Κληρονομημένα από την ανεξαρτησία της κάθε χώρας, τα λατινοαμερικανικά σύνορα απέχουν πάρα πολύ από το να είναι απαραβίαστα. Πολλές διαφορές φέρνουν αντιμέτωπες χώρες με τους γείτονές τους ή με κάποια ευρωπαϊκή δύναμη. Τα εθνικά αφηγήματα, που συχνά ενισχύονται από τα σχολικά προγράμματα, συντηρούν την ιεροποίηση των εδαφών. Και καλούν σε ανάκτηση της χαμένης γης.
Μια μικρή αλυσίδα νησιών από άσπρη άμμο στην Καραϊβική, κατοικούμενα από την κοινότητα των Ραϊσάλ, που ζουν κυρίως από το ψάρεμα: το αρχιπέλαγος του Σαν Αντρές, στην Καραϊβική, μοιάζει με καρτ ποστάλ. Ωστόσο, μετά από μια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου που εκδόθηκε στις 21 Απριλίου 2022, οι Ραϊσάλ μάζεψαν τα δίχτυα τους. Τα νησιά βρίσκονται εντός χωρικών υδάτων που μόλις αναγνωρίστηκαν ότι ανήκουν στη Νικαράγουα, καθιστώντας το ψάρεμα εκεί παράνομο.
Το Αρχιπέλαγος του Σαν Αντρές δεν είναι παρά το τελευταίο παράδειγμα σε μια σειρά αμφισβητήσεων των συνόρων, τόσο των θαλάσσιων όσο και των χερσαίων, στον λατινοαμερικανικό χώρο. Από τις δεκαοκτώ υποθέσεις που εκκρεμούν ή που αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε ακροαματική διαδικασία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, σχεδόν το ένα τρίτο αφορά μεθοριακές διαμάχες μεταξύ χωρών της αμερικανικής ηπείρου. Πέρα από τους ιδεολογικούς, τους κοινωνικούς και τους πολιτιστικούς διχασμούς, οι γεωγραφικές εντάσεις διαπερνούν το σύνολο των λατινοαμερικάνικων κοινωνιών και ενώνουν τις εθνικές κοινότητες. Διότι ο εξωτερικός κίνδυνος που πλανάται στα σύνορα, ταυτόχρονα αισθητός και φανταστικός, δημιουργεί έθνος.
Και όμως, στα χαρτιά, η αρχή που ρυθμίζει τη εδαφική οριοθέτηση έμοιαζε να είναι ξεκάθαρη. Στην αυγή της ανεξαρτησίας των εθνών στην περιοχή, που για το μεγαλύτερο μέρος των λατινοαμερικάνικων κρατών συνέβη μεταξύ 1810 και 1821, η κυριαρχία στα νέα εδάφη φαινόταν να διέπεται από την αρχή του uti possidetis juris: «Όπως κατείχες, θα συνεχίσεις νόμιμα να κατέχεις». Η νέα αυτοκρατορία της Βραζιλίας επέλεξε να διατηρήσει την εδαφική ενότητά της χαράσσοντας τα σύνορά της ακριβώς επάνω σε εκείνα που είχαν συμφωνηθεί στη Συνθήκη της Μαδρίτης του 1750. Ακολουθώντας τον ίδιο νομικό κανόνα, τα κράτη που χειραφετήθηκαν από το ισπανικό στέμμα αναπτύχθηκαν στα όρια των ήδη υφιστάμενων διοικητικών δομών: η επικράτεια του Βασιλικού Δικαστηρίου του Κίτο έγινε το Εκουαδόρ, η Αντιβασιλεία του Ρίο ντε λα Πλάτα η Αργεντινή κ.ο.κ. Οι νεαρές δημοκρατίες της εποχής, υποστηριζόμενες από τις καινούργιες τοπικές κρεολικές ελίτ, είχαν σκοπό να χειραφετηθούν από το αποικιοκρατικό καθεστώς τους, χωρίς όμως να ξηλώσουν ολοκληρωτικά τις αυτοκρατορικές θεσμικές (και κοινωνικές) δομές (1).
Ωστόσο, το δόγμα του uti possidetis juris προσέκρουσε σε αρκετούς σκοπέλους. Κυνηγώντας την ουτοπία μιας ενωμένης Λατινικής Αμερικής, ενσαρκωμένης στη μορφή του Σιμόν Μπολίβαρ, τα εδάφη των σημερινών χωρών της Κολομβίας, του Παναμά, της Βενεζουέλας και του Εκουαδόρ παρέμειναν επί πολλές δεκαετίες ενωμένα κάτω από τη σημαία της Μεγάλης Κολομβίας, προτού χωριστούν το 1831. Από την πλευρά της, η Αργεντινή, που για πολύ καιρό βρισκόταν εν μέσω μιας διελκυστίνδας μεταξύ των συγκρουόμενων συμφερόντων της πρωτεύουσας και των επαρχιών της χώρας, κατακερματίστηκε σε πολλές και διάφορες οντότητες προτού γίνει και πάλι ομοσπονδία κατά το 1860. Για να μην αναφερθούμε στις πολυάριθμες ένοπλες συγκρούσεις του 19ου αιώνα που άλλαξαν τα σύνορα των κρατών της περιοχής: τον πόλεμο της Τριπλής Συμμαχίας (1865-1870), που ακρωτηρίασε την Παραγουάη από τα μισά εδάφη της, τον αμερικανο-μεξικανικό πόλεμο (1846-1848) ή ακόμα τον «Πόλεμο του Νιτρικού Καλίου» (1879-1884) μεταξύ της Χιλής, του Περού και της Βολιβίας, που στέρησε στην τελευταία κάθε πρόσβαση στη θάλασσα.
Επιπλέον, η εξορυκτική λογική της Ισπανικής Αυτοκρατορίας εστιαζόταν σε ορισμένα δομικά σημεία (όπως τα ορυχεία, τις μεγάλες πόλεις ή τα λιμάνια), από τα οποία απέρρεε η διαχείριση της υπόλοιπης επικράτειας. Τη στιγμή της ανεξαρτητοποίησης, μεγάλο μέρος των εκτάσεων της Αμερικής παρέμενε ελάχιστα έως και καθόλου εξερευνημένο (αυτό ίσχυε και για το απέραντο τροπικό δάσος του Αμαζονίου ή για τις ατελείωτες πεδιάδες της Παταγονίας που κατοικούνταν από τους Μαπούτσε) είτε δεν είχε σαφές καθεστώς υπαγωγής (όπως η περίπτωση του Αρχιπελάγους του Σαν Αντρές, που μεταφέρθηκε κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας από τη Περιφέρεια Λιμεναρχείου της Γουατεμάλας στην Αντιβασιλεία της Νέας Γρανάδας, της σημερινής Κολομβίας). Εκεί όπου παλαιότερα η αποικιακή διοικητική διάρθρωση των εδαφών οριοθετούνταν με ενιαίο τρόπο από το μητροπολιτικό κέντρο, οι νεοπαγείς δημοκρατίες θέσπισαν τους κανόνες τους ανεξάρτητα η μία από την άλλη, αδιαφορώντας για τους γείτονές τους. Μια πολυφωνία που οδήγησε στην ανάπτυξη αλληλοσυγκρουόμενων εθνικών αφηγημάτων στην περιοχή, πηγή πολλών εδαφικών διαμαχών.
Με την απαλλαγή τους από την κυριαρχία της αποικιοκρατίας, οι νεοσύστατες λατινοαμερικανικές ελίτ στρώθηκαν στη δουλειά ώστε να υποστηρίξουν το πεπρωμένο των χωρών τους με ενοποιητικά εθνικά αφηγήματα. Ο στόχος ήταν να κατασκευάσουν το θεωρητικό υπόβαθρό τους ως ανεξάρτητες δημοκρατίες. Η ποικιλομορφία των πολιτισμών και των ιστορικών αληθειών εντός της ίδιας επικράτειας υποχρέωνε τους ηγέτες τους να δημιουργήσουν, και στη συνέχεια να τροφοδοτήσουν, μία εθνική συνείδηση που το σύνολο της κοινωνίας θα μπορούσε να μοιραστεί. Οι τέχνες εδώ είχαν κεφαλαιώδη σημασία: κατασκευάστηκε ένας πολιτιστικός κανόνας, μια λογοτεχνία, ένα θέατρο, μια λαϊκή παράδοση, όλα «καθαρά» εθνικά. Συντέθηκαν ύμνοι, δημιουργήθηκαν λαϊκοί μύθοι, υψώθηκαν αγάλματα που δόξαζαν τους νέους ήρωες του έθνους. Τα αφηγήματα αυτά εν συνεχεία επαναλαμβάνονταν στις σχολικές αίθουσες, σε μια εποχή όπου γενικευόταν η πρόσβαση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Αυτές οι λαμπρές εποποιίες κτίστηκαν αντανακλώντας τα αφηγήματα των γειτονικών χωρών. Έχουν τις ρίζες τους στο εδαφικό ζήτημα. Όπως υπογραμμίζει ο Εκουαδοριανός πολιτικός επιστήμονας Αδριάν Μπονίγια σε ένα άρθρο αφιερωμένο στον περουβιανό και στον εκουαδοριανό εθνικισμό, «η ταυτότητα, η αίσθηση του ανήκειν, η “κοινότητα” που χτίζεται και αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως “Εκουαδόρ” ή “Περού” παραπέμπουν αναγκαστικά σε έναν φυσικό χώρο, ειδικά από τη στιγμή που υπάρχουν παράλληλα σύμπαντα αναπαραστάσεων τα οποία συμπιέζουν την εθνική εικόνα: από τη μία πλευρά, η πολλαπλότητα των ιδιαίτερων τοπικών και πολιτιστικών εκφράσεων και, από την άλλη, η ομοιότητα μεταξύ κοινωνιών που έχουν λίγο-πολύ την ίδια εθνική ιστορία, την ίδια εθνοτική σύνθεση, παρόμοια οικονομία και παρόμοιους πόρους, ιδίως αν τις συγκρίνουμε σε παγκόσμιο επίπεδο» (2).
Σε μια περιοχή όπως η Λατινική Αμερική όπου οι φυσικοί πόροι είναι άφθονοι και ποικίλοι, η φύση συμμετέχει στο εθνικό αφήγημα. Η εδαφική διαμάχη μεταξύ του Περού και του Εκουαδόρ αφορά ένα μέρος του δάσους του Αμαζονίου: θα οδηγήσει στον πόλεμο του Σενέπα το 1995, την τελευταία ένοπλη σύγκρουση έως τώρα στην περιοχή. Η διαμάχη αυτή, από την οπτική γωνία του Εκουαδόρ, νομιμοποιείται από τη δική του εθνική θεώρηση του κόσμου. Όντως, η χώρα των Άνδεων έχει χτίσει το αφήγημά της επάνω στο δεδομένο ότι το Εκουαδόρ είναι χώρα του Αμαζονίου. Η απώλεια των εδαφών του ποταμού Σενέπα (συνεπώς και της πρόσβασής του στον Αμαζόνιο) αποτελεί πλήγμα στην εθνική ταυτότητα του Εκουαδόρ. Το ίδιο ισχύει για το ζήτημα της πρόσβασης της Βολιβίας στη θάλασσα κατά τον «Πόλεμο του Νιτρικού Καλίου» (3). Θεωρώντας ότι είναι ναυτική δύναμη (εξάλλου ακόμη διαθέτει σώμα πολεμικού ναυτικού), η Βολιβία είδε αυτή τη σύγκρουση ως παραβίαση του εθνικού αφηγήματός της, όχι μόνο ως οικονομική απειλή.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι μεθοριακές διενέξεις αποτελούν νόμιμες αξιώσεις: είναι η απαίτηση να ανακτηθεί ένα μέλος που ακρωτηριάστηκε από το σώμα της χώρας. Με ένα εκπαιδευτικό σύστημα που παίζει τον ρόλο του φορέα μετάδοσης, οι νοοτροπίες που διαμορφώνονται διαιωνίζουν το μεγάλο εθνικιστικό αφήγημα από γενιά σε γενιά. Στην Αργεντινή, για παράδειγμα, οι Μαλβίνες Νήσοι (Σ.τ.Μ.: τα Νησιά Φώκλαντ για τους Βρετανούς) περιλαμβάνονται συστηματικά στους εθνικούς χάρτες που είναι κρεμασμένοι στις σχολικές τάξεις. Ο νόμος για την εθνική παιδεία, σε ισχύ από το 2006, ορίζει ότι «η μάχη για την ανάκτηση των νησιών μας, των Μαλβινών, της Νότιας Γεωργίας και των Νότιων Σάντουιτς, θα αποτελεί μέρος του προγράμματος σπουδών, κοινού σε κάθε περιοχή δικαιοδοσίας». Σε αυτό το κλίμα, δεν προκαλεί έκπληξη πως το 1985, αμέσως μετά τον πόλεμο με το Ηνωμένο Βασίλειο, μια μελέτη έδειξε ότι το 73,6% του πληθυσμού της χώρας είναι πεπεισμένο πως η Αργεντινή έχασε εδάφη από τότε που ανεξαρτητοποιήθηκε. Το γεγονός της απώλειας των Μαλβινών μοιάζει πιο σοβαρό από τα εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα που η Αργεντινή κέρδισε από την Παραγουάη ή από τα εδάφη των Μαπούτσε στην Παταγονία κατά την περίφημη «κατάκτηση της ερήμου». Ένα αίσθημα απώλειας που αυξάνεται ανάλογα με το επίπεδο εκπαίδευσης: 86% για τους ερωτηθέντες με πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης, έναντι 61% για εκείνους που διέκοψαν την εκπαίδευσή τους στο δημοτικό σχολείο. Όσο περισσότερο παραμένουν οι Αργεντινοί εντός του εκπαιδευτικού συστήματος τόσο περισσότερο αφομοιώνουν το εθνικιστικό δόγμα.
Αυτή η έννοια της εδαφικής διαμάχης φτάνει στο απόγειό της όταν ενσωματώνεται στο θεμελιώδες κείμενο, το DNA ενός κράτους: στο Σύνταγμά του. Το εδαφικό ζήτημα μεταλλάσσεται τότε σε κρατική πολιτική. Για να αναφέρουμε λίγα μόνο παραδείγματα, το άρθρο 268 του βολιβιανού Συντάγματος διακηρύσσει το «απαράγραπτο δικαίωμα [της Βολιβίας] επί των εδαφών που της δίνουν πρόσβαση στον Ειρηνικό Ωκεανό και στον θαλάσσιο χώρο του». Το άρθρο 10 του Συντάγματος της Βενεζουέλας του 1999 περιγράφει την εθνική επικράτεια ως εκείνη που αντιστοιχεί «στην Περιφέρεια Λιμεναρχείου της Βενεζουέλας του 1810» (συμπεριλαμβάνοντας εκ των πραγμάτων την επικράτεια του Εσεκίμπο, αντικείμενο αντιδικίας με τη γειτονική Γουιάνα). Το Σύνταγμα της Αργεντινής του 1994 αξιώνει την απαράγραπτη κυριαρχία της στις Μαλβίνες Νήσους, καθώς η ανάκτησή τους θεωρείται «μόνιμος και ουσιώδης στόχος του αργεντινού λαού». Όσο για το Σύνταγμα της Βραζιλίας του 1988, εισάγει την έννοια των «συνοριακών περιθωρίων», μιας εδαφικής ζώνης πλάτους εκατόν πενήντα χιλιομέτρων κατά μήκος των συνόρων, που θεωρείται «θεμελιώδης για την άμυνα της εθνικής επικράτειας» και της οποίας η κατοχή και η χρήση πλαισιώνονται από τον νόμο.
Η ιεροποίηση της εθνικής επικράτειας αντηχεί και στη «θρησκεία του ποδοσφαίρου». Έτσι, εκκλησιαστική λειτουργία και αθλητισμός καταλήγουν να διασταυρώνονται σε ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που αγγίζει τα όρια του μαγικού ρεαλισμού. Η πιο εμβληματική περίπτωση παραμένει το τέρμα που σημειώθηκε με το χέρι από τον Ντιέγκο Μαραντόνα κατά της Αγγλίας στους προημιτελικούς αγώνες του Παγκόσμιου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου το 1986. Τέσσερα χρόνια μετά τον τρομερό πόλεμο των Μαλβίνων, ένα πραγματικό πλήγμα για το ξέπνοο στρατιωτικόκαθεστώς του στρατηγού Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα, ο λαός της Αργεντινής έπαιρνε την εκδίκησή του με το μυθικό γκολ του Pibe de Oro («Χρυσό Αγόρι»), ένα γκολ που ο δημιουργός του χαρακτήρισε ως «mano de Dios» («το χέρι του Θεού»).
Λίγα χρόνια νωρίτερα, το Ελ Σαλβαδόρ και η Ονδούρα υπήρξαν αντίπαλες σε έναν άλλο «πόλεμο του ποδοσφαίρου». Η εχθρότητα μεταξύ των δύο γειτόνων, με αφορμή τα κύματα μετανάστευσης από το Ελ Σαλβαδόρ προς την Ονδούρα που αναχαιτίζονταν βίαια από την τελευταία, συντηρούνταν με επιδέξιο τρόπο από τα δικτατορικά καθεστώτα των δύο χωρών. Θα αποκρυσταλλωνόταν κατά τη διάρκεια των προκριματικών αγώνων για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970. Η πρώτη συνάντηση μεταξύ των δύο ομάδων, στην οποία κέρδισε η Ονδούρα, προκάλεσε την αυτοκτονία μιας νεαρής Σαλβαδοριανής 18 ετών που δεν άντεξε την ήττα της χώρας της. Μια πιστολιά στην καρδιά που προκάλεσε τέτοια εθνική συγκίνηση ώστε στην κηδεία της παραβρέθηκαν ο πρόεδρος του Ελ Σαλβαδόρ, καθώς και σύσσωμη η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου. Κατά τον επαναληπτικό αγώνα, που διεξήχθη στο Ελ Σαλβαδόρ, πολιορκήθηκε το ξενοδοχείο όπου κατέλυε η αποστολή της Ονδούρας. Η ομάδα πλαισιώθηκε από τον στρατό προκειμένου να μεταβεί στο γήπεδο όπου –ύστατη πρόκληση– οι διοργανωτές έκαψαν τη σημαία της Ονδούρας και την αντικατέστησαν με μια βρόμικη πετσέτα κουζίνας τη στιγμή της ανάκρουσης του εθνικού ύμνου. Δύο εβδομάδες αργότερα, ξέσπασε ο πόλεμος ανάμεσα στις δύο χώρες, μια σύγκρουση-αστραπή τεσσάρων ημερών που θα στοίχιζε τη ζωή σε δύο έως έξι χιλιάδες ανθρώπους.
Απαντώντας στην ιεροποίηση των εδαφικών διαμαχών, η Καθολική Εκκλησία άρχισε να παίζει ρόλο σε ορισμένες ειρηνευτικές διαδικασίες στην περιοχή. Ήδη από την αποικιακή περίοδο, ωθούσε το ισπανικό στέμμα να προχωρά σε χαρτογραφήσεις προκειμένου να διαπιστώνει την εξάπλωση του καθολικισμού στον κόσμο. Τον 20ό αιώνα κάλεσε και πάλι να οριστούν σύνορα, αλλά αυτή τη φορά με σκοπό να κατευναστούν οι λαοί. Για παράδειγμα, ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ ενεπλάκη προσωπικά στην επίλυση της διένεξης μεταξύ Χιλής και Αργεντινής στην Παταγονία και στην επίτευξη κατάπαυσης του πυρός στον πόλεμο του Σενέπα.
Άλλοι παράγοντες, κράτη αυτή τη φορά, θα ξεχωρίσουν στην επίλυση των εδαφικών διαμαχών, ιδίως η Βραζιλία. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο καθορισμός των εθνικών συνόρων, ιδιαιτέρως στην Αμαζονία, αποδείχθηκε κεφαλαιώδους σημασίας για εκείνη. Περιστοιχισμένη από πάμπολλες νεαρές δημοκρατίες με την έντονη επιθυμία να δώσουν μια γερή δαγκωνιά σε ένα γλυκό που ακόμη δεν έχει κοπεί ξεκάθαρα, η Βραζιλία δρομολόγησε τη διαδικασία καθορισμού των συνόρων της ώστε να διατηρήσει υπό τον έλεγχό της το μεγαλύτερο μέρος του τροπικού δάσους. Το εθνικό αφήγημα της κατ’ εξοχήν χώρας του Αμαζονίου συνδέθηκε αναπόσπασταμε τη ζούγκλα και τον ποταμό της, τη μητέρα των πάντων. Η γενιά των ρομαντικών Βραζιλιάνων των δεκαετιών 1830-1840 έχτισε την εθνική εικόνα γύρω από μια εξιδανικευμένη αρχέγονη τροπική φύση. Η εξύμνηση αυτής της φυσικής αφθονίας χρησιμοποιήθηκε ως θεμέλιο της ταυτότητας του έθνους. Επιπλέον, η Βραζιλία μοιραζόταν τα σύνορά της με δέκα χώρες, κάτι που πολλαπλασίαζε τους κινδύνους εδαφικών συγκρούσεων. Ο κολοσσός της Λατινικής Αμερικής αποφάσισε λοιπόν με ταχείς ρυθμούς να δώσει επαγγελματικό χαρακτήρα στο διπλωματικό σώμα της χώρας, επιφορτισμένο με τη διαχείριση των νέων γειτονικών σχέσεων.
Πέρα από τον καθορισμό των δικών της συνόρων, ως περιφερειακή δύναμη και κάτοχος του 70% του δάσους του Αμαζονίου, η Βραζιλία μερίμνησε για τη δημιουργία σαφών οριοθετήσεων με τα εδάφη των γειτόνων της, ούτως ώστε να αποφευχθεί μια αποσταθεροποίηση σε περιφερειακό επίπεδο. Έτσι, η Δημοκρατία της Βραζιλίας ενεπλάκη, ως διαμεσολαβητική δύναμη, στις εδαφικές διενέξεις στην περιφέρεια του Αμαζονίου μεταξύ της Κολομβίας και του Περού (1932) και μεταξύ του Περού και του Εκουαδόρ. Η διαμάχη αυτή, σε λανθάνουσα κατάσταση μετά την ανεξαρτητοποίηση των δύο χωρών, επιλύθηκε εν μέρει με τη Συμφωνία του Ρίο ντε Τζανέιρο το 1941. Ο πόλεμος του Σενέπα έλαβε τέλος χάρη στην παρέμβαση της Βραζιλίας, με την υπογραφή των συμφωνιών της Μπραζίλια το 1998.
Ενώ οι δυτικές δυνάμεις, ιδιαίτερα οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία, εμπλέκονταν συχνά στην επίλυση των διενέξεων στις αρχές του 20ού αιώνα, οι τελευταίες δεκαετίες χαρακτηρίζονται από την καταφυγή σε περιφερειακά και πολυμερή εργαλεία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τρίτες χώρες με άμεση γειτονία εκτελούν χρέη εγγυητή. Έτσι συνέβη με τη διαμάχη μεταξύ Εκουαδόρ και Περού, για την οποία οι διαπραγματεύσεις καθοδηγήθηκαν από την Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Χιλή και τις ΗΠΑ. Ορισμένες από τις χώρες αυτές, εγγυήτριες τότε της ειρήνης, αντιμετώπιζαν και οι ίδιες τις δικές τους εδαφικές διενέξεις, είτε μεταξύ τους είτε με κάποιο από τα εμπόλεμα μέρη: η Αργεντινή κατά της Χιλής στον νότο της Παταγονίας και η Χιλή κατά του Περού σχετικά με τον καθορισμό των θαλάσσιων συνόρων τους.
Το 1948, ένας μεγάλος αριθμός χωρών της περιοχής προσυπέγραψε τη Συνθήκη της Μπογκοτά, που υποχρεώνει τους υπογράφοντες να εξετάζουν όλα τα ειρηνικά εργαλεία για την έξοδο από την κρίση και να δίνουν προτεραιότητα στους περιφερειακούς φορείς δικαιοδοσίας και στο Διεθνές Δικαστήριο. Δεν αποφεύχθηκαν όλες οι συγκρούσεις, ωστόσο τα έντονα συναισθήματα που προκαλούν διευκολύνουν τη μεταφορά τους σε περιφερειακό ή σε πολυμερές επίπεδο, σε μια διαδικασία αποκλιμάκωσης. Οι πιο πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Χάγης βρίθουν παραδειγμάτων που προέρχονται από τη Λατινική Αμερική: Βολιβία κατά Χιλής (2018), Κόστα Ρίκα κατά Νικαράγουας (2009, 2015 και 2018), Νικαράγουα κατά Ονδούρας (2007), Νικαράγουα κατά Κολομβίας (2012 και 2022), Περού κατά Χιλής (2014). Όσο για τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών (OAS/ΟΑΚ), διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην ειρηνική επίλυση των αιώνιων αντιπαραθέσεων μεταξύ Γουατεμάλας και Μπελίζ (μια Λερναία Ύδρα που χρονολογείται από το 1859), καθώς και μεταξύ Ονδούρας και Ελ Σαλβαδόρ.
Οι διενέξεις αυτές επηρεάζουν τις διμερείς σχέσεις μεταξύ λατινοαμερικανικών κρατών. Επιτρέπουν μολαταύτα την εδραίωση ενός περιφερειακού χώρου διαλόγου, ικανού να εκτονώσει ορισμένες καταστάσεις. Εδώ και λίγο καιρό, στη Λατινική Αμερική τα σύνορα περισσότερο ενώνουν παρά διχάζουν. Η ανάπτυξη υπερεθνικών θεσμών, η διεθνής προβολή της Λατινικής Αμερικής ως ηπείρου ειρήνης, η ισχυρή αλληλεξάρτηση μεταξύ όμορων κρατών (σε επίπεδο οικονομίας, τουρισμού και ασφάλειας ή σε θέματα μετανάστευσης) και η επαγγελματοποίηση των διπλωματικών σωμάτων αποτελούν παραμέτρους που διευκολύνουν τον κατευνασμό των εδαφικών διενέξεων τα τελευταία χρόνια. Τελευταίο πρόσφατο παράδειγμα, η αναζωπύρωση της αντιδικίας σχετικά με τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ Χιλής και Αργεντινής, τον Σεπτέμβριο του 2021. Το θέμα απορροφήθηκε ταχύτατα από τους διπλωματικούς διαύλους, στους κόλπους των οποίων δύσκολα πλέον φαντάζεται κάποιος μια ένοπλη σύγκρουση. Παρ’ όλα αυτά, η επανεμφάνιση του ζητήματος λίγες εβδομάδες πριν από εκλογές κρίσιμες για τις τότε κυβερνήσεις καταδεικνύει την ενδεχόμενη εργαλειοποίηση του ζητήματος των συνόρων. Ωστόσο, όπως ισχυρίζεται ο Μπονίγια, η σημασία του εθνικισμού στην περιοχή αντικατοπτρίζει, παραδόξως, την αδυναμία των κρατικών δομών σε αυτές τις περιφερειακές ζώνες, όπου οι πληθυσμοί και τα εδάφη συχνά παραμελούνται: «Ελλείψει στοιχείων που δίνουν περιεχόμενο στην κρατική κυριαρχία, η τελευταία ευνοεί την άσκηση εξουσίας και την κατοχή εδάφους. Κατά συνέπεια, η διατήρηση ή η συσσώρευσή του αποκτούν μεγαλύτερη συμβολική δύναμη και κεντρικό ρόλο στη νομιμοποίηση της ύπαρξης της κρατικής οντότητας».Στην έννοια του έθνους κράτους, όταν το δεύτερο από τα δύο στοιχεία εκλείψει, το πρώτο βρίσκει την ευκαιρία να ξεσπαθώσει.
(1) Βλ. Renaud Lambert, «Icare ou l’impossible démocratie latino-américaine», «Le Monde diplomatique», Μάρτιος 2021.
(2) Adrián Bonilla, «Las imágenes nacionales y la guerra», «Colombia Internacional», αρ. 40, Πανεπιστήμιο των Άνδεων, Μπογκοτά, 1997.
(3) Βλ. Cédric Gouverneur, «La Bolivie les yeux vers les flots», «Le Monde diplomatique», Σεπτέμβριος 2015.