Ένα ερώτημα πλανάται πάνω από τη Γερμανία και την Ευρώπη, καθώς –όπως χαρακτηριστικά λέγεται από τα ΜΜΕ στο Βερολίνο– η Άγκελα Μέρκελ βρίσκεται πλέον στον «τελευταίο της χορό» πριν από τις επερχόμενες εκλογές του Σεπτεμβρίου 2021: πώς θα είναι η Γερμανία, αλλά και ολόκληρη η ήπειρος, χωρίς τη μακροβιότερη ηγερία της πολιτικής Ευρώπης, την κόρη του λουθηρανού πάστορα, η οποία σηματοδότησε εκείνο που στη χώρα της, από την εποχή του Χέγκελ και του γερμανικού ιστορικισμού, έμεινε να ονομάζεται ως Zeitgeist, το πνεύμα δηλαδή μιας ολόκληρης εποχής;
Από την στιγμή που η Άγκελα Μέρκελ δρομολόγησε τις διαδικασίες διαδοχής στο κόμμα της, με την εκλογή αρχικά της βραχύβιας Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ και πρόσφατα (Ιανουάριος 2021) του διαδόχου της Άρμιν Λάσετ, το ερώτημα αυτό δεν αφορά μόνο τον μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό, όπως προέκυψε μετά από ένα δύσκολο τοκετό έξι μηνών ύστερα από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017, αλλά έμμεσα ή άμεσα ολόκληρο τον πλανήτη. Είναι αδύνατο κάποιος να κάνει εκτιμήσεις για τη μετα-Μέρκελ εποχή χωρίς να προβεί σε μια αξιολόγηση της 16ετούς θητείας της στην Καγκελαρία.
Η Μέρκελ σηματοδότησε μια ολόκληρη εποχή μετά τον σοσιαλδημοκράτη Καγκελάριο Σρέντερ. Εκείνος ήταν που, εφαρμόζοντας την περίφημη «Ατζέντα 2010» ως τη γερμανική προσαρμογή της πάλαι ποτέ βίβλου των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της Ε.Ε. υπό την επωνυμία «Στρατηγική της Λισσαβόνας», στην ουσία άνοιξε το δρόμο μιας μακρόχρονης πολιτικής κυριαρχίας της διαδόχου του. Έτσι, η Μέρκελ κατάφερε, μεταξύ άλλων, να προσδέσει στο άρμα της γερμανικής χριστιανοδημοκρατίας –του κατεξοχήν ρεύματος του λαϊκού συντηρητισμού– το SPD, το ιστορικό κόμμα-πρότυπο και ηγέτη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Όντας όχι μόνο η πρώτη γυναίκα Καγκελάριος, αλλά και η πρώτη Ανατολικογερμανίδα που έφτασε στο ύπατο αξίωμα της ενοποιημένης μετά την πτώση του Βερολίνου Γερμανίας, έγινε η γέφυρα μεταξύ δύο εποχών της γερμανικής πολιτικής ζωής, μεταξύ της εποχής Κολ και των δύο πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα, θέτοντας τη σφραγίδα της σε μια σειρά πολιτικών, σε τομείς όπως η ενέργεια και το προσφυγικό.
Η Μέρκελ συνόψισε στο πρόσωπό της την περίοδο της μετάβασης μετά την ενοποίηση της χώρας, με τις άδηλες ή και προφανείς αντιφάσεις της και τον μετασχηματισμό του βιομηχανικού κράτους πρόνοιας του «καπιταλισμού του Ρήνου» σε ένα κράτος μίνιμουμ εργασιακής ασφάλειας. Επιπλέον όμως, κατά την τελευταία θητεία της επισφραγίζει τη μετάβαση σε πολιτικές ψηφιακής επανάστασης και κλιματικής αλλαγής, καθώς αυτή η τελευταία τείνει να συμπεριλάβει όλες τις προτεραιότητες που θα αποτελέσουν τα διακυβεύματα των επερχόμενων εκλογών του 2021. Όπως αναφέρει σε πρόσφατη έκθεσή της η Διάσκεψη Ασφάλειας του Μονάχου: «Βρισκόμαστε εν μέσω μιας χρονικής καμπής (Zeitenwende), κατά την οποία εξατμίζονται καθιερωμένες βεβαιότητες στην εξωτερική πολιτική της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Αυτή η νέα κατάσταση χαρακτηρίζεται από τη διάλυση της από δεκαετίες δομημένης διεθνούς τάξης, την άνοδο της Κίνας και την ανάδυση πολιτικών ισχύος που παραβιάζουν τους διεθνείς κανόνες. Επιπλέον, είμαστε αντιμέτωποι με τις δραματικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, όπως επίσης και με ταχείες τεχνολογικές ανατροπές» (1).
Η Γερμανία ως «διστακτικός ηγέτης» του δυτικού κόσμου
Στο ίδιο ερώτημα, ποια θα είναι η μετα-Μέρκελ εποχή και ειδικότερα ο διεθνής ρόλος της Γερμανίας, προσπάθησε να απαντήσει σε ένα ενδιαφέρον αφιέρωμά του ο «Economist» ήδη από το 2017, όταν κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Το Γερμανικό Πρόβλημα» στο εξώφυλλό του. Το άρθρο έθιγε το ζήτημα των αυξημένων εμπορικών πλεονασμάτων της Γερμανίας και τις δυσλειτουργίες που προκαλεί αυτή η «αποθησαύριση» στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία. Έκανε επίσης λόγο για τη «διστακτική ηγεσία» της Γερμανίας, αναδεικνύοντας το στρατηγικό δίλημμα της χώρας, που έγινε ορατό με αφορμή τη χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση χρέους, στη δίνη της οποίας στροβιλίστηκε κυρίως ο ευρωπαϊκός Νότος, με αποκορύφωμα την Ελλάδα. Το συμπέρασμά του ήταν ότι η Γερμανία, παρά τις πρωτοβουλίες που έχει εξαγγείλει, λ.χ. ένα είδος σχεδίου Μάρσαλ για την Αφρική, δεν έχει τον αντίστοιχο δυναμισμό με εκείνον που είχαν οι ΗΠΑ το 1947 προκειμένου να ηγηθεί στον «ελεύθερο κόσμο». Έτσι, μπορεί η αποχαιρετιστήρια ομιλία του Ομπάμα στο Βερολίνο να ήχησε σαν μελωδία στα αυτιά της γερμανικής ηγεσίας, ωστόσο οι δυνατότητες της Γερμανίας σε εκείνο που στις διεθνείς σχέσεις ονομάζεται «σκληρή ισχύς» (hard power), δηλαδή τις στρατιωτικές ικανότητες, είναι περιορισμένες ενώ, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα με διεθνή ρόλο, εξαρτάται από την «πολυμερή τάξη πραγμάτων» (multilateral order). Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό στους ιθύνοντες ότι το Βερολίνο μόνο του, χωρίς τη συνδρομή και τη συναίνεση των Ευρωπαίων εταίρων του, δεν μπορεί να προσφέρει εκείνο που του ζητείται: αποτελεσματική ηγεσία διεθνούς επιπέδου.
Το έτος που πέρασε μέσα στην πανδημία, ο φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας, σε ένα μακροσκελές άρθρο του, επιχείρησε μια αποτίμηση των τριάντα ετών γερμανικής ενοποίησης μετά την κοσμοϊστορική καμπή του 1989-90, σε μια συγκυρία κατά την οποία επισυνέβη και η στροφή της Μέρκελ στην ευρωπαϊκή πολιτική –κάτω από τις συνθήκες που προέκυψαν μετά την οικονομική κρίση, την κρίση του προσφυγικού και τη σημερινή κρίση της Covid-19, με την παγκόσμια αναταραχή που την συνοδεύει. Στο κείμενο αυτό εκφράζει την άποψη ότι, μετά τον κλονισμό που υπέστη το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας ως αποτέλεσμα της ανόδου της ακροδεξιάς AfD, «έχουμε πλέον μια δεύτερη ευκαιρία να προωθήσουμε από κοινού τη γερμανική και την ευρωπαϊκή ενοποίηση» (2). Ο Γερμανός φιλόσοφος θεωρεί απόλυτα δικαιολογημένη την ιστορική επιλογή να καταστεί μη αναστρέψιμη η ευρωπαϊκή ενσωμάτωση της Γερμανίας, ένα γεγονός που, παρά το ότι έγινε αντιληπτό στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2010, εντούτοις δεν ολοκληρώθηκε –όπως επανειλημμένα ο ίδιος έχει τονίσει με αφορμή το «ελληνικό ζήτημα» (3) – μέσω μιας θεσμικής υποχρέωσης της Ε.Ε. για ανάληψη κοινής ευθύνης στο χρέος των κρατών-μελών, το οποίο αναμένεται να επιταθεί λόγω των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας. Η θεσμική ολοκλήρωσή της συνεπώς παραμένει μετέωρη και ελλιπής, καθιστώντας το σχέδιο της πολιτικής Ευρώπης εισέτι προβληματικό.
Η βασική ιδέα του σπουδαιότερου εν ζωή φιλοσόφου της Γηραιάς Ηπείρου είναι ότι η γερμανική ενοποίηση, ως καθήκον αποκατάστασης του εθνικού κράτους, επέβαλε την αφοσίωση της Γερμανίας στη συγκεκριμένη προσπάθεια (μολονότι η διαδικασία δεν κατάφερε να γεφυρώσει πλήρως και επιτυχώς το χάσμα μεταξύ ανατολικού και δυτικού γερμανικού κράτους) και ανέστειλε την ανάληψη του ιστορικού ρόλου της στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Με τη σειρά της, η χρηματοπιστωτική κρίση, και η παρεπόμενη κρίση του Brexit, ανέβαλε ακόμα περισσότερο αυτή τη δέσμευση, ενεργοποιώντας τα χειρότερα αμυντικά ανακλαστικά της χώρας του. Συνεπώς, η ευκαιρία που παρέχεται με την πανδημική κρίση δεν πρέπει να περάσει αναξιοποίητη, «διότι δίχως ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν θα καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε ούτε τις απρόβλεπτες οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας ούτε τον ακροδεξιό λαϊκισμό στη Γερμανία και στα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε.» (4).
Η κληρονομιά της απερχόμενης Καγκελαρίου
Ποια είναι όμως η κληρονομιά της Καγκελαρίου μετά την εφαρμογή της Ατζέντας 2010 από τους προκατόχους της; Η άποψη ενός από τους πιο γνωστούς συντηρητικούς οικονομολόγους, του Κλέμενς Φουστ, διευθυντή του περίφημου Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου, συνοψίζεται στο εξής: η οικονομική κρίση, με το ελληνικό ζήτημα, ανέστειλε μεν τις οικονομικές επιδόσεις της Γερμανίας, αλλά δεν τις ανέκοψε, καθώς το ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις αναδυόμενες αγορές όπως η Κίνα, επέτρεψαν σημαντική αύξηση των γερμανικών εξαγωγών, οι οποίες ευνοήθηκαν από την πτώση των επιτοκίων, ενώ το αδύναμο ευρώ τροφοδότησε την άνθησή τους. Ο ίδιος όμως είναι επικριτικός απέναντι στη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος, καθώς θα εκτινάξει τις επιδοματικές πολιτικές, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Αντίο ανταγωνιστικότητα, καλωσόρισες κράτος πρόνοιας».
Εάν υπάρχει ένας τομέας όπου η πολιτική της εποχής Μέρκελ είχε ιδιαίτερα ατυχή τροπή, αυτή δεν είναι άλλη από την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή. Η Γερμανία έχει ξοδέψει περισσότερα χρήματα από τις περισσότερες βιομηχανικές χώρες για την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά έχει επιτύχει πολύ λίγα, κατά τη γνώμη του Φουστ, ενώ η βιαστική έξοδος από την πυρηνική ενέργεια είναι ακόμη χειρότερη από την κατάργηση του άνθρακα. Η αβεβαιότητα σχετικά με το μελλοντικό πλαίσιο περιορίζει τις επενδύσεις σε νέους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής (5). Οι απόψεις αυτές σίγουρα δεν είναι προσωπικές, καθώς απηχούν τη γνώμη μιας σοβαρής μερίδας του γερμανικού κατεστημένου που συνδέεται με τη βιομηχανική εξαγωγική οικονομία.
Ορντολιμπεραλισμός και Μέρκελ: Ο ρόλος του μεσαίου χώρου και η κεντρώα συναίνεση ως στρατηγική επιτυχίας
Κατά τη διάρκεια του προσφυγικού-μεταναστευτικού, το οποίο λειτούργησε ως καταλύτης για την άνοδο της ακροδεξιάς, η Καγκελάριος ακούστηκε να λέει χαρακτηριστικά: «Έζησα για πολύ καιρό πίσω από έναν φράχτη και δεν είναι κάτι που θα ήθελα να ξαναζήσω» (6). Ιδεαλισμός ή πραγματισμός που επιβλήθηκε από την ανάγκη ανεύρεσης εργατικών χεριών, όπως συμβούλευε το βιομηχανικό λόμπι; Η Καγκελάριος το είχε αντιληφθεί και γι’ αυτό στο θέμα του προσφυγικού προτίμησε την επίδειξη «μαλακής ισχύος», βασισμένης στο αξιακό υπόβαθρο ενός γενικού ανθρωπισμού.
«Η δύναμη στο Κέντρο» (7) του Χέρφριντ Μύνκλερ, καθηγητή πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ, λέγεται ότι ήταν ένα βιβλίο που καθόρισε την πολιτική πρακτική της τα τελευταία χρόνια. Πραγματεύεται την εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων Βορρά-Νότου και Ανατολής-Δύσης στο διεθνές περιβάλλον. «Για να μπορέσει όμως η “δύναμη στο κέντρο” να επιτελέσει τον ρόλο της σε διεθνές επίπεδο, πρέπει να εφαρμόσει μια κεντρώα πολιτική στο εσωτερικό, την οποία εξασφαλίζει μια συμμαχική κυβέρνηση του Κέντρου […] με αυτοσυγκράτηση και περίσκεψη, χωρίς όμως διστακτικότητα και αναποφασιστικότητα» (8).
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η έγκυρη «Handelsblatt»: «Ο ορντολιμπεραλισμός είναι μια γερμανική παραλλαγή του κοινωνικού φιλελευθερισμού της αγοράς. Τονίζει την ανάγκη κρατικής εποπτείας και παρέμβασης προκειμένου να διασφαλιστεί η αντίληψη ευταξίας που πρεσβεύει ότι οι ελεύθερες αγορές πρέπει να λειτουργούν με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο. Στον αγγλοσαξονικό κόσμο, ο ορντολιμπεραλισμός της Γερμανίας έχει συνδεθεί στενά με την προσέγγιση της χώρας στην κρίση του ευρώ και έχει επικριθεί για την “εμμονή του Βερολίνου στα μέτρα λιτότητας”. Το 2011, κατά τη διάρκεια ομιλίας της Μέρκελ σε ένα γερμανικό think tank, οι ιθύνοντες της ζήτησαν ανοιχτά να μιλήσει για την πολιτική στην κρίση του ευρώ με βάση τις αρχές του ορντολιμπεραλισμού. Η ίδια όμως απέρριψε το αίτημα και εξήγησε τον πολιτικό ρεαλισμό της, επισημαίνοντας ότι λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες εκτός από τους αμιγώς οικονομικούς. Σε γενικές γραμμές, για την κυρία Μέρκελ οι διαθέσεις της κοινής γνώμης είναι σημαντικότερος παράγοντας από τη συμβουλή των οικονομολόγων –είτε πρόκειται για τον ελάχιστο μισθό είτε για την ενεργειακή πολιτική» (9). Ο πραγματισμός, συνεπώς, υπήρξε πάντα ο καθοδηγητικός μίτος των αποφάσεών της και όχι τα στενά ιδεολογικά σχήματα.
Προς τη διαμόρφωση ενός νέου πολιτικού σκηνικού
Όπως διαπιστώνει η έγκυρη αναλύτρια του Carnegie Europe Τζούντι Ντέμπσεϊ, κρίνοντας από τα αποτελέσματα των δύο πρόσφατων περιφερειακών εκλογών που πραγματοποιήθηκαν στις 14 Μαρτίου στα κρατίδια της Βάδης-Βυρτεμβέργης και της Ρηνανίας-Παλατινάτου, η προειδοποίηση είναι σαφής για το συντηρητικό μπλοκ. Οι Πράσινοι για άλλη μια φορά κέρδισαν την εξουσία στο πρώτο, με πρωθυπουργό τον δοκιμασμένο και ιδιαίτερα δημοφιλή Βίνφριντ Κρέτσμαν, «παλιά καραβάνα» των Πρασίνων, τον οποίο πολλοί θα έβλεπαν ως ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής για υψηλότερους ρόλους, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες επικράτησαν στο δεύτερο. Οι Χριστιανοδημοκράτες έχασαν σε μεγάλο βαθμό και στα δύο. Αν και οι προβλέψεις είναι πρόωρες, στο τέλος της κούρσας του εκλογικού έτους που διανύουμε, οι Πράσινοι ίσως θα μπορούσαν να καταλήξουν το μεγαλύτερο κόμμα.
Η εκλογική ήττα των Χριστιανοδημοκρατών δεν οφείλεται αποκλειστικά στο σκάνδαλο για την προμήθεια μασκών με τη συμμετοχή βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος, όπως κυρίως ειπώθηκε. Η υπομονή εξαντλείται πίσω από τα ατέλειωτα λοκντάουν, την έλλειψη προοπτικής και το γεγονός ότι τόσα πολλά παιδιά απουσιάζουν για μήνες από το σχολείο. Πάνω απ’ όλα όμως, εκτιμά η ίδια αναλύτρια, ο κορωνοϊός θόλωσε την εικόνα της Γερμανίας ως μιας αποτελεσματικής, εύρυθμης χώρας, ικανής να αντιμετωπίσει μια κρίση αυτού του είδους. «Η Μέρκελ πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για ορισμένα από αυτά τα μειονεκτήματα, τα οποία έχουν δείξει πως η Γερμανία είναι εντελώς απρόθυμη να αντιμετωπίσει τις τεράστιες τεχνολογικές προκλήσεις του μέλλοντος, με πρώτη την ψηφιοποίηση. Η πρόσβαση στο Διαδίκτυο, καθώς και η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των υγειονομικών αρχών σε ολόκληρη τη χώρα, είναι ντροπιαστική για μια τόσο πλούσια χώρα, προικισμένη με ταλέντα και εξαιρετικά ερευνητικά κέντρα, ενώ δεν υπάρχει ομοιόμορφη διαδικτυακή πλατφόρμα διδασκαλίας στην εκπαίδευση» (10). Με άλλα λόγια, η πιο προηγμένη οικονομία της Ε.Ε. φάνηκε απροετοίμαστη, με όρους «ανθεκτικότητας των συστημάτων» (systems resilience), να αντιμετωπίσει μια κρίση τέτοιου μεγέθους, δημιουργώντας ερωτηματικά για την ικανότητά της να ανταποκριθεί στις διαφαινόμενες σκληρές συνθήκες ανταγωνισμού με τις οικονομίες της Ασίας κατά τον 21ο αιώνα των αλλεπάλληλων κρίσεων.
Διαμορφώνεται έτσι ένα νέο πολιτικό σκηνικό, το οποίο ίσως να επαναφέρει το κλίμα ρευστότητας των προηγούμενων εκλογών του 2017, με τον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων –αν και εν τέλει το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας, με τους αέναους συμβιβασμούς στο κέντρο, παράγει πάντα κυβερνητικές λύσεις. Αυτή η συναίνεση στο μέσον του πολιτικού φάσματος αποτέλεσε τη βασική συνταγή πολιτικής επιτυχίας της Καγκελαρίου. Υπάρχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις αυτή η κεντρώα συναίνεση να λάβει τέλος; Είναι ένα κρίσιμο ερώτημα, που μένει να απαντηθεί στην επικείμενη εκλογική αναμέτρηση…
Πολλοί πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι ο πιο πιθανός συνασπισμός που θα προκύψει από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου πιθανότατα θα είναι «Μαύρο-Πράσινος» –θα περιλαμβάνει δηλαδή τα «κόμματα της Ένωσης» των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ (CDU) και της Βαυαρικής Χριστιανικής Κοινωνικής Ένωσης (CSU) σε συμμαχία με τους Πράσινους. «Σε τελική ανάλυση, αυτά θα είναι καλά νέα τόσο για τη Γερμανία όσο και για την Ευρώπη. Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, η αποχώρηση της Μέρκελ θα αφήσει ένα μεγάλο κενό που κανένας ηγέτης της Ε.Ε. δεν μπορεί να γεμίσει με αξιοπιστία. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν σίγουρα θα προσπαθήσει, αλλά χωρίς τη Μέρκελ, ή τη μικρή πιθανότητα ενός ισχυρού εταίρου στο Βερολίνο, μάλλον δεν θα πετύχει», επισημαίνει άρθρο του Politico (11).
Εξάλλου, η αντιμετώπιση της πανδημίας και η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης έδωσαν αρχικά την εντύπωση ότι η γαλλο-γερμανική πρόταση θα απελευθέρωνε την Ε.Ε. από τον στενό κορσέ του Ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας. Ωστόσο, με μια πιο ενδελεχή εξέταση, δεν αντιπροσωπεύει απόκλιση από την ευρέως διαδεδομένη νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική της Ε.Ε. και των μεμονωμένων κρατών-μελών, δεδομένου ότι, βάσει αυτής της πρότασης, το πακέτο δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα προσωρινό ταμείο που δημιουργείται εφάπαξ για έναν συγκεκριμένο σκοπό. Τα πακέτα ενίσχυσης δεν αποτελούν απομάκρυνση από το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο. Ακόμη και η Γερμανία, ο ένθερμος υποστηρικτής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής λιτότητας, καθιέρωσε στο Σύνταγμά της τη δυνατότητα έκτακτης ανάληψης χρέους για την αντιμετώπιση οικονομικών κρίσεων και έκτακτων συνθηκών –μια επιλογή που η ομοσπονδιακή κυβέρνηση άφησε ανοιχτή ήδη από την εποχή του πρώην υπουργού Οικονομικών Βολφγκανγκ Σόιμπλε. «Η τύχη των οικονομιών της Γαλλίας και της Γερμανίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική κατάσταση σε άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε., και ως εκ τούτου το πακέτο στήριξης θα ενισχύσει τον όγκο παραγωγής και ζήτησης και στις δύο χώρες. Αντιθέτως, η Αυστρία, οι Κάτω Χώρες, η Δανία και η Σουηδία δεν έχουν πολλά να κερδίσουν από τη χορήγηση τέτοιας οικονομικής στήριξης, καθώς οι οικονομίες τους εξαρτώνται πολύ λιγότερο από την κατάσταση στα κράτη της νότιας Ευρώπης. Δεδομένου ότι οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτούν από όλους τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων της Ε.Ε. να συμφωνήσουν σε μια συγκεκριμένη πορεία δράσης, προχωρούμε σε μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, που πιθανότατα θα καταλήξουν σε έναν συμβιβασμό βασισμένο στην έκδοση δανείων σε συνδυασμό με επιδοτήσεις», σημειώνεται σε σχετική ανάλυση του Ινστιτούτου Ρόζα Λούξεμπουργκ του Βερολίνου (12).
Οι Χριστιανοδημοκράτες αναμένεται να λάβουν εντός των επόμενων δύο μηνών τις τελικές αποφάσεις τους ως προς το πρόσωπο του υποψήφιου για την Καγκελαρία, καθώς οι επιλογές πλέον επικεντρώνονται μεταξύ των δύο επικεφαλής των κομμάτων της Ένωσης, δηλαδή του Άρμιν Λάσετ της CDU και του Μάρκους Σέντερ της βαυαρικής CSU. Κάποιοι πολιτικοί αναλυτές βέβαια αναμένουν ότι, είτε αναδειχθεί Καγκελάριος ο Λάσετ είτε ο Σέντερ, δεν θα υπάρξει δραστική αλλαγή από τις γενικές γραμμές της εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησε η Μέρκελ. Και οι δύο είναι πιο πιθανό να συνεχίσουν την πολιτική της ως προς την Κίνα, τη Ρωσία αλλά και την ευρωατλαντική πολιτική της με τις ΗΠΑ, παρ’ όλο που ίσως να μην διατηρήσουν όλες τις επιμέρους πολιτικές της εάν οι συντηρητικοί αναγκαστούν να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού με τους Πράσινους: «Από τη μία πλευρά, επειδή η πορεία της Μέρκελ απλώς δεν μπορεί να συνεχιστεί λόγω εγγενών αντιφάσεων, από την άλλη επειδή οι πιθανοί εταίροι του συνασπισμού, ειδικά οι Πράσινοι, θα επιμείνουν για αλλαγή πορείας σε σημαντικά θέματα», επισημαίνει η Deutsche Welle σε σχετικό άρθρο της (13).
Εν κατακλείδι, το ουσιαστικό ερώτημα που μας αφορά όλους δεν είναι ποια θα είναι η Γερμανία την επόμενη μέρα, αλλά πόσο έτοιμη είναι η Ευρώπη και ο κόσμος να την αποδεχθεί. Η «δεύτερη ευκαιρία» για την οποία μίλησε ο Χάμπερμας ίσως αποτελεί και την τελευταία προειδοποίηση.