el | fr | en | +
Accéder au menu

Πυρηνικός ανταγωνισμός στη Μέση Ανατολή

Παρά την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν μετά την εκλογή του Τζο Μπάιντεν, δεν έχει σημειωθεί καμία πρόοδος. Πεισμένες ότι η Ισλαμική Δημοκρατία προσπαθεί να αποκτήσει ατομική βόμβα, οι χώρες της Μέσης Ανατολής, με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία, αναπτύσσουν τα δικά τους πυρηνικά προγράμματα, χωρίς να υπάρχει καμία εγγύηση ότι δεν θα επεκταθούν και στο στρατιωτικό πεδίο.

Πυρηνικός ανταγωνισμός στη Μέση Ανατολή

JPEG - 166.9 kio

«Η Σαουδική Αραβία δεν επιθυμεί να αποκτήσει πυρηνική βόμβα. Όμως, εάν το Ιράν αναπτύξει παρόμοια όπλα, θα το ακολουθήσουμε αμέσως μόλις καταστεί δυνατό, χωρίς κανέναν ενδοιασμό.» Αυτά δήλωνε ο Σαουδάραβας πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν («MBS») τον Μάρτιο του 2018, προειδοποιώντας ξεκάθαρα τη γειτονική χώρα και αντίπαλη του ουαχαμπιτικού βασιλείου του (1). Μερικές εβδομάδες αργότερα, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανήγγειλε την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, επαναφέροντας τις αμερικανικές κυρώσεις εναντίον της Ισλαμικής Δημοκρατίας –η οποία αντέδρασε επανεκκινώντας το πρόγραμμά της για εμπλουτισμό ουρανίου. Εκείνη την εποχή, η Σαουδική Αραβία και το Ιράν, χώρες που επιδιώκουν την ηγεμονία στην ευρύτερη περιφέρεια, συγκρούονταν σε αρκετά μέτωπα, κυρίως στην Υεμένη. Σήμερα, αυτό το τεταμένο πλαίσιο δεν έχει διαφοροποιηθεί σχεδόν καθόλου. Και, όσον αφορά την πυρηνική τεχνολογία, η Τεχεράνη διατηρεί σε μεγάλο βαθμό την πρωτοκαθεδρία, αλλά το Ριάντ προτίθεται να την ανταγωνιστεί.

Ωστόσο, και οι δύο χώρες έχουν υπογράψει την Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (ΝΡΤ), η οποία τις δεσμεύει να παραιτηθούν από τη στρατιωτική χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Εξάλλου, η πλειονότητα των κρατών-μελών του ΟΗΕ την έχουν υπογράψει –συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Κίνας, της Ρωσίας, της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, που διαθέτουν πυρηνικό οπλοστάσιο. Επιπλέον, όλες οι χώρες δεσμεύονται να προωθήσουν μακροπρόθεσμα τον γενικευμένο πυρηνικό αφοπλισμό. Οι μόνες χώρες που απουσιάζουν από την καθολική συναίνεση είναι η Ινδία, το Πακιστάν και το Ισραήλ (με τη Βόρεια Κορέα να έχει ανακοινώσει την απόσυρσή της το 2003 και το Νότιο Σουδάν να μην έχει υπογράψει τη συνθήκη μετά την ανεξαρτητοποίησή του το 2011).

Το Ισραήλ, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, έγινε η πρώτη –και η μοναδική μέχρι σήμερα– χώρα της Μέσης Ανατολής που απέκτησε πυρηνική βόμβα, κάτω από συνθήκες πλήρους παρανομίας, και μάλιστα με τη βοήθεια της Γαλλίας (2). Έκτοτε, το Ισραήλ ούτε διαψεύδει ούτε επιβεβαιώνει την ύπαρξή της. «Αφήνοντας να πλανάται η αμφιβολία, του επιτρέπεται να μην δίνει λαβή σε τυχόν εκκλήσεις για διαπραγμάτευση [περί του αφοπλισμού του]», παρατηρεί ο Μάικλ Σνάιντερ, μέλος της Διεθνούς Επιτροπής για τα Σχάσιμα Υλικά (IPFM), στην οποία συμμετέχουν ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες με στόχο να υπάρξει μεγαλύτερη ασφάλεια στο πεδίο των πυρηνικών (3). Έτσι, οι μεγάλες δυνάμεις δεν επιχείρησαν ποτέ να φέρουν το Ισραήλ αντιμέτωπο με την πραγματικότητα. «Κανείς δεν έχει γεωπολιτικό συμφέρον να πράξει κάτι τέτοιο», παρατηρεί ο Σνάιντερ.

Ωστόσο, αυτή η πολιτική αδιαφάνειας, όπως και η αποδοχή της από τη «διεθνή κοινότητα», αποτελεί ένα αρνητικό προηγούμενο για τη Μέση Ανατολή. Όσο κι αν η εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με τον αραβικό κόσμο έχει σημειώσει προόδους μετά τον Σεπτέμβριο του 2020 (όταν το Τελ Αβίβ υπέγραψε τις συμφωνίες Αβραάμ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν, για να ακολουθήσει σύντομα και το Μαρόκο), κάτι τέτοιο ενθαρρύνει τους γείτονές του να αναπτύξουν και εκείνοι πυρηνικό δυναμικό. Και το αποτέλεσμα είναι ότι οι ισραηλινές αρχές ωθούνται να διατηρούν με κάθε κόστος την υπεροχή της χώρας τους σε αυτό το πεδίο. Έτσι, η τακτικά επαναλαμβανόμενη απειλή της αεροπορικής επίθεσης εναντίον των ιρανικών εγκαταστάσεων –με ή χωρίς την αμερικανική έγκριση και υποστήριξη– επηρεάζει τη σταθερότητα της περιοχής. Να υπενθυμίσουμε ότι το Τελ Αβίβ είχε ήδη βομβαρδίσει το 1981 τον υπό ανέγερση πυρηνικό αντιδραστήρα του Όσιρακ στο Ιράκ. Δέκα χρόνια αργότερα, η ανακάλυψη του παράνομου ιρανικού προγράμματος θα οδηγήσει στην αύξηση των μέσων του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ / ΑΙΕΑ), του φορέα που εξακριβώνει κατά πόσον εφαρμόζεται η ΤΝΡ. Το 1997 υιοθετήθηκε ένα πρόσθετο πρωτόκολλο στη συνθήκη, το οποίο επεκτείνει το πεδίο των δραστηριοτήτων που οφείλουν να δηλωθούν και επιτρέπει στους επιθεωρητές του οργανισμού να πραγματοποιούν ελέγχους μετά από σύντομη προθεσμία.

Το τουρκικό και το αιγυπτιακό πρόγραμμα

Ωστόσο, πολλές χώρες δεν το έχουν υπογράψει ακόμη. Το Ιράν το υπέγραψε το 2003, αλλά το εφάρμοσε μόνο προσωρινά. «Αρχικά, το Ιράν επιθυμούσε να αποκτήσει πυρηνικό δυναμικό ως αντίβαρο απέναντι στο Ισραήλ», υπενθυμίζει ο Μοχάμεντ Αλζγκούλ, ερευνητής στο Emirates Policy Center, μια δεξαμενή σκέψης με έδρα το Αμπού Ντάμπι. «Σήμερα, το ζητούμενο είναι επιπλέον να κάνει και επίδειξη της ισχύος του στη διεθνή σκηνή.» Ωστόσο, η Τεχεράνη ισχυρίζεται ότι συμμορφώνεται με την ΤΝΡ. «Σε αυτή τη συνθήκη κρύβονται ορισμένες αδυναμίες: δεν εμποδίζει ούτε τον εμπλουτισμό του ουρανίου ούτε τον διαχωρισμό του πλουτωνίου», θεωρεί η Σάρον Σκουασόνι, ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο Τζωρτζ Ουάσιγκτον και πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών. Έτσι, το Ιράν κατηγορείται τακτικά ότι εμπλουτίζει ποσότητες ουρανίου μεγαλύτερες από τις ανάγκες του πυρηνικού προγράμματός του για ειρηνικούς σκοπούς.

«Από τη στιγμή που μια χώρα διαθέτει αρκετό σχάσιμο υλικό, χρειάζεται περίπου έξι μήνες για να κατασκευάσει μια βόμβα», εξηγεί η Σκουασόνι –και έτσι, σύμφωνα με τη οπτική της, η κατοχή μιας συγκεκριμένης ποσότητας εμπλουτισμένου ουρανίου θα επέτρεπε στο Ιράν να μετατραπεί σε μια «μεταιχμιακή δύναμη», δηλαδή σε μια εν δυνάμει πυρηνική δύναμη. Προκειμένου να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα, η Γαλλία, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και η Ευρωπαϊκή Ένωση, το 2015 υπέγραψαν μια συμφωνία που ανέστελλε τις οικονομικές κυρώσεις εναντίον του Ιράν με αντάλλαγμα τη διακοπή του στρατιωτικού πυρηνικού προγράμματός του και τον περιορισμό των αποθεμάτων εμπλουτισμένου ουρανίου της χώρας.

JPEG - 166.9 kio

«Στο μεταξύ, το Ιράν δημιούργησε ένα μοντέλο που και άλλες χώρες φιλοδοξούν να μιμηθούν: χρησιμοποιεί το πυρηνικό πρόγραμμα για ειρηνικούς σκοπούς ώστε να γίνει μεταιχμιακή πυρηνική δύναμη και να μπορεί να το μετατρέψει ταχύτατα σε στρατιωτικό πρόγραμμα, εάν παραστεί ανάγκη», αναλύει ο Μαρκ Φινό, Γάλλος πρώην διπλωμάτης και σήμερα αναπληρωτής καθηγητής στο Κέντρο Πολιτικής για την Ασφάλεια στη Γενεύη (GCSP). Έτσι, το GCSP υπενθυμίζει ότι η πυρηνική τεχνολογία προσδίδει ένα ορισμένο κύρος στις χώρες που την κατέχουν.

Και οι υποψήφιοι πολλαπλασιάζονται. Στην Μέση Ανατολή, η Αίγυπτος ανακοίνωσε ένα πυρηνικό πρόγραμμα στο Ελ Νταμπάα, ενώ η Τουρκία το 2018 δρομολόγησε την κατασκευή ενός πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας στο Άκουγιου. Και οι δύο αυτές αναδυόμενες δυνάμεις, αντιμέτωπες με τη συνεχή αύξηση των ενεργειακών αναγκών τους αλλά με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, επέλεξαν για την ανάπτυξη των πυρηνικών εγκαταστάσεών τους τη ρωσική Rosatom. «Καθώς υποστηρίζεται άμεσα από τη ρωσική κυβέρνηση, η Rosatom αναλαμβάνει το κόστος των έργων και στη συνέχεια εξοφλείται από την πώληση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας», εξηγεί ο Αλί Αχμάντ, ερευνητής στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Από την πλευρά της, η ειδικευμένη σε ενεργειακά ζητήματα οικονομολόγος Κάρολ Νάχλε σχολιάζει ότι «σε αυτό το πλαίσιο, κυρίως ωφελούμενες είναι πάντοτε οι χώρες εξαγωγής πυρηνικής τεχνολογίας, διότι τέτοια προγράμματα εντάσσονται συνήθως σε ένα ευρύτερο σύνολο συνεργασιών, με οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς, που έχουν στόχο να διαρκέσουν πολλές δεκαετίες, ώστε να ανταποκρίνονται στον εκτεταμένο κύκλο ζωής αυτών των έργων».

Δεδομένου ότι οι χώρες του Κόλπου δεν αντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα χρηματοδότησης, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 εξετάζουν το ενδεχόμενο να δρομολογήσουν πυρηνικά προγράμματα για ειρηνικούς σκοπούς –όμως, η καταστροφή της Φουκουσίμα το 2011 πάγωσε τα περισσότερα από αυτά. Μονάχα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα επέλεξαν να συνεχίσουν τη στρατηγική τους. Ο πυρηνικός σταθμός του Μπαράκα, στις ακτές του Αραβοπερσικού Κόλπου, συνολικής δυναμικότητας 5,6 γιγαβάτ (GW), αναμένεται ότι θα είναι σε θέση να καλύψει το 25% των αναγκών των Εμιράτων σε ηλεκτρική ενέργεια. Οι εργασίες έχουν προχωρήσει αρκετά μέχρι σήμερα: από τους τέσσερις προβλεπόμενους αντιδραστήρες, οι δύο έχουν ήδη τεθεί σε λειτουργία.

Η περίπτωση των Εμιράτων σηματοδοτεί την εμφάνιση νέων παικτών στο πεδίο της κατασκευής πυρηνικών σταθμών. Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, παρά την εμπλοκή του προέδρου Νικολά Σαρκοζί που προωθούσε την προσφορά μιας γαλλικής κοινοπραξίας, το πρόγραμμα ανατέθηκε στην Κορεατική Εταιρεία Ηλεκτρικής Ενέργειας (KEPCO), καθώς η προσφορά της θεωρήθηκε πιο ανταγωνιστική και ικανή να εγγυηθεί τη σύντομη αποπεράτωση των εργασιών. «Στην Ευρώπη δεν θα μπορούσαμε να κατασκευάσουμε έναν κορεατικό αντιδραστήρα όπως εκείνος που πουλήθηκε στα Εμιράτα», σχολίαζε το 2010 ενώπιον της γαλλικής Βουλής η Αν Λοβερζόν, τότε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Areva, του γαλλικού ομίλου διαχείρισης της πυρηνικής ενέργειας. Ο Πολ Ντόρφμαν, ερευνητής στο πανεπιστήμιο του Σάσεξ, σε μια έκθεση που συνέταξε για το ζήτημα (4) , επικρίνει τις τεχνικές επιλογές που έγιναν για το Μπαράκα, ιδίως την απουσία συμπληρωματικού μονωτικού κελύφους στους αντιδραστήρες, χρήσιμου για την προστασία τους σε περίπτωση πρόσκρουσης αεροσκάφους ή αεροπορικής επιδρομής. «Στην πραγματικότητα, ένα ατύχημα στο Μπαράκα θα είχε καταστροφικές συνέπειες, επειδή ο σταθμός βρίσκεται στο χείλος του Κόλπου, ο οποίος είναι αβαθής και τα ύδατά του ανανεώνονται με αργούς ρυθμούς. Επιπλέον, μεγάλο μέρος του πόσιμου νερού που καταναλώνεται στην περιοχή παράγεται από σταθμούς αφαλάτωσης εγκατεστημένους κατά μήκος της ακτής», υπογραμμίζει.

Ενδεικτικό της ανησυχίας των ηγετών των Εμιράτων για το πόσο ευάλωτος είναι αυτός ο πυρηνικός σταθμός είναι το γεγονός ότι, στα τέλη Ιουνίου του 2011, δαπάνησαν σχεδόν 2 δισ. δολάρια για να αποκτήσουν το αντιπυραυλικό σύστημα Thaad της Lockheed Martin. Θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι υπάρχει μακρά ιστορία βομβαρδισμών πυρηνικών αντιδραστήρων στη Μέση Ανατολή. Εκτός από το Όσιρακ, το 2007 το Ισραήλ βομβάρδισε και τις σχεδόν αποπερατωμένες εγκαταστάσεις του Ντέιρ εζ-Ζορ στη Συρία. Τη δεκαετία του 1980, κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ, ο ακόμα ημιτελής πυρηνικός σταθμός του Μπουσέχρ είχε χτυπηθεί από τους Ιρακινούς. «Σε όλες τις περιπτώσεις, το επιτιθέμενο κράτος φοβόταν ότι εκεί θα μπορούσε να παραχθεί ουράνιο ή πλουτώνιο για στρατιωτική χρήση», δήλωνε ο ερευνητής Χένρι Σοκόλσκι στις 21 Μαρτίου 2018 ενώπιον ακροατηρίου στη Βουλή των Αντιπροσώπων σχετικά με τις επιπτώσεις στη Μέση Ανατολή μιας συμφωνίας πυρηνικής συνεργασίας μεταξύ ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας. Κατά την άποψή του, αυτός ακριβώς ο φόβος ώθησε το 2009 την Ουάσιγκτον να ζητήσει από τα Εμιράτα να υπογράψουν μια συμφωνία με την οποία δεσμεύονταν να παραιτηθούν από τον εμπλουτισμό του ουρανίου και από την επεξεργασία του πλουτωνίου. Εκείνη τη χρονιά, τα Εμιράτα κύρωσαν επίσης το πρόσθετο πρωτόκολλο της ΤΝΡ στο πλαίσιο της συμμετοχής τους στον ΑΙΕΑ. Σε αντάλλαγμα, οι Αμερικανοί προώθησαν τα εμπορεύματά τους. «Από τα 40 δισ. δολάρια του συνολικού κόστους της σύμβασης (…), το μερίδιο της (αμερικανικής εταιρείας) Westinghouse υπολογίζεται σε 2 δισ.», αναφέρει η Σκουασόνι. Ωστόσο, ορισμένοι εκφράζουν τον σκεπτικισμό τους ως προς την εμβέλεια εφαρμογής των συμφωνιών. «Εάν δεν υπάρξει ένα αποτελεσματικότερο ρυθμιστικό πλαίσιο για τον εμπλουτισμό του ουρανίου και για τις τεχνολογίες επανεπεξεργασίας, οι νέοι πυρηνικοί σταθμοί παραγωγής ενέργειας θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βιτρίνα για την παραγωγή πυρηνικών όπλων», βεβαιώνει ο Ντόρφμαν.

Ωστόσο, τα σχέδια της Σαουδικής Αραβίας προκαλούν ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία από εκείνα των Εμιράτων. Μετά την εξαγγελία κολοσσιαίων σχεδίων στις αρχές της δεκαετίας του 2010, το Ριάντ επανεστίασε το 2017 τους στόχους του για πυρηνικά ειρηνικής χρήσης γύρω από ένα εθνικό πρόγραμμα για την ατομική ενέργεια, το οποίο αναπτύσσεται από τον κυβερνητικό φορέα King Abdullah City για την ανανεώσιμη και την ατομική ενέργεια (KA-Care). Περιλαμβάνει την κατασκευή μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων και ενός πυρηνικού σταθμού με δύο αντιδραστήρες ισχύος 2,8 γιγαβάτ. Για τον τελευταίο, το KA-Care έχει ήδη αναθέσει στον γαλλικό τεχνικό όμιλο Assystem τη διεξαγωγή μελέτης επιπτώσεων και την τελική επιλογή της τοποθεσίας του έργου. Παράλληλα, η Σαουδική Αραβία το 2018 δρομολόγησε την ανέγερση ενός ερευνητικού αντιδραστήρα χαμηλής ισχύος κοντά στο Ριάντ, σε συνεργασία με την αργεντίνικη εταιρεία INVAP, ειδικευμένη σε τεχνολογίες αιχμής, που έχει ήδη παρουσία στην Αλγερία.

Ωστόσο, για να υλοποιηθεί αυτό το σχέδιο, οι Σαουδάραβες θα πρέπει να φανούν καθησυχαστικοί ως προς τις προθέσεις τους, διότι αργούν να αναλάβουν τις ίδιες δεσμεύσεις με τα Εμιράτα, τη στιγμή που το σχέδιό τους περιλαμβάνει και τη διαχείριση του κύκλου του πυρηνικού καυσίμου, συμπεριλαμβανομένου και του εμπλουτισμού του. Η ανυποχώρητη στάση του Ριάντ αποτελεί εμπόδιο για τα πυρηνικά σχέδιά του με ειρηνικό χαρακτήρα: εάν δεν παραιτηθεί από τον εμπλουτισμό, το βασίλειο δεν μπορεί να αγοράσει καμία αμερικανική τεχνολογία. Η Νούρα Μανσουρί, ερευνήτρια στο Κέντρο Μελετών και Έρευνας για το Πετρέλαιο Βασιλεύς Αμπντάλα (KAPSARC), ελπίζει παρόλα αυτά ότι θα υπάρξει ευνοϊκή μεταχείριση. «Το 2005, οι ΗΠΑ έκαναν μια εξαίρεση για την Ινδία, προκειμένου να την χρησιμοποιήσουν ως αντίβαρο απέναντι στην Κίνα. (…) Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαν να κάνουν μια εξαίρεση και για τη Σαουδική Αραβία», γράφει σε ένα σημείωμά της (5). Μένει να μάθουμε εάν θα επιτρέψει αυτήν την εξέλιξη η δειλή αναθέρμανση των σχέσεων του Λευκού Οίκου με το παλάτι του Ριάντ.

Με προμηθευτή το Πακιστάν

Προκειμένου να υλοποιήσει τα πυρηνικά σχέδιά του, τόσο τα στρατιωτικά όσο και τα ενεργειακά, το βασίλειο έχει στα χέρια του και ένα άλλο χαρτί: τη δυνατότητα συμφωνίας με το Πακιστάν, δεδομένου ότι η Σαουδική Αραβία είχε χρηματοδοτήσει το πυρηνικό πρόγραμμά του. «Πολλοί παρατηρητές πιστεύουν ότι το Πακιστάν είναι έτοιμο να ανταποδώσει την εξυπηρέτηση, βοηθώντας τους Σαουδάραβες να αναπτύξουν το δικό τους πυρηνικό πρόγραμμα», βεβαιώνει η Σύλβια Μπολτούκ, ειδικός στις διεθνείς σχέσεις. «Και, παρά το γεγονός ότι δεν έχει αποκαλυφθεί καμία συμφωνία, οι υπηρεσίες πληροφοριών αρκετών χωρών –του Ισραήλ συμπεριλαμβανομένου– εκτιμούν ότι οι Πακιστανοί παρέχουν ή θα παρείχαν οπλικά συστήματα στο Ριάντ σε περίπτωση ανάγκης.»

Συνεπώς, προκειμένου να εμποδιστεί η αύξηση των εντάσεων και μια τυφλή κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών, είναι αποφασιστικής σημασίας η αναμόρφωση της συμφωνίας για τα πυρηνικά του Ιράν. «Αυτό το κείμενο είναι το πληρέστερο σε ολόκληρη την ιστορία του ελέγχου της διάδοσης των πυρηνικών όπλων. Η γενίκευση των αρχών του στην ευρύτερη περιφέρεια θα μπορούσε να αποτελέσει την καλύτερη οδό για τη δημιουργία μιας ζώνης απαλλαγμένης από πυρηνικά όπλα», τονίζει ο Σεγιέντ Χοσεΐν Μουσαβιάν, Ιρανός πρώην διαπραγματευτής και σήμερα ερευνητής στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Όσο για την ιδέα μιας περιφερειακής διάσκεψης για την απαγόρευση των όπλων μαζικής καταστροφής στη Μέση Ανατολή, είχε παρουσιαστεί ήδη από το 1974 σε ένα ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών που είχε προταθεί από την Αίγυπτο και το Ιράν. Ωστόσο, η πρώτη σχετική συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε μόλις το 2019, ενώ η δεύτερη το 2021, με την αξιοσημείωτη απουσία του Ισραήλ και των Ηνωμένων Πολιτειών. «Για την ώρα, αυτή η διάσκεψη είναι εντελώς αναποτελεσματική», εκφράζει τη λύπη του ο Μαρκ Φινό. «Το Ισραήλ θα κάνει παραχωρήσεις μονάχα όταν θα αισθανθεί ασφαλές.»

«Γιατί να μην αρχίσουμε από λιγότερο φιλόδοξους στόχους, όπως για παράδειγμα τη διευκόλυνση της συνεργασίας ανάμεσα στις χώρες του Κόλπου και στο Ιράν όσον αφορά την ασφάλεια των ειρηνικών χρήσεων της πυρηνικής ενέργειας;», προτείνει από την πλευρά του ο Αλί Αχμάντ. Ο συλλογικός προβληματισμός γύρω από τις επιπτώσεις μιας πυρηνικής καταστροφής σε αυτήν την περιοχή θα μπορούσε ίσως να οδηγήσει στον κατευνασμό των εντάσεων στον Αραβοπερσικό Κόλπο.

(1CBS News, 15 Μαρτίου 2018.

(2Jean Stern, «France-Israël. Lobby or not lobby? La gloire secrète du lobby militaro-industriel dans les années 1950», Orient XXI, 20 Ιανουαρίου 2021, https://orientxxi.info.

(4Paul Dorfman, «Gulf nuclear ambition: New reactors in United Arab Emirates», Nuclear Consulting Group, Δεκέμβριος 2019.

(5Noura Mansouri, «The Saudi nuclear energy project», King Abdullah Petroleum Studies and Research Center, Ιανουάριος 2020.

Μοιραστείτε το άρθρο