Η ήττα της Δύσης, σε μια εκ πρώτης όψεως ιδιαίτερα ασύμμετρη σύγκρουση, οφείλεται σε μια εσφαλμένη ερμηνεία του Αφγανιστάν, προϊόν ενός πεδίου τεχνογνωσίας όπου συναντιούνται δεξαμενές σκέψης, κυβερνητικές υπηρεσίες, πανεπιστήμια, διεθνείς ή αφγανικές μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η ερμηνεία αυτή συνθέτει μια φαντασιακή ανθρωπολογία, η οποία όρισε ότι η αφγανική κοινωνία είναι τοπικιστική ως προς τα συμφέροντά της και δύστροπη απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή κρατικής παρουσίας. Μολονότι αντικρούεται από την πρόσφατη ιστοριογραφία (1) , η θεώρηση ότι υπάρχει μια πολιτιστική αντιπαράθεση στην Καμπούλ επανεμφανίζεται τακτικά στις αναφορές, στα άρθρα και στις εργασίες με θέμα την επέμβαση της Δύσης –και φτάνει μέχρι και στις πιο επίσημες μορφές δημόσιου λόγου.
Την παραμονή του διορισμού του ως επικεφαλής των δυτικών στρατευμάτων το 2009, ο στρατηγός Στάνλεϊ ΜακΚρίσταλ δήλωνε τα εξής: «Τα ιστορικά παράπονα ισχυροποιούν τους δεσμούς με τη φυλετική ή την εθνοτική ταυτότητα και μπορούν να μειώσουν την ελκυστικότητα ενός κεντρικού κράτους. Όλες οι εθνότητες, και ιδιαίτερα οι Παστούν, προσπάθησαν συχνά να αποκτήσουν μια κάποια ανεξαρτησία απέναντι στην κεντρική κυβέρνηση» (2). Η πλειοψηφία των ειδημόνων αντιπαρέτασσε σε ένα «απομακρυσμένο», «παράνομο» και, τελικά, «τεχνητό» κράτος ένα τοπικό επίπεδο «κοντινό», «νόμιμο» και «φυσικό». Θεωρούσαν ότι η εγγύτητα εξασφάλιζε την οικειότητα και τις προσωπικές σχέσεις, σε αντίθεση με το παγερό πρόσωπο της γραφειοκρατικής λογικής.
Όπως και οι στρατιωτικοί, οι επιφορτισμένοι με την «ανάπτυξη» φορείς επιστράτευσαν συχνά αυτή τη στερεότυπη αντίληψη που επέτρεπε να παρακαμφθεί το υπάρχον κράτος. Ο εγκωμιασμός της τοπικότητας αιτιολόγησε την απουσία συντονισμού με την αφγανική κυβέρνηση, εν ονόματι της νομιμότητας των μικρών συμβουλίων και συνελεύσεων (jirga, shura). Παρουσιάζονταν ως εθιμικά, ενώ στην πραγματικότητα είχαν δημιουργηθεί από τους οργανισμούς που υλοποιούσαν τα προγράμματα της διεθνούς βοήθειας. Αυτή ήταν η περίπτωση, για παράδειγμα, των shura των χωριών για το Εθνικό Πρόγραμμα Αλληλεγγύης της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η εμμονή με την εντοπιότητα οδήγησε επίσης σε μια εθνοτικοποίηση της δημόσιας πολιτικής. Υπήρξε επίκληση των παραδόσεων των Παστούν προκειμένου να παρακαμφθεί το θετικό δίκαιο, όσον αφορά λόγου χάρη την κληρονομιά ή τον γάμο, και δόθηκε χώρος στις εθνοτικοεθνικές διεκδικήσεις Ουζμπέκων, Χαζάρων ή Τατζίκων επιχειρηματιών –κάτι που τους επέτρεψε να καταλάβουν θέσεις και να πλουτίσουν.
Τέλος, το Αφγανιστάν παρουσιάστηκε ως μια χώρα φυλών –μια οριενταλιστική ματιά, εμπνευσμένη από το ξαναδιάβασμα των εθνογραφικών κειμένων της αποικιοκρατικής περιόδου. Μια ψευδο-ανθρωπολογία τέθηκε στην υπηρεσία του πολέμου: «Οι δομές εθνικής ασφάλειας οφείλουν να αναπτύσσονται τροφοδοτούμενες από την ανθρωπολογία, ένα γνωστικό πεδίο που εφευρέθηκε προκειμένου να υποστηριχθούν οι μάχες στις περιοχές όπου επικρατούσαν τοπικές φυλές». Η Μοντγκόμερι ΜακΦέιτ, που το 2006 ισχυριζόταν τα παραπάνω (3) , ήταν επιστημονική σύμβουλος στο Μεικτό Γενικό Επιτελείο Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ (Joint Chiefs of Staff). Σε αυτό το πλαίσιο, θέσπισε το Σύστημα Ανθρώπινου Πεδίου, με στόχο να ενσωματώσει ανθρωπολόγους (στην πραγματικότητα, κατόχους ενός απλού πτυχίου ή ενός μεταπτυχιακού στις κοινωνικές επιστήμες) στους κόλπους των αμερικανικών μονάδων. Συνέβαλε επίσης στη σύνταξη του εγχειριδίου αντιεξέγερσης FM. 3-24, για να προωθήσει την εμπλοκή Αμερικανών στρατιωτικών στις κοινωνικές συγκρούσεις με στόχο τη δημιουργία συμμάχων και τη συλλογή πληροφοριών: «Συμβαδίζουμε με τον τοπικό πληθυσμό κaι δεν κινούμαστε αντίθετα προς το ρεύμα. Αρχικά, αποκτούμε την εμπιστοσύνη των κατοίκων μερικών χωριών, στη συνέχεια εργαζόμαστε με εκείνους με τους οποίους έχουν εμπορικές συναλλαγές, παντρεύονται ή κάνουν δουλειές. Η τακτική αυτή επιτρέπει την απόκτηση ντόπιων συμμάχων, την κινητοποίηση του πληθυσμού και τη δημιουργία δικτύων εμπιστοσύνης» (4).
Ένας Αμερικανός αξιωματικός, ο ταγματάρχης Τζιμ Γκαντ, αφηγείται πώς βοήθησε έναν προεστό σε μια κτηματική διένεξη όταν διοικούσε ένα απόσπασμα των ειδικών δυνάμεων στην επαρχία Κουνάρ το 2003: «Ο ορεινός πληθυσμός είχε ιδιοποιηθεί και εκμεταλλευόταν γη που ανήκε στους κατοίκους των πεδιάδων. Ο μαλίκ [αρχηγός] μού είπε ότι η γη είχε δοθεί στη φυλή του από τον “βασιλιά του Αφγανιστάν” πριν από πάρα πολύ καιρό κι ότι θα μου έδειχνε τα έγγραφα. Του είπα ότι δεν χρειαζόταν: ο λόγος του μου αρκούσε. (…) Αποφάσισα να τον στηρίξω. “Μαλίκ, είμαι με το μέρος σας. Οι άνδρες μου κι εγώ θα πάμε να μιλήσουμε με τους ορεσίβιους. Εάν δεν σας επιστρέψουν τη γη, θα πολεμήσουμε στο πλευρό σας.”» Ο ταγματάρχης Γκαντ δεν λέει πώς τελείωσε αυτή η ιστορία. Υπονοεί απλώς, με ένα λακωνικό «Αρκεί να πούμε ότι το πρόβλημα λύθηκε», πως βοήθησε τον «φίλο» του να οικειοποιηθεί τα διαφιλονικούμενα εδάφη (5).
Ένα συγκεντρωτικό κίνημα, μια δομημένη ιδεολογία
Στην πραγματικότητα, το διακηρυσσόμενο ενδιαφέρον για την «αφγανική κουλτούρα» αποκρύπτει το γεγονός ότι δεν λαμβάνονται υπ’ όψη οι (πραγματικές) ανθρωπολογικές έρευνες που διεξάγονται από τη δεκαετία του 1980 και καταδεικνύουν τη μείωση της σημασίας και της συνοχής των φυλών, όπως και τα όρια της εθνοτικής ανάγνωσης της κοινωνίας (6). Η αλλεργία του «βασιλείου της αυθάδειας» (7) απέναντι στο κράτος υπήρξε μια επωδός που επαναλαμβανόταν ως δικαιολογία τόσο συχνότερα όσο δυσκολότερο γινόταν να αποκρυφτούν οι αποτυχίες της «διεθνούς κοινότητας». Τα ποσά που δαπανήθηκαν δείχνουν ότι η επιχείρηση της οικοδόμησης κράτους (state-building) ήταν μία από τις πιο φιλόδοξες από τότε που οι Αμερικανοί είχαν θέσει υπό την κατοχή τους την Ιαπωνία και τη Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη δεκαετία του 2000, το σύνολο του προϋπολογισμού της αφγανικής κυβέρνησης προερχόταν από χρηματοδότες, ενώ σήμερα το ποσοστό είναι 75%. Στα ποσά αυτά προστίθενται τα δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια που επενδύθηκαν στη χρηματοδότηση της αστυνομίας, της δικαιοσύνης, του στρατού, καθώς και στην ανέγερση σχολείων, νοσοκομείων, οδικών υποδομών και δημόσιων κτιρίων.
Η βοήθεια αυτή χαρακτηρίστηκε από έναν συστηματικό διαχωρισμό μεταξύ των προγραμμάτων και από μια γενικευμένη κακοδιαχείριση. Οι αλλεπάλληλες υπεργολαβίες στα έργα μεταφράστηκαν σε συστημικές αθέμιτες συμπράξεις στο μοίρασμα των αγορών και σε υπεξαίρεση των χρηματοδοτήσεων, προς όφελος πρωτίστως των δυτικών επιχειρήσεων. Παίρνοντας το παράδειγμα της δικαιοσύνης, ο Ρόναλντ Νόιμαν, πρώην Αμερικανός πρέσβης στο Αφγανιστάν (2005-2007), παραδέχεται: «Η ίδια μας η κατάδυση στην υποστήριξη της δικαιοσύνης ήταν χαοτική. Η USAID [Υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Διεθνή Ανάπτυξη] διαχειρίστηκε κάποια προγράμματα μέσω ιδιωτικών επιχειρήσεων. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε τις δικές του προσκλήσεις υποβολής προσφορών, πλήρωνε όμως ταυτόχρονα πολλούς έμπειρους εισαγγελείς, αποσπασμένους από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, οι οποίοι συχνά έδειχναν να δρουν ανεξάρτητα. Από την πλευρά τους, οι Αμερικανοί στρατιωτικοί χρηματοδοτούσαν ορισμένα προγράμματα, όμως ούτε εκείνοι ήξεραν τι κάναμε εμείς ούτε εμείς ξέραμε τι έκαναν εκείνοι. Ο συντονισμός μεταξύ των συστατικών μερών μας ήταν ανεπαρκής και οι σχέσεις τεταμένες» (8). Επιπλέον, το ξένο προσωπικό, που σπανίως μιλούσε τις τοπικές γλώσσες,κατοικούσε σε περίκλειστους θύλακες, σε απόσταση από τον αφγανικό πληθυσμό. Στην Καμπούλ, οι πρακτικές της ανθρωπιστικής φούσκας –δηλαδή μερικές χιλιάδες ξένοι που ζούσαν στην πρωτεύουσα– συνέβαλαν κατά πολύ στην απαξίωση της δυτικής παρουσίας. Έτσι, η εμπιστοσύνη που ενέπνεαν οι French Doctors (9) , την οποία απέκτησαν με σκληρή δουλειά κατά τη δεκαετία του 1980, διαλύθηκε από μια νέα γενιά αποδήμων που εργάζονται εκεί όπου οι μπίζνες διασταυρώνονται με τον ανθρωπισμό.
Επιπλέον, οι ξένοι θεσμοί που ήταν επιφορτισμένοι με την αναδόμηση του κράτους υπονόμευσαν συστηματικά τους αφγανικούς θεσμούς που υποτίθεται πως θα προστάτευαν. Με το Σύνταγμα του 2004, οι αμερικανικές κυβερνήσεις επέβαλαν ένα προεδρικό καθεστώς που περιθωριοποίησε το Κοινοβούλιο και τα πολιτικά κόμματα. Τα δυτικά υπουργεία Δικαιοσύνης ενίοτε συνέτασσαν νόμους οι οποίοι εν συνεχεία ετίθεντο σε ισχύ απευθείας από τον πρόεδρο, όπως του επέτρεπε ένα άρθρο του Συντάγματος για την περίπτωση που το σώμα του Κοινοβουλίου ήταν σε διακοπές.
Στον τομέα της ασφάλειας, οι ΗΠΑ επέλεξαν ένα διπλό σύστημα. Εκτός από τα επίσημα κυβερνητικά όργανα του Αφγανιστάν (στρατός, υπηρεσίες πληροφοριών, αστυνομία), στηρίχθηκαν σε πολλές και διάφορες ένοπλες ομάδες: οργανώνοντας πολιτοφυλακές υπό την άμεση διοίκηση της CIA, χρίζοντας κυβερνήτες παλαιούς μουτζαχεντίν που είχαν πολεμήσει κατά των Σοβιετικών κ.λπ. Οι μουτζαχεντίν αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως βοηθητικά σώματα του αμερικανικού στρατού για την καταδίωξη των μαχητών της Αλ-Κάιντα και στη συνέχεια συνέβαλαν στον αγώνα ενάντια στους Ταλιμπάν παρέχοντας διερμηνείς και οδηγούς για τις επιδρομές των ειδικών δυνάμεων και τις επιθέσεις των δρόνων. Ήταν σε θέση να χειραγωγούν τους Αμερικανούς στρατιωτικούς –που δεν μιλούσαν τις γλώσσες του Αφγανιστάν και αγνοούσαν τους τοπικούς κοινωνικούς συσχετισμούς– με στόχο να εξαλείψουν τους αντιπάλους τους, παρουσιάζοντάς τους ως συμμετέχοντες στην εξέγερση. Από το 2011 κι έπειτα, κατά τη φάση όπου η Ουάσινγκτον προετοίμαζε την απόσυρσή της, η δημιουργία πολιτοφυλακών έγινε κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής για την ανακοπή της εξάπλωσης της εξέγερσης, ιδιαίτερα στις επαρχίες Κουντούζ, Ουαρντάκ, Κανταχάρ και στη Μεγάλη Πακτιά (Πακτιά, Χοστ και Πακτίκα). Οι κτηνωδίες που διέπραξαν και η αταξία που προκάλεσαν (συγκρούσεις μεταξύ κοινοτήτων, ληστοσυμμοριτική δραστηριότητα) οδήγησαν στη διαρκή εξασθένιση των κρατικών θεσμών και στην απονομιμοποίηση της κυβέρνησης στα μάτια του πληθυσμού.
Παραδόξως, η δυτική συμμαχία ποτέ δεν αξιολόγησε σωστά τον αντίπαλό της. Τον Νοέμβριο του 2008, ο στρατηγός Ντέιβιντ ΜακΚίρναν, διοικητής των δυτικών στρατευμάτων, δήλωνε τα εξής: «Δεν βλέπω συνοχή μεταξύ των ανταρτικών ομάδων σε επιχειρησιακό και σε στρατηγικό επίπεδο. Βλέπω μια εξέγερση σε μεγάλο βαθμό τοπική, περιφερειακή, με τις ομάδες της μερικές φορές να συνεργάζονται, κάποιες άλλες να μάχονται η μία την άλλη, και που δεν υποστηρίζεται (…) από τον αφγανικό λαό» (10). Έτσι, η καταστολή της εξέγερσης διεξήχθη με την εκτίμηση ότι το κίνημα των Ταλιμπάν συνάθροιζε δεκάδες ανομοιογενείς ομάδες που μάχονταν με φυλετικά, εθνοτικά ή οικονομικά κίνητρα. Για παράδειγμα, η ιδέα ότι οι μαχητές πληρώνονταν με 300 δολάρια τον μήνα –ένα αξιόλογο ποσό για τους Αφγανούς– επιβλήθηκε χωρίς να έχει επιβεβαιωθεί. Παρομοίως, οι ειδικοί θεωρούσαν επί μακρόν ότι το δίκτυο Χακανί ήταν ανεξάρτητο από τους Ταλιμπάν, ενώ τίποτα δεν δικαιολογούσε αυτόν τον ισχυρισμό, αντιθέτως μάλιστα: ο ίδιος ο Σιρατζουντίν Χακανί παρουσιάζεται ως υπαρχηγός τους στο άρθρο που έγραψε για τους «New York Times» με τίτλο «Τι θέλουμε εμείς, οι Ταλιμπάν (11).
Στην πραγματικότητα, το κίνημα αυτό είναι συγκεντρωτικό και φορέας μιας δομημένης ιδεολογίας. Τα βασικά στελέχη του είναι απόφοιτοι των ντεομπαντικών (12) μεντρεσέδων (ιεροσπουδαστηρίων) του Πακιστάν, που έστελναν τακτικά τους μαθητές τους να πολεμήσουν στο Αφγανιστάν. Αυτό το δίκτυο θρησκευτικών σχολείων εκπαιδεύει ουλεμάδες (μελετητές του ισλαμικού νόμου) που μοιράζονται ένα φονταμενταλιστικό όραμα και διαθέτουν ομαδικό πνεύμα και τις απαραίτητες ικανότητες για να αποτελέσουν τη βάση μιας γραφειοκρατικής διοίκησης.
Η τακτική εναλλαγή των στελεχών από τη μία επαρχία στην άλλη και ο συντονισμός των ομάδων φανερώνουν αναμφίβολα μια ιεραρχημένη και σχετικά αποτελεσματική οργάνωση –εντός κάποιων ορίων, εξαιτίας των στοχευμένων δυτικών χτυπημάτων που αποδεκάτισαν τα στελέχη του κινήματος. Μολονότι οι διοικητές απολαμβάνουν αυτονομία όσον αφορά τις τακτικές τους, οφείλουν να σέβονται τις εντολές της ιεραρχίας και πολλοί στρατιωτικοί ηγέτες απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντά τους λόγω έλλειψης πειθαρχίας. Από το 2006, οι Ταλιμπάν μοίρασαν στους μαχητές τους έναν κώδικα συμπεριφοράς που περιλαμβάνει στοιχεία του ισλαμικού δικαίου και, στην αναθεωρημένη του έκδοση του 2009, ορισμένες αρχές του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Επισήμως, απαγορεύεται η κλοπή, η διάπραξη βιαιοτήτων εναντίον πολιτών και η εκτέλεση κατασκόπων χωρίς δίκη, κάτι που δεν εμποδίζει την τακτική διάπραξη εγκλημάτων πολέμου. Εντούτοις, σε αντίθεση με το Ισλαμικό Κράτος (ISIS), που οργανώνει θεαματικές επιθέσεις εναντίον μη στρατιωτικών στόχων (μεταξύ των οποίων και εκείνη στο αεροδρόμιο της Καμπούλ στις 26 Αυγούστου), οι Ταλιμπάν διαπράττουν κυρίως πολιτικές δολοφονίες.
Εγκαθίδρυση «σκιωδών» δικαστηρίων
Οι διαδοχές στην ηγεσία του κινήματος και η συνέπεια των θέσεων που αναπτύσσονται στις διαπραγματεύσεις επιβεβαιώνουν τη σταθερότητα της οργάνωσης. Έτσι, όταν οι αφγανικές μυστικές υπηρεσίες ανακοίνωσαν το 2015 ότι ο μουλάς Ομάρ είχε πεθάνει από το 2013 και ότι ο θάνατός του είχε αποσιωπηθεί, οι εσωτερικές διαφωνίες ήταν αμελητέες. Όταν ο αντικαταστάτης του, ο μουλάς Αχτάρ Μανσούρ, εξοντώθηκε από μη επανδρωμένο αεροσκάφος την επόμενη χρονιά στο Πακιστάν, ο Χαϊμπατουλάχ Αχουντζάντα επιβλήθηκε χωρίς δυσκολίες. Οι διαδοχές αυτές έρχονται σε αντίθεση με τις τρεις τελευταίες εκλογές στο Αφγανιστάν, κατά τις οποίες και οι δύο υποψήφιοι του δεύτερου γύρου διεκδίκησαν τη νίκη. Σε τοπικό επίπεδο, οι αντάρτες αντικατέστησαν τα στελέχη τους με ομαλό τρόπο, ενώ η αποπομπή ενός κυβερνήτη συχνά ανέτρεπε την πολιτική ισορροπία μιας επαρχίας.
Τέλος, οι Ταλιμπάν ξεπέρασαν κατά πολύ τον αριθμό των αρχικά στρατολογημένων, που κατά πλειοψηφία ήταν Παστούν από τον Νότο. Εξαπλώθηκαν στον Βορρά και στη Δύση, όπου κινητοποιούν μαχητές που κατάγονται από όλες τις κοινότητες, και έτσι έχουν παρουσία στο σύνολο της χώρας, με εξαίρεση την κοιλάδα του Παντζσίρ και του Χαζαρατζάτ, τη σιιτική περιφέρεια του κέντρου της χώρας. Το 2016, το ανώτατο όργανό τους, το συμβούλιο διοίκησης, περιλάμβανε μεταξύ των δώδεκα μελών του έναν Τατζίκο, έναν Ουζμπέκο και έναν Τουρκμένο, αν και το ισοζύγιο παρέμενε ευνοϊκό για τους Παστούν (περίπου 40% του πληθυσμού). Αρνούμενο κάθε είδους εθνοτική ρητορική, σε αντίθεση με τα πολιτικά κόμματα, τα οποία λειτουργούσαν στην Καμπούλ όλο και περισσότερο σε αυτή τη βάση, το κίνημα προβλήθηκε ως ο υπέρμαχος του αφγανικού εθνικισμού. Οι πολιτικές χειραγώγησης των κοινοτήτων, ιδίως εκείνες που ασκήθηκαν από τις δυτικές δυνάμεις, κατέληξαν να δημιουργήσουν μια αντίδραση υπέρ των Ταλιμπάν. Στην Κουντούζ, οι τελευταίοι κατόρθωσαν να χρησιμοποιήσουν τον πολλαπλασιασμό των πολιτοφυλακών εθνοτικού ή φυλετικού χαρακτήρα, που δημιουργήθηκαν από τους Γερμανούς και στη συνέχεια από τους Αμερικανούς στρατιωτικούς, προκειμένου να στρατολογήσουν ταυτόχρονα Παστούν, Ουζμπέκους, Τατζίκους και Τουρκμένους –και να καταλάβουν δύο φορές την πόλη, το 2015 και το 2016.
Η στρατηγική της εξέγερσης συνίστατο στην αντιστάθμιση της ανεπάρκειας της κεντρικής κυβέρνησης, απαντώντας με αυτό τον τρόπο στο λαϊκό αίτημα για δημόσιες υπηρεσίες. Οι Ταλιμπάν ρίζωσαν στην ύπαιθρο εγκαθιστώντας μια σκιώδη κυβέρνηση με κυβερνήτες, δικαστές, υπεύθυνους για σχολικά θέματα (έλεγχος των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αποκλεισμός των γυναικών μετά το 12ο έτος ηλικίας), για υγειονομικά θέματα, καθώς και για τις σχέσεις με τις ΜΚΟ. Όπως και επί κυβέρνησης του ισλαμικού εμιράτου (1996-2001), όταν το κίνημα είχε χτίσει τη φήμη του πάνω στην επιστροφή της τάξης, τα δικαστήρια ήταν τα βασικά όργανα της διακυβέρνησής τους. Από το 2005, οι Ταλιμπάν διόριζαν δικαστές στις περιοχές όπου είχαν εγκατασταθεί. Πλέον, είναι παρόντες πρακτικά σε όλες τις περιφέρειες.
Από υλική άποψη, τα δικαστήρια αυτά μοιάζουν αυτοσχέδια. Οι δικαστές, χωρίς να φέρουν κάποιο διακριτικό σήμα στα ρούχα τους, εγκαθιστούν την έδρα τους στα τζαμιά των χωριών, σε ιδιωτικές κατοικίες ή στη σκιά των δέντρων. «Τα δικαστήρια των Ταλιμπάν λειτουργούν με πολύ απλό τρόπο», δήλωνε ένας εξ αυτών. «Ο δικαστής Ταλιμπάν κάθεται έχοντας μπροστά του ένα φλιτζάνι πράσινο τσάι, που στο τέλος καταλήγει να κρυώσει. Παραλαμβάνει αυτοπροσώπως τα αιτήματα από τους ενάγοντες. Στη συνέχεια καλεί ένα μέλος του κινήματος και του λέει να ζητήσει από τους καταγγελθέντες να προσέλθουν την επομένη» (13). Οι δικαστές ρωτούν τους μάρτυρες, εξετάζουν τα ντοκουμέντα που έχουν προσκομίσει τα αντίδικα μέρη και εκδίδουν την ετυμηγορία τους, συχνά μετά από μερικές ημέρες –το αργότερο μετά από μερικούς μήνες, στην περίπτωση πιο ευαίσθητων υποθέσεων. Οι περισσότερες διενέξεις σχετίζονται με κτηματικά ζητήματα ή με θέματα γάμου, ωστόσο οι δικαστές τιμωρούν επίσης τις κλοπές, τους φόνους και τις μοιχείες, με ποινές ενίοτε πολύ αυστηρές (εκτελέσεις, ακρωτηριασμούς, λιθοβολισμούς).
Η φαινομενική αυτή απλότητα κρύβει ένα εξεζητημένο δικαστικό σύστημα. Αποτελεί συνέχεια του συστήματος του ισλαμικού εμιράτου, που έπεσε το 2001, και περιλαμβάνει τρεις βαθμίδες δικαιοδοσίας: πρωτοδικεία στους μεγάλους οικισμούς, εφετεία σε κάθε επαρχία και ένα Ανώτατο Δικαστήριο. Οι δικαστές, εκπαιδευμένοι σε μεντρεσέ, οφείλουν να ολοκληρώσουν επιτυχώς μια εξέταση με αντικείμενο τη γνώση της ισλαμικής νομολογίας. Στη συνέχεια, οι προσληφθέντες διορίζονται εκτός της επαρχίας καταγωγής τους. Ισχύει ένα σύστημα περιτροπής στις τοποθετήσεις, με στόχο να διασφαλίσειότι θα παραμείνουν αμερόληπτοι απέναντι στον τοπικό πληθυσμό και στους ντόπιους μαχητές. Όπως εξηγεί ένας δικαστής, «γίνεται για να αποφευχθεί κάθε δυσάρεστο γεγονός. Μερικές φορές, όταν παραμένεις για πολύ χρόνο στην εξουσία, συνηθίζεις στα πάντα, καταλήγεις να γνωρίσεις καλά τον κόσμο, όμως, απ’ την άλλη, γίνεσαι αυταρχικός και είναι πιθανό να ενδώσεις στη διαφθορά. Γι’ αυτόν τον λόγο οι Ταλιμπάν έχουν αναπτύξει ένα σύστημα μεταθέσεων για όλους μετά το πέρας μιας θητείας καθορισμένου χρόνου, ώστε να μην υπάρξει καμία πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο». Το κίνημα αποστέλλει επίσης επιθεωρητές για να ελέγξουν την ακεραιότητα των δικαστών, και πολλοί ανάμεσά τους τιμωρήθηκαν επειδή χρηματίστηκαν ή δωροδοκήθηκαν.
Η ενσάρκωση του δικαίου απέναντι
Η γενικώς αναγνωρισμένη αμεροληψία των δικαστών τούς έκανε δημοφιλείς στις αγροτικές περιοχές: «Εάν ήμουν πλούσιος, θα προσέφευγα στους δικαστές της κυβέρνησης: αρκεί να πληρώσεις και κερδίζεις. Όμως, όταν είσαι φτωχός, οι Ταλιμπάν είναι η μόνη λύση», διαβεβαιώνει ένας λήπτης των υπηρεσιών τους στην επαρχία Λογκάρ. Έκανε προσφυγή επειδή τα μέλλοντα πεθερικά του αρνούνταν πως είχαν λάβει την πληρωμή του αναγκαίου για τον γάμο νυφικού τιμήματoς. Η απόδειξη από το γραφείο της Western Union στην Αγγλία, όπου εργαζόταν για πολλά χρόνια, του επέτρεψε να κερδίσει τη δίκη.
Ίδιο το κίνητρο και για ένα άτομο του περιβάλλοντος του Φαϊζάλ Ακμπάρ, κυβερνήτη της επαρχίας του Κουνάρ μεταξύ 2002 και 2005. Παρά την πολιτική αντίθεσή του με τους Ταλιμπάν, αναγκάστηκε να στραφεί σε αυτούς για μια ζωοκλοπή καθώς, δεδομένου ότι οι δικαστές του καθεστώτος ήταν «διεφθαρμένοι», τα έξοδα που θα προέκυπταν από την κατάθεση της καταγγελίας στην αστυνομία και από τη δίκη θα υπερέβαιναν κατά πολύ την αξία των κλεμμένων ζώων. Με καταγωγή από χωριό αλλά κάτοικος της Καμπούλ το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, σχολιάζει με σαφήνεια την αντίθεση μεταξύ των κατοίκων των αγροτικών περιοχών, που εκτιμούν τους δικαστές Ταλιμπάν, και των κατοίκων των πόλεων, που απορρίπτουν αυτή τη μορφή απόδοσης δικαιοσύνης.
Στις περιοχές της υπαίθρου, ο πιο προσιτός αλλά και πιο οικείος χαρακτήρας αυτών των δικαστηρίων είναι ελκυστικός. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, πολλοί κάτοικοί τους έλαβαν την πρωτοβάθμια εκπαίδευσή τους σε μεντρεσέ και έχουν κάποιες γνώσεις ισλαμικού δικαίου. Αντιθέτως, το κρατικό δίκαιο φαντάζει απόκρυφο σε μια κοινωνία της οποίας τα δύο τρίτα είναι αναλφάβητοι. Η γνώση, έστω και ελάχιστη, των κωδίκων και των κανόνων του Ισλάμ επιτρέπει στους ανθρώπους των αγροτικών περιοχών να αξιολογήσουν τη λογική συνοχή και την αμεροληψία της απόφασης. Καθώς η δίκη διεξάγεται σύμφωνα με τους κανόνες –τα άτομα που είναι παρόντα στο ακροατήριο μπορούν να το πιστοποιήσουν– οι αποφάσεις είναι δυσκολότερο να αμφισβητηθούν. Το σύστημα αυτό προφανώς ευνοεί τους άντρες σε βάρος των γυναικών, ωστόσο ο αποκλεισμός του μισού πληθυσμού, που λίγα μέσα διαθέτει για να αμφισβητήσει τα έθιμα και την κυριαρχία που υφίσταται, δεν επηρεάζει την εξέγερση. Ιδίως στο περιβάλλον των Παστούν, το οποίο είναι (ακόμα) πιο τυραννικό για τις γυναίκες. Το δίκαιο που πηγάζει από τη σαρία, όπως ερμηνεύεται μέσα από αυτά τα δικαστήρια, επιτρέπει μια νομική εδραίωση του πατριαρχικού συστήματος, που γίνεται ακόμα πιο αποτελεσματική δεδομένου ότι ο φεμινιστικός λόγος, ακόμα και οι πολύ μετριοπαθείς εκφράσεις του, δεν ακούγεται εξαιτίας της ταύτισής του με τις δυτικές χώρες.
Απέναντι σε μια ξένη παρέμβαση που παρέκαμπτε τους θεσμούς τους οποίους οικοδομούσε και σε ένα κρατικό σύστημα ολοένα και πιο διεφθαρμένο, οι Ταλιμπάν κατόρθωσαν να ενσαρκώσουν το δίκαιο στα μάτια πολλών Αφγανών. Η ειρωνεία είναι ότι είχαν κατά νου –σε μεγαλύτερο βαθμό από τους δυτικούς συμμάχους– την ανοικοδόμηση του κράτους. Είναι πιθανότατα η πιο αυστηρή καταδίκη που μπορεί να διατυπωθεί ενάντια σε μια εικοσαετή επέμβαση.