ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ
Πώς μπορεί άραγε να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο για την επίλυση διενέξεων σχετικών με τα θαλάσσια σύνορα και την εθνική κυριαρχία; Στις 10 Δεκεμβρίου 1982, η σύμβαση του ΟΗΕ για το δίκαιο της θάλασσας έδωσε μια πρωτότυπη απάντηση, που ακόμη αποτελεί θεμέλιο λίθο για τη διευθέτηση διακρατικών διαφορών σχετικά με τα χωρικά ύδατα και την υφαλοκρηπίδα –και βεβαίως αφορά άμεσα την Ελλάδα.
Σε ένα κατακερματισμένο διπλωματικό τοπίο, όπου οι διεθνείς θεσμοί διακρίνονται συχνά για την αδυναμία τους, εξακολουθεί να επιζεί ένα μνημείο του διεθνούς δικαίου, που το 2022 γιόρτασε τα 40 χρόνια του: η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS). Υιοθετήθηκε στο σύνολό της σε μία και μόνο ψηφοφορία, στις 30 Απριλίου 1982, και δόθηκε προς υπογραφή στις 10 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, στο Μοντέγκο Μπέι της Τζαμάικα. Τα 320 άρθρα και τα 9 παραρτήματά της αποτελούν ένα διπλωματικό κατόρθωμα. Ο Τόμυ Κοχ, ο Σιγκαπουριανός πρόεδρος της τρίτης διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, που διάρκεσε από το 1973 έως το 1982, την αποκάλεσε «Σύνταγμα των Ωκεανών», ενώ ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Ξαβιέ Περέζ ντε Κουεγιάρ είχε χαιρετίσει το «σημαντικότερο νομικό εργαλείο του αιώνα μας». Σαράντα χρόνια αργότερα, η επιτυχία της έχει επιβεβαιωθεί: την έχουν κυρώσει 167 κράτη, καθώς και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Από το προσκλητήριο λείπουν τα κράτη χωρίς έξοδο στη θάλασσα, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, ορισμένα κράτη της Λατινικής Αμερικής, όπως επίσης η Τουρκία, το Ιράν και η Συρία.
Πέρα από το δίκαιο της θάλασσας, η Σύμβαση αντικατοπτρίζει το πνεύμα μιας εποχής: την ατμόσφαιρα της δεκαετίας του 1970, όταν το τέλος της αποικιοκρατίας προκαλούσε ανατροπές στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων, μοιρασμένη τότε ανάμεσα στο δυτικό και στο ανατολικό μπλοκ. Την εποχή της έναρξης της τρίτης διάσκεψης, οι αναπτυσσόμενες χώρες –μερικές εκ των οποίων είχαν μόλις αποκτήσει την ανεξαρτησία τους– επιθυμούν να εντάξουν τη Σύμβαση στο διεκδικητικό πλαίσιο για μια νέα διεθνή οικονομική τάξη πραγμάτων. Αποκτούν τον ουσιαστικό έλεγχο των θαλάσσιων περιοχών τους χάρη στη νέα έννοια της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ), η οποία τους αναγνωρίζει κυριαρχικά δικαιώματα και δικαιοδοσία σε έναν χώρο που εκτείνεται έως και 200 ναυτικά μίλια (370 χιλιόμετρα) από τις ακτές τους. Σημαντική κατάκτηση αποτελεί και η καθιέρωση της αρχής της κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας για τους θαλάσσιους βυθούς που εκτείνονται πέρα από τα όρια της ζώνης δικαιοδοσίας τους και αποκαλούνται «Ζώνη». Αυτός ο χώρος, όπου προηγουμένως η πρόσβαση ήταν ελεύθερη, τελεί πλέον υπό τη διαχείριση της Διεθνούς Αρχής των Θαλάσσιων Βυθών (ISA), έναν διεθνή οργανισμό που δημιουργήθηκε από τη Σύμβαση, και τα οφέλη από όποια ενδεχόμενη εκμετάλλευσή του θα διατίθενται κατά προτεραιότητα στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η UNCLOS αναγνωρίζει επίσης τις διεκδικήσεις των αρχιπελαγικών κρατών (Ινδονησία, Φιλιππίνες, Φίτζι) εισάγοντας την έννοια των «αρχιπελαγικών υδάτων», με καθεστώς παρόμοιο με εκείνο των χωρικών υδάτων.
Τέλος, το «Σύνταγμα των Ωκεανών» εδραιώνει την εθιμική αρχή της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας, υιοθετώντας τις διατάξεις που αφορούν το δίκαιο της αβλαβούς διέλευσης μέσα από τα χωρικά ύδατα, ενώ διατηρεί την αρχή της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας στην ανοιχτή θάλασσα και στις ΑΟΖ που έχουν ανακηρύξει τα κράτη, τα οποία ωστόσο δύνανται να απαιτήσουν εντός τους την τήρηση ορισμένων περιβαλλοντικών κανόνων. Καθιερώνει επίσης την ελεύθερη διέλευση από τους πορθμούς. Αυτός ο ιδρυτικός συμβιβασμός μεταξύ των βιομηχανικών κρατών, σταθερά υπέρ της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας (ιδίως στους πορθμούς), και των αναπτυσσόμενων χωρών, στις οποίες οφείλεται η έννοια της ΑΟΖ, παραμένει στέρεα θεμελιωμένος. Η εμπειρία απέδειξε στις πρώτες ότι η θέσπιση της ΑΟΖ ήταν επωφελής και για αυτές, ενώ στις δεύτερες ότι η ελευθερία της ναυσιπλοΐας εξυπηρετούσε και τα δικά τους συμφέροντα.
Ωστόσο, ορισμένες σημαντικές θαλάσσιες δυνάμεις, και όχι οι ελάσσονες (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία), είχαν αρνηθεί να υπογράψουν τη Σύμβαση επειδή θεωρούσαν ότι παραχωρούσε υπερβολικά μεγάλες αρμοδιότητες στην Διεθνή Αρχή των Θαλάσσιων Βυθών και στην «Επιχείρηση», οντότητα επιφορτισμένη με τη διαχείριση του θαλάσσιου βυθού και ιδίως των μεταλλευμάτων της Ζώνης, θεωρώντας ότι παρεμποδίζουν την ελεύθερη λειτουργία των αγορών. Η μη συμμετοχή αυτών των δυνάμεων στερούσε από τη Σύμβαση οποιαδήποτε αποτελεσματικότητα στον συγκεκριμένο τομέα, κάτι που οδήγησε στη διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας για την εφαρμογή του Τμήματος ΧΙ της UNCLOS, αφιερωμένου στα συγκεκριμένα σημεία. Αυτό το νέο κείμενο, που υιοθετήθηκε το 1994, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, επέτρεψε να τεθεί σε ισχύ η Σύμβαση, όπως είχε αναθεωρηθεί τον Νοέμβριο του 1994, με την υποστήριξη του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γερμανίας.
Η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα της Σύμβασης επαληθεύθηκαν και την επόμενη χρονιά, με τη συμφωνία «για τη διατήρηση των ιχθυοαποθεμάτων των οποίων οι μετακινήσεις πραγματοποιούνται τόσο στο εσωτερικό όσο και εκτός ΑΟΖ (αλληλοεπικαλυπτόμενα ιχθυοαποθέματα), καθώς και των αποθεμάτων των άκρως μεταναστευτικών ειδών ιχθύων», που θα διευκολύνει τη δημιουργία ενός δικτύου Περιφερειακών Οργανώσεων Διαχείρισης Αλιείας (ΠΟΔΑ / RFMO) στο σύνολο των ωκεανών. Το σχέδιο συνθήκης, υπό διαπραγμάτευση αυτή τη στιγμή, για τη διατήρηση και τη βιώσιμη χρήση της βιοποικιλότητας πέρα από τις ζώνες υπό εθνική δικαιοδοσία, γνωστό με το αρκτικόλεξο BBNJ (Biodiversity Beyond National Jurisdiction), θα αποτελεί μια ακόμη συμφωνία εφαρμογής του πλαισίου της UNCLOS (1).
Οι δυνατότητες εξέλιξης είναι σημαντικές, καθώς ολόκληροι τομείς της Σύμβασης δεν έχουν ακόμα περάσει στο στάδιο της εφαρμογής. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Τμήματος XIV, σχετικού με την ανάπτυξη και τη μεταφορά θαλάσσιων τεχνικών, όπως και των εργασιών της ISA, η οποία οφείλει σταδιακά να θεσπίσει νέο ρυθμιστικό πλαίσιο, δραστηριότητες και θεσμικά όργανα, εφαρμόζοντας την «αρχή της σταδιακής προσέγγισης» που περιλαμβάνεται στο καταστατικό της. Η ουσιαστική συγκρότηση της «Επιχείρησης», η οποία, αν και με λιγότερο ευρείες αρμοδιότητες σε σχέση με την αρχική εκδοχή της Σύμβασης, θα έπρεπε θεωρητικά να διασφαλίσει τη διαχείριση και την εκμετάλλευση των θαλάσσιων βυθών, αποτελεί μια πιεστική διεκδίκηση των αναπτυσσόμενων χωρών.
Παρόλα αυτά, εξακολουθούν να παραμένουν σημαντικά πεδία όπου οι διαπραγματευτές της Σύμβασης έχουν χρησιμοποιήσει μια ιδιαίτερα ασαφή ή ελλειπτική γλώσσα όταν άγγιζαν την εθνική κυριαρχία. Αυτό αφορά κυρίως τη μέθοδο οριοθέτησης των θαλάσσιων επικρατειών και το ζήτημα του νομικού ορισμού των νήσων και των βραχονησίδων.
Πράγματι, η Σύμβαση παραχωρεί στα κράτη ευρύτατες ΑΟΖ, αλλά δεν διευκρινίζει πώς οριοθετούνται όταν οι διεκδικήσεις αλληλοεπικαλύπτονται. Καθορίζει βεβαίως την αρχή για τον διαμοιρασμό των χωρικών υδάτων μεταξύ δύο κρατών των οποίων οι ακτές είναι όμορες ή αντικριστές, θέτοντας ταυτόχρονα και ορισμένους όρους, όσον αφορά όμως την επιλογή μεθόδου οριοθέτησης της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας αρκείται να ορίσει ότι υπάρχει υποχρέωση επίτευξης αποτελέσματος. Η μόνη σύσταση: «Να εξευρεθεί μια δίκαιη λύση».
Η επιλογή της μεθόδου οριοθέτησης δεν ήταν αυτονόητη, δεδομένης της πολυμορφίας των καταστάσεων. Η μέθοδος της ίσης απόστασης ή της διάμεσης γραμμής συγκέντρωνε τις περισσότερες προτιμήσεις: είναι πρακτική, συχνά αποδεικνύεται δίκαιη, η εφαρμογή της όμως δημιουργεί προβλήματα σε ορισμένους ιδιαίτερους γεωγραφικούς σχηματισμούς. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των κρατών των οποίων η ακτή έχει κοίλο σχήμα (για παράδειγμα στο βάθος ενός κόλπου), γιατί οι γραμμές ίσης απόστασης κλείνουν σε βάρος της τα ανοιχτά της θάλασσας. Έτσι, δεν κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί καμία συναίνεση μεταξύ των διαπραγματευτών της Σύμβασης όσον αφορά την επιλογή της μεθόδου.
Έτσι, η δημιουργία των ΑΟΖ πολλαπλασίασε τις περιπτώσεις αλληλοεπικάλυψης ζωνών που ανήκουν στη δικαιοδοσία δύο ή περισσότερων χωρών. Εξάλλου, τα κράτη δίσταζαν να καταφύγουν σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα όπως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ICJ) ή το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας (ITLOS, δημιουργημένο από τη Σύμβαση, επίσης αρμόδιο και για την οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων) ή ακόμα και στη διαιτησία, καθώς υπέθεταν ότι το αποτέλεσμα θα ήταν απρόβλεπτο και επιζήμιο για τα συμφέροντά τους. Ωστόσο, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης σταδιακά ανέπτυξε μια μέθοδο αναφοράς βασισμένη σε μια ίση απόσταση προσαρμοσμένη στις περιστάσεις, η οποία περιορίζει τις αβεβαιότητες. Πλέον, οι χώρες καταφεύγουν συχνότερα σε κάποιο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο ή στη διαιτησία, επειδή γνωρίζουν τη μεθοδολογία που εφαρμόζει ο δικαστής. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι όλοι αποδέχονται τις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου: καθώς η Κολομβία είχε απορρίψει τη δικαστική απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2012 σχετικά με την αντιδικία της με τη Νικαράγουα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε στις 21 Απριλίου 2021 ότι παραβίαζε τα κυριαρχικά δικαιώματα και τη δικαιοδοσία της Νικαράγουας.
Στο δίκαιο της θάλασσας, ο νομικός ορισμός των «νήσων» και των «βραχονησίδων» αποτελεί ένα θεμελιώδες διακύβευμα καθώς οι πρώτες δικαιούνται ΑΟΖ 200 ναυτικών μιλίων γύρω τους, ενώ οι δεύτερες οφείλουν να αρκεστούν σε χωρικά ύδατα που εκτείνονται στην καλύτερη περίπτωση στα 12 μίλια. Ωστόσο, το μοναδικό άρθρο της UNCLOS (άρθρο 121) που είναι αφιερωμένο στο καθεστώς των νησιών δεν διακρίνεται για τη σαφήνειά του και πυροδοτεί αποκλίνουσες ερμηνείες. Ειδικά από τη στιγμή που τα κράτη έχουν εξ ορισμού την τάση να χαρακτηρίζουν ως νησιά οποιοδήποτε τμήμα της ξηράς τους ξεπροβάλλει από την επιφάνεια της θάλασσας, προκειμένου να δικαιούνται ΑΟΖ. Από την πλευρά του, το ITLOS ανέκαθεν απέφευγε να δώσει οριστική απάντηση στο συγκεκριμένο ζήτημα, δεδομένου ότι η τυπολογία των νησιών είναι ευρύτατη.
Οι Φιλιππίνες, στο πλαίσιο της αντιδικίας τους με το Πεκίνο στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, θέλησαν να χρησιμοποιήσουν αυτήν την αβεβαιότητα ζητώντας από ένα διαιτητικό δικαστήριο να αποφανθεί για το καθεστώς των αμφισβητούμενων «θαλάσσιων δομών». Το ζητούμενο δεν ήταν ο καθορισμός της χώρας στην οποία ανήκε η εθνική κυριαρχία τους, αλλά αν πρόκειται για νησιά με δικαίωμα ΑΟΖ ή για βραχονησίδες με απλό δικαίωμα αναγνώρισης χωρικών υδάτων, ή ενδεχομένως και για σκοπέλους (που μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό χωρικών υδάτων, εάν βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των 12 μιλίων από την ακτή). Ο στόχος ήταν απλός: εάν αυτές οι εξέχουσες από την επιφάνεια της θάλασσας γεωλογικές «δομές» που βρίσκονται κοντά στις ακτές των Φιλιππίνων χαρακτηρίζονταν «βραχονησίδες», θα τους αναγνωρίζονταν μονάχα χωρικά ύδατα και θα βρίσκονταν εκ των πραγμάτων εντός της ΑΟΖ των Φιλιππίνων, όποιο κι αν ήταν το κράτος που θα είχε κυριαρχικά δικαιώματα επάνω τους. Αυτή ήταν και η ετυμηγορία του διαιτητικού δικαστηρίου στην απόφασή του της 12ης Ιουλίου 2016, συνοδευόμενη με την ευκαιρία από έναν εξαντλητικό ορισμό του σχετικού με τις νήσους άρθρου της UNCLOS. Ωστόσο, οι αποκλίσεις στην ερμηνεία και στις πρακτικές εξακολουθούν να υφίστανται, και μπορούμε να αμφιβάλλουμε για το κατά πόσον έχει όντως ξεπεραστεί αυτή η ασάφεια της Σύμβασης.
Το Τμήμα ΧΙΙ της Σύμβασης θεσπίζει την γενική αρχή σύμφωνα με την οποία «τα κράτη υποχρεούνται να προστατεύουν και να διαφυλάττουν το θαλάσσιο περιβάλλον». Καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους στις ζώνες δικαιοδοσίας τους και αναφέρεται συχνά στους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς –συνήθως στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ), που ιδρύθηκε το 1948 και είναι επιφορτισμένος με τα ζητήματα της ρύπανσης που προκαλείται από τα πλοία. Αυτός ο οργανισμός, με έδρα το Λονδίνο, καθορίζει επίσης τους κανόνες που αφορούν τις Ιδιαιτέρως Ευαίσθητες Θαλάσσιες Περιοχές (PSSA) (όπως μετά την περιβαλλοντική καταστροφή από το ναυάγιο του πετρελαιοφόρου Erika το 1999), επιτρέποντας έτσι στα κράτη να θεσπίζουν εντός των ΑΟΖ τους ενισχυμένες νομοθετικές ρυθμίσεις που μπορούν να περιορίσουν την ελευθερία της ναυσιπλοΐας (για παράδειγμα τα υποχρεωτικά διπλά τοιχώματα στα δεξαμενόπλοια). Ο Πολικός Κώδικας, ο οποίος διέπει τη ναυσιπλοΐα στις θάλασσες που βρίσκονται σε γεωγραφικό πλάτος μεγαλύτερο των 60ο βόρεια και νότια, έχει επίσης συνταχθεί από τον ΙΜΟ.
Η βιοποικιλότητα έκανε την εμφάνισή της ως διεθνής προτεραιότητα μόλις το 1992, με τη Διάσκεψη του Ρίο και την υιοθέτηση της Σύμβασης για τη Βιοποικιλότητα, η οποία συμπληρώθηκε από το Πρωτόκολλο της Ναγκόγια του 2010 για την πρόσβαση στους γενετικούς πόρους. Από το 2004, δημιουργήθηκε στον ΟΗΕ μια ανεπίσημη ομάδα εργασίας για την προστασία των θαλάσσιων βιολογικών πόρων. Μετά από μια μακρά προπαρασκευαστική διαδικασία, το 2017 η Γενική Συνέλευση του οργανισμού αποφάσισε να συγκαλέσει μια διεθνή διάσκεψη για την υιοθέτηση του BBNJ –του σχεδίου συμφωνίας για τη διατήρηση και τη βιώσιμη χρήση της βιοποικιλότητας. Τον Αύγουστο του 2022, στην τέταρτη διακυβερνητική διάσκεψη που οργανώθηκε στη Νέα Υόρκη, δεν επιτεύχθηκε ομοφωνία. Η υιοθέτηση του κειμένου αναβλήθηκε για το 2023.
Αποτελεί πραγματικό θαύμα το γεγονός ότι η Σύμβαση εξακολουθεί να ισχύει και να εφαρμόζεται σαράντα χρόνια μετά τη δημιουργία της, μέσα σε μια γεωπολιτική συγκυρία ριζικά διαφορετική από εκείνη που επικρατούσε την εποχή της εκπόνησής της –ιδίως εάν λάβουμε υπόψη τον εκρηκτικό χαρακτήρα του διακυβεύματος: την άσκηση των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Συνεπώς, η έννοια της ΑΟΖ που καθιερώθηκε από τη Σύμβαση αποτελεί τη μεγαλύτερη γεωγραφική επέκταση των αρμοδιοτήτων των κρατών στην ιστορία. Σήμερα, οι ζώνες που βρίσκονται υπό την δικαιοδοσία των κρατών καλύπτουν το 40% της επιφάνειας των ωκεανών, ενώ τριάντα κράτη διαθέτουν ΑΟΖ μεγαλύτερες του ενός εκατομμυρίου τετραγωνικών χιλιομέτρων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η επέκταση μπορεί να υπερβεί τα 200 ναυτικά μίλια. Πρόκειται για τον μηχανισμό που αποκαλείται «επέκταση της υφαλοκρηπίδας» και αφορά μονάχα τον βυθό και το θαλάσσιο υπέδαφος και μπορεί να φτάσει και τα 350 ναυτικά μίλια (ή 100 ναυτικά μίλια πέρα από το ισοβαθές των 2.500 μέτρων), με την επιφύλαξη ορισμένων γεωλογικών κριτηρίων (βλ. το σχετικό γράφημα στον χάρτη).
Γι’ αυτόν τον σκοπό, η UNCLOS συγκρότησε την Επιτροπή για τα Όρια της Υφαλοκρηπίδας (CLCS), επιφορτισμένη με την εξακρίβωση του κατά πόσον τηρούνται τα απαιτούμενα γεωλογικά κριτήρια, αλλά και με τη έκδοση εισηγήσεων που επιτρέπουν στα κράτη να επεκτείνουν την υφαλοκρηπίδα τους πέρα από τα 200 ναυτικά μίλια. Καθώς οι τεχνικές πλευρές της σύνταξης των φακέλων των παράκτιων κρατών δεν προβλέφθηκαν από το κείμενο του Μοντέγκο Μπέι, η CLCS αποφάσισε το 1999 ότι τα κράτη-μέλη της Σύμβασης είχαν στη διάθεσή τους δέκα χρόνια προκειμένου να καταθέσουν τον φάκελό τους. Μια χιονοστιβάδα αιτήσεων κατέκλυσε την Επιτροπή το 2009, ενώ τα κράτη που δεν είχαν κατορθώσει να καταθέσουν μια σωστά συνταγμένη αίτηση εντός προθεσμίας μπορούσαν να αρκεστούν στην κατάθεση μιας απλής προκαταρκτικής ενημέρωσης. Μέχρι σήμερα, έχουν υποβληθεί 92 τεχνικοί φάκελοι, καθώς και 48 προκαταρκτικές ενημερώσεις. Με 8 φακέλους, η Γαλλία είναι αναμφίβολα η πιο ενεργή χώρα σε αυτό το πεδίο. Μπροστά σε αυτήν την ενθουσιώδη ανταπόκριση, ο χρόνος εξέτασης του φακέλου μεγαλώνει, και δεν είναι σπάνιο ένα κράτος να περιμένει δέκα χρόνια μέχρις ότου εξεταστεί το αίτημά του. Εκείνο που κατέθεσε το 2001 η Ρωσία για την αρκτική περιοχή της εξακολουθεί να μην έχει ακόμα αποτελέσει αντικείμενο εισηγήσεων, παρά το γεγονός ότι το 2015 η χώρα κατέθεσε συμπληρωματικό φάκελο.
Ο πολλαπλασιασμός των αιτήσεων μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι έχει προκληθεί μια πλειοδοσία διεκδικήσεων, όπως στην Αρκτική, όπου τρία κράτη (η Ρωσία, ο Καναδάς και η Δανία, λόγω της Γροιλανδίας) έχουν καταθέσει έναν φάκελο που αφορά την ωκεάνια κορυφογραμμή Λομονόσοφ, επάνω στην οποία βρίσκεται ο Βόρειος Πόλος. Ωστόσο, η CLCS μπορεί να αποφαίνεται για τα όρια της υφαλοκρηπίδας, δεν είναι όμως αρμόδια για την οροθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ περισσότερων κρατών. Ορισμένες χώρες έχουν ήδη συμφωνήσει για τα όρια της υφαλοκρηπίδας τους πέρα από τα 200 ναυτικά μίλια: χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί εκείνη που χωρίζει την Αυστραλία από τη Νέα Ζηλανδία στη Θάλασσα της Τασμανίας, έκτασης αρκετών εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Άλλες προτιμούν να περιμένουν: η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν καταθέσει κοινό αίτημα για την υφαλοκρηπίδα της Κελτικής Θάλασσας, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο εισήγησης το 2006.
Τα αιτήματα επέκτασης που κατατίθενται στην CLCS ανταποκρίνονται σε περισσότερους στόχους: προβολή μιας διεκδίκησης για πολιτικούς ή οικονομικούς λόγους, ακόμα και για λόγους γοήτρου, όπως στην περίπτωση του Βορείου Πόλου. Ωστόσο, οι εκμεταλλεύσιμοι πόροι εξακολουθούν να μην είναι ιδιαίτερα σημαντικοί ή γνωστοί: ελάχιστες, διεσπαρμένες στον χάρτη χώρες διαθέτουν στην υφαλοκρηπίδα τους πολυμεταλλικές θειικές ενώσεις (Πορτογαλία, Νορβηγία, Φίτζι), ενώ η παρουσία υδρογονανθράκων σε τέτοιες αποστάσεις και βάθη είναι σπάνια. Η μόνη αποδεδειγμένη περίπτωση αφορά τα Γκραντ Μπανκς της Νέας Γης, όπου ο Καναδάς χορήγησε άδεια στη νορβηγική εταιρία Equinor για την εκμετάλλευση του προγράμματος του Βορείου Κόλπου. Τα κράτη εξακολουθούν να βαρύνονται με την ευθύνη της περιβαλλοντικής προστασίας της εκτεταμένης υφαλοκρηπίδας τους.
Το 2015, ο ΟΗΕ θέσπισε τους Στόχους για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (SDG), με ορίζοντα το 2030. Το ζητούμενο είναι «η διατήρηση και η εκμετάλλευση με βιώσιμο τρόπο των ωκεανών, των θαλασσών και των θαλάσσιων πόρων, αποσκοπώντας στη βιώσιμη ανάπτυξη», με έναν ιδιαίτερο στόχο: «τη διατήρηση τουλάχιστον του 10% των θαλάσσιων και παράκτιων ζωνών σύμφωνα με το εθνικό και το διεθνές δίκαιο και σύμφωνα με τις καλύτερες διαθέσιμες πληροφορίες». Η ευρωπαϊκή στρατηγική για τη βιοποικιλότητα προβλέπει 30% θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών (ΘΠΠ, αγγλικά: ΜPA) εντός των υδάτων που ανήκουν στη δικαιοδοσία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκ των οποίων το 10% θα πρέπει να έχει κατοχυρώσει καθεστώς ενισχυμένης προστασίας μέχρι το 2030.
Όσο κι αν η Σύμβαση επιτρέπει στα κράτη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα στη ζώνη δικαιοδοσίας τους, όσο κι αν ο ΙΜΟ είναι αρμόδιος για τη ρύπανση που προκαλείται από τα πλοία, όπου και αν βρίσκονται, η αρχή της ελευθερίας εφαρμόζεται στην ανοιχτή θάλασσα, που καλύπτει το 60% της θαλάσσιας επιφάνειας: είναι νομικά αδύνατη η προστασία των ωκεανών πέρα από τα όρια των ΑΟΖ. Βέβαια, υπάρχει ένα σχετικό πλέγμα επιτροπών για τις περιφερειακές θάλασσες (RSC) στο οποίο συμμετέχουν ορισμένες παράκτιες χώρες, όμως η πλειονότητα αυτών των οργάνων δεν αφορά τις ανοιχτές θάλασσες. Πάνω απ’ όλα, αυτές οι επιτροπές δεν αναγνωρίζουν στον εαυτό τους το δικαίωμα να δημιουργούν θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές (ΘΠΠ) στην ανοιχτή θάλασσα.
Οι ΘΠΠ αποτελούν ένα ιδανικό εργαλείο. Ο ορισμός τους σύμφωνα με τη Διεθνή Ένωση για την Προστασία της Φύσης (IUCN) φαίνεται να εγείρει τις λιγότερες αμφισβητήσεις: «Ένας γεωγραφικός χώρος σαφώς προσδιορισμένος, αναγνωρισμένος, καθιερωμένος και υπό διαχείριση (…) προκειμένου να εξασφαλιστεί μακροπρόθεσμα η διατήρηση της φύσης, καθώς και των υπηρεσιών που προσφέρουν τα οικοσυστήματα». Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το σχέδιο της συμφωνίας BBNJ για τη διατήρηση και τη βιώσιμη χρήση της βιοποικιλότητας έχει ως κύριο στόχο της τη δημιουργία ΘΠΠ στην ανοιχτή θάλασσα.
Για την ώρα, μόνο μια συναίνεση μεταξύ κρατών θα μπορούσε να επιτρέψει την προστασία της ανοιχτής θάλασσας. Το παράδειγμα των εργασιών της Επιτροπής για τη Διατήρηση της Θαλάσσιας Χλωρίδας και Πανίδας της Ανταρκτικής (CCAMLR) είναι χαρακτηριστικό: πρωτοπόρος στο πεδίο, αυτός ο διεθνής οργανισμός αποσκοπούσε στην υιοθέτηση ενός δικτύου ΘΠΠ στην ανοιχτή θάλασσα γύρω από την ήπειρο του Νότιου Πόλου, το οποίο θα έπρεπε ήδη να έχει τεθεί σε λειτουργία από το 2012. Δυστυχώς, μόνο μία κατέστη δυνατόν να δημιουργηθεί στη Θάλασσα Ρος το 2016, καθώς όλα τα υπόλοιπα σχέδια μπλοκαρίζονταν συστηματικά από τη Ρωσία, με την υποστήριξη της Κίνας. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ο οργανισμός που θα συγκροτηθεί για την προστασία της ανοιχτής θάλασσας με την ολοκλήρωση της διαδικασίας BBNJ θα πρέπει να καταφύγει σε ψηφοφορία για την υιοθέτηση μέτρων προστασίας, καθώς η συναίνεση είναι απαραίτητη για την ουσιαστική και αποτελεσματική προστασία. Και με αυτόν τον τρόπο, οι εντάσεις που πυροδοτεί ο πόλεμος στην Ουκρανία έχουν επιπτώσεις και στην προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Οι ασαφείς και οι διαφωνούντες Η θέση των ΗΠΑ απέναντι στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) είναι παράδοξη: αν και ποτέ δεν την κύρωσαν, αυτοανακηρύχθηκαν σε προστάτη του δικαίου της θάλασσας και πραγματοποιούν ναυτικές επιχειρήσεις για να υπενθυμίσουν την αρχή της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας εντός των χωρικών υδάτων άλλων κρατών, ιδιαίτερα στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, στα ανοιχτά των νήσων Πάρασελ και Σπάρτλεϋ, των οποίων την κυριότητα διεκδικεί η Κίνα. Το Τμήμα ΧΙ της UNCLOS αναδιατυπώθηκε για να ικανοποιήσει την Ουάσιγκτον και, από την εποχή του Ρόναλντ Ρήγκαν, όλοι οι πρόεδροι των ΗΠΑ έχουν ταχθεί υπέρ της Σύμβασης, με εξαίρεση τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος δεν είχε λάβει θέση για το ζήτημα. Η κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα είχε περιλάβει την υιοθέτηση του κειμένου στις προτεραιότητές της, όμως οι διαδικασίες κύρωσης των διεθνών συμβάσεων από τη Γερουσία αποτελούν εμπόδιο, καθώς απαιτούν πλειοψηφία δύο τρίτων.
Αντίθετα, η Κίνα, η οποία έχει υπογράψει τη Σύμβαση από το 1982, δίνει την εντύπωση ότι αποστασιοποιείται από αυτό το μνημείο του διεθνούς δικαίου. Εξαρχής, το Πεκίνο είχε αρνηθεί στα πολεμικά πλοία την αρχή της αβλαβούς διέλευσης από τα χωρικά του ύδατα. Μετά την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2016 σχετικά με τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, η Λαϊκή Δημοκρατία αρνείται τον χαρακτήρα της Σύμβασης ως «Συντάγματος των Ωκεανών» και αναπτύσσει νέες νομικές έννοιες προκειμένου να υποστηρίξει όλα όσα θεωρεί ως ιστορικά της δικαιώματα σε αυτή τη ζώνη. Για τον σκοπό αυτό, μπορεί να υπολογίζει στην υποστήριξη μερικών «διαφωνούντων» με το δίκαιο της θάλασσας: ορισμένων κρατών της Λατινικής Αμερικής που θεωρούν ότι διαθέτουν πλήρη εθνική κυριαρχία και όχι απλή δικαιοδοσία στα 200 ναυτικά μίλια των ΑΟΖ τους, αλλά και χωρών όπως η Τουρκία, που διατυπώνουν τις δικές τους θέσεις πάνω στο δίκαιο των νήσων. Αυτές οι αμφισβητήσεις από μια δύναμη πρώτου μεγέθους παραμένουν περιθωριακές και δεν έχουν επίπτωση στο σύνολο της αρχιτεκτονικής του δικαίου της θάλασσας. Ωστόσο, η στάση του Πεκίνου θα μπορούσε να παρακινήσει και άλλες χώρες να πάρουν αποστάσεις από το δίκαιο της θάλασσας.
(1) Βλ. το ψήφισμα 72/249 που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 24 Δεκεμβρίου 2017 και προβλέπει τη σύγκληση μιας διακυβερνητικής διάσκεψης εν όψει της υιοθέτησης ενός δεσμευτικού νομικού κειμένου.