίαυλο επικοινωνίας προκειμένου να μετριάσει τις αντιπαραθέσεις του με την Ουάσιγκτον.
Πράγματι, η συνάντηση μεταξύ Χαν και Ντόναλντ Τραμπ που πραγματοποιήθηκε στις 22 Ιουλίου στέφθηκε με επιτυχία –είτε συνέβαλλαν σε αυτό οι καλές σχέσεις του Μπιν Σαλμάν με τον Λευκό Οίκο είτε όχι. Ο Αμερικανός πρόεδρος υπολογίζει ότι ο Πακιστανός πρωθυπουργός θα πιέσει τους Ταλιμπάν να διαπραγματευθούν με την Καμπούλ και να διευκολυνθεί έτσι η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, με αντάλλαγμα ορισμένες παραχωρήσεις: πρότεινε να αναλάβει ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, ειδικά στο ζήτημα του Κασμίρ –γεγονός που χωρίς αμφιβολία συνέβαλε στην εσπευσμένη απόφαση της Ινδίας να καταργήσει το καθεστώς αυτονομίας που απολάμβανε το Τζαμού και Κασμίρ– και υποσχέθηκε την παροχή τεχνικής υποστήριξης εκ μέρους των ΗΠΑ για τη βελτιστοποίηση της χρήσης των πακιστανικών F-16.
Ενώ η εξάρτηση του Πακιστάν από τη Σαουδική Αραβία γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη, μια σχεδόν ταυτόσημη προσέγγιση παρατηρείται μεταξύ της Ινδίας και του Ιράν. Τον Δεκέμβριο του 2018, οι δύο χώρες υπέγραψαν μια διμερή συμφωνία για τον ιρανικό λιμένα Τσαμπαχάρ. Ένα λιμάνι το οποίο για χρόνια εποφθαλμιά το Νέο Δελχί και βρίσκεται περίπου εβδομήντα χιλιόμετρα δυτικά του πακιστανικού λιμένα Γκουαντάρ που χρηματοδοτούν οι Κινέζοι. Οι Ινδοί βλέπουν στο Τσαμπαχάρ ένα σημείο εισόδου στο Αφγανιστάν (και κατ’ επέκταση στην κεντρική Ασία): έναν τρόπο να παρακάμψουν το Πακιστάν, ενισχύοντας τις δικές τους σχέσεις με την Καμπούλ. Στον απόηχο των εξελίξεων, η ιρανική κυβέρνηση ανέθεσε την εκμετάλλευση του λιμανιού σε μια ινδική κοινοπραξία μεταξύ ενός ιδιώτη (πλειοψηφικού) εταίρου, την εταιρεία διαχείρισης του Jawaharlal Nehru Port Trust, και ενός δημοσίου εταίρου, του Deendayal Port Trust. Η κυβέρνηση Τραμπ χορήγησε στο λιμένα μια κατ’ εξαίρεση απαλλαγή από το εμπάργκο που έχει επιβάλει στο Ιράν, με το σκεπτικό ότι θα συμβάλει στην ανάπτυξη του Αφγανιστάν.
Ενόσω η Τεχεράνη προσεγγίζει όλο και περισσότερο το Νέο Δελχί –μέχρι του σημείου να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για τη σύναψη μιας προνομιακής εμπορικής συμφωνίας– οι σχέσεις της με το Ισλαμαμπάντ χειροτερεύουν. Το μήλο της έριδος εν προκειμένω είναι η διασυνοριακή τρομοκρατία: οι ιρανικές αρχές καταλογίζουν στο Πακιστάν την ευθύνη για μια επίθεση που πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2019 και κόστισε τον θάνατο σε είκοσι επτά πασνταράν (Φρουρούς της Επανάστασης) στο ιρανικό Βαλουχιστάν (Σιστάν- Βαλουχιστάν). Η περιοχή αυτή, με κατοίκους κατά πλειοψηφία Σουνίτες, προσφέρει καταφύγιο σε ένα ισλαμιστικό κίνημα εχθρικό προς το ιρανικό καθεστώς.
Παίρνοντας αφορμή από τους ελάχιστα καλυμμένους υπαινιγμούς της πακιστανικής υπηρεσίας πληροφοριών (lnter-Services Intelligence, ISI), o Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ κατήγγειλε τον ρόλο των «υπηρεσιών πληροφοριών των χωρών της περιοχής, αλλά και χωρών πέραν αυτής» (7). Ο υποστράτηγος Μοχάμεντ Αλί Τζαφαρί, τότε αρχηγός των Φρουρών της Επανάστασης, πήγε ένα βήμα πιο πέρα: «Η πακιστανική κυβέρνηση, που υποθάλπει τις αντεπαναστατικές δυνάμεις και τις απειλές κατά του Ισλάμ, γνωρίζει πολύ καλά πού βρίσκονται. Έχουν τη στήριξη των δυνάμεων ασφαλείας του Πακιστάν. (…) [Εάν] η πακιστανική κυβέρνηση δεν τις τιμωρήσει, θα υπάρξουν εκ μέρους μας αντίποινα απέναντι στις αντεπαναστατικές δυνάμεις» (8). Το Ιράν δήλωσε επίσης ότι τρεις από τους έξι τρομοκράτες ήταν πακιστανικής καταγωγής (9) – κάτι πρωτοφανές, διότι συνήθως κατηγορεί Ιρανούς για τέτοιου είδους επιθέσεις.
Παρόλο που με αυτό τον τρόπο διαγράφονται δύο άξονες, με τον έναν να συνδέει το Πακιστάν με τη Σαουδική Αραβία και τον άλλον την Ινδία με το Ιράν, αυτοί δεν είναι αλληλοαποκλειόμενοι. Η Σαουδική Αραβία δεν θεωρεί το Πακιστάν ως τον μοναδικό σύμμαχό της στη Νότια Ασία: φροντίζει να ενισχύσει τους δεσμούς της και με τον παραδοσιακό εχθρό του Ισλαμαμπάντ, την Ινδία. Η προσέγγιση μεταξύ των δύο χωρών ανάγεται στην επίσκεψη του Ινδού πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι στο Ριάντ, το 2016, με δεύτερη επίσκεψή του να ακολουθεί το 2018. Μετά το επίσημο ταξίδι του στο Ισλαμαμπάντ, τον Φεβρουάριο του 2019, ο Μπιν Σαλμάν πέρασε δύο ημέρες και στο Νέο Δελχί. Μη αρκούμενος να επαναλάβει την επιθυμία του να συνεργαστεί με την Ινδία στον αγώνα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ανακοίνωσε επιπλέον την ενίσχυση των οικονομικών σχέσεών τους. Μαζί με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ιράκ, η Σαουδική Αραβία είναι πλέον ένας από τους τρεις κύριους προμηθευτές πετρελαίου της Ινδίας, με τις εισαγωγές πετρελαίου από το Ιράν να έχουν μειωθεί κατά 40% ως αποτέλεσμα των αμερικανικών κυρώσεων. Μέσα σε δύο χρόνια, το ύψος των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Ινδίας και Σαουδικής Αραβίας διπλασιάστηκε από 14 σε 28 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο Σαουδάραβας διάδοχος υποσχέθηκε επίσης επενδύσεις ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ η πετρελαϊκή εταιρεία Saudi Aramco απέκτησε μερίδιο αξίας 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο διυλιστήριο του Τζαμναγκάρ, εκμετάλλευσης της ινδικής εταιρείας Reliance Industries Limited.
Στο πλαίσιο αυτό, οι δύο χώρες αποφάσισαν τη δημιουργία ενός συμβουλίου στρατηγικής συνεργασίας, επικεντρωμένου σε ενεργειακά ζητήματα (10), ενώ η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε ότι η Ινδία θα αποτελέσει έναν από τους στρατηγικούς εταίρους της, με ορίζοντα το 2030 (11). Ως ένδειξη καλής θέλησης, την 1η Μαρτίου 2019 επετράπη στη Σούσμα Σουαράζ, τότε υπουργό Εξωτερικών της Ινδίας, να μιλήσει ενώπιον του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας (OCI), κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά στα χρονικά, εξαιτίας του μέχρι τότε πακιστανικού βέτο και του κατ’ επέκταση αποκλεισμού της Ινδίας από τις συνεδριάσεις του Οργανισμού. Τα μέλη του Οργανισμού ωστόσο επανέλαβαν ενώπιον της Ινδίας τη στήριξή τους στους κατοίκους του Κασμίρ, θύματα, στα μάτια τους, των βάναυσων μεθόδων της –όχι όμως και στην τελική δήλωση, γεγονός που εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως από το Νέο Δελχί.
Από την πλευρά τους, το Ιράν και το Πακιστάν έχουν πολλαπλασιάσει τα κοινά σχέδια. Το 2017, ο στρατηγός Μπάτζβα πραγματοποίησε το πρώτο επίσημο ταξίδι του στην Τεχεράνη, κατά τη διάρκεια του οποίου τέθηκε το ζήτημα μιας ενδεχόμενης στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, κυρίως στον τομέα των βαλλιστικών: μια τέτοια επίσκεψη είχε να γίνει εδώ και δύο δεκαετίες. Την επόμενη χρονιά, ο Χαμενεΐ όχι μόνο καταφέρθηκε εναντίον της Ινδίας για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το ζήτημα του Κασμίρ –για πρώτη φορά στα χρονικά– αλλά και ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας εξέφρασε την επιθυμία του να συνδέσει το Ιράν στον οικονομικό διάδρομο Κίνας-Πακιστάν, ενώνοντας τα λιμάνια του Γκουαντάρ και του Τσαμπαχάρ, καλώντας ταυτόχρονα την Κίνα και το Πακιστάν να επενδύσουν. Παρά το γεγονός ότι το Ιράν έχει ήδη ξεκινήσει την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου που θα το ενώνει με το Πακιστάν, τα μεγαλεπήβολα αυτά έργα δεν θα δουν σύντομα το φως της ημέρας: η Τεχεράνη δεν σκοπεύει να αποξενωθεί από το Νέο Δελχί και –πάνω απ’ όλα– το Ισλαμαμπάντ εξαρτάται υπερβολικά πολύ από τη Σαουδική Αραβία.
Παραμένει επίσης το γεγονός πως η ισλαμική κληρονομιά με την οποία πολλοί Πακιστανοί ταυτίζονται δεν είναι εκείνη της Σαουδικής Αραβίας, αλλά της περσικής κουλτούρας. Μοιράζονται τη γλώσσα, τη μουσική, τη ζωγραφική και ορισμένες όψεις του σουφισμού. Οι (πρώην) διπλωμάτες και επικεφαλής ομάδων προβληματισμού, που συναντήθηκαν τον περασμένο Ιανουάριο στο Ισλαμαμπάντ και στη Λαχώρη, αυτοπροσδιορίζονται με βάση την κοινή αυτή ταυτότητα. Φοβούνται πως θα αναγκαστούν να την απαρνηθούν υπό την πίεση του Ριάντ και των μοχλών του στην πολιτική σκηνή, είτε πρόκειται για τις ισλαμικές ιερατικές σχολές (μαντράσας) που διδάσκουν το δόγμα του σαλαφισμού είτε για τις ισλαμιστικές ομάδες όπως η Λασκάρ-ε-Τάιμπα και το δίκτυο Χακκανί, που διατηρούν στενούς οικονομικούς και ιδεολογικούς δεσμούς με τους Σαουδάραβες, μετά την αντισοβιετική τζιχάντ που διεξήγαν στο πλευρό του Οσάμα Μπιν Λάντεν (12). Εξ ου και ο φόβος μεγάλου μέρους της ελίτ πως το πακιστανικό Ισλάμ ενδέχεται να βρεθεί σε τροχιά πρόσδεσης στον ουαχαμπισμό, ακόμα και αν –επίσημα τουλάχιστον– όλοι προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν την επίδρασή του.
Ο Ριφάτ Χουσαΐν, ειδικός στις περιφερειακές σχέσεις, αναγνώρισε τον Ιανουάριο ότι η «τεράστια πρόκληση» για το Πακιστάν θα ήταν να κατορθώσει να μειώσει την εξάρτησή του από τη Σαουδική Αραβία, λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ιράν, με το οποίο μοιράζεται σύνορα εκτάσεως εννιακοσίων χιλιομέτρων, θα είχε κάθε συμφέρον να συνεργαστεί μαζί του –καθώς η προσέγγιση του Ιράν προς την Ινδία αποτελεί, κατά τον ίδιο, περισσότερο «μια τακτική παρά μια στρατηγική κίνηση». Άλλοι Πακιστανοί παράγοντες υποστηρίζουν πως η Τεχεράνη «έχει δυνητικά περισσότερο ανάγκη το Πακιστάν, εξαιτίας των αμερικανικών κυρώσεων», με την Ινδία να δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις ιρανικές προσδοκίες εξαιτίας των καλών σχέσεών της με την Ουάσιγκτον. Πράγματι, το Νέο Δελχί αποδέχθηκε πως δεν θα αγοράζει πλέον ιρανικό πετρέλαιο και έχει ήδη σταματήσει να επενδύει στο λιμάνι του Τσαμπαχάρ, του οποίου το εμπορικό μέλλον διακυβεύεται εξαιτίας των αμερικανικών κυρώσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί Πακιστανοί ονειρεύονται μια ισορροπία μεταξύ της Τεχεράνης και του Ριάντ –διατηρώντας κατά κάποιον τρόπο ίσες αποστάσεις. Το Ισλαμαμπάντ εξάλλου έχει προσπαθήσει πολλές φορές να μεσολαβήσει μεταξύ των δύο υποψηφίων για την ηγεσία του μουσουλμανικού κόσμου –με τις προσπάθειες τόσο του πρώην πρωθυπουργού Ναγουάζ Σαρίφ το 2015 όσο και του διαδόχου του Ίμραν Χαν το 2018 να αποβαίνουν μάλλον άκαρπες.
Η προθυμία της Σαουδικής Αραβίας να συσφίξει τις σχέσεις της με την Ινδία, έναν σημαντικό οικονομικό εταίρο, επενδύοντας την ίδια στιγμή ακόμα περισσότερο στο Πακιστάν, δείχνει ότι δεν φοβάται καθόλου την ενδεχόμενη κριτική του τελευταίου. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει και η ιδιαιτέρως μετριοπαθής αντίδραση του Ριάντ στο πραξικόπημα της Ινδίας στο Τζαμού και Κασμίρ, καθώς αρκέστηκε απλώς να καλέσει την Ινδία και το Πακιστάν σε διάλογο. Ο πρίγκηπας Μπιν Σαλμάν πιστεύει χωρίς αμφιβολία πως το Πακιστάν, λόγω της επισφαλούς οικονομικής θέσης του, δεν θα μπορέσει εύκολα να αρνηθεί τα αιτήματά του, όπως είχε πράξει το 2015. Τούτο όμως μόνο εν μέρει είναι αληθινό: το Πακιστάν μπορεί να παίξει το χαρτί του Ιράν ως αντιστάθμισμα και να διεκδικήσει έτσι από τη Σαουδική Αραβία τον σεβασμό των συμφερόντων του. Κάτι που αποδεικνύει η επίσκεψη του Χαν στο Ιράν, τον Απρίλιο του 2019. Όχι μόνο επισκέφθηκε την Μασχάντ, ιερή πόλη-σύμβολο για την Τεχεράνη και τους Σιίτες του Πακιστάν, αλλά επιπλέον τα δύο κράτη δημιούργησαν στα σύνορά τους ένα μεικτό σώμα ταχείας επέμβασης με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ώστε να πάψει να δηλητηριάζει τις διμερείς σχέσεις.
Ο δικτάτορας Μοχάμεντ Αγιούμπ Χαν, πρόεδρος του Πακιστάν από το 1958 έως το 1969, έλεγε, αναφερόμενος στην Κίνα, τη Σοβιετική Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι είχε βάλει «το ένα λιοντάρι να παλεύει με το άλλο». Η χώρα του θα μπορούσε κάλλιστα να εφαρμόσει και σήμερα μια τέτοια στρατηγική σε αυτό το τετράεδρο περιφερειακό παιχνίδι μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράν, της Ινδίας και της «χώρας των καθαρών».
(1) Εκτός από τη Σαουδική Αραβία και το Πακιστάν, η συμμαχία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την Αίγυπτο, το Κατάρ, το Μαρόκο, το Κουβέιτ, την Τουρκία και το Μπαγκλαντές.
(2) Πρβ. Shaul Shay, «Saudi Arabia and Pakistan – strategic alliance», Herzliya Conference Papers, Απρίλιος 2018.
(3) «As many as 1.671 Pakistani soldiers deployed in Saudi Arabia, NA told», «Pakistan Today», Ισλαμαμπάντ, 13 Μαρτίου 2018.
(4) Dania Akkad, «Pourquoi le Pakistan s’apprêtet- il à envoyer un millier de soldats en Arabie saoudite?», Middle East Eye, 21 Φεβρουαρίου 2018.
(5) Η σημασία του «Πακιστάν» στη γλώσσα Ουρντού.
(6) Asif Shahzad, «Imran Khan leaves for Saudi conference saying Pakistan “desperate” for loans», Reuters, 22 Οκτωβρίου 2018.
(7) «Thousands attend funeral of Iranian guards killed in blast», «Dawn», Καράτσι, 17 Φεβρουαρίου 2019.
(8) «Iran general claims Pakistan backs Jaish Al-Adl», «Newsweek Pakistan», Ισλαμαμπάντ, 16 Φεβρουαρίου 2019.
(9) Rick Gladstone, «Iran says suicide bomber who hit revolutionary guards was Pakistani», «The New York Times», 19 Φεβρουαρίου 2019.
(10) «India-Saudi Arabia joint statement during the state visit of His Royal Highness the Crown Prince of Saudi Arabia to India», Υπουργείο Εξωτερικών, Νέο Δελχί, 20 Φεβρουαρίου 2019.
(11) «Crown Prince’s visit to India: Focus on strategic alliance», «Saudi Gazette», Τζέντα, 19 Φεβρουαρίου 2019.
(12) Πρβ. «South Asian Muslims’ interactions with Arabian islam until the 1990s. Pan-islamism before and after Pakistan», στο Christophe Jaffrelot και Laurence Louër (επιμ.), «Pan-Islamic Connections. Transnational Networks Between South Asia and the Gulf», Oxford University Press, Νέα Υόρκη 2018.