el | fr | en | +
Accéder au menu

Εισήγηση στη συνάντηση των διεθνών εκδόσεων της «Le Monde diplomatique»

Η σνάγνωση ενός πολύπλοκου κόσμου

Στείλτε τα σχόλιά σας

Μία από τις βασικές προκλήσεις που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε ως εφημερίδα είναι να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει ανά τον κόσμο, δεδομένου ότι έχουμε εισέλθει σε μία νέα περίοδο όπου η διάταξη των δυνάμεων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί και σαφείς απαντήσεις δεν υφίστανται. Νομίζω ότι πρόκειται για πολύ σημαντικό καθήκον και θεωρώ ότι η μελλοντική επιτυχία της «Monde Diplomatique» θα εξαρτηθεί από την ικανότητά μας να συστήσουμε μία μέθοδο ανάγνωσης του περίπλοκου κόσμου που τώρα διαμορφώνεται. Δεν πρόκειται μόνο για μία πνευματική πρόκληση που μας απευθύνεται προσωπικά – αν θέλουμε πράγματι να απαντήσουμε στις απαιτήσεις της κοινής γνώμης η οποία νιώθει κάπως αποπροσανατολισμένη, καθότι αντιμέτωπη με έναν κόσμο που μεταβάλλεται, πρέπει να είμαστε ικανοί να τον αναλύσουμε. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι έχουμε ήδη έτοιμη μία μέθοδο ανάγνωσης, αλλά ότι πρέπει να τη συλλογιστούμε. Κι αυτό σημαίνει επίσης ότι αυτή η μέθοδος ανάγνωσης πρέπει να μας εξυπηρετήσει όχι μόνο για να γεμίσουμε τις δύο σελίδες γεωπολιτικής ανάλυσης της εφημερίδας, αλλά για να τη χρησιμοποιούμε εξίσου όταν πραγματευόμαστε κάποια μεμονωμένη εθνική πραγματικότητα, μία κρίση κ.λπ. Οφείλει, επίσης, να είναι λειτουργική.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το 1989, την ολοκλήρωση δηλαδή του 20ού αιώνα διαθέταμε μία μέθοδο ανάγνωσης του κόσμου αρκετά απλή: υπήρχαν δύο στρατόπεδα, αυτό των σοσιαλιστών και εκείνο των καπιταλιστών, υπήρχε επίσης το κίνημα για την απελευθέρωση του Τρίτου Κόσμου. Σε γενικές γραμμές ήμασταν ικανοί να αναλύσουμε τον κόσμο.

Μετά το 1989 ακολούθησε μία περίοδος μεταβατική περίπου δέκα-δεκαπέντε ετών, όπου υπήρχε η εντύπωση, λανθασμένα κατά την άποψή μου, ότι μπαίναμε σ’ έναν κόσμο απολύτως κυριαρχούμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες και στον οποίο η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και ο νεοφιλελευθερισμός είχαν θριαμβεύσει. Όχι μόνο από ιδεολογικής σκοπιάς, αλλά και σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των οικονομικών στρατηγικών. Απλουστεύοντας, θα έλεγα ότι, από τη μία, υπήρχε η Ουάσιγκτον που λίγο-πολύ έφτιαχνε τους κανόνες, με κυρίαρχη την εντύπωση ότι τελικά όλες οι χώρες συναινούσαν στις αποφάσεις της. Από την άλλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες έμοιαζαν ανά πάσα στιγμή ικανές να παρέμβουν στρατιωτικά χωρίς κανέναν περιορισμό.

Νομίζω ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει πλέον. Για όποιον παρακολουθεί τον Τύπο, ορισμένες πληροφορίες σίγουρα εκπλήττουν. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Κίνα υπέγραψε μία συμφωνία πέντε δισεκατομμυρίων δολαρίων στο Κογκό. Το ποσό θα χρηματοδοτήσει, μεταξύ άλλων, 3.200 χιλιόμετρα σιδηροδρομικού δικτύου, 31 νοσοκομεία, 145 κέντρα υγείας και 2 πανεπιστήμια. Μερικές εβδομάδες αργότερα, δηλαδή κάπου μέσα στον Οκτώβριο του 2007, η Βολιβία υπέγραψε συμφωνία δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων για την εκμετάλλευση κοιτασμάτων σιδήρου με την ινδική εταιρεία Jindal Steel & Power. Ήταν η πρώτη και μεγαλύτερη επένδυση της Ινδίας στη Λατινική Αμερική, περιοχή που έχει ήδη προσελκύσει ρώσους και κινέζους επενδυτές.

Η ανάδυση των δυνάμεων της Ασίας, δηλαδή της Κίνας και της Ινδίας, αλλά και της Ρωσίας και της Βραζιλίας, καθώς και ο ολοένα και μεγαλύτερος ρόλος τους στην οικονομία είναι αξιοσημείωτη. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους το οικονομικό εκτόπισμα της Ινδίας και της Κίνας σήμερα έχει φτάσει αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ μέχρι το 2025, το 60% της παγκόσμιας οικονομίας θα αφορά στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες. Εξάλλου μία απόδειξη για τα παραπάνω, χωρίς να εισέλθουμε σε λεπτομέρειες, είναι ότι η κρίση που αντιμετωπίζει το αμερικανικό πολιτικό και χρηματοοικονομικό σύστημα, η οποία σε άλλες εποχές θα μεταφραζόταν σε μείζονα οικονομική ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας, σήμερα έχει μεν επιπτώσεις αλλά όχι τόσο σημαντικές.

Συμβαίνει, μάλιστα, κάτι αρκετά εντυπωσιακό το οποίο οφείλουμε να αναλύσουμε: από τη μία, δεν υφίσταται πλέον κάποιο εναλλακτικό σύστημα, υπό την έννοια ότι ο σοσιαλισμός έδειχνε κάποτε να είναι μία εναλλακτική στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Ταυτόχρονα, από την άλλη, το σχήμα της συναίνεσης με τα πρότυπα της Ουάσιγκτον είναι πλέον εντελώς παρωχημένο ως επεξηγηματικό μοντέλο. Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία, για μας ειδικά, μάλιστα, καθώς τείνουμε να μιλάμε για την Παγκόσμια Τράπεζα και για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο λες κι αυτές οι οργανώσεις έχουν λόγο στη διεθνή οικονομία. Ομως, εκτός από την Αφρική, δεν έχουν πλέον καμία ισχύ. Επειδή, δηλαδή, οι ασιατικές χώρες έχουν αναστείλει σε γενικές γραμμές της συμφωνίες με το ΔΝΤ τις πολιτικές του ΔΝΤ που αποκαλούμε νεοφιλελεύθερες είναι υποχρεωμένες να τις ακολουθήσουν σήμερα μονάχα οι αφρικανικές χώρες. Τα μοντέλα που εγκαθιδρύθηκαν από την Κίνα, την Ινδία κ.λπ. έχουν ενδιαφέρον γιατί είναι, ταυτόχρονα, καπιταλιστικά –οικονομία της αγοράς– αλλά και θεμελιωμένα στα εθνικά συμφέροντα. Τα εν λόγω μοντέλα αναδεικνύονται, μάλιστα, τη στιγμή που ο νεοφιλελευθερισμός, με την έννοια που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ‘90, βρίσκεται σε κρίση.

Κρίση πολιτική, παγκοσμίως αλλά και σε εθνικό επίπεδο, ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόκειται, όμως, περί κρίσης κυρίως στο βαθμό που δεν μπορούμε πλέον να εφαρμόσουμε τις παλαιές επεξηγηματικές μεθόδους. Για παράδειγμα, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η σημερινή κινεζική πολιτική αντιπροσωπεύει αυτό που είχαμε ο ονομάσει η «συναίνεση της Ουάσιγκτον». Ορισμένοι οικονομολόγοι διατείνονται ότι όντως, επί της παρούσης, αναδύεται «η συναίνεση του Πεκίνου», δηλαδή πολιτικές θεμελιωμένες στην οικονομία της αγοράς, την καπιταλιστική ανάπτυξη, αλλά και στα εθνικά συμφέροντα.

Τα τελευταία μπορεί να μεταφραστούν στο ότι, αν για παράδειγμα πρέπει να κλείσουν τα σύνορα, θα κλείνουν. Εξάλλου, όταν βλέπουμε για παράδειγμα, τι συνέβη στο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα, τον τρόπο με τον οποίο η Μεγάλη Βρετανία επανεθνικοποίησε μία τράπεζα, η Γαλλία πήρε ανάλογη απόφαση να συμμετάσχει στα κεφάλαιο των μεγάλων έργων κ.λπ., καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται περί της ιδεολογικής ήττας του νεοφιλελευθερισμού η οποία μεταφράζεται στην πολιτική – είναι ένα σύστημα το οποίο δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ένα σύστημα –και αυτό πιστεύω ότι είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο στη συγκεκριμένη συλλογιστική– το οποίο συνεχίζει να αναπτύσσεται. Για παράδειγμα, παρά την οικονομική κρίση, οι BMW δεν έχουν εκλείψει από τους δρόμους της Δύσης.

Το καινούριο στοιχείο που αναμφίβολα θα παίξει αρκετά σημαντικό ρόλο στα επόμενα τριάντα χρόνια είναι ο αγώνας για τον έλεγχο των πρώτων υλών. Σχεδόν επιστρέφουμε στην περίοδο πριν από το 1914. Με άλλα λόγια, η πρόσβαση σε πρώτες ύλες σήμερα είναι κεφαλαιώδους σημασίας, για την Κίνα, για την Ινδία, για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως καταδεικνύεται στον πετρελαϊκό τομέα. Έχει όμως επιπτώσεις, για παράδειγμα, ο ανεφοδιασμός σε πετρέλαιο της Κίνας είναι πολύ σημαντικός εξ ου και οι επενδύσεις της στην Αφρική, εξ ου και οι διάφορες συμφωνίες που κλείνει, περιλαμβανομένης και της Σαουδικής Αραβίας, εξ ου και η ανάπτυξη ενός πολεμικού στόλου για να προστατεύσει τον εφοδιασμό της. Και απομένει να δούμε ποιες είναι οι εγγενείς αντιφάσεις –εδώ δεν έχω μία έτοιμη απάντηση– ανάμεσα στην πολιτική της Κίνας, της Ινδίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ευρώπης.

Δεν πρόκειται περί ιδεολογικής διαφοροποίησης, όπως ήταν η περίπτωση κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά περί της απόκλισης των συμφερόντων τους.

Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που θα ήθελα να τονίσω. Το δεύτερο αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός διότι επικαλούμαστε συχνά τις Ηνωμένες Πολιτείες ως παράδειγμα της αλλαγής που συντελείται περνώντας από την έννοια της υπερδύναμης η οποία είναι ικανή να κάνει τα πάντα στην έννοια της παρακμάζουσας δύναμης. Υπενθυμίζω ότι η συζήτηση για την παρακμή των Ηνωμένων Πολιτειών μετρά μισόν αιώνα, δηλαδή σε κάθε περίοδο κρίσης υπάρχουν ορισμένοι που θα υποστηρίξουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε παρακμή.

Όντως, οι Ηνωμένες Πολιτείες υφίστανται μία σχετική αποδυνάμωση η οποία όμως έχει δύο όψεις. Υπάρχει η οικονομική όψη που προανέφερα, ότι δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν πια τόσο βάρος στην παγκόσμια οικονομία και ότι υπάρχουν πλέον ανταγωνιστικές εθνικές οικονομίες. Και υπάρχει και η πολιτικο-στρατιωτική όψη της εξασθένισης, που είναι ταυτόχρονα εν μέρει στρατηγική και εν μέρει συνδεδεμένη με την κυβέρνηση Μπους. Αν αύριο εκλεγεί Πρόεδρος ο Ομπάμα, θα δημιουργηθούν, κατά κάποιο τρόπο πολλές αυταπάτες. Όχι ότι η πολιτική του θα είναι ίδια με αυτή του Μπους, αλλά γιατί το όχημα που κινεί την αμερικανική οικονομία, που μας κάνει να βλέπουμε πλέον απροκάλυπτα τις αμερικανικές ελίτ, είτε με επικεφαλής τον Ομπάμα είτε με τον Μπους, είναι τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών.

Οι Ευρωπαίοι έχουν άλλη οπτική. Ήμουν πρόσφατα στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε κάποιον διάλογο για τις υπερατλαντικές σχέσεις. Όλοι συμφωνούσαν ότι η εκλογή του Ομπάμα ή ακόμη και του Μακ Κέιν θα εγκαινίαζε μια νέα περίοδο καλών σχέσεων με την Ευρώπη και κάποιος Αμερικανός ρώτησε αν ξέρουμε πόσο θα διαρκέσει. Απαντήσαμε όχι. Και ανταπάντησε: «Μέχρι οι Ευρωπαίοι να συνειδητοποιήσουν ότι εκλέξαμε Αμερικανό πρόεδρο». Μπορεί να ακούγεται ωμό αλλά δεν είναι άτοπο. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να εξετάσουμε αύριο σε ποιο βαθμό η εξασθένιση των Ηνωμένων Πολιτειών εξαρτάται από την πολιτική Μπους, που δίχως άλλο συνεισέφερε στο να απομονώσει τη χώρα του, και κατά πόσο υπαγορεύεται από τα εθνικά τους συμφέροντα.

Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε δύο πράγματα για την αμερικανική πολιτική. Το πρώτο είναι ότι σε κάθε περίπτωση, όποιος κι αν είναι ο καινούριος Πρόεδρος η προεδρία Μπους ανέδειξε τη δυσκολία της χρήσης του στρατιωτικού μηχανισμού ως πολιτικής στρατηγικής. Αν αναλογιστούμε την κατάσταση στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, θα λέγαμε ότι οι Αμερικανοί δεν θα μπορούσαν να ονειρευτούν συνθήκες πιο ευνοϊκές για μία στρατιωτική επέμβαση. Το καθεστώς στο Αφγανιστάν είχε ήδη απορριφθεί από σημαντική μερίδα του πληθυσμού. Υπήρχε διεθνώς συναίνεση γύρω από τη στρατιωτική επέμβαση στο Αφγανιστάν. Όταν εισέβαλαν στο Ιράκ δεν υπήρχε αντίστοιχη διεθνής υποστήριξη, αλλά ευνοούνταν τουλάχιστον από τη στήριξη εσωτερικών δυνάμεων στη χώρα. Και μέσα σε πέντε χρόνια βρισκόμαστε και στις δύο περιπτώσεις σε αδιέξοδο. Ούτε στο Αφγανιστάν ούτε στο Ιράκ λειτούργησε η στρατιωτική επέμβαση ως λύση.

Το θετικό κληροδότημα του 20ού αιώνα είναι ότι οι λαοί δεν θέλουν να διοικούνται από ξένες δυνάμεις. Είναι τόσο απλό αλλά και τόσο σημαντικό. Αν κάτι έχει παραμείνει στη μνήμη των Ιρακινών είναι το διάστημα 1918-1920, δηλαδή η εξέγερση εναντίον της βρετανικής εισβολής. Και αυτό έχει βαρύτητα στην πολιτική τους. Αντίστοιχα, στο Αφγανιστάν, υπήρξε το ιστορικό των δύο αιώνων αντίστασης ενάντια σε κάθε είδους εισβολή. Επομένως, ο σημερινός αμερικανικός στρατιωτικός μηχανισμός, ο οποίος διαμορφώθηκε αρχικά για τον Ψυχρό Πόλεμο και κατόπιν για έναν πόλεμο υψηλής τεχνολογίας, δεν είναι προσαρμοσμένος σε πολέμους αποικιοκρατικού τύπου και δεν νομίζω ότι θα μπορέσει να προσαρμοστεί σύντομα. Διότι αυτό θα σήμαινε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα επιστρατεύουν 150.000 στρατιώτες στο Ιράκ αλλά 500.000, άρα πρέπει παράλληλα να κινητοποιηθεί και ο αμερικανικός πληθυσμό – και αυτό μοιάζει δύσκολο.

Το δεύτερο που θα ήθελα να αναφέρω για τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ότι ακόμη και χωρίς τον Μπους, η λεγόμενη ευρύτερη Μέση Ανατολή, δηλαδή από το Μαρόκο ως το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, συνιστά το επίκεντρο της προσοχής τους. Όπως λέγεται, η πίσω αυλή των Αμερικανών είναι σήμερα η Μέση Ανατολή και όχι η Λατινική Αμερική. Και νομίζω ότι πρέπει πραγματικά να το συνειδητοποιήσουμε. Το είχα συζητήσει ορισμένες φορές με φίλους από τη Λατινική Αμερική ρωτώντας τους πώς γίνεται να έχει μειωθεί τόσο ο παρεμβατισμός από πλευράς Ηνωμένων Πολιτειών στη Λατινική Αμερική; «Μα, επειδή είναι κινητοποιημένοι στη Μέση Ανατολή», μου απαντούσαν. Προφανώς είναι, και όχι μόνο εκεί, αλλά και στην Αφρική. Ωστόσο, η Μέση Ανατολή είναι το επίκεντρο για δύο λόγους: από τη μία εξαιτίας των κοιτασμάτων πετρελαίου: σήμερα, με το βαρέλι να αγγίζει τα 150 δολάρια, η στρατηγική τους εντάσσεται στον αγώνα για τις πρώτες ύλες. Επίσης επειδή, από τη σκοπιά της αμερικανικής στρατηγικής, γίνεται προετοιμασία για την άνοδο αυτού που οι ίδιοι αποκαλούν «κινεζική απειλή». Ακόμα κι αν προσωπικά δεν πιστεύω ότι τα επόμενα δέκα ή δεκαπέντε χρόνια μπορεί να σημειωθεί κάποια σύγκρουση, είναι κάτι που ανησυχεί την αμερικανική στρατιωτική ηγεσία.

Το τρίτο που θα ήθελα να επισημάνω αφορά τις αλλαγές που συντελούνται σε επίπεδο ιδεολογίας και κουλτούρας. Νομίζω ότι είναι ο Υμπέρ Βεντρίν που έλεγε ότι είμαστε μάρτυρες του τέλους του μονοπωλίου των αφηγήσεων της Δύσης. Δηλαδή, ότι από το 1940 κι έπειτα, ο τρόπος που αντικρίζουμε τον κόσμο ήταν ο τρόπος που τον έβλεπαν η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Και θα έλεγα ότι αυτό ίσχυε όχι μόνο για τις ελίτ της Δύσης αλλά και για εκείνες των χωρών του Τρίτου Κόσμου. Δηλαδή είχαμε κατά μία έννοια μία μέθοδο ανάλυσης, είτε πρόσκειτο σε κάποια ιδεολογία, όπως η μαρξιστική είτε όχι, η οποία έγκειτο σε μία ομοιογενή κοσμοθεωρία. Η συγκεκριμένη περίοδος έχει σχεδόν παρέλθει με την άνοδο των εθνικών ταυτοτήτων, η οποία μπορεί να είναι αρνητική βέβαια. Αναμφίβολα, όμως, έχει γίνει σαφές ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να ατενίσει κανείς τον κόσμο, να αναπτύξει τη χώρα του, να προσεγγίσει το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – για παράδειγμα, για τους Δυτικούς είναι σημαντικός άξονας. Είμαι της γνώμης, για παράδειγμα, ότι οι αραβικοί δορυφορικοί τηλεοπτικοί σταθμοί συνέβαλαν στον πολιτικό διάλογο. Πώς; Τον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου, το 1990-91, τον παρακολουθήσαμε όλοι διαμέσου του CNN, περιλαμβανομένης και της αραβικής σκοπιάς, ενώ τώρα τον βλέπουμε και μέσα από άλλα πρίσματα, επίσης επαγγελματιών των μέσων ενημέρωσης, καθώς δεν πρόκειται περί σταθμών προπαγάνδας, αλλά με διαφορετική οπτική.

Και αυτό θέτει μία σημαντική πρόκληση. Καταρχήν δημιουργεί στη Δύση πραγματικό φόβο, που συνδέεται επίσης με την αποδυνάμωση σε επίπεδο οικονομικο-πολιτικό κ.λπ. και που τείνει να κατανοεί τον κόσμο με το σχήμα «εμείς έναντι των άλλων». Οι άλλοι, δηλαδή οι μουσουλμάνοι, οι Κινέζοι, οι Ινδοί κ.λπ. συνιστούν την απειλή. Η συγκεκριμένη έποψη του κόσμου έχει πολύ ισχυρά ερείσματα, τόσο στον τρόπο με τον οποίο τα μέσα ενημέρωσης παρουσιάζουν την πραγματικότητα όσο και στις διακηρύξεις ορισμένων διανοουμένων. Βασίζεται όμως, επίσης, στο συναίσθημα απώλειας της νομιμότητα, δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο, ο κόσμος, που ήταν Δυτικός, αλλάζει. Πρόκειται για διαδικασία πολύ επικίνδυνη διότι στη Δύση μεταφράζεται επίσης στο να μην εντοπίζονται κοινωνικές διαφορές, δηλαδή ταξικά προβλήματα μεταξύ πλούσιων και φτωχών, εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων κ.λπ.. Αντίθετα, αντιπαρατίθεται το «εμείς» στους «άλλους», δηλαδή οι λευκοί, ας το πούμε απλουστευτικά, περίπου το 90% του πληθυσμού στους «έξω». Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Ταυτόχρονα, από μία άλλη οπτική, είναι εμφανές ότι οι θεωρήσεις που αφορούν στην κουλτούρα μπορούν επίσης να αποδειχθούν επικίνδυνες: όπως οι ισχυρισμοί ορισμένων ότι τα δικαιώματα του ανθρώπου δεν τους αφορούν – π.χ. ότι έχουν το δικαίωμα να χτυπούν τις γυναίκες τους, ότι η κεφαλική ποινή είναι φυσιολογική κ.λπ. Δεν υπάρχει απλή απάντηση για όλα αυτά. Δεν πρόκειται να βρούμε ένα πλαίσιο-συνταγή για την ανάλυσή τους. Πρέπει να υπάρξει μία ισορροπία ανάμεσα σε μία κοσμοθεωρία και μία κουλτούρα που βασίζεται στην ιδιαίτερη ιστορία κάθε εθνικής οντότητας και στη θεμιτή επιδίωξη της ανθρωπότητας να υφίστανται κοινά μέτρα και σταθμά. Επομένως είναι κάτι το οποίο πρέπει να αναλογιστούμε και που φαίνεται πολύ σημαντικό για μας, δηλαδή για τη δική μας σκέψη περί του σύγχρονου κόσμου.

Συμπερασματικά, είμαι πεπεισμένος ότι γινόμαστε μάρτυρες του τέλους της κυριαρχίας της Δύσης όπως αυτή εννοούνταν κατά τον 19ο αιώνα. Και μάλιστα ανεπιστρεπτί. Για ακόμη μια φορά επισημαίνω ότι αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Ευρώπη δεν έχουν πλέον καμία ισχύ, αλλά ότι βρισκόμαστε ολοένα και περισσότερο ενώπιον πολυκεντρικών διεθνών συσχετισμών. Στο εν λόγω δίκτυο και άλλοι πόλοι αναμένεται να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο, είτε τοπικού χαρακτήρα –αν πάρουμε την κινεζική πολιτική, σήμερα έχει βαρύνουσα σημασία στην ευρύτερη ασιατική επικράτεια, έχει μικρή επιρροή στη λατινική Αμερική ακόμη κι αν, διαμέσου της οικονομίας, μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο, είτε ευρύτερου. Αυτός ο πολυκεντρικός κόσμος δεν είναι κατ’ ανάγκη ούτε πιο ειρηνικός ούτε πιο δίκαιος. Μπορεί να αποδειχθεί ένας κόσμος όπου οι συγκρούσεις θα αποτελούν μόνιμη συνιστώσα. Δεν πρόκειται δηλαδή περί αξιολογικής τοποθέτησης αλλά για μία αντικειμενική απόφανση.

Εμείς μπορούμε να επιδιώξουμε να υπεραμυνθούμε, σε διεθνές επίπεδο, του σχήματος της «πολυμέρειας», που δεν ταυτίζεται με αυτό του πολυκεντρισμού. Δηλαδή το ότι τα προβλήματα θα λύνονται είτε στο πλαίσιο του ΟΗΕ είτε θα γίνεται προσπάθεια οι διαμάχες να επιλύονται σε περιφερειακό επίπεδο. Βεβαίως, δεν μίλησα καθόλου για διεθνείς προκλήσεις όπως η υπερθέρμανση του πλανήτη, η μάστιγα του ΕΙΤΖ κ.ά., που δεν επιδέχονται τοπικών λύσεων. Επομένως, για τα παραπάνω, το σχήμα της «πολυμέρειας» θα μας βοηθήσει να κάνουμε κάποιες προόδους, αλλά απέχουμε ακόμη πολύ, γνωρίζοντας σε ποιο βαθμό ο ΟΗΕ έχει παραλύσει.

Σε κάθε περίπτωση, οδεύοντας προς τον πολυκεντρισμό, έχουμε την επιλογή είτε ενός κόσμου που θα ρυθμίζεται από τους συσχετισμούς ισχύος και ενδεχομένως τις συγκρούσεις, ή ενός κόσμου στον οποίο θα προσπαθήσουμε να ιδρύσουμε κάποιους κανόνες διασυνδέοντας τους βασικούς πρωταγωνιστές.

Alain Gresh

Διευθυντής της διαδικτυακής εφημερίδας Orient XXI, συγγραφέας του βιβλίου Palestine, un peuple qui ne veut pas mourir, εκδόσεις Les Liens qui libèrent, Παρίσι, 2024.

Μοιραστείτε το άρθρο