el | fr | en | +
Accéder au menu

Ισραήλ-Παλαιστίνη, ένα σχέδιο πολέμου

Ουαί τοις ηττημένοις

JPEG - 1.3 Mio
Από τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις του Απριλίου 2016, μετά τις αποκαλύψεις των Panama papers (φωτ.: William Gachen).

Το σχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή, επεξεργασμένο από την Ουάσινγκτον χωρίς τη συμμετοχή των Παλαιστινίων, ικανοποιεί τις κύριες αξιώσεις του Ισραήλ. Η «συμφωνία του αιώνα», εκτός του ότι επικυρώνει την προσάρτηση όλων των κατεχομένων και της Κοιλάδας του Ιορδάνη –προβλέψεις αντίθετες με τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών– στερεί και από το μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος οποιοδήποτε χαρακτηριστικό εθνικής κυριαρχίας.

Στις 28 Ιανουαρίου 2020, στον Λευκό Οίκο, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου, μόνος στο βήμα δίπλα στον Αμερικανό πρόεδρο, τον οποίο ακούει με θρησκευτική ευλάβεια, δεν κρύβει τη μεγάλη του χαρά. Ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοινώνει, επιτέλους, τη «συμφωνία του αιώνα» (1) μπροστά σε ένα προνομιούχο κοινό: ένα εκστατικό αμάλγαμα υπερεθνικιστών ή ορθόδοξων Εβραίων και ευαγγελιστών χριστιανών, που κοινωνούν με μυστικιστική έξαψη τις επικλήσεις στη Βίβλο, στους ιερούς τόπους του ιουδαϊσμού και στο θαύμα που αποτελεί η ύπαρξη του Ισραήλ. Η συγχώνευση είναι πλήρης: όταν ο Ντόναλντ Τραμπ προσφωνεί έναν από τους αρχιτέκτονες του σχεδίου, τον Ντέιβιντ Φρίντμαν, λέγοντας «ο πρέσβης σας», κανείς δεν είναι σίγουρος εάν πρόκειται για τον Αμερικανό πρέσβη στην Ιερουσαλήμ ή για τον Ισραηλινό πρέσβη στην Ουάσινγκτον.

Κατά τη διάρκεια της τελετής, πολύς λόγος γίνεται για τους Παλαιστινίους. Σε τελική ανάλυση, αφορά και το δικό τους μέλλον, καθώς και το μέλλον των εδαφών τους. Ωστόσο, όχι μόνον κανένας από τους εκπροσώπους τους δεν παρίσταται, αλλά και το σχέδιο έχει διαμορφωθεί χωρίς αυτούς. Έχει συνταχθεί από Αμερικανούς –όλοι τους πεπεισμένοι σιωνιστές– και από Ισραηλινούς, οι οποίοι, στην καλύτερη περίπτωση, αγνοούν τις παλαιστινιακές διεκδικήσεις και, στη χειρότερη, τις περιφρονούν, όπως επιβεβαιώνει η πρόβλεψη για προσάρτηση του ενός τρίτου της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη στο Ισραήλ. Αυτού του είδους η κουστωδία μάς γυρνά έναν αιώνα πίσω, σε μια εποχή όπου διπλωμάτες με κοστούμια και ημίψηλα καπέλα τεμάχιζαν τη Μέση Ανατολή μεταξύ τυρού και αχλαδίου, χωρίς οι λαοί να έχουν λόγο στις εξελίξεις.

JPEG - 763.8 kio

Έτσι συνέβη όταν, στις 2 Νοεμβρίου 1917, ο Άρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ, υπουργός Εξωτερικών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, προδιέγραφε το μέλλον της Παλαιστίνης, υπογράφοντας επιστολή όπου δήλωνε: «Η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητος διάκειται ευνοϊκά [στη δημιουργία] μιας εθνικής εστίας για τον εβραϊκό λαό». Παρ’ ότι αναφέρεται λιγότερο συχνά, το δεύτερο σκέλος της υπόσχεσης προς το σιωνιστικό κίνημα διευκρινίζει: «Εννοείται ότι δεν θα συμβεί τίποτε που ενδεχομένως θα έβλαπτε (…) τα πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα των μη εβραϊκών πληθυσμών που υπάρχουν στην Παλαιστίνη». Παρά τη ρήτρα αυτή, το 90% του πληθυσμού στερείται πολιτικών και εθνικών δικαιωμάτων. Σήμερα, όπως και παλαιότερα, δεν ζητείται η γνώμη του. Σήμερα, όπως και παλαιότερα, δεν αναγνωρίζεται η εθνική ταυτότητά του. Αυτή η θεώρηση των πραγμάτων έχει όνομα: λέγεται αποικιοκρατία.

Το 1917, η αποικιοκρατία αποτελεί τον κανόνα. Η βρετανική και η γαλλική αυτοκρατορία μπορούν να θεωρούν ότι είναι αιώνιες και ότι έχουν το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα να ορίζουν το πεπρωμένο των «κατώτερων» λαών της Ασίας ή της Αφρικής. Έναν αιώνα αργότερα, το αποικιοκρατικό σύστημα έχει καταρρεύσει και οι μόνοι που μετανιώνουν είναι κάποιοι νοσταλγοί «του καθήκοντος του εκπολιτισμού» του Ζιλ Φερί ή του «φορτίου του λευκού ανθρώπου» που εξυμνούσαν οι στίχοι του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ.

Ωστόσο, κάθε παράγραφος του «οράματος» που παρουσιάστηκε στις 28 Ιανουαρίου από τον πρόεδρο Τραμπ προδίδει την ίδια νοοτροπία. Βέβαια, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν μπορεί να αγνοήσει πως δεν ζούμε πλέον στην περίοδο της αποικιοκρατίας, γι’ αυτό και ισχυρίζεται ότι η θέση του είναι ισορροπημένη, αφού περιλαμβάνει το δικαίωμα των Παλαιστινίων να έχουν το δικό τους κράτος. Τίποτε το πραγματικά καινούργιο δεν υπάρχει στην εξέλιξη αυτή: ο πρόεδρος Τζορτζ Γ. Μπους είχε ήδη αναγνωρίσει το σχετικό δικαίωμα στις 25 Ιουνίου 2002 (2) και ο ίδιος ο Νετανιάχου το 2009 είχε αποδεχθεί την ιδέα σε ομιλία του (3). Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός είχε μάλιστα προσδιορίσει και το περίγραμμα, το οποίο το σχέδιο Τραμπ ακολουθεί πιστά: όποια κι αν είναι η επιφάνεια και η εδαφική διαμόρφωσή του, το μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος δεν θα διαθέτει κανένα από τα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε ένα κράτος, με πρώτη την εθνική κυριαρχία.

Για να δικαιολογηθούν, οι συντάκτες του σχεδίου εξηγούν, σε μια ακούσια επίδειξη χιούμορ, ότι «η εθνική κυριαρχία είναι μια εύπλαστη έννοια, η οποία εξελίσσεται με το πέρασμα του χρόνου. Με την εντεινόμενη αλληλεξάρτηση, κάθε κράτος επιλέγει να αλληλεπιδράσει με άλλα κράτη, συνάπτοντας συμφωνίες που καθορίζουν ουσιώδεις παραμέτρους για το καθένα». Παράδοξη αντίληψη όταν μιλάμε για δύο κράτη που διεκδικούν το δικαίωμα να δρουν με γνώμονα αποκλειστικά τα δικά τους εθνικά συμφέροντα!

Το αποστρατιωτικοποιημένο παλαιστινιακό κράτος δεν θα ασκεί κανέναν έλεγχο στα σύνορά του, ούτε στον εναέριο χώρο ή στα χωρικά ύδατά του. Ακόμη και οι σήραγγες ή οι γέφυρες που θα συνδέουν τους διάφορους θύλακες και υποτίθεται ότι θα διασφαλίζουν την «εδαφική συνέχεια του παλαιστινιακού κράτους» θα βρίσκονται κάτω από ισραηλινή επίβλεψη. Και η παραμικρή απόφαση των Παλαιστινίων θα έχει ως προϋπόθεση την «ασφάλεια του Ισραήλ».

Ενώ η Ουάσιγκτον αναγνωρίζει στο Ισραήλ το δικαίωμα προσάρτησης σημαντικού τμήματος των εδαφών που έχει καταλάβει μετά τον πόλεμο του Ιουνίου του 1967 –όλους ανεξαιρέτως τους οικισμούς και την Κοιλάδα του Ιορδάνη– το παλαιστινιακό κράτος θα εκτείνεται μόνο στα δύο τρίτα της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη, κάτι που, σύμφωνα με το «όραμα Τραμπ», ήδη θα αποτελέσει μια καταπληκτική παραχώρηση. «Η απόσυρση από εδάφη που έχουν καταληφθεί μετά από αμυντικό πόλεμο αποτελεί σπάνιο φαινόμενο στην Ιστορία. Πρέπει να αναγνωριστεί ότι το κράτος του Ισραήλ έχει ήδη αποσυρθεί τουλάχιστον από το 88% των εδαφών που είχε καταλάβει το 1967. Η συγκεκριμένη θεώρηση προβλέπει τη μεταβίβαση από το κράτος του Ισραήλ σημαντικών εδαφών –εδαφών στα οποία η χώρα έχει κατοχυρώσει θεμιτές νομικές και ιστορικές διεκδικήσεις και τα οποία αποτελούν μέρος των προγονικών εστιών του εβραϊκού λαού.» Στον κόσμο του Τραμπ και του Νετανιάχου, ένας κλέφτης που σας έχει αποσπάσει 300 ευρώ και υπόσχεται να σας επιστρέψει τα 200, επιδεικνύει τη μεγαλοψυχία του.

Γιατί, ακόμη και σε αυτό το μελλοντικό μπαντουστάν (4) (το οποίο θα αναγνωριστεί ως κράτος μόνο τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη ισχύος της συμφωνίας, με την προϋπόθεση ότι το Ισραήλ θα δώσει τότε το πράσινο φως), οι Παλαιστίνιοι θα πρέπει να υποτάσσονται στις απαιτήσεις των κυρίων τους. Ένα απλό παράδειγμα συμπυκνώνει τη λογική πλήρους υποταγής που βρίσκεται στον πυρήνα του σχεδίου. Από την ισραηλινή κατοχή του 1967 και μετά, οι Παλαιστίνιοι δεν μπορούν να χτίσουν ελεύθερα τα σπίτια τους. Οι κατοικίες τους καταστρέφονται κατά εκατοντάδες από τον ισραηλινό στρατό, με διάφορα προσχήματα. Μολονότι, στο μελλοντικό «κράτος» τους, οι παλαιστινιακές αρχές θα μπορούν να εκδίδουν άδειες δόμησης, οι κατοικίες που βρίσκονται «σε ζώνες προσκείμενες στη συνοριακή γραμμή μεταξύ του κράτους του Ισραήλ και του κράτους της Παλαιστίνης, συμπεριλαμβανομένης και της συνοριακής γραμμής μεταξύ Ιερουσαλήμ και Αλ-Κοντς  (5), θα υπάγονται πρωταρχικά στην αρμοδιότητα του κράτους του Ισραήλ όσον αφορά ζητήματα ασφαλείας». Αρκεί όμως να συμβουλευτεί κάποιος τον χάρτη για να διαπιστώσει ότι δεν υπάρχουν ζώνες που να μην είναι «προσκείμενες στο κράτος του Ισραήλ».

Οι περιορισμοί αυτοί επιβάλλονται, βέβαια, στο όνομα της «ασφάλειας» –λέξη που επανέρχεται 167 φορές μέσα στο κείμενο, δηλαδή 2 φορές σε κάθε σελίδα κατά μέσο όρο– αλλά μόνο της ασφάλειας του Ισραήλ. Η χώρα διαθέτει τον ισχυρότερο στρατό στην περιοχή, διαθέτει πυρηνικά όπλα, ενώ η αεροπορία της μπορεί να βομβαρδίσει τον Λίβανο, τη Συρία, τώρα πια το Ιράκ και, φυσικά, τη Λωρίδα της Γάζας. Το 2019, σκοτώθηκαν 133 Παλαιστίνιοι, ανάμεσά τους και 28 ανήλικοι (6), έναντι 10 Ισραηλινών (1 ανήλικος) (7). Ωστόσο, το σχέδιο Τραμπ εξηγεί ότι «είναι εκτός πραγματικότητας να ζητείται από το κράτος του Ισραήλ να κάνει συμβιβασμούς σε ζητήματα ασφαλείας, οι οποίοι θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή των πολιτών του».

Ξαναγράφοντας την Ιστορία, το κείμενο δεν αναφέρει παρά τους «αμυντικούς πολέμους του Ισραήλ, ορισμένοι από τους οποίους είχαν υπαρξιακό χαρακτήρα για το κράτος». Αμυντική η μονομερής εισβολή στην Αίγυπτο το 1956; Ο πόλεμος του 1967, τον οποίο κατήγγειλε εκείνη την εποχή ο στρατηγός ντε Γκωλ, καθώς το Ισραήλ «ξεκίνησε τις εχθροπραξίες»; Η εισβολή στον Λίβανο το 1982;

Η έκφραση Vae victis! («Ουαί τοις ηττημένοις!») μπορεί να συνοψίσει το «όραμα Τραμπ». Οι Παλαιστίνιοι πολιτικοί κρατούμενοι, εάν έχουν διαπράξει ανθρωποκτονία, ή ακόμη κι αν απλώς έχουν συνωμοτήσει με σκοπό να το κάνουν, δεν θα απελευθερωθούν, ούτε μετά τη σύναψη ειρήνης. Οι πρόσφυγες δεν θα έχουν δικαίωμα να επιστρέψουν στις εστίες τους, δεν θα αποζημιωθούν και δεν θα μπορούν να εγκατασταθούν στο παλαιστινιακό κράτος, παρά μόνο μετά την έγκριση του Ισραήλ. Η παλαιστινιακή ηγεσία θα πρέπει, επιπλέον, να «εκπαιδεύσει» τον παλαιστινιακό λαό ώστε να τερματιστεί «η ρητορική του μίσους» (η οποία, προφανώς, δεν παρατηρείται στο Ισραήλ).

Τέλος, οι Παλαιστίνιοι θα πρέπει να αναγνωρίσουν το Ισραήλ ως «έθνος-κράτος του εβραϊκού λαού», νομιμοποιώντας έτσι τη σιωνιστική θεώρηση της Ιστορίας, την άποψη ότι οι Παλαιστίνιοι είναι παρείσακτοι στη βιβλική αυτή γη –και καθιστώντας τελείως εύθραυστο το καθεστώς των περίπου 2 εκατομμυρίων «Παλαιστινίων του 1948», οι οποίοι συχνά αποκαλούνται «Ισραηλινοί Άραβες» και θα αποτελούν πολίτες δεύτερης κατηγορίας σε ένα εβραϊκό κράτος. Η ανταλλαγή εδαφών προβλέπεται εξάλλου να απωθήσει 400.000 από τους ανθρώπους αυτούς εκτός συνόρων, ενισχύοντας το όραμα της «εθνικής καθαρότητας» που κερδίζει έδαφος στο Τελ Αβίβ (8).

Σε ένα ηχηρό άρθρο με τίτλο «Μην το αποκαλείτε “σχέδιο ειρήνης”», ο Ντάνιελ Λεβί, παλαιός Ισραηλινός διαπραγματευτής στις συμφωνίες του Όσλο, γράφει: «Υπάρχει διαφορά μεταξύ μιας συνθηκολόγησης και ενός ειρηνευτικού σχεδίου. Ακόμη όμως και οι όροι μιας συνθηκολόγησης έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να διαρκέσουν εάν έχουν διαμορφωθεί με τρόπο που να διατηρούν μια επίφαση αξιοπρέπειας για την πλευρά των ηττημένων». Το «όραμα» που προωθεί η Ουάσινγκτον αποτελεί ένα «σχέδιο μίσους», συμπεραίνει ο Λεβί (9).

Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης Ιστορίας, οι Αμερικανοί πρόεδροι συχνά παρουσίασαν «ειρηνευτικά σχέδια» –από τον Ρόναλντ Ρήγκαν το 1982 μέχρι τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο το 1991. Όμως με τον Τραμπ, για πρώτη φορά, ένα τέτοιο σχέδιο ειρήνης απορρίπτει ανοικτά τα κείμενα που έχει υιοθετήσει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), και ιδιαίτερα το ψήφισμα 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας (Νοέμβριος 1967), με το οποίο χαρακτηρίζεται «απαράδεκτη η απόκτηση εδαφών μέσω πολέμου». Ίσως και αυτό το σχέδιο να αποσυρθεί μαζί με τον σημερινό ένοικο του Λευκού Οίκου. Όμως, εκτός του ότι αναγνωρίζει την Ιερουσαλήμ ως «παντοτινή και αδιαίρετη» πρωτεύουσα του Ισραήλ –απόφαση που ένας μελλοντικός Αμερικανός πρόεδρος θα δυσκολευτεί να αναιρέσει– προβλέπει επίσης, και μάλιστα πριν από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, τη σύσταση αμερικανο-ισραηλινής επιτροπής, η οποία θα ορίσει επακριβώς τα εδάφη που το Ισραήλ θα μπορέσει να προσαρτήσει με την έγκριση της Ουάσινγκτον.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό, τι μπορούν να κάνουν οι Παλαιστίνιοι; Οπωσδήποτε, πέτυχαν την ομόφωνη απόρριψη του σχεδίου από τον Αραβικό Σύνδεσμο, από τον Οργανισμό Ισλαμικής Συνεργασίας και από την Αφρικανική Ένωση. Σε κάποιες χώρες, η κοινή γνώμη εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της, όπως συνέβη στο Μαρόκο, όπου δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές χλεύασαν το σχέδιο. Όμως, λίγες αραβικές πρωτεύουσες τάσσονται ανοικτά κατά των Ηνωμένων Πολιτειών και ορισμένες, ιδιαίτερα, σε χώρες του Αραβο-Περσικού Κόλπου, πολύ θα ήθελαν να υποστηρίξουν το σχέδιο, όπως δείχνει η παρουσία των πρεσβευτών τους στην παρουσίαση του σχεδίου. Αρκετές δυτικές κυβερνήσεις, μεταξύ τους και η γαλλική, χαιρέτισαν «τις προσπάθειες του προέδρου Τραμπ», υπακούοντας σε υποδείξεις που τους έγιναν… πριν καν προλάβουν να μελετήσουν το έγγραφο (10). Και οι Παλαιστίνιοι δεν συγκέντρωσαν επαρκή στήριξη στον ΟΗΕ ώστε να πείσουν το Συμβούλιο Ασφαλείας να υιοθετήσει ψήφισμα, το οποίο, χωρίς καν να καταδικάζει το σχέδιο, θα υπενθύμιζε τις αρχές που χίλιες φορές έχουν επικυρωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες.

Οι πολιτικές διαιρέσεις των Παλαιστινίων και η απαξίωση των δύο κέντρων εξουσίας –της Παλαιστινιακής Αρχής, με έδρα τη Ραμάλα, και της Χαμάς, που ελέγχει τη Γάζα– περιπλέκουν τη διαμόρφωση της ανταπάντησης. Ο πρόεδρος Μαχμούντ Αμπάς, αφού απείλησε να αναστείλει τον συντονισμό με το Ισραήλ σε θέματα ασφαλείας, υποχώρησε για ακόμη μία φορά. Ο Παλαιστίνιος ηγέτης περιορίζεται σε ακινησία, γαρνιρισμένη με κάποιες διπλωματικές ενέργειες, ελπίζοντας ότι το σχέδιο θα καταρρεύσει από μόνο του, ελλείψει Παλαιστινίων συνομιλητών.

Διότι το κυριότερο εμπόδιο στο σχέδιο είναι η ομοψυχία των Παλαιστινίων, οι οποίοι υπερασπίζονται σθεναρά τα δικαιώματά τους, όπως υπερασπίζονται και τη γη τους, και αρνούνται να αναγνωρίσουν την ήττα τους (11). Την αντίστασή αυτή ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες ούτε το Ισραήλ μπορούν να την κάμψουν, πόσο μάλλον όταν οι μισοί κάτοικοι των ιστορικών εδαφών της Παλαιστίνης είναι Παλαιστίνιοι.

Το 1989, ο Αμερικανός ιστορικός Ντέιβιντ Φρόμκιν εξέδιδε ένα βιβλίο με τίτλο «Μια ειρήνη για να τελειώνουμε με την ιδέα της ειρήνης» (12). Στο βιβλίο, ο Φρόμκιν μελετούσε τον τρόπο με τον οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν ακρωτηριάσει τη Μέση Ανατολή και είχαν παραδώσει την Παλαιστίνη στην εβραϊκή κατοχή, σε πείσμα των διεκδικήσεων των λαών της. Ο Φρόμκιν σημείωνε ότι «η κύρια βρετανική φαντασίωση για τη Μέση Ανατολή –ότι η περιοχή επιθυμεί να την κυβερνά η Μεγάλη Βρετανία– προσέκρουσε στο πέτρινο τείχος της πραγματικότητας». Η «φαντασίωση» αυτή προκάλεσε εκατομμύρια νεκρούς. Έναν αιώνα αργότερα, το «όραμα Τραμπ» διαπνέεται από τις ίδιες ψευδαισθήσεις και υπόσχεται τις ίδιες συνέπειες.

(1«Peace to prosperity: A vision to improve the lives of the Palestinian and Israeli people», Λευκός Οίκος, Ουάσιγκτον, Ιανουάριος 2020.

(2«Full text of George Bush’s speech», «The Guardian», Λονδίνο, 25 Ιουνίου 2002.

(3Μπενιαμίν Νετανιάχου, ομιλία στο Begin-Sadat Center for Strategic Studies, πανεπιστήμιο Bar-Ilan, Ραμάτ Γκαν (Τελ Αβίβ), 14 Ιουνίου 2009.

(4(Σ.τ.Μ.) Οι γνωστές «νησίδες γης», στις οποίες το καθεστώς απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική είχε περιορίσει τους μη λευκούς κατοίκους της χώρας.

(5Αλ-Κοντς: το αραβικό όνομα της Ιερουσαλήμ υποδηλώνει εδώ τη μελλοντική παλαιστινιακή πρωτεύουσα, η οποία δεν θα είναι ούτε η Ιερή Πόλη ούτε το ανατολικό τμήμα της, αλλά τα σημερινά της προάστια.

(6«The year in review: Israeli forces killed 133 Palestinians, 28 of them minors», «B’Tselem», Ιερουσαλήμ, 1η Ιανουαρίου 2020.

(8Βλ. Sylvain Cypel, «En quête du “gène juif”», Orient XXI, 5 Φεβρουαρίου 2020.

(9Daniel Levy, «Don’t call it a peace plan», The American Prospect, 30 Ιανουαρίου 2020.

(10Georges Malbrunot, «Comment les États-Unis ont demandé à la communauté internationale de soutenir leur plan israélo-palestinien», «Le Figaro», Παρίσι, 1η Φεβρουαρίου 2020.

(11Βλ. «La Palestine, toujours recommencée», «Le Monde diplomatique», Ιούνιος 2017

(12David Fromkin, «A Peace to End All Peace: The Fall of the Ottoman Empire and the Creation of the Modern Middle East»,Henry Holt, Νέα Υόρκη, 1989.

Μοιραστείτε το άρθρο