«Η Γερμανία βρίσκεται σε ορόσημο. Ακόμα περισσότερο: Είμαι πεπεισμένη ότι η Γερμανία βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Είτε παραίτηση και παράδοση είτε αναχώρηση και πρόοδος. Έχουμε μια επιλογή. Θέλω όλοι όσοι είναι υπεύθυνοι για αυτή τη χώρα να αναγνωρίσουν τα σημάδια των καιρών. Θέλω να αναγνωρίσουμε τα σημάδια της εποχής μας. Δεν περνάμε μόνο μια οικονομική κρίση, δεν περνάμε μόνο μια διαρθρωτική κρίση. Ζούμε – μπορεί να ακούγεται ασήμαντο, αλλά δεν μπορεί να ειπωθεί αρκετά συχνά – σε διαφορετικό χρόνο από τους Ιδρυτές Πατέρες της χώρας μας.» (1)
Τα λόγια αυτά της απερχόμενης Καγκελάριου με τίτλο: «Quo Vadis Deutschland?», είχαν σκοπό να περιγράψουν το στρατηγικό δίλημμα της Γερμανίας και εκφωνηθήκαν έναν χρόνο μετά την εκλογή του Γκέρχαρντ Σρέντερ και δύο πριν την ανάληψη της εξουσίας από την ίδια, το 2005. Κάλλιστα όμως θα μπορούσαν να ειπωθούν και σήμερα περιγράφοντας ανάγλυφα το μετεκλογικό τοπίο της Γερμανίας μετά τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα το πιο κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό των τελευταίων δεκαετιών: για πρώτη φορά η χώρα έχει ανάγκη ενός τρικομματικού συνασπισμού προκειμένου να κυβερνηθεί, ενώ μία ακόμη φορά τα πολιτικά κόμματα θα πρέπει να επιδοθούν σε μια άσκηση διαπίστωσης της συμβατότητας των πολιτικών προγραμμάτων τους με τις προκλήσεις του μέλλοντος για τη μεγαλύτερη χώρα της Ευρωζώνης.
Οι ρίζες των αποτελεσμάτων αυτών όμως βρίσκονται στις εκλογές του 2017. Τότε για πρώτη φορά αναφάνηκε με επιτακτικό τρόπο η ανάγκη αλλαγής του πολιτικού υποδείγματος πέραν των εξαντλημένων ορίων του «μεγάλου Συνασπισμού» ο οποίος εξουθένωσε τους Σοσιαλδημοκράτες, επιβάλλοντας τη μονοκρατορία των Χριστιανοδημοκρατών για μια μακρά περίοδο που ταυτίστηκε με τις θητείες της Μέρκελ στη διακυβέρνηση του «καπιταλισμού του Ρήνου». Ένα αίτημα το οποίο ακριβώς επειδή δεν υλοποιήθηκε τότε μέσα από την υποψηφιότητα του Μάρτιν Σουλτς, επανήλθε δριμύτερο σήμερα, θέτοντας σειρά μελλοντικών προκλήσεων που αφορούν τις επόμενες δεκαετίες τουλάχιστον.
Το μετεκλογικό τοπίο
Οι προκλήσεις αυτές αφορούν μεταξύ άλλων:
• Την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε μια χώρα που ακόμη «λατρεύει τους θεούς» της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης και της «γερμανικής τεχνολογικής ευφυίας».
• Τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, στην οποία η Γερμανία κινδυνεύει να μείνει ουραγός σε παγκόσμιο επίπεδο σε σχέση με την Κίνα και τις ΗΠΑ
• Την αντιμετώπιση του συνταξιοδοτικού σε μια γηράσκουσα κοινωνία, ιδιαίτερα μετά το 2023, σε μια προσπάθεια διατήρησης του σημερινού επιπέδου συντάξεων και την επιτακτική ανάγκη αφομοίωσης νέων μεταναστών και προσφύγων στην αγορά εργασίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι προτιμήσεις όπως εκφράστηκαν στα εκλογικά αποτελέσματα, δεν ήταν πάντα ορατές και ευδιάκριτες στις πολιτικές τάσεις προ εξαμήνου, όταν η πρωτιά της CDU/CSU έδειχνε μεν να απειλείται, αλλά τίποτα δεν προεξοφλούσε την επικράτηση των σοσιαλδημοκρατών, ενώ αντίθετα οι Πράσινοι φαίνονταν επικρατέστεροι στη διαδοχή του CDU/CSU στην πρώτη θέση της κατάταξης. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει την πολιτική ρευστότητα στην οποία εισήλθε η γερμανική πολιτική ζωή, ως αποτέλεσμα αυτού του ανεκπλήρωτου της αλλαγής που δεν επιβεβαιώθηκε το 2017 και το οποίο μεταξύ άλλων είχε ως βασικό πρόταγμα την ανάγκη στροφής σε κοινωνική ατζέντα.
Πως διαμορφώνονται όμως οι μετεκλογικές τάσεις σήμερα σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο επίπεδο;
α) Υπάρχει επανάκαμψη της Σοσιαλδημοκρατίας; Το SPD εδώ και πολλά χρόνια έχει χάσει το παραδοσιακό του εκλογικό σώμα προερχόμενο από την παραδοσιακή βιομηχανική τάξη, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται να αρθρώσει κλασικές πολιτικές σοσιαλδημοκρατίας και κράτους πρόνοιας, ως αποτέλεσμα και της εφαρμογής της «Ατζέντας 2010» του Σρέντερ, ενώ ο τερματισμός τους ως πρώτη δύναμη, θα πρέπει να αποδοθεί στην αδυναμία των Πράσινων να αποτελέσουν τον βασικό κορμό της μελλοντικής διακυβέρνησης της χώρας. Παρά ταύτα, η προσπάθεια διαμόρφωσης κοινωνικών πολιτικών ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης κοινωνικής πίεσης, πρέπει να συνοδευτεί από αξιόπιστες πολιτικές, προκειμένου ο κοινωνικός τους προσανατολισμός να καταστεί εκ νέου βασικό τους χαρακτηριστικό.
β) Η ήττα των Χριστιανοδημοκρατών πρέπει να ερμηνευθεί ως φυσική συνέπεια της μακροχρόνιας κυριαρχίας τους, ενώ η αποχώρηση της Μέρκελ τούς στέρησε το βασικό στοιχείο που διασφάλισε αυτή την κυριαρχία, ως αποτέλεσμα της «κεντρώας στροφής» που η ίδια εγκαινίασε. Η εσωκομματική διαμάχη μεταξύ των διαφόρων πτερύγων του κόμματος θα αναζωπυρωθεί.
γ) Η στρατηγική αδυναμία των Πρασίνων να ανταποκριθούν σε ένα πιο κομβικό ρόλο διαμόρφωσης των μετεκλογικών συσχετισμών, υπερβαίνοντας το ρόλο του «ελάσσονος εταίρου» που χρόνια είχαν καθιερώσει, παρά την επικράτηση της κεντρικής ιδέας της ύπαρξης τους, δηλ. την ανάγκη εφαρμογής περιβαλλοντικών πολιτικών, εντούτοις η τρίτη θέση τους εξασφαλίζει έναν κομβικό ρόλο στην όποια εκδοχή κυβερνητικού συνασπισμού.
δ) Η σταθεροποίηση των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) σ’ ένα ποσοστό που τους επιτρέπει να ασκούν έστω και συμπληρωματικά, ρυθμιστικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό λειτουργώντας όμως ως βασικός εκφραστής των εύπορων μεσο-στρωμάτων. που σχετίζονται με την ψηφιακή οικονομία, θα δοκιμαστεί στο βαθμό που το αίτημα του «εκσυγχρονισμού» δεν συνδυασθεί με κοινωνικά χαρακτηριστικά που οι μελλοντικοί κυβερνητικοί τους εταίροι έχουν θέσει ως προτεραιότητα τους – στο πνεύμα έστω ενός μετα-μοντέρνου κοινωνικού φιλελευθερισμού.
ε) Η υποχώρηση της Αριστεράς (Die Linke) στα ιστορικά χαμηλά της στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας, ως αποτέλεσμα της εσωκομματικής τους κρίσης κυρίως, θέτει με δραματικό τρόπο υπαρξιακά ερωτήματα στρατηγικού χαρακτήρα για το κόμμα αυτό. Το αν θα συνεχισθεί η παρουσία του ή θα αποτελέσει μια «ανατολικογερμανική επιβίως» -που πλέον δεν είναι ούτε αυτό- θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις απαντήσεις που θα δώσουν στο βασικό ερώτημα του κατά πόσο μπορεί να αποτελέσουν μέρος μιας αξιόπιστης κυβερνητικής λύσης στο μέλλον.
στ) Η μικρή μείωση των ποσοστών της ακροδεξιάς AfD παρά την αρχική ικανοποίηση, δεν θα πρέπει να δημιουργεί εφησυχασμούς, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη δύναμη παραμένει εκεί με ομογενοποιημένη σχετικά παρουσία, απειλώντας πάντα να γίνει ο υποδοχέας της «αντισυστημικής δυσαρέσκειας» προσπαθώντας να αποτελέσει πάντα το γερμανικό αντίστοιχο της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία.
«Φωτεινός Σηματοδότης», ο πιο πιθανός
συνασπισμός
Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι η γερμανική εκδοχή της «δημοκρατίας της συναίνεσης» και το πολιτικό Κέντρο ως δομή παραγωγής κυβερνητικών λύσεων, παρά τον κατακερματισμό του πολιτικού τοπίου, εξακολουθούν να αποτελούν τους βασικούς παράγοντες επίλυσης της δύσκολης γερμανικής μετεκλογικής εξίσωσης (2).
Οι μετεκλογικές διεργασίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης και η συμφωνία γύρω από ένα κυβερνητικό πρόγραμμα θα είναι επίπονες. Πρόγραμμα, το οποίο θα επιχειρήσει να γεφυρώσει τις αντιθέσεις μεταξύ:
– μιας «ανοικτής στον ανταγωνισμό οικονομίας» και του εκσυγχρονισμού του κοινωνικού κράτους,
– της ανάγκης μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και της ενεργειακά «καθαρής» βιομηχανικής εξαγωγικής οικονομίας με ταυτόχρονη ασφάλεια των αποθεμάτων,
– της δημογραφικής συρρίκνωσης και της πληθυσμιακής βιωσιμότητας,
– της Γερμανίας που επιδιώκει να μείνει «ηπειρωτική δύναμη» ή να μετεξελιχθεί σε παγκόσμιο παίκτη.
Τα παραπάνω αντικατοπτρίζονται στις σημερινές υπό εξέλιξη διαπραγματεύσεις με πιο πιθανό σχήμα αυτό του λεγόμενου “φωτεινού σηματοδότη” δηλ. Συνασπισμό μεταξύ των τριών “νικητών” (Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινων, Ελεύθερων Δημοκρατών) και τις μεταξύ τους όχι ευκαταφρόνητες αντιθέσεις, κυρίως των δύο πρώτων με τους τελευταίους, αν και δεν πρέπει να υποτιμηθούν επίσης οι προσωπικές στρατηγικές.
ΕΕ και γερμανικές ελίτ: η μεγάλη αμφιθυμία
Στην όποια ανάλυση του μετεκλογικού σκηνικού, θα ήταν παράλειψη να αγνοήσουμε τον παράγοντα ΕΕ, πέραν όμως των απλοϊκών χαρακτηρισμών περί «φιλοευρωπαϊκού» ή όχι του όποιου μελλοντικού κυβερνητικού σχήματος.
Στην αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η Καγκελάριος Μέρκελ με αφορμή την περίπτωση της Ελλάδας και την επιστροφή της χώρας σ’ ένα πρόγραμμα σταθερότητας, προσδιόρισε τρία σημαντικά στοιχεία τα οποία καθόρισαν τη γερμανική στάση έναντι της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης και τα οποία αποτέλεσαν στοιχεία «μη διαπραγματεύσιμα»: Την τήρηση των Συνθηκών (no bail out), την επιστροφή στην «κουλτούρα της σταθερότητας» και την ανεξαρτησία της ΕΚΤ. Τόνισε επίσης τότε ότι «η συμμετοχή στο Ευρώ δεν θα επέτρεπε αυτόματα τη γέννηση μιας Ένωσης των “χρηματοπιστωτικών μεταβιβάσεων”», θάβοντας έτσι οριστικά αυτό που υποπτευόμασταν εδώ και καιρό, δηλ. την Ομοσπονδιακή Ευρώπη. Η ιδέα αυτή παρά τη μακρόχρονη ιστορία της στην ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα, επανήλθε όχι από κάποιον νοτιοευρωπαίο που θέλει να αποδυναμώσει την κραταιά χώρα του Ρήνου, αλλά προτάθηκε με τόλμη στις αρχές του 21ου αιώνα, από τον πρώην Γερμανό ΥΠΕΞ Γιόσκα Φίσερ στην περίφημη ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Humbold του Βερολίνου με τον τίτλο : «Quo Vadis Europa?».
Η Μέρκελ ξεκαθάρισε λοιπόν ότι η υπόθεση που λέγεται «οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ», είναι θεμιτή μόνο στο βαθμό που συμβιβάζεται με τη «γερμανική κουλτούρα της σταθερότητας» απορρίπτοντας όποιον «πειρασμό» παραπέμπει σε «μεταβιβάσεις πόρων» και «αμοιβαιοποίηση χρέους», πρακτικές δηλαδή που εφαρμοζονται σε Ομοσπονδίες. Η θεμελιακή επιταγή «for ever closer union», στην οποία στηρίζεται η ΕΕ από τη γέννηση της είναι εφικτή μόνο ως ένας συντονισμός νομισματικής ένωσης και στην καλύτερη περίπτωση των προϋπολογισμών των κρατών μελών. Και όποιος μπορέσει, μπόρεσε (3).
Όπως έχει επισημαίνει ο συμπατριώτης της φιλόσοφος Jurgen Habermas σε άρθρο του στην εφημερίδα «Die Zeit»: «Σήμερα oi γερμανικές ελίτ απολαμβάνουν μια ανακτημένη εθνική-κρατική ομαλότητα. Στο τέλος ενός μεγάλου ταξιδιού προς τη Δύση έχουν λάβει το πιστοποιητικό μιας δημοκρατικής ωριμότητας και μπορούν να γίνουν όπως οι άλλοι. Έχει χαθεί εκείνη η νευρική επιδίωξη συμμόρφωσης με τη μέγιστη βιασύνη στον μεταεθνικό αστερισμό ενός νικημένου και υποχρεωμένου στην αυτοκριτική του λαού», λέει αναλύοντας την ψυχολογική στάση της σύγχρονης Γερμανίας, ενώ επίσης τονίζει ότι σήμερα κυβερνά μια γενιά «κανονιστικά αφοπλισμένη και παραιτημένη από κάθε είδους πολιτικό μετασχηματισμό, πόσο μάλλον από ένα σχέδιο όπως η ενοποίηση Ευρώπης». «Η νευρική μας πολιτική ελίτ», συνεχίζει ο Habermas, «η οποία προτιμά να ακολουθεί τους τίτλους της εφημερίδας “Bild” δεν μπορεί να πεισθεί η ίδια τι είδους πληθυσμοί είναι αυτοί που απαιτούν μια βαθύτερη ευρωπαίκή ενοποίηση. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι η δημοσκοπική απεικόνιση της κοινής γνώμης δεν είναι το ίδιο με το αποτέλεσμα διαμόρφωσης της δημοκρατικής βούλησης, συμμετοχικά διαμορφωμένης από τους πολίτες.» (4) Η ανατομία του νεο-γερμανικού μεταδυτικού λαϊκισμού, στην καλύτερή της περιγραφή.
Αν η Γερμανία επιστρέψει σ’ αυτό που κάποτε περιέγραψε ο Γιόσκα Φίσερ, στις ρίζες δηλ. ενός γνήσιου ευρωπαϊκού δημοκρατικού φεντεραλισμού ίσως, επέλθει η συνειδητοποίηση ότι πέραν των εθνικών συνόρων, «μπορούμε να συμμετέχουμε σε ένα κοινό ευρωπαϊκό πεπρωμένο». Άλλωστε το κοινό χαρακτηριστικό όλων όσων συμφωνούν σε μια διακυβερνητική Ευρώπη, είναι ότι δεν χρειάζεται να συμφωνήσουν για τίποτα, εκτός από το ότι διαφωνούν… Ακόμα κι αν πρόκειται για την «ελεγχόμενη χρεωκοπία» ενός κράτους-μέλους. Το δειλό βήμα που έγινε με την δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης για την πανδημία, μένει να δούμε κατά πόσο θα είναι το πρώτο βήμα μιας οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ.
Σήμερα στο Βερολίνο έρχεται στη διακυβέρνηση της χώρας μια νέα γενιά πολιτικών η οποία διαμορφώθηκε μετά το 1989 και την γερμανική ενοποίηση και η οποία δεν έχει βιωματική σχέση ούτε με τη Γερμανία της Ostpolitik ούτε με τη Γερμανία των ιστορικών Καγκελάριων (Αντενάουερ, Μπραντ, Κολ) εκπροσωπώντας αναμφισβήτητα την πιο ευρωπαϊστική γενιά Γερμανών. Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι η «γερμανική Ευρώπη» βαίνει προς τη δύση της, το καίριο ερώτημα πάντα για τις γερμανικές ελίτ παραμένει, το κατά πόσο μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, μπορούν αυτές οι ίδιες να διασφαλίσουν την ενοποίηση της Ευρώπης…