Μια φιλορωσική αυτοανακηρυγμένη χώρα, αποσχισθείσα από τη Μολδαβία, βρίσκεται στα νοτιοδυτικά σύνορα της Ουκρανίας –και αναπόφευκτα κινεί τη γεωπολιτική περιέργεια, καθώς επιβιώνει μέσω της βοήθειας από τη Μόσχα και φιλοξενεί ρωσικά στρατεύματα δίπλα στο πιο φιλοδυτικό κομμάτι της ουκρανικής επικράτειας. Η πολιτική όμως δεν κινητοποιεί πλέον τα πλήθη. Και κυρίως την νεολαία, που έχει βαρεθεί να ζει σε ένα μη αναγνωρισμένο κράτος. Όσο για τις αρχές, προβάλλουν την ανεξαρτησία και ένα πολυπολιτισμικό όραμα για το μολδαβικό έθνος, σύμφωνα με τη σοβιετική κληρονομιά.
«Αν με ρωτήσει κάποιος ξένος, του απαντάω ότι κατάγομαι από ένα μέρος κάπου ανάμεσα στην Ουκρανία και στη Μολδαβία», μας λέει με ζαβολιάρικο ύφος η Λουντμίλα Κλιους, κρατώντας μια κούπα καφέ στα χέρια. Αυτή η τριανταεξάχρονη νεαρή γυναίκα γνωρίζει ότι, εάν προφέρει το όνομα της χώρας όπου ζει, θα άφηνε εμβρόντητο οποιονδήποτε ξένο συνομιλητή της. Καθηγήτρια γαλλικών, κατοικεί στο Τιράσπολ, την πρωτεύουσα της Υπερδνειστερίας, αυτού του τόσο παραγνωρισμένου «κάπου». Με την επίσημη ονομασία Υπερδνειστεριακή Μολδαβική Δημοκρατία (ή Pridnestrovie), αυτό το οιονεί κράτος που βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της Μολδαβίας, ανάμεσα στον ποταμό Δνείστερο και στα ουκρανικά σύνορα, δεν είναι αναγνωρισμένο από κανένα κράτος-μέλος του ΟΗΕ. Ενδεικτικό της πολυπλοκότητας της κατάστασης είναι ότι η Λουντμίλα Κλιους διαθέτει τρία διαβατήρια: ρωσικό, μολδαβικό και υπερδνειστεριακό. Από το 2006, η Μόσχα μοιράζει στους πολίτες της Υπερδνειστερίας ρωσικά αποδεικτικά ταυτότητας, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, που επικαλείται την εθνική κυριαρχία της σε αυτήν την αποσχισθείσα κρατική οντότητα. Το διαβατήριο μιας τρίτης χώρας, απαραίτητο για να ταξιδέψει, είναι ένα «πασπαρτού» που κάθε κάτοικος της Υπερδνειστερίας κατέχει. «Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ασπάζομαι την πολιτική της μιας χώρας ή της άλλης», σπεύδει να διευκρινίσει η καθηγήτρια. «Πρόκειται απλά για ένα πρακτικό ζήτημα.» Στην δική της περίπτωση, το ζητούμενο ήταν να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές της στη Μολδαβία.
Η Υπερδνειστερία ξαναβρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας μετά την εκλογή, στις 16 Νοεμβρίου 2020, της ιδιαίτερα φιλοευρωπαίας Μάγια Σάντου στην προεδρία της Δημοκρατίας της Μολδαβίας (με ποσοστό 57%). Η επιτυχία της επιβεβαιώθηκε μερικούς μήνες αργότερα από τις βουλευτικές εκλογές, στις οποίες υπερίσχυσε ο πολιτικός σχηματισμός της, το Κόμμα Δράσης και Αλληλεγγύης (PAS), αποσπώντας ποσοστό 48%. Αυτή η πρώην οικονομολόγος, με θητεία στην Παγκόσμια Τράπεζα, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της διακρίθηκε για την αναζωπύρωση της εχθρότητας απέναντι στον αποσχισθέντα γείτονα. Υπενθυμίζοντας ότι «η περιοχή της Υπερδνειστερίας αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Δημοκρατίας της Μολδαβίας», η νέα πρόεδρος ζήτησε την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων που βρίσκονται σταθμευμένα στη ζώνη ασφαλείας η οποία καθορίζει τα σύνορα με την αποσχισθείσα οντότητα, βάσει της συμφωνίας της 21ης Ιουλίου 1992 μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Μολδαβίας. Μπορεί να υπολογίζει στην υποστήριξη των ΗΠΑ που, μέσω του πρέσβη τους, τον Μάιο του 2021 τάχθηκαν υπέρ της «πλήρους επανένταξης της Υπερδνειστερίας στην επικράτεια της Δημοκρατίας της Μολδαβίας». Η Σάντου, η οποία διαδέχτηκε μια κυβέρνηση που θεωρούνταν φιλορωσική, προβάλλει ένα πρόγραμμα ρητά προσανατολισμένο στην ενσωμάτωση της χώρας της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η γειτονική Ουκρανία εκφράζει έμπρακτα την αλληλεγγύη της προς το Κισινάου, την πρωτεύουσα της Μολδαβίας. Από την 1η Σεπτεμβρίου 2021, το Κίεβο απαγόρευσε στα οχήματα με πινακίδες Υπερδειστερίας να εισέρχονται στην ουκρανική επικράτεια.
«Φαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλει να αναστήσει τη σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία της Μολδαβίας», ειρωνεύεται ο Βιτάλι Ιγκνάτιεφ, υπουργός Εξωτερικών της Υπερδνειστερίας, όταν τον ρωτάμε για τις πολιτικές αλλαγές που επήλθαν στην άλλη πλευρά των συνόρων. Αναφέρεται στη δυναμική ενέργεια με την οποία δημιουργήθηκε το 1940 η μολδαβική οντότητα στους κόλπους της Σοβιετικής Ένωσης. Η περιοχή της Υπερδνειστερίας, που βρισκόταν υπό την κυριαρχία της ρωσικής αυτοκρατορίας από τον 18ο αιώνα, ενώθηκε αρχικά με τη σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία της Ουκρανίας στα τέλη του εμφυλίου πολέμου (1917-1923). Στο εσωτερικό αυτής της δημοκρατίας απολάμβανε καθεστώς αυτονομίας, το οποίο εγγυούνταν κυρίως τα γλωσσικά δικαιώματα της σημαντικής μειονότητας που τότε χαρακτηριζόταν ρουμανική. Όμως, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, η Μόσχα άλλαξε πολιτική γραμμή: οι σοβιετικές αρχές διακήρυξαν την ύπαρξη μιας ιδιαίτερης μολδαβικής ταυτότητας. Το κυριλλικό αλφάβητο αντικατέστησε τους λατινικούς χαρακτήρες του ρουμανικού αλφάβητου, με στόχο να τονιστεί ότι η σλαβική επιρροή είχε διαποτίσει τις ρουμανόφωνες μειονότητες που ζούσαν στα σύνορα της τσαρικής αυτοκρατορίας, σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχει διαμορφώσει μια ιδιαίτερη κουλτούρα. Υποτίθεται ότι αυτή εκτεινόταν έως τη Βεσσαραβία, μια περιοχή που βρίσκεται εκείθε του Δνείστερου και αποσπάστηκε από την ΕΣΣΔ το 1918 (1) , ενώ κατόπιν απορροφήθηκε από τη Ρουμανία. Το 1940, ο Κόκκινος Στρατός ανέκτησε τον έλεγχο της Βεσσαραβίας, βάσει των μυστικών διατάξεων του γερμανοσοβιετικού συμφώνου. Στη συνέχεια, συγχωνευμένη με την Υπερδνειστερία, που τότε αποσπάται από την Ουκρανία, η Βεσσαραβία, έχοντας απολέσει ένα τμήμα της στο Νότο, σχηματίζει τη σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία της Μολδαβίας.
Οι δύο όχθες του Δνείστερου, ενωμένες με απόφαση της Μόσχας, είδαν και πάλι τη μοίρα τους να αποσυνδέεται τη στιγμή της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης. Στις 2 Δεκεμβρίου του 1990, μερικούς μήνες αφότου η μολδαβική κυβέρνηση είχε ανακηρύξει την εθνική κυριαρχία της, η Υπερδνειστερία διεκδίκησε με τη σειρά της την ανεξαρτησία της. Το νέο εθνικό σχέδιο του Κισινάου, το οποίο εκφραζόταν κυρίως από τους υπέρμαχους της ένωσης με τη Ρουμανία, απορρίφθηκε μαζικά από τους ρωσόφωνους πληθυσμούς του ανατολικού τμήματος της Μολδαβίας. Τον Μάρτιο του 1992, μια απόπειρα στρατιωτικής ανακατάληψης της αριστερής όχθης του ποταμού οδήγησε σε συγκρούσεις, στις οποίες έθεσε τέλος η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός της 21ης Ιουλίου. Τρεις δεκαετίες αργότερα, το οιονεί κράτος της Υπερδνειστερίας παραμένει ένα απομεινάρι αυτής της γεωπολιτικής κρίσης. «Η ανεξαρτησία μας είναι ήδη μια πραγματικότητα», δηλώνει με αυτοπεποίθηση ο Βιτάλι Ιγκνάτιεφ. «Το μόνο που απομένει είναι η αναγνώρισή της».
Ωστόσο, τίποτα δεν εγγυάται τον μη αναστρέψιμο χαρακτήρα αυτού του τετελεσμένου γεγονότος. Διότι, παράλληλα με την επιδίωξη της διεθνούς αναγνώρισης, οι αρχές της Υπερδνειστερίας ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωπες και με το πρόβλημα της εσωτερικής νομιμοποίησης του κράτους τους. Μια ολόκληρη γενιά μεγάλωσε χωρίς να έχει υπάρξει πρωταγωνιστής ή μάρτυρας της σύγκρουσης με τη γειτονική χώρα και, με την πάροδο του χρόνου, ο ενθουσιασμός της νίκης έχει σημαντικά καταλαγιάσει. «Να σας πω τι σημαίνει να ζεις σε μια χώρα που δεν έχει αναγνωριστεί;», λέει η Άννα Ν., υπάλληλος του υπουργείου Γεωργίας, με ελάχιστα κρυμμένη απογοήτευση. Με το τσιγάρο ίσα να κρατιέται ανάμεσα στα δάχτυλά της, κάθεται στη βεράντα ενός εστιατορίου της Λεωφόρου 25ης Οκτωβρίου, που διασχίζει το Τιράσπολ από τα ανατολικά στα δυτικά. Στη λεωφόρο συναντιούνται και βολτάρουν πλήθος παρέες εφήβων και ζευγαράκια, που επωφελούνται από τη γλυκιά φθινοπωρινή βραδιά. Η εικοσάχρονη δημόσια υπάλληλος, που ζήτησε να τηρηθεί η ανωνυμία της, φαίνεται να ενδιαφέρεται ελάχιστα για το μέλλον του κράτους-εργοδότη της. «Ίσως να αναγνωριστεί η χώρα, ίσως και να μετατραπεί σε μια αυτόνομη επαρχία της Μολδαβίας», μας λέει με σαρκασμό. «Σε κάθε περίπτωση, εγώ ελπίζω να έχω ήδη φύγει από εδώ τη μέρα που θα συμβεί.»
Καθώς η πολιτική συγκυρία καθιστά την Υπερδνειστερία ευάλωτη, ο πληθυσμός της χώρας μειώνεται με γρήγορους ρυθμούς –όπως εξάλλου και της Μολδαβίας. Από 706.000 κατοίκους το 1990, στην Υπερδνειστερία έχουν πλέον απομείνει 450.000 (2). Πολλοί νέοι φεύγουν για να σπουδάσουν ή να εργαστούν στο εξωτερικό. Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα Expert-Grup, το 2016 ο μέσος μηνιαίος μισθός στη χώρα ανερχόταν σε μόλις 336 δολάρια (298 ευρώ) (3). «Όλος ο κόσμος έχει έναν φίλο ή ένα μέλος της οικογένειάς του στο εξωτερικό», εξηγεί μια νεαρή γυναίκα 25 ετών, που ούτε και αυτή ζει πλέον στην πόλη όπου μεγάλωσε. «Έφυγα με τους γονείς μου όταν ήμουν 16 ετών, και τώρα ζω στην Κίνα.» Καθώς η ασιατική χώρα έκλεισε τα σύνορά της κατά τη διάρκεια της πανδημίας, βρέθηκε μπλοκαρισμένη στην πρωτεύουσα της Υπερδνειστερίας, όπου εξακολουθούν να ζουν οι παππούδες της. Χάρη στο Διαδίκτυο, συνεχίζει να εργάζεται εξ αποστάσεως ως συντάκτης περιεχομένου για μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων. «Είμαι ευχαριστημένη που μεγάλωσα εδώ, αλλά δεν θα επιστρέψω για να εγκατασταθώ μόνιμα. Δεν είμαι δα και τόσο πατριώτισσα», λέει γελώντας.
Για τον Ιβάν Βόιτ, ιστορικό και καθηγητή στο κρατικό πανεπιστήμιο της Υπερδνειστερίας, το κατά πόσον η νεολαία θα ασπαστεί το εθνικό σχέδιο «εξαρτάται από τις προοπτικές που θα της προσφερθούν». Καθώς επιθυμούν να αναχαιτίσουν τη φυγή του πληθυσμού, οι αρχές προσπαθούν από την πλευρά τους να εδραιώσουν μια «υπερδνειστεριακή ταυτότητα». Μια ταυτότητα που θεωρητικά δεν στηρίζεται στην εθνοτική ταυτότητα, ούτε καν στη ρωσική γλώσσα, αλλά στο μοντέλο αφομοίωσης που κληρονομήθηκε από τη σοβιετική εποχή. «Η δημιουργία της χώρας μας δεν είναι παρά μια αντίδραση στην αποσύνθεση της ΕΣΣΔ»,εξηγεί ο Βόιτ. «Η περιφερειακή ταυτότητα ιστορικά υπήρξε το απαραίτητο σκυρόδεμα για τη συνοχή των λαών που κατοικούν σε αυτή τη ζώνη: Σλάβοι, Ρουμάνοι, Εβραίοι, Τούρκοι… Στη συνέχεια, αυτή η ταυτότητα αποκρυσταλλώθηκε γύρω από την έννοια του σοβιετικού πολίτη: εκείνη την εποχή δεν είχαμε κανένα πρόβλημα όσον αφορά τα εθνικά ζητήματα.»
Τούτη η διαβεβαίωση παραγνωρίζει ωστόσο ορισμένες σκοτεινές σελίδες της σταλινικής περιόδου: όπως συνέβη στην υπόλοιπη ΕΣΣΔ, και στην Υπερδνειστερία έλαχε ένα μερίδιο καταπίεσης που σχετιζόταν με τις διακυμάνσεις της πολιτικής για τις εθνότητες. Σηματοδοτεί εντούτοις τη σπουδαιότητα την οποία αποδίδει το Τιράσπολ στη σχετικά ειρηνική πολυεθνική συνύπαρξη που κυριάρχησε κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα στην Σοβιετική Ένωση και μέχρι το 1991, όταν οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες καταλήφθηκαν από εθνικιστικό πυρετό. Απόδειξη αυτής της προσήλωσης αποτελεί το γεγονός ότι, κατά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της το 1990, η αποσχισθείσα Υπερδνειστερία είχε αρχικά υιοθετήσει την επίσημη ονομασία Μολδαβική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Δνείστερου. Με αυτόν τον τρόπο, το νεόκοπο κράτος διατράνωνε τη βούλησή του να διατηρήσει το σοβιετικό οικοδόμημα, που τότε βρισκόταν σε παρακμή. Στις 17 Μαρτίου 1991, το 97% του πληθυσμού της ψήφισε υπέρ της διατήρησης της ΕΣΣΔ, σε ένα δημοψήφισμα το οποίο οι μολδαβικές αρχές επέλεξαν να μποϋκοτάρουν. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η υπερδνειστεριακή δημοκρατία μετονομάστηκε σε Υπερδνειστεριακή Μολδαβική Δημοκρατία. «Ήταν μια αντίδραση στην προδοσία των ελίτ εκείνης της εποχής», εξηγεί ο Βόιτ, για τον οποίο υπήρξαν ένοχες επειδή προχώρησαν στη διάλυση της ΕΣΣΔ, παρά τη νίκη του «Ναι» υπέρ της διατήρησής της (76% των ψηφισάντων σε επίπεδο Σοβιετικής Ένωσης).
Η εκλογή της Σάντου, κατά τη γνώμη του πανεπιστημιακού, αποτελεί την απόδειξη ότι «η μολδαβική πολιτική εξακολουθεί να είναι θύμα του ρουμανικού εθνικισμού». Υπενθυμίζει ότι η Μολδαβή πρόεδρος τον περασμένο Απρίλιο, ενώπιον της κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, τάχθηκε υπέρ της τροποποίησης του άρθρου 13 του Συντάγματος. Στόχος της είναι η μετατροπή της ρουμανικής σε επίσημη γλώσσα της χώρας, δυνάμει μιας απόφασης του Συνταγματικού Συμβουλίου το 2013. Η δήλωσή της αποτέλεσε το τελευταίο επεισόδιο σε έναν δημόσιο διάλογο που δρομολογήθηκε το 1989, όταν η μολδαβική γλώσσα κηρύχθηκε επίσημη γλώσσα της χώρας και το κυριλλικό αλφάβητο εγκαταλείφθηκε προς όφελος του λατινικού. Ακολούθησε μια γλωσσική και πολιτική διαμάχη, στην οποία συμμετείχε η Μολδαβική Ακαδημία Επιστημών δηλώνοντας το 1996 ότι η «ρουμανική γλώσσα» είναι η σωστή ονομασία της γλώσσας που ομιλείται στη χώρα. «Εμείς είμαστε εκείνοι που υπερασπιζόμαστε τη μολδαβική γλώσσα», δηλώνει γεμάτος ικανοποίηση ο Βόιτ.
Στην Υπερδνειστερία υπάρχουν τρεις επίσημες γλώσσες: η ρωσική, η μολδαβική και η ουκρανική. «Κάθε οικογένεια μπορεί να επιλέξει τη γλώσσα στην οποία θα λάβουν εκπαίδευση τα παιδιά της», μας διαβεβαιώνει η Τατιάνα Ντιορντίεβα, διευθύντρια του 1ου παιδικού σταθμού της πρωτεύουσας. Στους διαδρόμους του κτιρίου, κρεμασμένες στους τοίχους, ζωγραφιές των παιδιών δείχνουν ανθρώπους ντυμένους με μολδαβικές και ουκρανικές παραδοσιακές φορεσιές να κρατιούνται χέρι-χέρι, κάτω από τη σημαία της Δημοκρατίας της Υπερδνειστερίας. Στην αίθουσα μουσικής, μια εικοσάδα ξανθά παιδάκια, ντυμένα με στολές του Κόκκινου Στρατού, ετοιμάζονται για την πρόβα της γιορτής της 9ης Μαΐου (επετείου της νίκης των Σοβιετικών επί της ναζιστικής Γερμανίας). Στο πρόγραμμα: χοροί, εμβατήρια και πατριωτικά τραγούδια της ΕΣΣΔ. «Την υπόλοιπη χρονιά, τα παιδιά καταπιάνονται με παραδοσιακούς χορούς και τραγούδια της περιοχής, και τραγουδάνε και σε άλλες γλώσσες», βιάζεται να μας διαβεβαιώσει η Ντιορντίεβα στη προσπάθειά της να τονίσει τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Παρ’ όλα αυτά, η ρωσική γλώσσα εξακολουθεί να είναι πανταχού παρούσα, τόσο στους διαδρόμους του σχολείου όσο και στους δρόμους του Τιράσπολ.
«Στο σχολείο, διδάχθηκα τη μολδαβική ως δεύτερη γλώσσα, αλλά δεν την χρησιμοποιώ ποτέ στην καθημερινή ζωή», παραδέχεται η Αλιόνα Ζολότιε, νεαρή καθηγήτρια αγγλικής γλώσσας. Όπως και εκείνη, οι περισσότεροι κάτοικοι της Υπερδνειστερίας έχουν διδαχθεί στο σχολείο τη μολδαβική ή την ουκρανική. Όσο κι αν στην πρόσοψη των δημόσιων κτιρίων εμφανίζονται και οι τρεις γλώσσες, στις επιγραφές των καταστημάτων, στις διαφημίσεις ή στις συζητήσεις στα καφενεία, η μολδαβική και η ουκρανική εξαφανίζονται, προς όφελος της γλώσσας του Πούσκιν. Η κατάσταση ευνοεί τη δυτική ρητορική, που εμφανίζει την Υπερδνειστερία ως έδαφος «υπό ρωσική κατοχή». Είναι αλήθεια ότι η Μόσχα διαθέτει συντριπτική επιρροή πάνω στο μέλλον αυτής της μικρής δημοκρατίας. Παρά το γεγονός ότι δεν έχει αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της, η Μόσχα τής παρέχει σημαντική οικονομική βοήθεια, ενώ την τροφοδοτεί και με φυσικό αέριο σε επιδοτούμενη τιμή (4). Σε αντάλλαγμα, η Υπερδνειστερία παραμένει υποταγμένη στη Ρωσία σε πολιτικό επίπεδο και διαδραματίζει ρόλο ασπίδας απέναντι σε μια ενδεχόμενη ένταξη της Μολδαβίας στο ΝΑΤΟ –μια προοπτική που δεν αποκλείει το Κρεμλίνο, παρά το γεγονός ότι στο μολδαβικό Σύνταγμα έχει περιληφθεί η αρχή της ουδετερότητας.
Στους δρόμους του Τιράσπολ, ο έντονος φιλορωσικός ενθουσιασμός που ήταν αισθητός το 2006, την εποχή ενός άλλου δημοψηφίσματος, φαίνεται να έχει ξεφουσκώσει. Στην ερώτηση κατά πόσο ενέκριναν την ανεξαρτησία και μια «πιθανή μελλοντική ενσωμάτωση» στη Ρωσική Ομοσπονδία, το 97% των ψηφισάντων είχε απαντήσει «Ναι». «Οι πιο ηλικιωμένοι είναι εκείνοι που θέλουν να ενταχθούμε στη Ρωσία», διαβεβαιώνει η Αλιόνα Ζολότιε. Η εικοσιτριάχρονη νεαρή γυναίκα είναι ρωσόφωνη, δεν θεωρεί όμως τον εαυτό της Ρωσίδα: «Είμαι από την Υπερδνειστερία, αλλά στο εξωτερικό λέω ότι είμαι Μολδαβή, είναι πολύ πιο απλό». Όπως και οι περισσότεροι νεαροί που συναντήσαμε, εκτιμάει ότι η ένωση με τη Μολδαβία αποτελεί την πλέον «ρεαλιστική» λύση. «Όπως η Γκαγκαουζία», εξηγεί, αναφερόμενη στην αυτόνομη περιοχή στον νότο της Μολδαβίας, όπου οι τουρκόφωνοι αποτελούν την πλειοψηφία. Μήπως η ανανέωση των γενεών έχει εξασθενίσει την επιθυμία για ένωση με τον μεγάλο Σλάβο αδελφό; Καθώς η νεολαία έχει βαρεθεί να περιμένει τη διεθνή αναγνώριση, φαίνεται ότι πάνω από όλα επιθυμεί μια πραγματιστική λύση σε αυτήν την παγωμένη σύγκρουση.
(1) (Σ.τ.Μ.) Τον Δεκέμβριο του 1917, το Μολδαβικό Σοβιέτ, στο οποίο κυριαρχούσαν οι μενσεβίκοι, ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Μολδαβίας. Οι μπολσεβίκοι δεν την αποδέχτηκαν. Το Σοβιέτ ζήτησε τη βοήθεια της Ρουμανίας και της Γαλλίας και το 1918 υπέγραψε με μεγάλη πλειοψηφία την ένωση της Μολδαβίας με τη Ρουμανία, υπό τον όρο ότι θα διαθέτει αυτονομία και θα γίνουν σεβαστές οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που είχαν επιτευχθεί. Η δικτατορία που επιβλήθηκε στη Ρουμανία τη δεκαετία του 1930 δεν τήρησε καμία από αυτές τις υποσχέσεις.
(2) Sabine von Löwis και Andrei Crivenco, «Shrinking Transnistria – older, more monotone, more dependent», Centre for East European and International Studies, Βερολίνο, 27 Ιανουαρίου 2021.
(3) Adrian Lupușor και Alexandru Fala (επιμ.), «What are the economic threats for Transnistrian economy in 2016-2017», Expert-Grup, Κισινάου, 26 Ιουλίου 2016.
(4) Βλ. Jens Malling, «De la Transnistrie au Donbass, l’histoire bégaie», «Le Monde diplomatique», Μάρτιος 2015.