Βέτο στον νέο προϋπολογισμό της Ε.Ε. έθεσαν η Πολωνία και η Ουγγαρία. Η στάση της ομάδας Βίσεγκραντ είναι σταθερή τα τελευταία χρόνια όμως σε πολλές περιπτώσεις την ακολουθούν και άλλες χώρες όπως η Σλοβενία, η οποία έχει παρόμοια διαδρομή με την Πολωνία. Συχνά παρουσιαζόμενες ως υποδειγματικές, οι διαδρομές τους αυτές ρίχνουν φως στο παράδοξο της αρνητικής τους στάσης απέναντι στην Ε.Ε. παρά την οικονομική βοήθεια που έχουν λάβει, καθώς και στις οικονομικές επιλογές των χωρών της περιοχής, οι οποίες αμφιταλαντεύονται μεταξύ της ανακτημένης εθνικής κυριαρχίας και των νέων εξαρτήσεων.
Εκ πρώτης όψεως, και πριν την εμφάνιση των συνεπειών της υγειονομικής κρίσης του 2020, οι οικονομικές επιτυχίες τους είναι αναμφισβήτητες: μετρημένο σε δολάρια με ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, το μέσο εισόδημα αυξήθηκε δυόμιση φορές στην Πολωνία από το 1989 και δύο φορές στην Σλοβενία από το 1992. Στις μεταλλάξεις που ακολούθησαν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξε καθοριστικός, καταρχάς ως πολιτικό μοντέλο και στη συνέχεια ως πολιτική και νομική κηδεμονία. Σε ποιον βαθμό η ένταξη στην Ε.Ε. το 2004 συνέβαλε στο πέρασμα αυτών των οικονομιών από την περιφέρεια στο κέντρο των ευρωπαϊκών συναλλαγών και παραγωγικών συστημάτων; Μπορούμε να μιλάμε για επιτυχία από τη σκοπιά του πληθυσμού, όπως συνέβη στην περίπτωση της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και αργότερα της Ιρλανδίας, κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980;
Για να κατανοηθούν οι αποφάσεις που ελήφθησαν την επομένη της διάλυσης του Ανατολικού Μπλοκ, θα πρέπει να τις εξετάσουμε μέσα στο ιδεολογικό και κοινωνικό κλίμα εκείνης της εποχής: η απόρριψη του «υπαρκτού σοσιαλισμού» επιτράπηκε –και ταυτόχρονα τροφοδοτήθηκε– από την περεστρόικα (αναδιάρθρωση) του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ηγέτη της ΕΣΣΔ από το 1985 έως το 1991. Ο σοβιετικός μεγάλος αδελφός δεν διέθετε πλέον ούτε τα μέσα ούτε τη βούληση να διατηρήσει με τη βία την τάξη στους κόλπους του Συμβουλίου για την Αμοιβαία Οικονομική Βοήθεια (Κομεκόν), την οικονομική ένωση υπό σοβιετική κηδεμονία στην οποία συμμετείχαν οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και η οποία διαλύθηκε το 1991. Οι οικονομικές αποτυχίες της περεστρόικα ενίσχυσαν παντού το αίτημα για αλλαγή, δημιουργώντας στον πληθυσμό μια καταστροφική εικόνα για τις μερικές μεταρρυθμίσεις που επιδείνωσαν την οικονομική και την κοινωνική κατάσταση. Ρόλο διαδραμάτισε επίσης η χρηματοοικονομική διάσταση: με εξαίρεση τη Ρουμανία, οι χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης δοκιμάζονταν εξαιτίας του υψηλού εξωτερικού χρέους, που σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν μη βιώσιμο. Οι κυβερνήσεις τους αναζητούσαν χρηματοδότηση σε δολάρια και, γι’ αυτόν τον λόγο, έτειναν ευήκοα ώτα στα επιχειρήματα των δανειστών και των δυτικών συμβούλων.
Εκείνη την εποχή, οι προβεβλημένοι οικονομολόγοι στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και στους κύκλους λήψης πολιτικών αποφάσεων (μεταξύ άλλων, οι Ολιβιέ Μπλανσάρ, Στάνλεϋ Φίσερ, Ρούντιγκερ Ντόρνμπους και Τζέφρυ Σακς) εμπνέονται ευθέως από τα προγράμματα δομικής αναδιάρθρωσης που συστήνονταν στη Λατινική Αμερική και στην Αφρική. Απορρίπτουν κατηγορηματικά το ζήτημα της προσαρμογής τους σε ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα: «Σε ποιο βαθμό όλα όσα έχουμε μάθει είναι κατάλληλα για την Ανατολική Ευρώπη; (…) Μήπως στην αφετηρία του παρόντος εγχειρήματος οι συνθήκες είναι τόσο διαφορετικές ώστε να απαιτούν μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση; Δεν πιστεύουμε κάτι τέτοιο. Τα ουσιαστικά στοιχεία του τυπικού πακέτου μέτρων εφαρμόζονται εξίσου καλά και στην Ανατολική Ευρώπη» (1).
Ένα τέτοιο «πακέτο» περιλαμβάνει τρεις μεγάλους άξονες: α) την «απελευθέρωση» της επιχειρηματικότητας, των τιμών και του εξωτερικού εμπορίου, β) τη σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών, του νομίσματος και των συναλλαγματικών ισοτιμιών, γ) την αναδιάρθρωση του κράτους, της κοινωνικής προστασίας και των δημόσιων υπηρεσιών μέσω της ιδιωτικοποίησής τους. Όλη η δυσκολία συνίσταται στον τρόπο με τον οποίο θα διεξαχθούν και θα συνδυαστούν οι αλλαγές. Σε αυτό το σημείο, οι οικονομολόγοι χωρίζονται, αφενός σε οπαδούς της σταδιακής εφαρμογής, που επιμένουν να μην υπάρξει καταιγισμός μεταρρυθμίσεων αλλά σταδιακή εφαρμογή τους, διατηρώντας τους μοχλούς της δημόσιας δράσης, και αφετέρου σε ριζοσπάστες, που επιθυμούν να προχωρήσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα σε όλα τα μέτωπα ταυτοχρόνως.
Στην Πολωνία, πολύ γρήγορα υπερίσχυσε η θέση της «θεραπείας του σοκ». Η έκφραση παραπέμπει στην εμπειρία της Βολιβίας, καθώς εκεί επινοήθηκε το 1985. Οι εμπνευστές της προτείνουν ένα μαξιμαλιστικό πρόγραμμα αλλαγών, το οποίο δικαιολογούν με τη συμπληρωματικότητα των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων, την υποθετική δυνατότητά τους δηλαδή να αναπληρώσουν αγαθά και υπηρεσίες με νέους τρόπους. Η άλλη γραμμή επιχειρηματολογίας είναι πολιτικής φύσεως: θα πρέπει να επωφεληθούν από την απογοήτευση που έχει προκληθεί από την προηγούμενη κατάσταση, όπως και από τη σύντομη περίοδο όπου ο πληθυσμός ζητάει επιτακτικά ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να προωθηθούν όσο το δυνατό πιο ταχείες και βαθιές αλλαγές, πριν η λαϊκή δυσαρέσκεια κατορθώσει να τις αναχαιτίσει. Πρόκειται για την «περίοδο έκτακτης πολιτικής ανάγκης», σύμφωνα με την προσφιλή έκφραση του Λέσζεκ Μπαλσέροβιτζ, Πολωνού υπουργού Οικονομικών από τον Σεπτέμβριο του 1989 έως τον Δεκέμβριο του 1991 και στη συνέχεια από το 1997 έως το 2000.
Μέσα στο πλαίσιο της νεογέννητης δημοκρατίας αυτών των χωρών, η ριζοσπαστικότητα των μεταρρυθμίσεων γινόταν αντιληπτή ακριβώς ως προϋπόθεση για την επιτυχία τους: η προσήλωση στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα διατηρούνταν εάν αυτές, εξαιτίας της ίδιας τους της έκτασης, ήταν σε θέση να παραγάγουν αρκετά σύντομα τα αποτελέσματά τους –έτσι ώστε οι άμεσα ωφελούμενοι από τα πρώτα μέτρα (νέοι μέτοχοι, έμποροι, επιχειρηματίες, μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα κ.λπ.) να μετατραπούν σύντομα σε πλειοψηφία και να εξασφαλίσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο το εκλογικό μέλλον των φιλελευθέρων και, συνεπώς, τη διαιώνιση των μεταρρυθμίσεων.
Αντίθετα, στη Σλοβενία, που απόκτησε την ανεξαρτησία της το 1991, οι αρχές προτίμησαν μια σταδιακή προσέγγιση των μεταρρυθμίσεων. Μια τέτοια οικονομική πολιτική μπόρεσε να στηριχθεί σε μια θεσμική κληρονομιά, χαρακτηριστική της πρώην Γιουγκοσλαβίας: τον αποκεντρωμένο σοσιαλισμό, στηριγμένο σε μεγάλο βαθμό στη συνδικαλιστική εκπροσώπηση και μπολιασμένο με στοιχεία αγοράς. Στηρίχθηκε επίσης στις μεταρρυθμίσεις που είχαν δρομολογηθεί ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η συντήρηση ενός σημαντικού σε μέγεθος δημόσιου τομέα μπόρεσε να επιτρέψει τη διατήρηση της συναίνεσης μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων και τη διαφύλαξη ενός βιοτικού επιπέδου ήδη πολύ υψηλότερου συγκριτικά με όλες τις άλλες χώρες που είχαν εισέλθει στο στάδιο της μετάβασης προς την κοινωνία της αγοράς. Στην επιλογή αυτής της στρατηγικής συνέβαλαν η επιθυμία να περιοριστεί η αύξηση της ανεργίας και να μην ξεπουληθεί ο πλούτος της χώρας στις ξένες επιχειρήσεις, αλλά και η παρακολούθηση των σοκ που υπέστη η πολωνική οικονομία μετά το 1989 (2).
Καθώς η Πολωνία θεωρούνταν ο καλός μαθητής του ΔΝΤ ήδη από το 1989, το 1990 της παραχωρήθηκε ένα προνόμιο μοναδικό σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη: η διαγραφή του μισού εξωτερικού χρέους της από τη Λέσχη των Παρισίων, στην οποία συμμετέχουν οι περισσότεροι δυτικοί δημόσιοι δανειστές (3). Το 1994 πέτυχε αντίστοιχη μείωση του χρέους της από τη Λέσχη του Λονδίνου, στην οποία συμμετέχουν οι ιδιώτες δανειστές. Η Σλοβενία, ξεκινώντας με καλύτερες συνθήκες συγκριτικά με την Πολωνία, αλλά αρνούμενη να ακολουθήσει τυφλά τις συστάσεις των Δυτικών, ακολούθησε μια συνετή κοινωνικοοικονομική πορεία, στην οποία το κυριότερο χαρακτηριστικό ήταν η αναζήτηση της σταθερότητας. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η ανάπτυξη της χώρας ήταν ελαφρά κατώτερη της πολωνικής (4,6% έναντι 5,6% ετησίως για την περίοδο 1993-1999), όμως η ανεργία της παρέμενε περίπου δύο φορές μικρότερη της πολωνικής.
Αξίζει να εξετάσουμε τον τρόπο υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων σε αυτές τις δύο χώρες. Όσο κι αν είχαν δεσμευτεί να σεβαστούν τα κριτήρια για την ένταξη στην Ε.Ε., η Πολωνία και η Σλοβενία διέθεταν αρκετά περιθώρια ελιγμών. Ο φόβος μήπως περάσει σχεδόν το σύνολο των εθνικών επιχειρήσεων στα χέρια ξένων και η άσκηση πίεσης από τα συνδικάτα οδήγησαν στην αναβολή ενός μέρους των ιδιωτικοποιήσεων, με αποτέλεσμα να υπάρξουν αντιδράσεις δυσαρέσκειας από το ΔΝΤ, αλλά και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Στην Πολωνία, η «θεραπεία του σοκ» εφαρμόστηκε αρχικά, με τον ενθουσιασμό του νεοφώτιστου, από τον Μπαλσέροβιτζ κατά τη διετία 1990-1991. Όμως, η εκρηκτική αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας, ο υψηλός πληθωρισμός και η μείωση του ΑΕΠ είχαν ως αποτέλεσμα την ήττα των φιλελεύθερων στις εκλογές. Οι βουλευτικές εκλογές, στα τέλη του 1993, οδήγησαν στην εξουσία έναν σοσιαλδημοκρατικό συνασπισμό στον οποίο ηγείτο ένας πρώην κομμουνιστής που είχε πλέον μετατραπεί σε οπαδό της αγοράς, ο Αλεξάντερ Κβασνιέσκυ (ο οποίος θα διατελέσει επίσης πρόεδρος την περίοδο 1995-2005). Την τετραετία 1994-1997, ο νέος υπουργός οικονομικών Γκρέγκορζ Κολόντκο θα προβεί σε μια αισθητή στροφή της πορείας προς τη μετάβαση στην οικονομία της αγοράς, ακολουθώντας μια προσέγγιση που συχνά χαρακτηρίστηκε ως υιοθέτηση της σταδιακής λογικής. Ανέβαλε την εφαρμογή της δημοσιονομικής ορθοδοξίας και έβαλε την χώρα σε αναπτυξιακή τροχιά, παρά τη διακοπή της οικονομικής υποστήριξης του ΔΝΤ. Η ανάκαμψη της οικονομίας υπήρξε πιο πρώιμη και πιο έντονη συγκριτικά με άλλες χώρες.
Από την πλευρά της, η Σλοβενία συνέχισε τη συνετή πολιτική μετάβασης καθ’ όλη την πρώτη δεκαετία. Οι επιφυλάξεις της απέναντι στις δημοσιονομικές και φορολογικές συστάσεις του ΔΝΤ ήταν συνεχείς. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση ορισμένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, όπως η αναμόρφωση του καθεστώτος των επιδομάτων ανεργίας, η εισαγωγή του ΦΠΑ ή το άνοιγμα στα ξένα κεφάλαια. Το τραπεζικό σύστημα άνοιξε για τους δυτικούς ομίλους μονάχα στις τελευταίες ημέρες της δεκαετίας του 1990, κάτω από την πίεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το 1998, η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο σλοβενικό ΑΕΠ δεν ξεπερνούσε το 55%, ποσοστό χαμηλό συγκριτικά με την κατάσταση στην υπόλοιπη περιοχή (4).
Απαντώντας στις υποψηφιότητες ένταξης των χωρών της Ανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Ένωση επεξέτεινε τους κανόνες και τις προδιαγραφές της προς τα ανατολικά. Ο σεβασμός των κριτηρίων που τυποποιήθηκαν νομικά στο «ευρωπαϊκό κεκτημένο» ανοίγει τον δρόμο στις χρηματοδοτήσεις. Οι δύο χώρες εντάσσονται στην Ε.Ε. την 1η Μαΐου 2004, μαζί με τη Δημοκρατία της Τσεχίας, τη Σλοβακία, την Ουγγαρία και τις Βαλτικές Χώρες (όπως επίσης η Κύπρος και η Μάλτα). Αμέσως μετά την ένταξη, οι ευρωπαϊκές ενισχύσεις αυξάνονται. Κατά τη διάρκεια της πρώτης τριετίας μετά την ένταξή της, η Πολωνία λαμβάνει ενισχύσεις που αντιστοιχούν στο 1,24% του ΑΕΠ της, ενώ για την περίοδο 2007-2013 το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 2%. Για το σύνολο αυτής της περιόδου, οι ενισχύσεις ανέρχονται σε 66,7 δισ. ευρώ. Με μικρότερο πληθυσμό και υψηλότερο μέσο εισόδημα, η Σλοβενία έλαβε 4 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν στο 1,2% του ΑΕΠ της για την αντίστοιχη περίοδο.
Όσο σημαντικές κι αν ήταν αυτές οι επιδοτήσεις, δεν μπορούσαν να αποσβέσουν τους κοινωνικούς κραδασμούς που προκλήθηκαν από τις μεγάλης έκτασης αναδιαρθρώσεις: την περίοδο 1991-2003, στην πολωνική βιομηχανία χάθηκαν 1,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, δηλαδή το 23% της απασχόλησης στον τομέα. Στην Πολωνία, αλλά και στη βόρεια Σλοβενία, υπήρξαν πολλά μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα που εγκαταλείφθηκαν ή αναδιαρθρώθηκαν μονάχα εν μέρει. Τα εμβληματικά ναυπηγεία του Γκντάνσκ, που απασχολούσαν 18.000 εργαζόμενους όταν έπεσε το κομμουνιστικό καθεστώς, έχουν σήμερα προσωπικό μονάχα 200 ατόμων.
Τα κοινοτικά κεφάλαια συνέβαλαν στην επιτάχυνση της ανάπτυξης μετά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 2000. Η Πολωνία και η Σλοβενία εξακολουθούν να θεωρούνται ότι αποτελούν τις κατ’ εξοχήν επιτυχίες της ευρωπαϊκής διεύρυνσης. Όμως, η συγκυρία αλλάζει και τα αναχώματα που είχαν δημιουργηθεί για να συγκρατήσουν τη διείσδυση του ξένου κεφαλαίου υποχώρησαν κάτω από τις πιέσεις των Δυτικών. Πλέον, στο τραπεζικό και στο παραγωγικό σύστημα αυτών των χωρών κυριαρχούν ξένες εταιρείες.
Η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση της διετίας 2007-2008 σηματοδοτεί μια καμπή. Όντας μικρότερη και πιο ανοιχτή στο διεθνές εμπόριο σε σχέση με την Πολωνία, η Σλοβενία υποφέρει περισσότερο από την πτώση του διεθνούς εμπορίου: θα χρειαστεί εννέα χρόνια ώστε το κατά κεφαλή εισόδημα να ξαναβρεθεί στα επίπεδα του 2008 (βλέπε γράφημα). Δεδομένου ότι το 2007 αυτή η μικρή χώρα της περιοχής των Άλπεων εντάχθηκε στην ευρωζώνη, δεν διαθέτει πλέον το όπλο των συναλλαγματικών ισοτιμιών για να αντιμετωπίσει την κρίση. Αντίθετα, η Πολωνία την ξεπέρασε, παραπέμποντας στις καλένδες την υιοθέτηση του ευρώ και αφήνοντας το ζλότυ να διολισθαίνει. Έτσι, η ευρωπαϊκή ύφεση προκάλεσε μονάχα μια ελαφρά επιβράδυνση της οικονομίας της.
Το συγκεκριμένο επεισόδιο αποκάλυψε τον ευάλωτο χαρακτήρα αυτών των οικονομιών απέναντι στην εισροή ή την απόσυρση των διεθνών κεφαλαίων. Η ουσία της υπόθεσης συνίσταται στην απουσία εξοικονόμησης χρηματικών πόρων: με εισοδήματα κατώτερα κατά περίπου 50% του δυτικοευρωπαϊκού μέσου όρου και με σημαντικές ανάγκες χρηματοδότησης των υποδομών και του παραγωγικού εξοπλισμού, οι χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης στερούνται ντόπιων κεφαλαίων. Προκειμένου να προσελκύσουν ξένους επενδυτές, προσφέρουν υψηλότερα επιτόκια συγκριτικά με τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες και διατηρούν το μισθολογικό κόστος σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, στοχεύοντας ταυτόχρονα σε μια υψηλή εθνική οικονομική ανάπτυξη, εγγύηση για υψηλά κέρδη, μέρος των οποίων επιστρέφει στις χώρες των επενδυτών. Έτσι, για την προσέλκυση των δυτικών επενδύσεων, αναπτύχθηκε μια μορφή ανταγωνισμού μεταξύ χωρών και περιφερειών (5). Καθώς οι πολιτικοί επιστήμονες Αντρέας Νέλκε και Αριάν Φλίνγκενχαρτ θεωρούν ότι οι συνέπειες της παρουσίας των δυτικών πολυεθνικών εταιρειών αποτελεί κεντρικό χαρακτηριστικό των οικονομιών της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, τις αποκαλούν «εξαρτημένες οικονομίες της αγοράς» (6). Το οικονομικό άνοιγμα οδηγεί στην εξάρτηση όταν η εξουσία για τη λήψη των αποφάσεων αφήνεται σπάνια στη διακριτική ευχέρεια της ηγεσίας της τοπικής θυγατρικής, όταν δεν πραγματοποιείται αξιόλογη μεταφορά τεχνολογίας, το επίπεδο της κατάρτισης του προσωπικού παραμένει χαμηλό και οι δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας διατηρούνται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στην έδρα των δυτικών ομίλων.
Με φόντο την απογοήτευση και τις νέες εξαρτήσεις από τους Δυτικούς, που δίνουν τις εντολές (και κουνάνε το δάχτυλο στους απείθαρχους μαθητές), ανθεί ο πολιτικός πατερναλισμός, ο ευρωσκεπτικισμός και οι ξενοφοβικές παρεκτροπές. Επιπλέον, τα μη ευνοημένα στρώματα του πληθυσμού απομακρύνονται ακόμη περισσότερο από τους φιλελεύθερους όσο τα συντηρητικά κόμματα εφαρμόζουν πολιτικές που τα ευνοούν. Έτσι, στην Πολωνία, το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) εδραίωσε τη λαϊκή βάση του λαμβάνοντας χειροπιαστά μέτρα υπέρ των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού: στα συστατικά της πρώτης εκλογικής επιτυχίας του, η οποία ανανεώθηκε το 2019, συγκαταλέγονταν το οικογενειακό επίδομα και η αύξηση του κατώτατου μισθού. Η Πολωνία είναι η χώρα που έχει λάβει τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή βοήθεια (86 δισ. ευρώ μεταξύ 2014 και 2020), είναι όμως και μία από εκείνες τις χώρες όπου οι αρχές ποδοπατούν επανειλημμένα τις αρχές οι οποίες υποτίθεται πως καθοδηγούν την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα ζητήματα του διαχωρισμού των εξουσιών και της προστασίας των μειονοτήτων, ενώ παράλληλα επιτρέπει στον εαυτό της την πολυτέλεια να υποστηρίζει τις αμερικανικές, και όχι τις ευρωπαϊκές, θέσεις σε ζητήματα γεωπολιτικής και περιβάλλοντος.
Αν και λιγότερο ριζωμένος στην Σλοβενία, ο εθνικισμός αρχίζει να έχει επιτυχία και εκεί, όπως αποκαλύπτεται από την ανησυχητική επιτυχία του Σλοβενικού Δημοκρατικού Κόμματος (SDS) στις βουλευτικές εκλογές του 2018 και στις ευρωεκλογές του 2019. Υιοθετώντας την ξενοφοβική ρητορική του Ούγγρου φίλου του Βίκτορ Όρμπαν, ο Γιάνες Γιάνσα κατόρθωσε να οδηγήσει το κόμμα του στην πρώτη θέση, και στη συνέχεια να ανέλθει στην εξουσία, μετά από την αλλαγή του κυβερνητικού συνασπισμού τον Μάρτιο του 2020.
(1) Olivier Blanchard, Rudiger Dornbusch, Paul Krugman, Richard Layard και Lawrence Summers, «Reform in Eastern Europe», MIT Press, Κέμπριτζ (Μασαχουσέτη), 1991.
(2) Βλ. Mojimir Mrak, Matija Rojec και Carlos Silva Jáuregui, «Slovenia, From Yugoslavia to the European Union», Παγκόσμια Τράπεζα, Ουάσιγκτον, 2004.
(3) Βλ. Milan Rivié, «Jeu de dupes sur la dette des pays pauvres», «Le Monde diplomatique», Ιούνιος 2020.
(4) Nebosja Vukadimovitz, «Slovénie», στο «Tableau de bord des pays d’Europe centrale et orientale», «Les Etudes du CERI», τ. 57, Παρίσι, Νοέμβριος 1999.
(5) Βλ. Ana Podvrsié και Lucas Schmidt, «From crisis to crisis. Behind the scenes of peripherisation and europeanisation of Slovenia», «Revue de la regulation», τ. 24, Παρίσι, Φθινόπωρο 2018.
(6) Andreas Nölke και Arjan Vliegenthart, «Enlarging the variety of capitalism: The emergence of dependent market economies in east central Europe», «World Politics», τόμος 61, τ. 4, Cambridge University Press, Οκτώβριος 2009.